Monday, October 10, 2005

Saturday Night Fever

Γιατί και οι Clash όταν έγραφαν το I Fought The Law σίγουρα μια τέτοια βραδιά είχαν στο μυαλό τους. Μπορεί ο Κισκλόφσκι να γύρισε την διπλή ζωή της Βερόνικας με την οποία έπινα καφέ το απόγευμα αλλά γύρισε και τη γνωστή τριλογία Μπλε ? Λευκή ? Κόκκινη, τα ιδανικά και οι αξίες της οποίας καταπατήθηκαν το συμπαθέστατο κατα τ’άλλα αυτό Σαββατόβραδο. Εν αρχή ην ο λόγος όπως ξέρουμε, αλλά η πείνα φυλάει τα έρμα κι έτσι σε γνωστό κλαμπ-καφέ-μπιστρό με κολωνάτα ποτήρια νερού τα οποία είχαν το ίδιο σχέδιο και με αυτά του κρασιού αλλά όχι και την ίδια χρέωση περιμέναμε κάποιο σερβιτόρο. Ο φόρτος του μαγαζιού με τις τρεις παρέες ήταν τόσο μεγάλος που η αναμονή μας θύμισε ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Ήρθε λοιπόν κάποια στιγμή ο μακρινός ταξιδιώτης και κάναμε το λάθος να ζητήσουμε κατάλογο. Τα φαγητά ήταν ανακατεμένα με τα γλυκά, τις μπύρες και τα ροφήματα με αποτέλεσμα η επιλογή να γίνει μια πραγματικά δύσκολη διαδικασία. Τα διλλήματα ξεπεταγόταν σαν τα κεφάλια της Λερναίας Ύδρας και όταν ζητήσαμε μία διευκρίνηση για κάποια σαλάτα έπρεπε να περιμένουμε τον άλλον σερβιτόρο που ήταν ειδικός επι του φαγητού για να μας διευκρινίσει ότι αυτός ο περίεργος τίτλος ήταν μια σπέσιαλ χωριάτικη. Θυμηθήκαμε τότε το γνωστό ανέκδοτο με την οικογένεια που πηγαίνει για φαγητό και ο άνδρας ζητάει να μάθει τι ακριβώς είναι το «Χάντρες του Αγρού με γαρνιτούρα σως ντε Μπρυζιέν» και ο σερβιτόρος σκύβει εμπιστευτικά στο αυτί και του λέει «Φασολάδα κύριε». Ο σερβιτόρος δε γέλασε κι ως εκ τουτου εκτιμώ ότι το χιούμορ του ήταν περισσότερο παγωμένο από τις μπύρες που σέρβιρε στους συνδαιτημόνες μου. Αλλά αυτό ήταν το καλό κομμάτι της ιστορίας. Εν αναμονή πέντε ακόμη ατόμων για να συμπληρωθεί η απαραίτητη εννιάδα απολαμβάναμε τα εδέσματα μας κι όταν κατέφθασαν οι τρεις από αυτούς πληρώσαμε και φύγαμε για να αποφασίσουμε τον επόμενο σταθμό μας ο οποίος δεν έμελλε να είναι και τερματικός. Η αρχή των διαπραγματεύσεων συνοδεύτηκε κι από την άφιξη των δύο κορασίδων που θα συμπληρώναν το καρέ επί δύο συν ένα. Συστάσεις, χαιρετούρες κι επανάληψη των διαβουλεύσεων. Οι δύο άρτι αφιχθείσες κορασίδες με την τρίτη σωματοφύλακα, έστησαν πηγαδάκι αδιαφορώντας πλήρως για την συνέχεια του γλεντιού. Μία ώρα αργότερα κι αφού βρήκαμε το που θα πάμε τις φωνάζουμε για να ξεκινήσουμε all together κι εκείνες διαφωνόντας σε ήπιους πάντα τόνους μας οδήγησαν στο μέρος το οποίο αναφέρθηκε πρώτο, αποκλείστηκε στη συνέχεια και επικράτησε τελικά. Το πλήθος της παρέας έφερε την απαραίτητη αναμονή για την εύρεση ενός κατάλληλου τραπεζιού το οποίο με τα πολλά μας υποδέχθηκε και ανακαλύψαμε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με τους σερβιτόρους εκείνη τη μέρα γεγονός που επιβεβαιώσαμε και στον αμέσως επόμενο προορισμο μας, ο οποίος όμως είναι μια άλλη μεγάλη αυτόνομη ιστορία που μια σύντομη περίληψη της θα παραθέσω λίγο αργότερα. Ο σερβιτόρος λοιπόν όταν σχεδόν είχαμε ξεχάσει ότι η παραγγελία μας εκκρεμούσε άρχισε να φέρνει ένα ένα αυτά που του ζητήσαμε κι αν υπήρχε μια λογική στο να καθυστερήσει η παρασκευή των κοκταίηλ, δεν κατάλαβα πως ήταν δυνατόν αυτά να έρθουν πρώτα και οι μπύρες τελευταίες. Μάλλον επιβεβαιώθηκε η παροιμία που λέει ότι και οι τελευταίοι γίνονται πρώτοι και τούμπαλιν. Η κοινωνική κριτική δεν έλειψε και σε αυτό το τραπέζι, συνοδευόμενη από έντονο προβληματισμό για νοσηρά φαινόμενα των καιρών μας καθώς επίσης και η εμφάνιση γκεστ-σταρ τύπων από το πουθενά με εμφάνιση που δε θύμιζε κάτι συγκεκριμένο διότι και ο Καραγκιόζης μπροστά του είχε στυλ και σεξαπιλ. Greek Lover? Ίσως. Όταν η κουβέντα άρχισε να σοβαρεύει με τρόμο είδαμε ότι είχαμε μπροστά μας ζωντανά παραδείγματα προς επιβεβαίωσιν της θεωρίας μας και ρίξαμε την ιδέα για να συνεχίσουμε σε κάποιο, περισσότερο παραδοσιακό μπαρ.

[...]

Ξεκινώντας για το μέρος που αποφασίσαμε ήδη είχαμε γίνει 7 και λίγα μέτρα πριν την είσοδο γίναμε 5. Ήταν η στιγμή που ο φίλος μου διέγνωσε την καταστροφή, προέβλεψε τα μαρτύρια που θ’ακολουθούσαν και έξυπνα τον έπιασε ένας οξύς πόνος στο στομάχι την αιτία του οποίου δε μπορούσε να προσδιορίσει. Πραγματικά ήταν μια ευφυέστατη τακτική και δε μπορώ παρά να του βγάλω το καπέλο. Οι πέντε μας λοιπόν συνεχίσαμε. Ο φίλος μου και η μία εκ των τριών κορασίδων ανέβηκαν προς αναγνώριση του εδάφους και αξιολόγηση του μπαρ και χωρίς κανένα αρνητικό σχόλιο για το μέρος/μουσική/κόσμο/κλπ το απορρίψαμε αφού πρώτα το είχαμε επιλέξει ως μια καλή λύση. Έτσι λοιπόν κατευθυνθήκαμε προς ένα άλλο μπαρ-καφέ στο πατάρι του οποίου θα βρίσκαμε σίγουρα ένα τραπέζι. Και βρήκαμε! Νομίζετε ότι καθίσαμε ε; Το ηχείο ήταν πολύ κοντά κι έτσι φύγαμε για τον επόμενο σταθμό όπου να σημειώσω εδώ το κάρφωμα της μιας κορασίδας στη βιτρίνα με τα νυφικά. Έξω από το μαγαζί απόρησα με την επιλογή τους, δεν ήταν το μέρος όπου θα μπορούσες να πεις ότι συχνάζουν και χωρίς καν να μιλήσουμε αποφασίσαμε να φύγουμε και να πάμε σ’ένα μέρος που ήταν πιο κοντά στο σημείο απ’ όπου ξεκινήσαμε τη μπαρότσαρκα. Εκεί μπήκαμε και βγήκαμε γιατί είχε πολύ κόσμο και έτσι αρχίσαμε να περπατάμε χωρίς να έχουμε κάποιο συγκεκριμένο προορισμό στο μυαλό μας κι όταν σταματήσαμε σ’ένα περίπτερο για την αγορά εφημερίδων άρχισα να νιώθω τυχερός. Επιτέλους σκέφτηκα η βραδιά θα λήξει άδοξα για κάποιους από εμάς (τις τρεις κορασίδες) και θα στεφθεί από λαμπρή επιτυχία για τους υπόλοιπους. Ναι καλά! Η πρόταση που έκανα για μια semi-μπυραρία έτυχε της πλήρους αποδοχής, βρήκαμε και τραπέζι να καθίσουμε κι αφού ο σερβιτόρος μας είπε να μην κοιτάμε τον κατάλογο για τις μπύρες, επιλέξαμε μερφις για να θυμηθούμε τις επαναστατικές καταβολές του ΙΡΑ, διότι ο Μαικλ Κολινς αργά ή γρήγορα θα ξυπνούσε μέσα μας. Ο φίλος με τον πόνο στο στομάχι είχε το κατάλληλο timing και ήρθε να μας βρει όταν είχαμε πια καθίσει! Τότε γίναμε μάρτυρες μιας midlife-crisis με συζητήσεις για απωθημένα, γάμους, παιδιά και ήταν η στιγμή που αποφάσισα ότι ποτέ πια δε θα ξαναπάω για μπύρες όταν η παρέα έχει γυναίκες. Ακούστηκαν φράσεις του στυλ «Κι εμείς οι ελεύθερες» καθώς επίσης και η καριέρα είχε τα πάνω της. Το γλέντι φούντωσε ή αν προτιμάτε το κέφι ξεχείλισε όταν λόγω καταβολής των κορασίδων αρχίσαμε την παράφραση τίτλων ερωτικών ταινιών με το όσκαρ να πηγαίνει στο σαδομαζοχιστικό δράμα «Κάνε μου μήνυση, ταπείνωσε με» που πρότεινε ο φίλος με τον οποίον είχαμε υπομείνει τον προηγούμενο μαραθώνιο.

[...]
Τελικά νωρίς το πρωί καταλήξαμε (το τριο ινφερνο χωρίς κορασίδες) στην οικεία που με φιλοξενούσε χωρίς μπύρες αυτή τη φορά γιατί δε θέλαμε να συζητήσουμε για παιδιά, γάμους και καριέρες. Πάντα θα υπάρχει ένα ξημέρωμα για να σώσει την παρτίδα.

Καλή Αντάμωση!