Thursday, September 28, 2006

Wednesday Night Call...

Εκεί που καθόμουν χθες σπίτι και ήμουν έτοιμος να την πέσω από νωρίς χτυπάει ένα τηλέφωνο που ήμουν σίγουρος ότι δε θα ήταν για καλό. Ένας φίλος που γενικά κινείται μεταξύ Εδιμβούργου και Θεσσαλονίκης με αναλογία 9 προς 1 είχε έρθει στην Αθήνα κι αφού είχα να τον δω και 2.5 χρόνια περίπου αποφάσισα να συνδράμω σε μια ομαδική συνάντηση που είχε κανονιστεί. Το γεγονός πως κάτι περίεργο θα συνέβαινε μου επιβεβαίωσε και η αδικαιολόγητη καθυστέρηση στο παρκάρισμα αφού όλες οι γνωστές καβάντζες ήταν γεμάτες. Σα να μην έφτανε αυτό παρατηρώ κι έναν λεκέ στο παντελόνι μου αλλά εκείνη την ώρα δε μπορούσα να κάνω και πολλά πράγματα για να το διορθώσω κι έτσι αποφάσισα να έχω πάντα μαζί μου κι ένα περζίλ εξπρές διότι θα έβαζα ένα εύκολο σχετικά τρίποντο και θα καθάριζα. Έφτασα δεύτερος αλλά όχι και καταϊδρωμένος και πήρα μία μπύρα για την οποία όμως δεν έφεραν πατατάκια και την έβγαλαν με τα φιστίκια που είχαν φέρει για τη μπύρα που είχε ήδη παραγγείλει ο φίλος μου. Σιγά σιγά μαζευτήκαμε όλοι και αρχίσαμε να λέμε τα δικά μας αφού έπρεπε να γίνει και το σχετικό update διότι με τους περισσότερους είχαμε πολύ καιρό να βρεθούμε. Ήρθε το λοιπόν η ώρα του αποχωρισμού και αφού έμενα στην ίδια κατεύθυνση με κάποια παιδιά τα πήρα μαζί μου κάνοντας τον ταρίφα για να μη πληρώνουν κερατιάτικα. Αφήνοντας και τον τελευταίο έστριψα σε λάθος στενό από αυτό που μου είπε κι ενώ πήγαινα πολύ σιγά σ’ένα μάλλον σκοτεινό δρομάκι προσπαθώντας να προσανατολιστώ αν και για να πω την αλήθεια δε με χάλαγε και μια άσκοπη περιπλάνηση. Στρίβω λοιπόν τυχαία σ’ένα άλλο στενάκι και λίγα μέτρα αργότερα πετιέται ένας άνθρωπος στο δρόμο. Φρενάρω απότομα αλλά ήταν τόσο κοντινή η απόσταση που ακούστηκε ένας ήχος με αποτέλεσμα να τρομάξω. Βγαίνω έξω και πάω να ελέγξω τον προφυλακτήρα έτσι ώστε να δω αν έχει γίνει ζημιά κ.λ.π. Αφού ήταν όλα εντάξει και πήγα να φύγω σκόνταψα σ’ένα χέρι και τότε θυμήθηκα ότι είχα χτυπήσει έναν άνθρωπο. Ήταν μια νεαρή φοιτήτρια όπως έμαθα αργότερα η οποία τα είχε κοπανίσει. Όταν τη ρώτησα από που βγήκε μου έδειξε ένα υπόγειο αλλά εγώ δεν έδωσα σημασία και θεώρησα ότι είναι από το μεθύσι της. Στο υπόγειο αυτό ήταν μαζεμένες κάμποσες πρωτοετίνες και τελειόφοιτες και μεθοκοπούσαν αβέρτα χωρίς κανείς άλλος να μπορεί να γνωρίζει και τι άλλο συνέβαινε εκεί. Την πήρα μαζί μου στο αυτοκίνητο και πήγαμε στο νοσοκομείο για μια πλύση στομάχου και κανέναν ορό και λίγες ώρες αργότερα είχε στρώσει εντελώς. Για να μ’ευχαριστήσει με κάλεσε σπίτι της για να δοκιμάσω γλυκό του κουταλιού βύσσινο που είχε φτιάξει η ίδια η μάνα της με τα χεράκια της. Έτριψα τα χέρια μου από την ψύχρα αν και θα μπορούσα να το κάνω και από χαρά και ξαναμπήκαμε στο αυτοκίνητο για άλλη μία βόλτα στη νυχτερινή Αθήνα. Δεν έβρισκα να παρκάρω κι έτσι έκλεισα την είσοδο ενός γκαράζ διακινδυνεύοντας μια κλήση αλλά είχα πίστη στον εαυτό μου και δε μάσησα. Όντως το γλυκό ήταν πολύ νόστιμο αλλά τα πράγματα άρχισαν να ξεφεύγουν από τον έλεγχο όταν μου είπε ότι έπρεπε να κάνει ένα μπάνιο και γδύθηκε μπροστά μου. Εγώ της είπα ότι δεν είχα κανένα πρόβλημα και κάθισα να την περιμένω στον καναπέ όπου πολύ σύντομα με πήρε ο ύπνος κι άρχισα να ροχαλίζω. Εκεί που ξεκινούσε το όνειρο άκουσα τη φωνή της δυνατά να με καλεί σ’ένα τρίψιμο πλάτης και με τα μάτια μισάνοιχτα πήγα στο μπάνιο για να δω τι παίζει αλλά και να βοηθήσω. Πέταξε ένα σωρό σαπουνάδες πάνω μου και τελικά βγήκαμε και οι δύο μούσκεμα με τη διαφορά πως ο ένας από τους δύο μας, εγώ δηλαδή, δούλευα την επόμενη μέρα το πρωί και είχα μπροστά μου μόνο δύο ώρες ενώ εκείνη θα κοιμόταν όσο ήθελε. Τελικά γδύθηκα κι εγώ για να στεγνώσω οπότε κι αρχίσαμε να παίζουμε παντομίμα και ντόμινο ώσπου σε κάποια φάση έπεσε ο ένας πάνω στον άλλον και δεν ξανασηκωθήκαμε. Μας διέκοψε ο ήχος του περιπολικού που ήρθε για να μου δώσει κλήση αφού εμπόδιζα το σπαστικό γείτονα που ξημεροβραδιάζεται μπροστά από το γκαράζ του για να μην του κάνουμε τίποτα. Βγήκα φορώντας ένα ροζ μπουρνούζι που βρήκα μπροστά μου κι εξήγησα πως έχει η κατάσταση. Ο αστυνομικός μου έκλεισε πονηρά το μάτι κι εγώ του έκανα το σήμα της νίκης κι επέστρεψα στην κρεβατοκάμαρα. Σου πάει το ροζ μου είπε και κρατούσε στα χέρια της ένα ροζ στρινγκ που μάλλον πρέπει να είχε δώρο η τελευταία Barbie που είχε αγοράσει. Σκέφτηκα να το χρησιμοποιήσω σαν φίμωτρο αλλά είδα ότι η ώρα ήταν προχωρημένη κι έτσι αφού δε μπορούσα να πάρω το μπουρνούζι μαζί μου της ζήτησα να μου δώσει το βρακί της γιατί είχαμε ένα σημαντικό meeting σήμερα στο γραφείο και το ήθελα σαν γούρι. Πράγματι αφού μου έφτιαξε ένα καφέ μου έβαλε το στρινγκ στην τσέπη το οποίο σαν χρώμα ταίριαζε και με την κλήση που μου είχαν κόψει τελικά οι αστυνομικοί. Πήρα το χαρτάκι στα χέρια μου και είδα ότι δεν είχαν σημειώσει κάποια παράβαση εκτός από κάποιες ευχές για το υπόλοιπο της βραδιάς. Φτάνοντας στο γραφείο έφτιαξα ακόμη έναν καφέ και με τη σειρά μου έβαλα το στρινγκ στο φάκελο του προϊσταμένου. Όταν αυτός με τη σειρά του έδωσε το φάκελο στο Διευθυντή μας άκουσε όλος ο όροφος και πέσαμε όλοι από τα σύννεφα για τον ξεπεσμό του προϊσταμένου μας ο οποίος στα εξήντα του τολμά και έρχεται με ροζ στρινγκ στη δουλειά. Αφού επικράτησε ένας μικρός πανικός άρχισαν τα πηγαδάκια με τις στερεότυπες ατάκες του στυλ «εγώ τον είχα καταλάβει ότι είναι ντιντής αλλά εσείς δε μ’ακούγατε» και άλλα τέτοια ενώ ο προϊστάμενος ακόμα δεν είχε καταλάβει τι είχε συμβεί. Μάλιστα κυρίες και κύριοι, αυτά είναι τα τραγικά αποτελέσματα των τελετουργικών στα υπόγεια των εστιών ανάμεσα σε πρωτοετίνες και τελειόφοιτες.

Wednesday, September 27, 2006

Big Bar

Καθώς περίμενα το ασανσέρ για να κατέβω στο πάρκινγκ σκεφτόμουν πως θα ήθελα να διακτινιστώ και να βρεθώ σπίτι χωρίς να μπλέξω στην κίνηση και τη βαβούρα της πόλης. Άρχισα να οδηγώ μηχανικά και λίγο παρακάτω άκουσα τα φρένα μου να στριγκλίζουν. Άναψα τα αλαρμ και άρχισα την απαγγελία:

Την είδα τη μπατσίνα
Την είδα με στολή
Κόντεψα να τρακάρω
Από την ταραχή

Εκείνη χαμογέλασε και μου είπε ότι δε θα μπορούσε να κάνει και την τροχαία σε περίπτωση που είχαμε τρακάρισμα. Εγώ της είπα ότι επειδή είμαι σίγουρος ότι δεν έχει μαγειρέψει θα έπρεπε να μου επιτρέψει να την πάω για φαγητό. Εκείνη αν και δίστασε για λίγη ώρα, τελικά ενέδωσε στην κατά τ’άλλα ανήθικη πρόταση μου αφού πηγαίναμε για να φάμε καλά. Είχα στο νου μου ένα καλό ιταλικό όμως σκέφτηκα ότι στην περίσταση θα ταίριαζε κάτι πιο ελεγκαντ κι έτσι πήγαμε στα Βλάχικα για σουβλιστό αρνί και κοκορέτσι. Το αποτέλεσμα; Τρέχαμε όλο το απόγευμα στο λόφο του Στρέφη για να χάσουμε τις θερμίδες ώσπου τα έφτυσα σε κάποια φάση και άραξα για ένα φραπέ στην Καλλιδρομίου παρακολουθώντας την να περνάει κάθε δέκα λεπτά μπροστά από το περίπτερο στη γωνία με τη Μπενάκη. Κάποια στιγμή τα δέκα λεπτά έγιναν μισή ώρα και η μισή ώρα τρεις και αυτή δεν είχε φανεί. Εγώ από την αγωνία μου είχα πιει ήδη μισό μπουκάλι ουίσκι χωρίς όμως αξιοσημείωτα αποτελέσματα αφού και πάλι δεν κατόρθωσα να τη δω μπροστά μου. Σκέφτηκα να πάω στην αστυνομία για να δηλώσω την εξαφάνιση αλλά μου φάνηκε κάπως κουλό να πω ότι την ώρα που μια συνάδελφος σας έτρεχε κι εγώ την κοίταζα δε ξαναφάνηκε και πρέπει να τη βρείτε αμέσως γιατί έχω ακυρώσει και τη συγκέντρωση για τη μπάλα στο σπίτι με τα φιλαράκια. Όχι δεν ήταν αυτό που έπρεπε να κάνω. Έβγαλα από την τσέπη μου ένα κομμάτι αλουμινόχαρτο που είχα τυλίξει λίγο μεζέ για τη λιγούρα. Ανέβηκα προς το λόφο κουνώντας πέρα δώθε το μεζεκλίκι μπας και το μυρίσει και έρθει αφού όπως προηγουμένως είχα παρατηρήσει στο κοκορέτσι δε χαριζόταν. Και που είχα στην κατοχή μου αυτό το κομμάτι θαύμα ήταν και το καβάντζωσα σε μια ανύποπτη στιγμή που έκανε ένα σλάλομ στο τζατζίκι. Τίποτα, είχε εξαφανιστεί κι αυτή και ο μεζές, αφού ένα αδέσποτο μ’ένα σάλτο μορτάλε τσίμπησε το κρέας που για να πω τη μαύρη μου αλήθεια δεν κρατούσα με τη δέουσα προσοχή. Ποια προσοχή δηλαδή που μάλλον αφηρημένος ήμουν αφού απελπισμένος καθώς ήμουν αποφάσισα να την πάρω τηλέφωνο να δω που βρίσκεται και γιατί σταμάτησε να κάνει κύκλους γύρω από το λόφο με αποτέλεσμα και τον καφέ μου να μην ευχαριστηθώ αλλά και να το ρίξω στο ποτό για να γίνει λίγο πιο δραματικό το όλο σκηνικό. Για κάτι τέτοιες φάσεις έχω και το Κύμα πικρό στην πλώρη μου κι αέρα στα πανιά μου όπου είναι ένα κι ένα για να χορέψεις το ζειμπέκικο σου και να ξεδώσεις όταν τα πράγματα ζορίζουνε τριγύρω. Αφού άνοιξα το κινητό άρχισε ένας καταιγισμός από μηνύματα, τα περισσότερα από τους φίλους μου κυρίως όπου είχαν χάσει τη μπάλα με τη γυναίκα που τους είχα στείλει. Το δικό της έλεγε: «Έφτασα σπίτι και βρήκα τα παιδιά, μην αργήσεις και χάσεις τη μπάλα. Γκολ!».

Monday, September 25, 2006

White Shadow

Ξημερώματα Παρασκευής κι ένα ομιχλώδες πράγμα στην Κηφισίας καθώς κατέβαινα με τελικό προορισμό το Χίλτον κι ενδιάμεσο ένα βενζινάδικο αφού το λαμπάκι είχε από ώρα ανάψει, σχεδόν ταυτόχρονα με μένα για διαφορετικό λόγο όμως. Δεν είχα σκοπό να πάω στην Προεδρική Σουίτα αλλά ούτε καν στο Galaxy για ένα ποτό αφού ο δικός μου ο Γαλαξίας είχε επεκταθεί πολύ το συγκεκριμένο βράδυ, τόσο πολύ που δε μπορούσα να τον κουλαντρίσω με άνεση, γεγονός που με χαρακτηρίζει ιδιαίτερα σε αυτές τις ριβερς ντρίπλες που κάνω στο μπάσκετ και αδειάζω τον αντίπαλο για να έρθω πρόσωπο με πρόσωπο στο καλάθι και κατά κανόνα ν’αστοχήσω ειδικά αν έχει σουρουπώσει και λίγο αφού η μυωπία δε βοηθάει σε τέτοιες καταστάσεις. Φέτος βέβαια ενημερώθηκα για μια τρομερή ανακάλυψη η οποία με έβγαλε ασπροπρόσωπο τουλάχιστον σε δύο ματσάκια ενώ περιμένω με αγωνία το ντέρμπι της προσεχούς Κυριακής για να ξεδιπλώσω το πληθωρικό ταλέντο μου και στον πλαστικό χλοοτάπητα όπου ελπίζω να υπάρχει και κανένας άνθρωπος του Παναθηναϊκού για να χτυπήσω την καλή τη μεταγραφή αφού έτσι κι αλλιώς σε αυτήν την ομάδα δε χρειάζεται να ξέρεις μπάλα αλλά τον κατάλληλο άνθρωπο. Ο οποίος σίγουρα δε μπορεί να είναι ένας ταγματάρχης αφού ο μόνος χαρακτηρισμός που θα του ταίριαζε είναι ακατάλληλος αλλά όχι με το κόκκινο το x, πάνω στη γωνία, στο μέτωπο το έχουν αυτοί για να είναι ευδιάκριτο και να είσαι ψυχολογικά προετοιμασμένος για όλα. Τι να πω ρε πούστη μου, με το που φοράν τα χακί χαζεύουν ή το έχουν από μικροί και απλά μεγαλώνοντας το ονομάζουν Στρατό Ξηράς; Ίσως να ευθύνεται αυτή η ξηρασία, θα εισηγηθώ μου φαίνεται περισσότερο πότισμα, κυρίως με τα πυροσβεστικά τ’αεροπλάνα τα οποία κάθονται όλο το χρόνο και όταν πιάνει φωτιά ή είναι νύχτα και δε μπορούν να σηκωθούν ή θα φυσάει οπότε για να μη γκρεμοτσακιστούν κάθονται στα σπίτια τους και κοιτάνε τις προσπάθειες πυρόσβεσης από τις ειδήσεις έτσι ώστε να ξέρουν που να πάνε να ρίξουν την επόμενη μέρα το πρωί αν κι εφόσον ο άνεμος έχει κοπάσει. Δοκίμασα και κάτι καινούρια παξιμάδια που μου πρότεινε μια υπάλληλος του σούπερ μάρκετ. Καθόμουν μπροστά στα παξιμάδια χωρίς να θέλω πραγματικά ν’αγοράσω αλλά κάτι σκεφτόμουν και αφηρημένος κοιτούσα τις συσκευασίες επίμονα χωρίς να το κουνάω ρούπι. «Επειδή βλέπω ότι το ψάχνετε θα σας προτείνω αυτά, δεν προλαβαίνουμε να τα φέρνουμε, είναι πολύ καλά», μου είπε κι έριξα το σακούλι στο καλάθι αλλά αυτό έκανε ένα γκελ και έπεσε κάτω με αποτέλεσμα να θρυμματιστούν τα περισσότερα. Όταν απομακρύνθηκε πήρα ένα άλλο σακούλι, το πέταξα κι αυτό δήθεν κατά λάθος κάτω κι έτσι είχα ζευγαρώσει τα θρυμματισμένα παξιμάδια γεγονός που με έκανε ιδιαίτερα περήφανο αφού ήταν οπωσδήποτε κάτι καινούριο για μένα που ήξερα μόνο τα παξιμάδια που δίνουν με τον καφέ στις κηδείες και τα μνημόσυνα. Αυτά όμως ήταν άλλο πράγμα και πραγματικά αξίζαν το πέσιμο αν και η φυσική τους θέση νομίζω ότι είναι μέσα στη σαλάτα με μπόλικη φέτα και κρεμμύδι για δροσερή αναπνοή, 100% εγγυημένο για πρώτο ραντεβού με γκόμενα. Ας πιούμε ένα ουίσκι λοιπόν για να το χαρούμε. Εβίβα!

Sunday, September 24, 2006

All-inclusive

Πήγαινα προς το αυτοκίνητο και σκεφτόμουν, πέρυσι γάμος, φέτος βαφτίσια, τι γίνεται ρε πούστη μου, μεγαλώνουμε και δεν το έχω πάρει χαμπάρι; Μπήκα σε slow motion mode και ξεκίνησα για να πάω να πάρω έναν φίλο που είχαμε κανονίσει να πάμε μαζί στην εκκλησία. Ο καιρός μάλλον συμπαθητικός, είχα τέρμα ανοιχτό το παράθυρο και πήγαινα. Αφού παρκάραμε αμέσως πήγαμε για τις καθιερωμένες χαιρετούρες με γονείς και σόι αλλά κυρίως με φίλους από μια άλλη εποχή που λογικά θα ξανασυναντήσω στο επόμενο ευτυχές γεγονός. Δε μου άρεσε καθόλου αυτή η εικόνα, ένιωθα λες και πήγαινα στο περίπτερο να πάρω εφημερίδα, γενικά ήμουν εκτός κλίματος. Και μετά το κέντρο. Η μαζική καταστροφή. Η οικογενειακή αυτή ταβέρνα είχε τρεις αίθουσες και στην είσοδο έλεγες για ποιό παιδάκι είσαι και αναλόγως πήγαινες δεξιά, αριστερά, πάνω, κάτω ή δε ξέρω κι εγώ που αλλού θα μπορούσες να βρεθείς σ’ αυτόν τον εορταστικό λαβύρινθο. Μπήκα στον πειρασμό να περάσω και από τα υπόλοιπα γλέντια αλλά δεν είχα κέφι. Οι τραγουδιστές και οι οργανοπαίχτες ήταν αυτοί που άλλαζαν σε σταθερή βάση. Είχανε κάτω λαϊκά; Εμείς πάνω είχαμε το κλαρίνο ενώ οι παραδίπλα το βιολί. Έφευγε το κλαρίνο από εμάς, ερχόταν το βιολί, πήγαινε το μπουζούκι στους δίπλα και μετά σε μας κι ένα πράγμα έτσι ανακατωμένο όπως αρμόζει σε μια σωστή παρτούζα. Το τσάμικο βέβαια το χορέψαμε διότι πρέπει κάπως να φανεί και το γεγονός ότι είμαστε Σαρακατσάνοι και η καταγωγή δεν κρύβεται. Ε και δώστου να ανοίγουν σαμπάνιες και να φεύγουν τα λουλούδια στην πίστα αλλά κάτι με χάλαγε. Ήταν πολύ προγραμματισμένο ρε γαμώτο, λες και κουρδισμένοι ακολουθούσαμε πιστά εντολές. Πάω σε κάποια φάση να κατουρήσω οπότε βλέπω κλειστή την αντρική πόρτα και χτυπάω. Αντί για άλλος ακούω τον ήχο του κλειδώματος και περιμένω. Εκείνη την ώρα έρχεται και η λουλουδού για την ανάγκη της οπότε βλέπει τη διπλανή πόρτα ανοιχτή και μου λέει περάστε. Προς στιγμήν σκέφτηκα ότι θα εννοεί να μπούμε μαζί αλλά τελικά της είπα «Μα είναι η γυναικεία» οπότε κι εκείνη μου απαντάει «Πω, πω τόσο καιρό εδώ και ούτε το είχα προσέξει, εγώ μπαίνω σε όποια να’ναι». Ακύρωσα και το γήπεδο για σήμερα, νομίζω ότι θα κάτσω σπίτι και δε θα κάνω απολύτως τίποτα. Να μια ωραία ιδέα!

Saturday, September 23, 2006

Άτακτος

?Ακατάστατος ή αναντικατάστατος;? ήταν το δίλημμα που με βασάνιζε καθώς προσπαθούσα να διαλέξω εσώρουχα από το κατάστημα με την πωλήτρια, της οποίας το ντεκολτέ είχε σαφέστατα αποσπάσει την προσοχή μου απ’ όλα τα σώβρακα που είχε απλώσει στον πάγκο μπροστά μου. Ώσπου μου έδειξε δύο τα οποία αναπόφευκτα έπρεπε να παρατηρήσω με τη δέουσα προσοχή. Το ένα έγραφε «Sex symbol» και το άλλο «Rock On Baby» και σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να φοράω το ένα πάνω απ’ το άλλο για διπλή ευχαρίστηση αφού περνούσαν μηνύματα, όχι αστεία και ρώτησα τη γνώμη της επί του θέματος αφού ήμουν σίγουρος ότι δε μου είχε δείξει τυχαία αυτά τα δύο κομμάτια. Έκανα πως τάχα μιλάω στο κινητό και κατευθύνθηκα προς την είσοδο του καταστήματος με απώτερο σκοπό να κάνω έναν προσεκτικό έλεγχο για το αν έχω τσίμπλες στα μάτια μου αφού τέτοιες ατυχίες συμβαίνουν και στις καλύτερες οικογένειες. Επέστρεψα μπροστά στον πάγκο πιο σίγουρος από ποτέ και τοποθετώντας το δεξί μου αγκώνα με αριστοκρατικό τρόπο πάνω στη γυάλινη επιφάνεια και γέρνοντας το κορμί μου όσο ακριβώς έπρεπε για να στηρίζομαι αποκλειστικά και μόνο σε αυτό το μέρος του σώματος μου, άρχισα να την καρφώνω ασύστολα και απαράδεκτα τόσο στο ντεκολτέ όσο και στα μάτια τα οποία ήταν και ο αρχικός στόχος αλλά είπαμε τα βυζιά της ήταν σα στόλος κι έπρεπε να συγκεντρωθώ πάνω τους για ν’αποκρούσω την αβυσσαλέα αυτή επίθεση ενώ εδώ θα πρέπει να σημειώσω πως το επίθετο αβυσσαλέος-α-ο ταιριάζει πάρα πολύ και με το ντεκολτέ οπότε θα μπορούσαμε να μιλήσουμε και για την αβυσσαλέα επίθεση του γιγαντιαίου ντεκολτέ ή και ενδεχομένως για την γιγαντιαία επίθεση του αβυσσαλέου ντεκολτέ αν και τώρα που το σκέφτομαι στη θέση του γιγαντιαίου το κολοσσιαίο θα ταίριαζε σίγουρα περισσότερο είτε μιλούσαμε για την επίθεση, είτε για το ντεκολτέ γεγονός που μπορούν να μας το επιβεβαιώσουν και οι Sisters of Mercy ο ντράμερ των οποίων είχε νυμφευθεί μια πωλήτρια εσωρούχων με ανάλογα προσόντα. Έπρεπε λοιπόν να μάθω ντραμς κι έτσι ξεκίνησα την αντεπίθεση της λέγοντας πως σπίτι μου έχω μόνο μια μπαγκέτα κι αυτή όχι γαλλική αλλά από μια συναυλία του Νταλάρα αλλά ήμουν πρόθυμος να αγοράσω όλο το σετ και μετά θα μπορούσαμε επιτέλους να παντρευτούμε. Εκείνη απόρησε με όλα αυτά, γεγονός που την έκανε να φαντάζει περισσότερο αθώα στα μάτια μου, κάτι όμως που γρήγορα διαπίστωσα ότι δεν ίσχυε αφού όπως μου εκμυστηρεύθηκε είχε ήδη κάνει σεξ και ως εκ τούτου ήταν μία νέα Εύα που πήγαινε να μου πασάρει το μήλο της και να με κάνει ένα σύγχρονο Αδάμ, τσίτσιδο να προσπαθώ μ’ένα φύλο συκής να καλύψω τη γύμνια μου. Αφού προβληματίστηκα για λίγο πάνω σε αυτό σκέφτηκα ότι σε εσωρουχάδικο είμαι οπότε ας κάνει ότι θέλει, το πολύ πολύ ν’αγοράσω και κανένα ζευγάρι πιτζάμες για όταν θα πιάσουν τα κρύα τα βαρβάτα. Ήταν ολοφάνερο πια πως το παιχνίδι ήταν με το μέρος μου γι’ αυτό και δε βιαζόμουν να διαλέξω βρακί γεγονός το οποίο επίσης ολοφάνερα την είχε εκνευρίσει αφάνταστα. Της χαμογελούσα τίγκα στην αυτοπεποίθηση ώσπου δε βαστήχτηκα και της πέταξα τη θανατηφόρα ατάκα δοκιμασμένη και σε άλλη πωλήτρια σε κατάστημα με κοστούμια. «Να το φορέσω για να δείτε την εφαρμογή πάνω μου και να μου πείτε τη γνώμη σας;». Ήθελα να κάνω μία πρόβα περισσότερο για ψυχολογικούς λόγους κι όχι τόσο επειδή με απασχολούσε η εφαρμογή του εσωρούχου το οποίο είχε πλέον καταντήσει το μπαλάκι ανάμεσα σε μένα και την πωλήτρια σε μια σύγχρονη διασκευή του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας. Δυστυχώς εκείνη την ημέρα το δοκιμαστήριο ήταν γεμάτο με κούτες λόγω παραλαβής κι έτσι αναγκάστηκα να πάω πίσω από μια πλαστική κούκλα βιτρίνας για ν’αλλάξω. Πραγματικά εντυπωσιάστηκα από το σφιχτό πισινό της ενώ πρώτη φορά μου συνέβαινε να κρεμάσω το παντελόνι μου στο κεφάλι μιας γυναίκας και αυτή να μην παραπονεθεί ούτε στο ελάχιστο. Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη για κάνα μισάωρο και θα καθόμουν και περισσότερο αν δεν έβλεπα την τρύπα στην κάλτσα μου, γεγονός που μ’έκανε να πάω πάλι πίσω από την κούκλα για να ντυθώ. Αφού θαύμασα την υπομονή της διότι όπως και να το κάνουμε δε συναντάς πολλές γυναίκες στις μέρες μας με τόσο σφριγηλό κορμί, χωρίς ίχνος κυτταρίτιδας να κάθονται φορτωμένες μ’ένα παντελόνι, ένα σώβρακο κι ένα μπλουζάκι ενός αγνώστου και μάλιστα για μισή και πλέον ώρα, ντύθηκα και πήρα την κούκλα μαζί μου αφήνοντας την πωλήτρια μ’ένα εύκολα παρεξηγήσιμο ύφος αφού με κοίταγε έχοντας γουρλωμένα τα μάτια της ενώ με το δεξί της χέρι μιμούνταν την κίνηση της παρασκευής φραπέ με σέικερ. Τι ψώνια κι αυτά!

Να 'τος, πετιέται, πετιέται!

Κοντινός μου φίλος τον τελευταίο καιρό, τα τελευταία δέκα χρόνια δηλαδή, αναρωτιέται τι θα μπορούσε να γίνει με τις γκόμενες που ανά καιρούς τον γουστάρανε και του έριχναν τα χοντρά υπονοούμενα και φυσικά ήταν κι όλες τους μουνάρες. Μία τέτοια συζήτηση είχαμε και χθες το βράδυ όπου προσπαθήσουμε να βρούμε το βαθύ υπονοούμενο μιας παλιάς συμφοιτήτριας του η οποία κάποτε τον γούσταρε και τώρα απλά τα λένε που και που και ο φίλος μου αναρωτιέται γιατί πετάει ορισμένες ατάκες και τι πραγματικά θέλει απ’ αυτόν. Αντιλαμβάνεστε ότι αναφερόμαστε σε κουβέντα λυκειακού επιπέδου την οποία πλέον αντιμετωπίζω με «μία μπύρα ακόμη παρακαλώ» διότι αλλιώς πραγματικά δεν παλεύεται. Και εξηγώ: Ως δια μαγείας αυτές οι μουνάρες δεν ήταν ποτέ κοινές μας γνωστές. Δεν έχουμε δει δηλαδή σχεδόν καμία απ’ αυτές, ίσως ένα 7-8% κι αυτό όταν είχαν ξεφουντώσει επομένως δεν είχαμε φρέσκο θέμα συζήτησης. Τι είναι αυτό που θέλουν οι γυναίκες λοιπόν; Γιατί παιδεύουν έτσι ξεδιάντροπα το φίλο μου κι αυτός με τη σειρά του εμάς; Η απάντηση νομίζω είναι κάτι παραπάνω από εμφανής: Τίποτα. Μάλλον ο φίλος γουστάρει να είναι αρεστός και προσπαθεί να βρει το καλά κρυμμένο νόημα και τα μυστικά της γλώσσας του σώματος. Ξέρεις, μου λέει, πως όταν μια γυναίκα πιάνει το αυτί της, έχει ερωτική διάθεση; Το είχαμε κάνει και στο πανεπιστήμιο, body language. Α επίσης χθες διαπίστωσα πως πρέπει επειγόντως να πάω στον οφθαλμίατρο διότι έχω αρχίσει ν’αλληθωρίζω αφού φεύγοντας από το μαγαζί μου έδειξε μια κοπέλα η οποία υποτίθεται ότι τον κοίταζε. Αφού λοιπόν εγώ καθόμουν δίπλα του και η κοπέλα ήταν στην ευθεία μπροστά μας τότε μάλλον το πρόβλημα μου είναι σοβαρό. Στο γραφείο μου το χάος έχει αρχίσει να με τρομάζει αλλά δεν έχω καμία διάθεση να συμμαζέψω, ξέρω όμως ότι πρέπει κάποια στιγμή να γίνει και γι’ αυτό παρακαλάω να χαλάσει κι άλλο ο καιρός έτσι ώστε να ανάψουμε το τζάκι και να ρίξω εκεί μέσα ότι άχρηστο χαρτί υπάρχει όπως π.χ το Απόσπασμα Ατομικού Λογαριασμού Ασφάλισης του ΙΚΑ για το έτος 2005. Για την ακρίβεια μου ήρθαν τέσσερα τέτοια αποσπάσματα, ένα για κάθε τρίμηνο και πραγματικά έπαθα την πλάκα μου με την οργάνωση αυτού του ταμείου. Που να μην τα είχαν και μηχανογραφημένα. Αύριο έχω να πάω και σε μία βάφτιση. Εγώ ήμουν απ’ την αρχή αντίθετος στο να κάνει παιδί αυτό το ζευγάρι αλλά δε μου πέφτει λόγος οπότε θα πρέπει να ξυπνήσω νωρίς αύριο για να ολοκληρώσω μερικές δουλίτσες έτσι ώστε ν’αναπληρώσω το χρόνο στη βάφτιση. Σκεφτόμουν να πάω και γήπεδο αύριο, δηλαδή ένας φίλος με μπρίζωνε, πέταξε και το δέλεαρ για έναν παλιό γνωστό απ’ το στρατό αλλά σίγουρα δεν ήταν αρκετό αυτό για να με πείσει αφού τον εν λόγω τύπο τον θεωρούσα και ολίγον τι μαλάκα. Ας ασχοληθώ λοιπόν και λιγάκι με το χάος αφού πραγματικά δεν έχω όρεξη για τίποτα άλλο εκτός ίσως από ένα δεύτερο καφέ.

Νυχτερινές Ανησυχίες

Τα τελευταία δύο απογεύματα ξύπνησα μ’έναν αδικαιολόγητο πονοκέφαλο κι έτσι αποφάσισα να φτιάξω ένα ζεστό καφέ και συγκεκριμένα τον πρώτο και δεύτερο ζεστό καφέ για τη σεζόν 2006-2007. Χειμωνιάζει κι εγώ δεν το έχω πάρει χαμπάρι ή επηρεάστηκα από τις βροχές κι αντικατέστησα το φραπεδάιζερ με το κουταλάκι; Να δούμε αύριο το πρωί τι καφέ θα κατεβάσει η γκλάβα μου να φτιάξω για να πιω.

Friday, September 22, 2006

Βαβαβουμ day

Παγκόσμια ημέρα χωρίς αυτοκίνητο λοιπόν η σημερινή και χαίρομαι ειλικρινά που κανείς από εμάς δεν το χρησιμοποίησε. Βέβαια όποιος έχει μηχανή μπορούσε άνετα να την πάρει χωρίς τύψεις γιατί απ’ όσο ξέρω παγκόσμια ημέρα χωρίς μοτοσυκλέτα δεν έχουμε ακόμη και δε βλέπω το λόγο να φτιάξουμε κιόλας. Με τα πολλά χτες κατάφερα να κοιμηθώ στις τέσσερις και μισή μετά τα μεσάνυχτα και να έχω σηκωθεί από το κρεβάτι σε κάτι λιγότερο από δύο ώρες, δηλαδή στις έξι και είκοσι. Κάτι μου έλεγε πως αυτήν την Παρασκευή αν και ο μήνας δεν έχει 13 θα ήταν η μέρα συνουσίας του Δία. Ευτυχώς θυμήθηκα ότι έπρεπε να βγάλω χρήματα απ’ την τράπεζα και να βάλω και βενζίνη γεγονός που με ανάγκασε να επιταχύνω λίγο τον καθιερωμένα αργοπορημένο πρωινό ρυθμό μου, κοινώς τα κάνω όλα με το πάσο μου και συμφέρει. Εμπνευσμένη κίνηση αυτή διότι μέχρι το βενζινάδικο ήταν όλα καλά, γεγονός που επιβεβαιώνει και η Άλκηστις Πρωτοψάλτη το συγκεκριμένο δίσκο της οποίας είχαν αγοράσει οι δικοί μου ως αφορμή για να φτιάξουν το πικάπ που είχε χαλάσει. Ε λοιπόν αυτός ο δίσκος δεν έπαιξε ποτέ και σε κανένα πικάπ αλλά νομίζω έκανε καλές πωλήσεις. Ε κάποια στιγμή που δεν την πάλευα άλλο με τις κασέτες αγοράσαμε και cd player αλλά όχι και cd της εν λόγω τραγουδίστριας. Δεύτερη στάση η τράπεζα όπου κι εκεί όλα καλά, γεγονός που το βρίσκω απόλυτα λογικό αφού είναι διαγώνια απέναντι από το βενζινάδικο. Εννοείται πως δεν άφησα το αυτοκίνητο για να βάλω βενζίνη κι εγώ να πεταχτώ να βγάλω χρήματα αλλά το έκανα απλά και κατανοητά σε δύο κινήσεις λες και παρέδιδα μαθήματα σε αρχαρίους. Και μετά αρχίσαν τα δύσκολα. Τέτοιο πήξιμο αυτήν την εβδομάδα δεν είχα ξανασυναντήσει. Λες και όλοι είχαμε καταλάβει λάθος και δεν υπολογίσαμε το χωρίς στην καμπάνια. Παγκόσμια ημέρα με αυτοκίνητο για εμάς λοιπόν και φροντίσαμε να ξεχυθούμε από νωρίς έτσι ώστε να προλάβουμε τη θέση την καλή, να γίνουμε το κερασάκι της τούρτας στην ώρα αιχμής και πάει λέγοντας. Δεν πήρα το αυτοκίνητο επειδή ήμουν κομμάτια και ήθελα να κερδίσω λίγη ώρα από τον ύπνο μου, και δωδεκάωρο να είχα κλείσει πάλι με τον ίδιο τρόπο θα πήγαινα στη δουλειά. Και δεν είναι ότι δε με βολεύουν τα ΜΜΜ, δίπλα είναι η στάση του μετρό. Όχι κοντά, δίπλα. Το επόμενο βήμα θα ήταν να είχε έξοδο στο γραφείο μου και μάλιστα με κυλιόμενο διάδρομο όπως αυτόν του αεροδρομίου για να μην κοπιάζω και πάρα πολύ. Πως βαυκαλίζομαι; Ε το χειμώνα με τα κρύα και τις βροχές, το καλοκαίρι με τη ζέστη και όλους τους άπλυτους, ας πάω με τ’αυτοκινητάκι μου κι ας πήξω και λιγάκι στην κίνηση. Ο κανόνας είναι ότι με το αυτοκίνητο το πρωί θα κάνω περίπου το 1/3 του χρόνου που θα χρειαστώ με το μετρό ενώ το μεσημέρι συνήθως θα χρειαστώ τα 2/3 και γενικά πολύ σπάνια θα ξεπεράσω τα 45-50 λεπτά που χρειάζομαι με τη συγκοινωνία. Είμαι πολύ μεγάλος τεμπέλης τελικά διότι αν εξαιρέσεις κάποιο Σαββάτο πρωί (και μόνο) που θα τύχει να κατέβω κέντρο τις συγκοινωνίες δεν τις χρησιμοποιώ ποτέ αν και συνήθως με βολεύουν αφού μένω κοντά σε σταθμό του ηλεκτρικού. Και τώρα λιθοβολήστε με ασύστολα :-)

Thursday, September 21, 2006

Το άστρο της βραδιάς

Εκείνη την πανσέληνο περνώντας κάτω απ’ τη φωταγωγημένη Ακρόπολη δε θα μπορούσα καν να φανταστώ ότι θα γνώριζα μια Καρυάτιδα απ’ τις ορίτζιναλ όμως κι όχι απ’ αυτές τις Εγγλέζικες που έρχονται κάθε καλοκαίρι στο Φαληράκι για να ψωνίσουν κρέας σε τιμή ευκαιρίας. Εγώ πάλι σε μια έξαρση λονδρέζικου καθωσπρεπισμού κουβαλούσα μαζί μου την ομπρέλα ? μπαστουνάκι φοβούμενος αστραπές και βροντές όπως καλή ώρα σήμερα που πάλι μούσκεμα θα γίνουμε ή μούσκεμα θα τα κάνουμε μεγάλη διαφορά δε μπορώ να πω ότι έχει. Τόσο πολύ μου άρεσε το θέαμα που σκέφτηκα ότι δε θα ήταν άσχημα να τραβήξω μερικές φωτογραφίες αφού την Ακρόπολη by night την είχα μόνο σε κάτι καρτ-ποστάλ που μου είχαν ξεμείνει από τον καιρό που αλληλογραφούσα με μία Ιρλανδέζα αρχαιολόγο. Εκείνη μου έστελνε αυθεντική ιρλανδέζικη μαύρη μπύρα κι εγώ την προμήθευα με κάτι αρχαιότητες και αυτές σε καρτ ποστάλ μόνο απ’ το Μοναστηράκι. Προς τιμήν της λοιπόν πήρα κι απ’ το περίπτερο μια μπυρίτσα και προσπαθούσα να πάρω καμιά πόζα της προκοπής αλλά αυτή η Ακρόπολη μου έκανε νάζια και γενικότερα κάτι δε μου πήγαινε καλά. Κάθισα σ’ένα παγκάκι κι έπαιζα με τις ρυθμίσεις της μηχανής μπας και καταφέρω τίποτα καλύτερο όταν άκουσα μια φωνή η οποία ερχόταν από πίσω μου να λέει «Μ’αυτή τη μηχανή δε θα καταφέρεις τίποτα». Διατήρησα την ψυχραιμία μου και δε γύρισα να κοιτάξω πίσω μου και αισθάνθηκα κρίμα που δεν είχα μαζί μου τα γυαλιά του Τζέημς Μποντ έτσι ώστε να ξέρω με ποια είχα να κάνω. «Αυτή δεν είναι παρά ένα παιχνιδάκι» συνέχισε τις προσβολές κι ενστικτωδώς έβαλα το χέρι μου στην τσέπη αφού θυμήθηκα ότι για όλο το σετ είχα πληρώσει κάτι παραπάνω από 400 ευρώ. Και σα να μην έφταναν τα παραπάνω αρπάζει και τη μπύρα μου και κατεβάζει μια γενναία γουλιά γεγονός που κατάλαβα απ’ τον ήχο του αλουμίνιου που τσαλακώνει. Γυρνάω το κεφάλι μου έχοντας ένα μάλλον αυστηρό βλέμμα και τυφλώθηκα από το φλας. Ήταν σίγουρα η εξολοθρευτής-φωτογράφος γεγονός που το εμπέδωσα απ’ τα επαναλαμβανόμενα κλικ της μηχανής. «Αφού δε μου είπες να κοιτάξω το πουλάκι» παραπονέθηκα κι εκείνη ξεκρέμασε απ’ το λαιμό της μία γκουμούτσα μ’ένα τεράστιο φακό το οποίο ερχόταν σίγουρα σε αντίθεση με το πουλάκι που εγώ της ανέφερα. Την πήρα στα χέρια μου και άρχισα να την περιεργάζομαι. Αργότερα θα έκανα το ίδιο και με την ιδιοκτήτρια της μηχανής αλλά για την ώρα ας μείνουμε στις φωτογραφίες. Μου εξηγούσε με αρκετή υπομονή διάφορα περί φωτογραφίας τα οποία αγνοούσα εντελώς και γενικά είχα καταλάβει ότι η μηχανή μου ήταν σχεδόν αποκλειστικά για αναμνηστικές πόζες και μόνο. SLR ήταν η μαγική λέξη κι όταν τη ρώτησα αν έχει καμία σχέση με την SLK της Μερτσέντες γέλασε χωρίς καν ν’απαντήσει. Έπρεπε να φανώ τζεντλεμάνος και να της ανταποδώσω αυτά τα δωρεάν μαθήματα κι έτσι για να την εντυπωσιάσω προσφέρθηκα να την κεράσω σουβλάκια. Εκείνη δέχτηκε κι έτσι ξεκινήσαμε προς το κοντινότερο σουβλατζίδικο μια διαδρομή η οποία αποδείχθηκε κατάλληλη για να μπορέσουμε να συστηθούμε αφού μέχρι εκείνη τη στιγμή ήμασταν δύο άγνωστοι κι ας είχαμε τραβήξει ένα κάρο φωτογραφίες. Φτάσαμε στο γυράδικο το οποίο όμως είχε ξεμείνει από κάρβουνα γεγονός που με έκανε να σκεφτώ γρήγορα για κάποια εναλλακτική λύση η οποία και ήταν το σουβλατζίδικο του Καίσαρα στη Ραφήνα, αυτό με τις τεράστιες μερίδες που ούτε μία δε μπορείς να φας αλλά θα την πατήσεις και θα παραγγείλεις δύο τις οποίες τελικά θα κοιτάς μισοφαγωμένες μαζί με τις φωτογραφίες του Ιούλιου που κοσμούν ολόκληρο το μαγαζί. Με μια μπλε νάιλον σακούλα γεμάτη μπύρες προχωρήσαμε ως την ακροθαλασσιά αν κι εγώ αρχικά σκεφτόμουν μήπως και πηγαίναμε στο λιμάνι του Λαυρίου σαφέστατα επηρεασμένος από ένα βιβλίο του Γιώργου Μιχαηλίδη που είχα διαβάσει πρόσφατα, πριν κάνα χρόνο δηλαδή. Συντονιστήκαμε στο άνοιγμα του κουτιού κι έτσι το κλακ ακούστηκε κάπως στερεοφωνικά, όπως ακριβώς και το τραγούδι που έβαλα μετά από το κινητό να παίξει με απώτερο σκοπό να κερδίσω τις εντυπώσεις. «Με λένε Αλέξη, σε λένε Σοφία, κρατώ μια κιθάρα, κρατάς μια καρδιά» ενώ μετά ακούστηκε και το Χαρντ Ροκ Αλληλούια των Λόρντι ξεχασμένο απ’ τον καιρό της Γιουρο-βύζιον διαγωνισμό στον οποίο σκέφτομαι να λάβω μέρος του χρόνου. Ντρρρρρρρριν, ντριιιιιιιιιιιν, τηλέφωνο, για να δούμε άραγε ποιος είναι.

(δέκα λεπτά αργότερα)

Θα γράψω μεν ότι το ποστ συνεχίζεται αλλά ιδέα δεν έχω πότε θα συμβεί αυτό. Έκτακτο τηλεφώνημα απ’ τη δουλειά κι άντε να βγαίνω μέσα στη βροχή. Δε με πάει αυτή η βδομάδα, με βλέπω να παίρνω καμία άδεια την επόμενη.

Wednesday, September 20, 2006

Άσμα ηρωϊκόν και άβγαλτον...

Σηκώθηκα μ’έναν αχώνευτο πονοκέφαλο τον οποίο δε μπορούσα ν’αποδώσω πουθενά. Απέκλεισα αμέσως το ενδεχόμενο να ήταν μπόμπα η γκαζόζα ΕΨΑ που ήπια αν και το ομολογώ ότι το παράκανα λιγάκι αφού άνοιξα πέντε μπουκαλάκια τα οποία και εξαφάνισα σε χρόνο ρεκόρ. Ευτυχώς δηλαδή που δε με σταματήσανε και σε κανένα αλκοτέστ γιατί θα είχα άσχημα ξεμπερδέματα. Επιτόπου αφαίρεση της άδειας κυκλοφορίας του πατινιού και πρόστιμο γιατί την είχα δει ανέμελος καβαλάρης και δε φορούσα επιγονατίδες και επιαγκωνίδες. Ευτυχώς φορούσα επιστραγαλίδες κι αυτές επειδή προηγουμένως είχα πάει να παίξω μπάσκετ. Άνοιξα τον τηλεφωνικό κατάλογο κι άρχισα να στέλνω μηνύματα κατά ριπάς, όλα στο ίδιο μοτίβο πάντοτε επηρεασμένα από τα σχεδόν δύο λίτρα γκαζόζας. Αποτέλεσμα δεν είδα εκτός από κάτι φιλοφρονήσεις του στιλ «Σύνελθε μαλάκα» ή «Δεν τον παίζεις καλύτερα για να στανιάρεις;» ενώ κάποιος προθυμοποιήθηκε αν μου γνωρίσει και τη Μις Γκαζόζα η οποία όμως τελικά αποδείχθηκε απλά η γυναίκα των ονείρων μου και όχι κάποιο υπαρκτό πρόσωπο. Εκτός συναγωνισμού ήρθε πολύ αργότερα ένα μήνυμα από εκείνη. Εκείνη ήταν μια γνωριμία ισάξια τουλάχιστον της Ευλαμπίας του Γιοκαρίνη αλλά αν ρωτήσετε εμένα θα σας πω ότι άξιζε πολύ περισσότερο. Έχω κανονίσει να βγω με μια φίλη και μια συμφοιτήτρια της η οποία ήθελε να με ρωτήσει κάτι πράγματα. Η φίλη μου λοιπόν θα έκανε το βαποράκι ή όπως θα έλεγε και ο αείμνηστος Βλάσης Μπονάτσος «Για μια Ελλάδα πιο ναρκωτική, δε φτάνουν μόνο δύο αστυνομικοί» κι έτσι έχουμε δώσει ραντεβού σ’ένα από τ’αμέτρητα καφέ μπαρ αυτής της πόλης. Λίγο πριν το ραντεβού μου στέλνει μήνυμα η φίλη και μου λέει «Τελικά εγώ δε θα μπορέσω». Άρχισα να μυρίζω τα νύχια μου έτσι ώστε να μπορέσω να καταλάβω γρήγορα σχετικά και με ασφάλεια ποια θα μπορούσε να είναι η συμφοιτήτρια της φίλης. Κάθομαι στο μπαρ και παραγγέλνω ένα μοχίτο για καθαρά πρακτικούς λόγους. Μασώντας τα φυλλαράκια που έχει μέσα έχεις πιο δροσερή αναπνοή. Ήταν κάτι που σίγουρα χρειαζόμουν έχοντας φάει γαλέο σκορδαλιά πριν ξεκινήσω. Δεν είχαν περάσει δύο λεπτά και βλέπω να κάθεται στο μπαρ νεαρά κορασίδα με παντελόνα, ξώπλατο μπλουζάκι, σαγιονάρα γνωστή και ως το σύστημα 4.1 (τέσσερα τα μικρά δαχτυλάκια κι ένα το μεγάλο που ακολουθεί το διαχωριστικό), μαλλιά πιασμένα και γυαλιά με κοκάλινο σκελετό. «Αυτή είναι!» σκέφτηκα και προχώρησα διστακτικά προς το μέρος της. Συστηθήκαμε, αρχίσαμε να μιλάμε ώσπου λαμβάνω ένα μήνυμα από τη φίλη που τελικά δεν ήρθε «Μου θύμωσες που σ’έστησα τελευταία στιγμή; Είπαμε με την Κατερίνα να βγούμε αύριο τελικά και να έρθουμε προς τα μέρη σου, εντάάάξει;». Χμμμ, με λάθος άτομο μιλούσα λοιπόν. Με είδε προβληματισμένο και μου πρότεινε να πάμε να φάμε ένα παγωτό από ένα καλό ζαχαροπλαστείο που ήξερε εκεί κοντά. Αρχίσαμε να συζητάμε για τις ειδήσεις στα κρατικά και τα ιδιωτικά κανάλια κι αναπόφευκτα η κουβέντα πήγε στα ομολογουμένως τσουχτερά ενοίκια. Εκείνη την ώρα κατάλαβα ότι ήταν μέγα σφάλμα μου να φάω παγωτό. Ένιωσα το κόψιμο να έρχεται πιο απειλητικό παρά ποτέ.
-Και που λες μπορεί να μην μένω κέντρο αλλά έχω όλες αυτές τις παροχές σε καινούριο διαμέρισμα δίνοντας μόνο 300 ευρώ.
-Καλά δίνεις στο ενοίκιο 300 ευρώ, εμένα θα μου δώσεις το τηλέφωνο σου γιατί πρέπει να φύγω;
-Σ’ έπιασε κόψιμο ε;
-Άσε κοντεύω να χεστώ πάνω μου, λοιπόν;
-69xxx, πάρε με όταν νιώσεις καλύτερα.
Σίγουρα μετά τις γκαζόζες δεν ένιωθα καλύτερα αλλά πήρα τα ρίσκα μου. Έτσι κι εκείνη ήρθε και με πήρε με το αυτοκίνητο της για να πάμε στο κέντρο όπου εμφανιζόταν η γνωστή αοιδός Στέλλα Μπεζαντάκου. Στη συνέχεια με τράβηξε σ’ ένα στριπτιτζάδικο ενώ καταλήξαμε να τρώμε πατσά νωρίς τα ξημερώματα λίγο πριν χωρίσουν οι δρόμοι μας και πάει ο καθένας στη δουλειά του. Περιμένω τώρα πως και πως τα νέα σχήματα μπας και πάμε σε κανένα σωστό καλλιτέχνη.

Tuesday, September 19, 2006

I Was Doing Alright

Παραμονή της γιορτής του Αγίου Ευσταθίου σήμερα και δε μπορώ να πω ότι έχω κάποιο κοντινό μου πρόσωπο που να γιορτάζει εκτός ίσως από τον αδερφό του φίλου μου του Βασίλη, ενώ Βασίλη λένε και τον αδερφό ενός φίλου μου στη Θεσ/νικη και το κοινό των δύο αυτών Βασίληδων αλλά και του αδερφού του ενός, όχι αυτού που γιορτάζει του άλλου, είναι ότι μένουν στην ίδια οδό στη Θεσ/νικη και μάλιστα ενώ είχα πάει στα σπίτια και των δύο για καιρό το αγνοούσα. Το κοινό που έχουν και οι δύο Βασίληδες αλλά όχι ο αδερφός του ενός, όχι αυτός που γιορτάζει ο άλλος, είναι το γεγονός ότι δε μένουν πια στην πόλη αυτή. Ή τουλάχιστον ο ένας δε θα μένει σε καμιά βδομάδα περίπου. Αυτά σκεφτόμουν σήμερα το απογευματάκι λίγο πριν δύσει ο ήλιος καθώς απολάμβανα τον καφέ μου, έναν θεόπικρο φραπέ γλυκό με γάλα που μου σέρβιρε ένας gay σερβιτόρος ο οποίος φορούσε μαύρο στρινγκ κάτω από το λευκό ημιδιάφανο παντελόνι του. Αν το φορούσε από πάνω θα λέγαμε ότι ήταν Απόκριες κι έτσι ας πάει και το παλιάμπελο αλλά μιας και έχουμε 19 Σεπτέμβρη λέμε απλώς ότι είναι gay. Αφήνει τον καφέ και την απόδειξη στο τραπέζι και με κοιτάζει κάπως εξονυχιστικά σε σημείο που άρχισα ν’ανησυχώ. Αποφεύγω να τον κοιτάξω κατάματα και πιάνω το ποτήρι με τον φραπέ ρουφώντας μια ομολογουμένως γενναία γουλιά. Τότε ήταν που με ρώτησε αν χρειάζομαι κάποιο μαξιλάρι. «Ώπα μάγκα μου θα μας γαμήσουν εδώ πέρα», σκέφτηκα και με τη δεύτερη γουλιά κατέβασα το μισό φραπέ. Ο τύπος επέμεινε και με ρώτησε αν πήραν το δικό μου. Αν και κατάλαβα ότι είχε και υπονοούμενο η φράση του, σήκωσα λίγο την πλάτη μου και του έδειξα ότι από μαξιλάρι είμαι καλυμμένος και τότε εκείνος επέστρεψε στο πόστο του από το οποίο μου έριχνε κλεφτές μα καρφωτές ματιές λες και ήταν παίκτης του βολεί. Και δε ξέρω για τις επιδόσεις του στο συγκεκριμένο σπορ είμαι σίγουρος όμως ότι δε θα τον χάλαγαν καθόλου τα κολακευτικά αυτά σορτσάκια που φοράνε οι αθλήτριες. Με πιάνει λοιπόν το αντάρτικό και σκέφτομαι ότι το αίμα διψάει, εκδίκηση ζητάει και γι’ αυτό το λόγο θα έπρεπε να κοπούν οι προκλητικές ματιές του. Σουφρώνω περίτεχνα τα χείλη μου και προσπαθώ να μιμηθώ κινήσεις της γλώσσας, ανάλογες με αυτές που επανειλημμένως έχω μελετήσει σε ταινίες με υπόθεση ενώ με το απαράμιλλο πετάρισμα των ματιών μου κρυπτογραφημένα περνάω το μήνυμα «Όταν σηκωθώ ακολούθησε με στην τουαλέτα». Πράγματι με το που σηκώθηκα ο σερβιτόρος εξαφανίστηκε από τα μάτια μου αλλά πρέπει να ήταν τόσο κρυπτογραφημένο το μήνυμα που μπέρδεψε τις κατευθύνσεις και αντί για την τουαλέτα πήγε στο απέναντι περίπτερο. Αφού έκανα με την ησυχία τη δουλειά μου καθώς έβγαινα έξω και σκούπιζα τα χέρια μου στα μαλλιά μου προσπαθώντας να δείξω και καλά ότι τους δίνω σχήμα ενώ η αλήθεια ήταν ότι βαριόμουν να περιμένω το μηχάνημα που στεγνώνει διότι η απόδοση του ήταν απογοητευτική, τον πετυχαίνω χαμογελαστό. Εγώ κοντοστάθηκα κι αυτός με ρώτησε αν ήθελα κάτι. «Λίγα πατατάκια ακόμη για τη μπύρα μου», ψέλλισα κι αυτός έβγαλε από την τσέπη του ένα πακέτο μακαρόνια μέλισσα το νούμερο δέκα που μου αρέσει γιατί το φορούσα από μικρός στο ποδόσφαιρο κι έβγαζα φαρμακερές σέντρες διαβήτη αλλά με άνοιγμα 180 μοιρών γιατί τις περισσότερες φορές κατάφερνα να βγάλω τη μπάλα κόρνερ καθώς προσπαθούσα να σεντράρω στην αντίπαλη περιοχή. Πρέπει να με είδε έτσι ταλαιπωρημένο απ’ την υπερπροσπάθεια στην τουαλέτα και μου έδωσε ολόκληρη την επαγγελματική συσκευασία των ράφλες, μαζί με έναν φυσικό χυμό πορτοκάλι λες και είχα δώσει αίμα και έπρεπε να το αναπληρώσω. Τελικά θυμήθηκα ότι είχα να πληρώσω έναν λογαριασμό που έληγε κι έφυγα.

Monday, September 18, 2006

Όπως μυστικά κι ανήθικα...

Παγκόσμιο Κύπελλο Στίβου είχαμε το Σαβ/κο που μας πέρασε στην Αθήνα, οι συγκυρίες όμως με έφεραν στη Θεσ/νίκη όπου έδωσα βροντερό αγωνιστικό παρών ειδικά στο μαραθώνιο όπως αυτός εξελίχθηκε τελικά. Αποφάσισα να φύγω με την πτήση των 7:30 έτσι ώστε να είμαι νωρίς το πρωί της Παρασκευής για να έχω και αρκετό χρόνο στη διάθεση μου, πράγμα που μετάνιωσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Στην είσοδο του αεροδρομίου με περίμενε ο Φερνάντο Αλόνσο ο οποίος είχε αφήσει μουστάκι ενώ είχε κάνει και τη σχετική μπάκα ίσως όχι από τις μπύρες αλλά από την καλοπέραση σίγουρα. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο κι αφού αποφύγαμε όλα τα φυσικά και τεχνητά εμπόδια που δεν άφηναν το δρόμο άδειο φτάσαμε στον προορισμό μας. Εκεί αρχίζει το χαλαρά. Ο τύπος που θα με συναντούσα εκεί και που θεωρητικά έπιανε δουλειά στις 7:30 που εγώ πετούσα δεν είχε φτάσει ακόμη. Με οδηγούν στο σελφ σέρβις κυλικείο για το πρώτο φραπεδάκι της ημέρας και μετά έπιασα μια πολυθρόνα περιμένοντας τον ψηλό. Ξύπνησα από το βρουμ βρουμ μιας Πόρσε κι έτσι κατάλαβα ότι θ’ αρχίζαμε επιτέλους δουλειά. Χαιρετιόμαστε και πάω να βγω από το γραφείο που καθόμουν αλλά κατάλαβα ότι δεν υπήρχε λόγος. Μόνο εγώ θα έπινα καφέ; Μετά τους καφέδες κι ενώ είχε έρθει κι ένας τρίτος στο γραφείο λέγαμε διάφορα άσχετα και κάποια στιγμή όπου κατά πως φαίνεται οι κλιματολογικές συνθήκες ήταν ιδανικές με οδήγησαν στο γραφείο που έπρεπε απ’ την αρχή να πάω. Μία ώρα αργότερα έρχεται ο τύπος να μου πει ότι θα πεταχτεί μέχρι τις Σέρρες κι ότι κατά τις τρεις θα είναι πίσω. Εγώ όχι του είπα και γι’ αυτό χαιρετηθήκαμε από νωρίς. Σε κάποια φάση πάω για κατούρημα και πετυχαίνω μια φίλη στο διάδρομο. Αγκαλιές, φιλιά και τα ρέστα και μια πρόταση που με έβαλε σε υποψίες για το αν θα έπρεπε να παίξω και κανένα τζόκερ.
-Έχεις κανονίσει τίποτα για το μεσημέρι;
-Όχι, τίποτα απολύτως.
-Ωραία, θα έρθεις σπίτι να φάμε μαζί.
-Εντάξει (δε χωράν ντροπές σε αυτά).
-Παστίτσιο έχουμε, το τρως;
-Ε, είμαι λίγο αλλεργικός στη μπεσαμέλ αλλά δε θέλω να σε προσβάλλω.
Εντάξει το παστίτσιο ήταν θεϊκό και μαζί με τη ρετσίνα Κεφαλλονιάς έγινα για τα καλά. Ήρθαν και τα σταφύλια στο τέλος και είχα απλωθεί σ’ έναν καναπέ κάνοντας αναπνοές μην τυχόν και ξεχαστώ και πάθω καμιά ασφυξία. Αφού επανήλθα σ’ ένα βαθμό πήρα τα μπαγκάζια μου για να φτάσω στην Καμάρα στο σπίτι καλού φίλου που θα με φιλοξενούσε το πρώτο βράδυ. Αφού σαπίσαμε δεόντως με τον προβλεπόμενο τρόπο τον άφησα να διαβάσει για την τελευταία εξεταστική του και συναντήθηκα με έτερο Καππαδόκη παύλα ζυθολάγνο ο οποίος την επομένη με οδήγησε στον πασά-Πρασσά αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία από μόνη της. Αφού περάσαμε σεντονάδικα ειδικευμένα για ανθρώπους με ακράτεια όπου η λέξη κατούρημα δέσποζε σε όλες τις γωνίες του μαγαζιού, κάναμε άλλη μία στάση σε διπλανό κατάστημα με ακόμη πιο κορυφαίες επιγραφές και τελικά την πέσαμε λίγο παρακάτω σε δύο ξανθιές. Στη συνέχεια καταλήξαμε σε δύο βάις όπου έφεραν αφροδισιακό μεζέ καβουρόψυχα αλλά ήταν από κονσέρβα κι έτσι δε φάγαμε γιατί ιδέα δεν έχω τι θα γινόταν μετά. Αργότερα πάντως κόντεψε να με πάρει ο ύπνος στην καρέκλα κι έτσι γύρω στις 3 αποσύρθηκα. Την επόμενη μέρα κι έπειτα από έναν καφέ πίσω από τη ροτόντα τέθηκε το ζήτημα του φαγητού. Το ίδιο ζήτημα τέθηκε και το βράδυ γι’ αυτό και θα αναφέρω εντελώς συνοπτικά που μπορεί να φάει κανείς και αν, λέω αν, βρεθεί κανείς προς τα εκεί μπορεί να επισκεφθεί χωρίς φόβο αλλά με πάθος. Ο Πρασσάς με τα σουβλάκια του είναι απίθανος αλλά δεν είναι πολύ κοντά στο κέντρο οπότε το απορρίπτουμε. Στην Τούμπα εκτός από τον ΠΑΟΚ υπάρχει και η Άμπελος αλλά και σε αυτήν με ταξί θα πρέπει να πάει κανείς. Αξίζει όμως. Μετά υπάρχει πάντα το κουρδιστό γουρούνι το οποίο έχει φαγητό και μπύρες και αξίζει ν’ακούσεις τον τύπο να λέει χαρακτηριστικά «Είναι όλα τέλεια». Εκεί εγώ έβαλα λίγο Βικτώρια Χαλκίτη, τέλεια, τέλεια, τέλεια αλλά χωρίς κάποιο ουσιαστικό αποτέλεσμα. Το πιο θρυλικό μαγαζί νομίζω ότι είναι το Μέλαθρο των Ούζων στο οποίο τρως φτηνά και καλά μέχρι σκασμού και είσαι έτοιμος και για την επόμενη μέρα. Αν της δεις φοιτητής με αμπέχονα κι έτσι πας στο Ντιπ για Ντιπ και Μπιτ Παζαρ. Έχουμε και λέμε λοιπόν. Από τη μία η πλατεία Άθωνος, απ’ την άλλη το Πιτ Παζάρ και μερικά άλλα σκόρπια. Πάντως το Ούζου Μέλαθρον είναι μαστ κι όποιος πάει ξαναπάει. Στη συνέχεια υπάρχει και ο Χαντζής με τα γλυκά όπου μπορεί κάποιος να τραφεί άνετα ακόμη και για μία εβδομάδα χωρίς να παρουσιάσει ζάχαρο. Που θα φας άλλωστε Καζάν Ντιπί με γάλα από 100% αληθινό βουβάλι; Για το βράδυ Σαββάτου εσύ είσαι κάπου άραγε που δε θα πω και πολλά διότι ήρθα πρόσωπο με πρόσωπο με μια κατάφωρη αδικία της ζωής κι έτσι βαθύτατα προβληματισμένος θα το ρίξω στην περισυλλογή. Ήταν η μέρα όπου με φιλοξένησε εκλεκτός ζυθολάγνος με πραγματικές υπηρεσίες ρουμ σέρβις και όχι σελφ όπως στη δουλειά που είχα πάει την Παρασκευή. Είχαμε και την ευκαιρία να μελετήσουμε και σπάνιο οπτικοακουστικό υλικό και γενικώς να κάνουμε ένα brainstorming περιωπής. Πάμε τώρα να σπάσουμε μερικά πιάτα έτσι για να γουστάρουμε.

Saturday, September 16, 2006

Μπουγάτσα με ρακή


Ε ναι λοιπόν, γι' άλλη μία φορά έχω έρθει στην κοσμοπολίτικη Θεσσαλονίκη και προσπαθώ ν'αντισταθώ στα καζάν dB και τα τσουρέκια και ως γνωστόν τα έχω κάνει σε όλους εδώ πέρα από τα δεύτερα. Ε πως αλλιώς να γίνει δηλαδή; Αφού πρόλαβα να δοκιμάσω σπιτικό παστίτσιο, ρετσίνα κεφαλλονιάς, να τριγυρίσω σε μερικά μπαράκια, να πιω καφέ αραχτός λίγα λεπτά πριν έριξα κι ένα κούρεμα. Εις υγείαν μας, επιστροφή από Δευτέρα :-)

Wednesday, September 13, 2006

Σαν παλιό σινεμά

Γνωστό και ως το σίκουελ ενός πάγκου και νομίζω πως είναι ώρα τώρα να σχολιάσουμε λίγο αυτή τη μαγική λεξούλα για την οποία πολύς ντόρος γίνεται τελευταία αφού στις αίθουσες προβάλλεται ως γνωστόν και ο Σούπερμαν τον οποίο μπορεί να μην τον πλασάραν ως τέτοιο (σίκουελ δηλαδή) αλλά χωριό που φαίνεται κολαούζο δε χρειάζεται που θα έλεγαν και στο εξωτικό χωριό μου. Να σας πω ότι από ένα χωριό βγήκε και η συγκεκριμένη λέξη; Ε ναι λοιπόν θα το πω και προχωρώ στην ανάλυση. Τέλη των σίξτις τότε που τα ντουμάνια από τους μπάφους συναγωνιζόταν τις καμινάδες των εργοστασίων, ελεύθερη ζωή, Τζίμι Χέντριξ και Μπομπ Ντίλαν, Ντορς και Κριστιάν Ντιόρ και συμβαίνει μεγάλος κινηματογραφικός παραγωγός του Χόλλυγουντ έρχεται στην Ελλάδα για διακοπές. Δε θα πω το όνομα του δε θα τον εκθέσω τον άνθρωπο διότι τις πηγές μας δεν τις δίνουμε ποτέ. Μύκονο θα σκεφτούν οι περισσότεροι από εσάς και θα κάνουν τραγικό λάθος. Στην Κίμωλο πήγε ο άνθρωπος που τότε δεν ήταν στα χάι της. Ούτε τώρα είναι αλλά τουλάχιστον ακούγεται το όνομα λόγω των καραβιών που σταματήσαν να πηγαίνουν. Τότε καράβια δεν υπήρχαν πολλά και γι’ αυτό δε γκρίνιαζε κανείς. Είχαμε και Χούντα, άντε να παραπονεθείς για τις συγκοινωνίες. Βόλταρε το λοιπόν ο μεγαλοπαραγωγός (νταβατζής το ελληνικότερο) και έξω από ένα σπίτι ακούει τον εξής διάλογο από δύο ντόπιους που ο ένας καθόταν σ’ένα τραπεζάκι μιας αυλής και σκάλιζε μια γκλίτσα ενώ ο άλλος ήταν ανεβασμένος σ’ ένα δέντρο στον κήπο του.
-Τι να σφέρω; (Τι να σου φέρω)
-Σύκου. (Σύκο)
-Τι σήκου α; (Τι σήκω ρε)
-Σύκου ε λέου (Σύκο ρε λέω)
-Σίκουελ;
Εδώ το γράπωσε για τα καλά ο παραγωγός και έτσι έχουμε σήμερα τα γνωστά σε όλους μας σίκουελ. Αλλά νομίζω ότι ξεφύγαμε από το θέμα. Την επόμενη μέρα η σερβιτόρα δούλευε πάλι βράδυ κι έτσι ακούγοντας μια φιλική συμβουλή έριξα την πρόταση για σινεμά θερινό κατά προτίμηση έτσι ώστε να έχω μαζί μου έξτρα ζακέτα και φιδάκι για τα κουνούπια. Έπρεπε να βρεθεί μια μεταμεσονύχτια παράσταση την οποία όσο κι αν έψαχνα δε μπορούσα να βρω. Άντε το πολύ πολύ να άρχιζε στις 11 καμία, θερινό μετά τη μία δεν έπαιζε. Το είχα τάξει όμως και δε μπορούσα να πάρω τα λόγια μου πίσω. Μία λύση έμενε και την ξεστόμισα αμέσως μόλις συναντηθήκαμε και με ρώτησε ποιο έργο θα δούμε.
-Βασικά είναι δύο έργα με το ίδιο εισιτήριο, ένα γαλλικό κι ένα αμερικάνικο.
-Που θα με πας βρε κουλτουριάρη, σε καμιά κινηματογραφική λέσχη;
-Δεν το είχα σκεφτεί έτσι, μπορείς να το πεις και κινηματογραφική λέσχη.
-Ε δε θα μου πεις που θα πάμε;
-Σε ντράιβ ιν.
-Σε ντράιβ ιν; Ξέχασε το.
-Πως κάνεις έτσι, αφού σου έταξα σινεμά και δε μπορούσα να βρω παράσταση την ώρα που σχολάς.
-Μα εσύ έχεις μηχανή, τι να κάνουμε στο ντράιβ ιν, σούζες;
-Έχω κανονίσει να πάμε ν’αφήσουμε το μηχανάκι σπίτι του φίλου μου του Μίμη και να πάρουμε το διπλοκάμπινο αγροτικό του πατέρα του, έχει και δερμάτινα καθίσματα.
Στραβωμένη ανέβηκε στη σέλα και ξεκινήσαμε. Έδωσα το μηχανάκι στο Μίμη κι αυτός μου έφερε τα κλειδιά του πατέρα του. Έβαλα μπρος και ξεκινήσαμε. Το όχημα ήταν σούπερ. Είχε σιμπί μέσα και γενικά έσπερνε. Εγώ έπιασα κουβέντα με κάτι άλλους που βρήκα σε μια συχνότητα ενώ η σερβιτόρα προσπαθούσε να διαλέξει ανάμεσα σε cd του Βασίλη Τερλέγκα και του Μάκη Χριστοδουλόπουλου. Φτάσαμε στο μέρος όπου μπήκα με κόρνες και χειρόφρενα έχοντας πάντα κρεμασμένο ένα λευκό μαντίλι στην κεραία του οχήματος. Ποιος να το περίμενε ότι το μαντίλι αυτό θα βαφόταν κόκκινο. Εμπνευσμένη από την ταινία σκύβει προς τα κάτω κι εγώ τεντώνω τα χέρια μου προς τα πάνω για να πιάσω τον ουρανό στη στάση εκείνη που είναι ωσάν και εξυμνώ τον ύψιστο για το θείο δώρο. Που να φανταστώ ότι το χέρι μου θα βρει πάνω στο σιμπί θα το σπρώξει από τη βάση του και θα της έρθει καρακεντρισμένο πάνω στη μύτη; Αρπάζω το μαντίλι απ’ την κεραία κι αρχίζω να τη σκουπίζω. Φύγαμε άρον άρον γιατί η μύτη δε σταμάταγε και χάσαμε και το σίκουελ της ταινίας!

Tuesday, September 12, 2006

Κάθε κατεργάρης στον πάγκο του...

Έτσι κι εγώ έστρωσα τη λευκή πετσετούλα μου και πριν ξεκινήσω έχωσα πειρατικό δισκάκι με τσίτα το volume και άρχισα ν’ανεβοκατεβάζω τη μπάρα σιγοτραγουδώντας «Τις δύσκολες στιγμές δε θα ‘σαι εδώ να μου μιλάς / τις δύσκολες στιγμές το χέρι δε θα μου κρατάς / θα κάνω υπερβολέέέέέέέέέέέέέές...» και δώστου να τινάζονται οι φλέβες στο λαιμό και τα μπράτσα εκτελώντας με πειθαρχία τις ασκήσεις εκγύμνασης του στήθους φορτώνοντας κιλά σε κάθε σετ μέχρι που δεν άντεξα κι άφησα τη μπάρα να πέσει κάτω για να μη με πλακώσει κι έχουμε άλλα μεσημεριάτικα. Ένα μεσημέρι που δεν ένιωθα καλά το στομάχι μου, με είχαν πεθάνει οι καούρες, γεγονός που οφείλετο κατά πάσα πιθανότητα στην τίγκα στο λάδι σπανακοτυρόπιτα που είχα φάει δύο ώρες πιο πριν. Επόμενο κομμάτι το Επιμένω του Χρήστου Κυριαζή κι εκεί πραγματικά έδωσα ρέστα. Όχι όσα πήρα από το πεντάευρο που έδωσα στο «γρηγόρη», κράτησα και μερικά για το τέλος, πάντως άσχημα δεν τα πήγα κι αυτό ήταν το παρήγορο. Παρηγοριά στον άρρωστο σκέφτηκα και ανέβηκα στο διάδρομο για να κάνω μερικούς γύρους ενώ ήξερα ότι το προηγούμενο βράδυ αυτοί που είχα φάει ήταν λίγο μάπα. Τσακώθηκα και με τη σερβιτόρα.
-Πιάσε, της λέω.
-Δε γίνεται, μου απαντάει.
-Όχι πιάσε, επέμενα εγώ.
-Διστακτικά άπλωσε το δάχτυλο της.
-Τι ακριβώς κάνουμε;
-Δε βλέπεις ότι αυτό που μόλις μου έφερες να φάω είναι πιο κρύο κι απ’ το θάνατο του Φασμπίντερ της είπα όλο αγάπη και αυτή ξανάπλωσε το δάχτυλο της χωρίς να της το προτείνω εγώ αυτή τη φορά.
-Ξέρετε ακυρώθηκε μία παραγγελία και θα ήταν κρίμα να τα πετάξουμε, να σας φέρω άλλα;
-Όχι, είμαι σε δίαιτα, από συνήθεια θα τα έτρωγα κι αυτά.
-Τι να κάνω τότε;
-Δε μπορείς να σχολάσεις να πάμε για κανένα ποτό;
-Ναι αμέ, φύγαμε!
Ήταν απίστευτό, όλα όσα έβλεπα στις τσόντες τόσα χρόνια είχε έρθει ο καιρός να γίνουν πραγματικότητα και για εμένα. Μάσησα για λίγα δευτερόλεπτα μια τσίχλα με γεύση δυόσμο, μύρισα τις μασχάλες μου για να δω ότι είναι όλα εντάξει και κοίταξα τα νύχια στα δάχτυλα των χεριών μου. Ήταν όλα εντάξει, παπούτσια δε θα έβγαζα ότι και να γινόταν, ήμουν έξω από το πρωί και δεν είχα αλλάξει κάλτσες, μέχρι και ποντίκι θα σκότωνε η μπόχα. Ήρθε και η Αφροδίτη και ανεβήκαμε μαζί στο γέρικο DT μου.
-Καλέ αυτό είναι δίχρονο, θα βρωμάω λάδια, παραπονέθηκε.
-Πάλι καλά που δεν έχετε λάδια εκεί που δουλεύεις.
-Αυτό που λες με προσβάλλει!
-Μη δοκιμάσεις να πηδήξεις, θα πέσουμε και οι δύο και θα κάψεις και το πόδι σου στην εξάτμιση.
-Είσαι, είσαι, τι να σου πω, τι είσαι!
-Κρατήσου!
Τρέχαμε στην άδεια Καποδιστρίου και περίμενα όπως συνήθως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις να πάρει τα χέρια της από τη μέση μου και να τα βάλει λίγο πιο χαμηλά. Είχαμε φτάσει στο Μαραθώνα όταν με ρώτησε αν ξέρω που πηγαίνουμε. Κατά διαόλου της απάντησα αλλά μάλλον δεν είχε μπει ακόμη στο νόημα. Είναι αυτό που λέμε θα φτάσω στου διαόλου τη μάνα μέχρι να με χουφτώσεις. Αποφάσισα να κάνω εγώ το πρώτο βήμα κι έτσι άπλωσα το χέρι μου για να της πιάσω τη γάμπα. Προσπάθησε να μ’ εμποδίσει αλλά ήμουν σβέλτος κι έτσι κατάλαβα γρήγορα το λάθος μου. Η αρκουδότριχα συγκρινόταν άνετα με τη δική μου γι’ αυτό δεν ξαναπήρα τα χέρια μου απ’ το τιμόνι, άσε που το απαγορεύει και ο ΚΟΚ. Την πήγα στο Μπουρνάζι στην Παγωτομανία μπας και της το φέρω απέξω απέξω κι ενώ γλείφαμε χωνάκι με δύο μπάλες εκείνη, κυπελλάκι με τρεις εγώ μου λέει «Ωραίο το κόκκαλο club ε;». Κόκκαλο εγώ την κοιτούσα αποσβολωμένος και τρομαγμένη με ρώτησε αν μου στάθηκε κανένα κόκκαλο στο λαιμό. Αφού της υπενθύμισα ότι παγωτό τρώμε και όχι ψάρια άπλωσε το χέρι της και μου χάιδεψε το μάγουλο. Ενστικτωδώς έπιασα το απλωμένο χέρι της κι έκανα μια λαβή τζουντόκα και να σου το γκομενάκι ξαπλωμένο φαρδύ πλατύ στο πάτωμα.
-Αυτό δε μου το έχει ξανακάνει κανένας!
-Δεν είμαι όποιος κι όποιος κοριτσάκι μου.
Της έδωσα το χέρι μου για να σηκωθεί αλλά αυτή με τράβηξε κι έπεσα πάνω της.
-Δεν είναι το κατάλληλο μέρος.
-Το ξέρω, πάμε σπίτι μου.
-Καλά μόνη σου μένεις και δεν το λες τόση ώρα;
-Γιατί με ρώτησες;
-Πάμε.

Monday, September 11, 2006

Η αλήθεια βρίσκεται στο λόγο του Θεού...

Ε όχι πατέρα! Η Αλήθεια βρίσκεται στους Sex Pistols, γκε γκε;