Monday, September 18, 2006

Όπως μυστικά κι ανήθικα...

Παγκόσμιο Κύπελλο Στίβου είχαμε το Σαβ/κο που μας πέρασε στην Αθήνα, οι συγκυρίες όμως με έφεραν στη Θεσ/νίκη όπου έδωσα βροντερό αγωνιστικό παρών ειδικά στο μαραθώνιο όπως αυτός εξελίχθηκε τελικά. Αποφάσισα να φύγω με την πτήση των 7:30 έτσι ώστε να είμαι νωρίς το πρωί της Παρασκευής για να έχω και αρκετό χρόνο στη διάθεση μου, πράγμα που μετάνιωσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Στην είσοδο του αεροδρομίου με περίμενε ο Φερνάντο Αλόνσο ο οποίος είχε αφήσει μουστάκι ενώ είχε κάνει και τη σχετική μπάκα ίσως όχι από τις μπύρες αλλά από την καλοπέραση σίγουρα. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο κι αφού αποφύγαμε όλα τα φυσικά και τεχνητά εμπόδια που δεν άφηναν το δρόμο άδειο φτάσαμε στον προορισμό μας. Εκεί αρχίζει το χαλαρά. Ο τύπος που θα με συναντούσα εκεί και που θεωρητικά έπιανε δουλειά στις 7:30 που εγώ πετούσα δεν είχε φτάσει ακόμη. Με οδηγούν στο σελφ σέρβις κυλικείο για το πρώτο φραπεδάκι της ημέρας και μετά έπιασα μια πολυθρόνα περιμένοντας τον ψηλό. Ξύπνησα από το βρουμ βρουμ μιας Πόρσε κι έτσι κατάλαβα ότι θ’ αρχίζαμε επιτέλους δουλειά. Χαιρετιόμαστε και πάω να βγω από το γραφείο που καθόμουν αλλά κατάλαβα ότι δεν υπήρχε λόγος. Μόνο εγώ θα έπινα καφέ; Μετά τους καφέδες κι ενώ είχε έρθει κι ένας τρίτος στο γραφείο λέγαμε διάφορα άσχετα και κάποια στιγμή όπου κατά πως φαίνεται οι κλιματολογικές συνθήκες ήταν ιδανικές με οδήγησαν στο γραφείο που έπρεπε απ’ την αρχή να πάω. Μία ώρα αργότερα έρχεται ο τύπος να μου πει ότι θα πεταχτεί μέχρι τις Σέρρες κι ότι κατά τις τρεις θα είναι πίσω. Εγώ όχι του είπα και γι’ αυτό χαιρετηθήκαμε από νωρίς. Σε κάποια φάση πάω για κατούρημα και πετυχαίνω μια φίλη στο διάδρομο. Αγκαλιές, φιλιά και τα ρέστα και μια πρόταση που με έβαλε σε υποψίες για το αν θα έπρεπε να παίξω και κανένα τζόκερ.
-Έχεις κανονίσει τίποτα για το μεσημέρι;
-Όχι, τίποτα απολύτως.
-Ωραία, θα έρθεις σπίτι να φάμε μαζί.
-Εντάξει (δε χωράν ντροπές σε αυτά).
-Παστίτσιο έχουμε, το τρως;
-Ε, είμαι λίγο αλλεργικός στη μπεσαμέλ αλλά δε θέλω να σε προσβάλλω.
Εντάξει το παστίτσιο ήταν θεϊκό και μαζί με τη ρετσίνα Κεφαλλονιάς έγινα για τα καλά. Ήρθαν και τα σταφύλια στο τέλος και είχα απλωθεί σ’ έναν καναπέ κάνοντας αναπνοές μην τυχόν και ξεχαστώ και πάθω καμιά ασφυξία. Αφού επανήλθα σ’ ένα βαθμό πήρα τα μπαγκάζια μου για να φτάσω στην Καμάρα στο σπίτι καλού φίλου που θα με φιλοξενούσε το πρώτο βράδυ. Αφού σαπίσαμε δεόντως με τον προβλεπόμενο τρόπο τον άφησα να διαβάσει για την τελευταία εξεταστική του και συναντήθηκα με έτερο Καππαδόκη παύλα ζυθολάγνο ο οποίος την επομένη με οδήγησε στον πασά-Πρασσά αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία από μόνη της. Αφού περάσαμε σεντονάδικα ειδικευμένα για ανθρώπους με ακράτεια όπου η λέξη κατούρημα δέσποζε σε όλες τις γωνίες του μαγαζιού, κάναμε άλλη μία στάση σε διπλανό κατάστημα με ακόμη πιο κορυφαίες επιγραφές και τελικά την πέσαμε λίγο παρακάτω σε δύο ξανθιές. Στη συνέχεια καταλήξαμε σε δύο βάις όπου έφεραν αφροδισιακό μεζέ καβουρόψυχα αλλά ήταν από κονσέρβα κι έτσι δε φάγαμε γιατί ιδέα δεν έχω τι θα γινόταν μετά. Αργότερα πάντως κόντεψε να με πάρει ο ύπνος στην καρέκλα κι έτσι γύρω στις 3 αποσύρθηκα. Την επόμενη μέρα κι έπειτα από έναν καφέ πίσω από τη ροτόντα τέθηκε το ζήτημα του φαγητού. Το ίδιο ζήτημα τέθηκε και το βράδυ γι’ αυτό και θα αναφέρω εντελώς συνοπτικά που μπορεί να φάει κανείς και αν, λέω αν, βρεθεί κανείς προς τα εκεί μπορεί να επισκεφθεί χωρίς φόβο αλλά με πάθος. Ο Πρασσάς με τα σουβλάκια του είναι απίθανος αλλά δεν είναι πολύ κοντά στο κέντρο οπότε το απορρίπτουμε. Στην Τούμπα εκτός από τον ΠΑΟΚ υπάρχει και η Άμπελος αλλά και σε αυτήν με ταξί θα πρέπει να πάει κανείς. Αξίζει όμως. Μετά υπάρχει πάντα το κουρδιστό γουρούνι το οποίο έχει φαγητό και μπύρες και αξίζει ν’ακούσεις τον τύπο να λέει χαρακτηριστικά «Είναι όλα τέλεια». Εκεί εγώ έβαλα λίγο Βικτώρια Χαλκίτη, τέλεια, τέλεια, τέλεια αλλά χωρίς κάποιο ουσιαστικό αποτέλεσμα. Το πιο θρυλικό μαγαζί νομίζω ότι είναι το Μέλαθρο των Ούζων στο οποίο τρως φτηνά και καλά μέχρι σκασμού και είσαι έτοιμος και για την επόμενη μέρα. Αν της δεις φοιτητής με αμπέχονα κι έτσι πας στο Ντιπ για Ντιπ και Μπιτ Παζαρ. Έχουμε και λέμε λοιπόν. Από τη μία η πλατεία Άθωνος, απ’ την άλλη το Πιτ Παζάρ και μερικά άλλα σκόρπια. Πάντως το Ούζου Μέλαθρον είναι μαστ κι όποιος πάει ξαναπάει. Στη συνέχεια υπάρχει και ο Χαντζής με τα γλυκά όπου μπορεί κάποιος να τραφεί άνετα ακόμη και για μία εβδομάδα χωρίς να παρουσιάσει ζάχαρο. Που θα φας άλλωστε Καζάν Ντιπί με γάλα από 100% αληθινό βουβάλι; Για το βράδυ Σαββάτου εσύ είσαι κάπου άραγε που δε θα πω και πολλά διότι ήρθα πρόσωπο με πρόσωπο με μια κατάφωρη αδικία της ζωής κι έτσι βαθύτατα προβληματισμένος θα το ρίξω στην περισυλλογή. Ήταν η μέρα όπου με φιλοξένησε εκλεκτός ζυθολάγνος με πραγματικές υπηρεσίες ρουμ σέρβις και όχι σελφ όπως στη δουλειά που είχα πάει την Παρασκευή. Είχαμε και την ευκαιρία να μελετήσουμε και σπάνιο οπτικοακουστικό υλικό και γενικώς να κάνουμε ένα brainstorming περιωπής. Πάμε τώρα να σπάσουμε μερικά πιάτα έτσι για να γουστάρουμε.