Wednesday, September 13, 2006

Σαν παλιό σινεμά

Γνωστό και ως το σίκουελ ενός πάγκου και νομίζω πως είναι ώρα τώρα να σχολιάσουμε λίγο αυτή τη μαγική λεξούλα για την οποία πολύς ντόρος γίνεται τελευταία αφού στις αίθουσες προβάλλεται ως γνωστόν και ο Σούπερμαν τον οποίο μπορεί να μην τον πλασάραν ως τέτοιο (σίκουελ δηλαδή) αλλά χωριό που φαίνεται κολαούζο δε χρειάζεται που θα έλεγαν και στο εξωτικό χωριό μου. Να σας πω ότι από ένα χωριό βγήκε και η συγκεκριμένη λέξη; Ε ναι λοιπόν θα το πω και προχωρώ στην ανάλυση. Τέλη των σίξτις τότε που τα ντουμάνια από τους μπάφους συναγωνιζόταν τις καμινάδες των εργοστασίων, ελεύθερη ζωή, Τζίμι Χέντριξ και Μπομπ Ντίλαν, Ντορς και Κριστιάν Ντιόρ και συμβαίνει μεγάλος κινηματογραφικός παραγωγός του Χόλλυγουντ έρχεται στην Ελλάδα για διακοπές. Δε θα πω το όνομα του δε θα τον εκθέσω τον άνθρωπο διότι τις πηγές μας δεν τις δίνουμε ποτέ. Μύκονο θα σκεφτούν οι περισσότεροι από εσάς και θα κάνουν τραγικό λάθος. Στην Κίμωλο πήγε ο άνθρωπος που τότε δεν ήταν στα χάι της. Ούτε τώρα είναι αλλά τουλάχιστον ακούγεται το όνομα λόγω των καραβιών που σταματήσαν να πηγαίνουν. Τότε καράβια δεν υπήρχαν πολλά και γι’ αυτό δε γκρίνιαζε κανείς. Είχαμε και Χούντα, άντε να παραπονεθείς για τις συγκοινωνίες. Βόλταρε το λοιπόν ο μεγαλοπαραγωγός (νταβατζής το ελληνικότερο) και έξω από ένα σπίτι ακούει τον εξής διάλογο από δύο ντόπιους που ο ένας καθόταν σ’ένα τραπεζάκι μιας αυλής και σκάλιζε μια γκλίτσα ενώ ο άλλος ήταν ανεβασμένος σ’ ένα δέντρο στον κήπο του.
-Τι να σφέρω; (Τι να σου φέρω)
-Σύκου. (Σύκο)
-Τι σήκου α; (Τι σήκω ρε)
-Σύκου ε λέου (Σύκο ρε λέω)
-Σίκουελ;
Εδώ το γράπωσε για τα καλά ο παραγωγός και έτσι έχουμε σήμερα τα γνωστά σε όλους μας σίκουελ. Αλλά νομίζω ότι ξεφύγαμε από το θέμα. Την επόμενη μέρα η σερβιτόρα δούλευε πάλι βράδυ κι έτσι ακούγοντας μια φιλική συμβουλή έριξα την πρόταση για σινεμά θερινό κατά προτίμηση έτσι ώστε να έχω μαζί μου έξτρα ζακέτα και φιδάκι για τα κουνούπια. Έπρεπε να βρεθεί μια μεταμεσονύχτια παράσταση την οποία όσο κι αν έψαχνα δε μπορούσα να βρω. Άντε το πολύ πολύ να άρχιζε στις 11 καμία, θερινό μετά τη μία δεν έπαιζε. Το είχα τάξει όμως και δε μπορούσα να πάρω τα λόγια μου πίσω. Μία λύση έμενε και την ξεστόμισα αμέσως μόλις συναντηθήκαμε και με ρώτησε ποιο έργο θα δούμε.
-Βασικά είναι δύο έργα με το ίδιο εισιτήριο, ένα γαλλικό κι ένα αμερικάνικο.
-Που θα με πας βρε κουλτουριάρη, σε καμιά κινηματογραφική λέσχη;
-Δεν το είχα σκεφτεί έτσι, μπορείς να το πεις και κινηματογραφική λέσχη.
-Ε δε θα μου πεις που θα πάμε;
-Σε ντράιβ ιν.
-Σε ντράιβ ιν; Ξέχασε το.
-Πως κάνεις έτσι, αφού σου έταξα σινεμά και δε μπορούσα να βρω παράσταση την ώρα που σχολάς.
-Μα εσύ έχεις μηχανή, τι να κάνουμε στο ντράιβ ιν, σούζες;
-Έχω κανονίσει να πάμε ν’αφήσουμε το μηχανάκι σπίτι του φίλου μου του Μίμη και να πάρουμε το διπλοκάμπινο αγροτικό του πατέρα του, έχει και δερμάτινα καθίσματα.
Στραβωμένη ανέβηκε στη σέλα και ξεκινήσαμε. Έδωσα το μηχανάκι στο Μίμη κι αυτός μου έφερε τα κλειδιά του πατέρα του. Έβαλα μπρος και ξεκινήσαμε. Το όχημα ήταν σούπερ. Είχε σιμπί μέσα και γενικά έσπερνε. Εγώ έπιασα κουβέντα με κάτι άλλους που βρήκα σε μια συχνότητα ενώ η σερβιτόρα προσπαθούσε να διαλέξει ανάμεσα σε cd του Βασίλη Τερλέγκα και του Μάκη Χριστοδουλόπουλου. Φτάσαμε στο μέρος όπου μπήκα με κόρνες και χειρόφρενα έχοντας πάντα κρεμασμένο ένα λευκό μαντίλι στην κεραία του οχήματος. Ποιος να το περίμενε ότι το μαντίλι αυτό θα βαφόταν κόκκινο. Εμπνευσμένη από την ταινία σκύβει προς τα κάτω κι εγώ τεντώνω τα χέρια μου προς τα πάνω για να πιάσω τον ουρανό στη στάση εκείνη που είναι ωσάν και εξυμνώ τον ύψιστο για το θείο δώρο. Που να φανταστώ ότι το χέρι μου θα βρει πάνω στο σιμπί θα το σπρώξει από τη βάση του και θα της έρθει καρακεντρισμένο πάνω στη μύτη; Αρπάζω το μαντίλι απ’ την κεραία κι αρχίζω να τη σκουπίζω. Φύγαμε άρον άρον γιατί η μύτη δε σταμάταγε και χάσαμε και το σίκουελ της ταινίας!