Wednesday, September 27, 2006

Big Bar

Καθώς περίμενα το ασανσέρ για να κατέβω στο πάρκινγκ σκεφτόμουν πως θα ήθελα να διακτινιστώ και να βρεθώ σπίτι χωρίς να μπλέξω στην κίνηση και τη βαβούρα της πόλης. Άρχισα να οδηγώ μηχανικά και λίγο παρακάτω άκουσα τα φρένα μου να στριγκλίζουν. Άναψα τα αλαρμ και άρχισα την απαγγελία:

Την είδα τη μπατσίνα
Την είδα με στολή
Κόντεψα να τρακάρω
Από την ταραχή

Εκείνη χαμογέλασε και μου είπε ότι δε θα μπορούσε να κάνει και την τροχαία σε περίπτωση που είχαμε τρακάρισμα. Εγώ της είπα ότι επειδή είμαι σίγουρος ότι δεν έχει μαγειρέψει θα έπρεπε να μου επιτρέψει να την πάω για φαγητό. Εκείνη αν και δίστασε για λίγη ώρα, τελικά ενέδωσε στην κατά τ’άλλα ανήθικη πρόταση μου αφού πηγαίναμε για να φάμε καλά. Είχα στο νου μου ένα καλό ιταλικό όμως σκέφτηκα ότι στην περίσταση θα ταίριαζε κάτι πιο ελεγκαντ κι έτσι πήγαμε στα Βλάχικα για σουβλιστό αρνί και κοκορέτσι. Το αποτέλεσμα; Τρέχαμε όλο το απόγευμα στο λόφο του Στρέφη για να χάσουμε τις θερμίδες ώσπου τα έφτυσα σε κάποια φάση και άραξα για ένα φραπέ στην Καλλιδρομίου παρακολουθώντας την να περνάει κάθε δέκα λεπτά μπροστά από το περίπτερο στη γωνία με τη Μπενάκη. Κάποια στιγμή τα δέκα λεπτά έγιναν μισή ώρα και η μισή ώρα τρεις και αυτή δεν είχε φανεί. Εγώ από την αγωνία μου είχα πιει ήδη μισό μπουκάλι ουίσκι χωρίς όμως αξιοσημείωτα αποτελέσματα αφού και πάλι δεν κατόρθωσα να τη δω μπροστά μου. Σκέφτηκα να πάω στην αστυνομία για να δηλώσω την εξαφάνιση αλλά μου φάνηκε κάπως κουλό να πω ότι την ώρα που μια συνάδελφος σας έτρεχε κι εγώ την κοίταζα δε ξαναφάνηκε και πρέπει να τη βρείτε αμέσως γιατί έχω ακυρώσει και τη συγκέντρωση για τη μπάλα στο σπίτι με τα φιλαράκια. Όχι δεν ήταν αυτό που έπρεπε να κάνω. Έβγαλα από την τσέπη μου ένα κομμάτι αλουμινόχαρτο που είχα τυλίξει λίγο μεζέ για τη λιγούρα. Ανέβηκα προς το λόφο κουνώντας πέρα δώθε το μεζεκλίκι μπας και το μυρίσει και έρθει αφού όπως προηγουμένως είχα παρατηρήσει στο κοκορέτσι δε χαριζόταν. Και που είχα στην κατοχή μου αυτό το κομμάτι θαύμα ήταν και το καβάντζωσα σε μια ανύποπτη στιγμή που έκανε ένα σλάλομ στο τζατζίκι. Τίποτα, είχε εξαφανιστεί κι αυτή και ο μεζές, αφού ένα αδέσποτο μ’ένα σάλτο μορτάλε τσίμπησε το κρέας που για να πω τη μαύρη μου αλήθεια δεν κρατούσα με τη δέουσα προσοχή. Ποια προσοχή δηλαδή που μάλλον αφηρημένος ήμουν αφού απελπισμένος καθώς ήμουν αποφάσισα να την πάρω τηλέφωνο να δω που βρίσκεται και γιατί σταμάτησε να κάνει κύκλους γύρω από το λόφο με αποτέλεσμα και τον καφέ μου να μην ευχαριστηθώ αλλά και να το ρίξω στο ποτό για να γίνει λίγο πιο δραματικό το όλο σκηνικό. Για κάτι τέτοιες φάσεις έχω και το Κύμα πικρό στην πλώρη μου κι αέρα στα πανιά μου όπου είναι ένα κι ένα για να χορέψεις το ζειμπέκικο σου και να ξεδώσεις όταν τα πράγματα ζορίζουνε τριγύρω. Αφού άνοιξα το κινητό άρχισε ένας καταιγισμός από μηνύματα, τα περισσότερα από τους φίλους μου κυρίως όπου είχαν χάσει τη μπάλα με τη γυναίκα που τους είχα στείλει. Το δικό της έλεγε: «Έφτασα σπίτι και βρήκα τα παιδιά, μην αργήσεις και χάσεις τη μπάλα. Γκολ!».