Monday, October 31, 2005

Κι αν πεινάσεις πιάστηνα...

«Μην προσπαθήσεις να με καταλάβεις, δεν ωφελεί» της είχα πεί εκείνο το μεσημέρι καθώς πίναμε το φραπεδάκι μας σ’εκείνο το ας πούμε εκθεσιακό κέντρο των αποφοίτων της σχολής καλών τεχνών στην Πλάκα όπου σπάνια έχει κάτι καλό να δεις, αξίζει όμως να περνάς που και που, τα παιδιά και καλό καφέ φτιάχνουν και το περιβάλλον είναι πολύ ευχάριστο. Είχα πάει πρώτη φορά με τη γνωστή μιας γνωστής που ήταν λίγο τζαζ, τρέχα γύρευε κατάσταση δηλαδή, δεν τα μπορώ και πολύ εγώ αυτά τα καλλιτεχνικά άτομα, πρέπει να μου μιλάνε απλά και χωρίς ορολογία.

Είχα πάει μια φορά σε άλλη μια έκθεση να δω να δω κάτι έργα της νονάς μου. Η έκθεση ήταν ομαδική και γινόταν σ’ένα παλιό νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού κάπου στην Πειραιώς, ωραίο το μέρος αλλά έκανα το λάθος ν’ανοίξω συζήτηση με μια ωραία κοπελίτσα που είδα εκεί και μας έφερε σ’επαφή η νονά. Προσπαθούσα να της πω τι κατάλαβα από τα έργα, άρχισε κι εκείνη τα δικά της, μπερδεύτηκα περισσότερο. Είχα και σχολείο την επόμενη μέρα, έφυγα νωρίς για να γλιτώσω τα χειρότερα.

Τις προάλλες ήμουν σπίτι της νονάς μου και μου έδειχνε κάτι θαυμάσια πράγματα, δεν καταλάβαινα και πολλά αλλά τουλάχιστον προσπαθούσε να μου εξηγήσει. Μ’έπιασε γραμμή-γραμμή, πινελιά-πινελιά να καταλάβω όλους τους συμβολισμούς. Κάτι άρχισα να πιάνω, σιγά σιγά το μάτι συνήθισε και στα επόμενα έργα αντιλαμβανόμουν και μερικά πράγματα μόνος μου. Βέβαια στην αρχή την είχα κάνει τη γκάφα μου.

-Και πως σου φαίνονται;
(Στιγμή αμηχανίας, προσπαθώ να φανώ ευγενικός)
-Εντάξει δεν είναι συμβατικά έργα, όπως ακριβώς τα τοπία που βλέπεις συγκεκριμένα πράγματα.
-Μα τοπία είναι!

Τι το ήθελα και το άνοιγα. Αλλά έλεγα την αλήθεια πράγμα που εκτίμησε η νονά και άρχισε την ανάλυση. Εκεί που τα λέγαμε ωραία και καλά τσουπ να σου απρόσκλητη μια φίλη της η οποία με στρίμωξε στη γωνία του καναπέ αλλά όχι για πονηρό σκοπό όπως θα ευχόμουν. Και δώστου ένα overdose τέχνης και πάρε ανάλυση, έξυπνη η νονά κατάλαβε πως δε θα τα έβγαζα πέρα εύκολα και πρότινε τσιπουράκι για να χαλαρώσουμε όλοι. Ήπια δύο μονομιάς κι άρχισα το τρίτο σιγά σιγά για να μη μεθύσω κιόλας. Τότε τα πράγματα έγιναν σαφέστατα πιο ξεκάθαρα και η συζήτηση επιτέλους απέκτησε νόημα, οπότε ξεκίνησα να της λέω κι εγώ για μαθηματικά και το γλυκό ήρθε κι έδεσε.

Τελικά φύγαμε τσακωμένοι και πήγαμε να γεφυρώσουμε το χάσμα σε κάποιο μπαράκι, ενέργεια που επαναλάβαμε αρκετές φορές στο μέλλον με αμφίβολα πάντα αποτελέσματα. Μάθε τέχνη σου λέει μετά ο άλλος...

No one knows I'm gone

Ένας παρατεταμένος ήχος έφτανε στ’αυτιά μου κι άλλαξα πλευρό γιατί θεώρησα ότι ήταν το κομπρεσερ από μία πολυκατοικεία που φτιάχνουν στην άλλη γωνία του τετραγώνου. Ο ήχος σταμάτησε. Δέκα λεπτά αργότερα ξανά μες στ’αυτί μου. Σταμάτημα ξανά. Σε δέκα λεπτά άρχισε πάλι. Πετάγομαι από το κρεβάτι. Το ξυπνητήρι σκούζει εδώ και ώρα κι εγώ ονειρεύομαι κομπρεσέρ. Ευτυχώς που κοιμόμουν με το κοστούμι όπως γύρισα χθες και δεν έχασα χρόνο για να ντυθώ. Έριξα λίγο νερό στα μούτρα μου, πήρα και μια γραβάτα στην τσέπη για να φορέσω στον ηλεκτρικό, άρπαξα και τον χαρτοφύλακα και βουρ για το τρένο. Στο πρώτο περίπτερο στάση για ένα μίλκο σκέτο χωρίς καλαμάκι. Φτάνοντας στο σταθμό πετυχαίνω το γνωστό πια σεκιουριτά. Σκυμμένο κεφάλι, βαρύς, κάποιος θα τον χαρακτήρισε και μελαγχολικό. Δε χρειάστηκε να μου πει τίποτα, τα κατάλαβα όλα. Πήγα κοντά του κι άρχισα να τραγουδάω:

Γιατί να είμαστε κι οι δυο αισθηματίες
γιατί να μπλέκουμε σε παλιοιστορίες
αφού στον κόσμο λιγοστές είναι οι κυρίες
γιατί να είμαστε λοιπόν αισθηματίες

Άπλωσε τα χέρια του. Έβαλα στη μέση το μίλκο και γονάτισα για να χτυπήσω παλαμάκια. Άναψε τσιγάρο και μου δωσε μια ρουφηξιά, πήρα τη θέση του κι άρχισα εγώ τα ζογκλερικά. Μερικοί περίεργοι είχαν μαζευτεί και κοιτούσαν. Ο κουλουρτζής στη γωνία πέταγε ψηλά τα κουλούρια και τα μάζευε με την τεραστίων διαστάσεων ομολογουμένως γλώσσα του. Από τον παρακείμενο φούρνο μας πετούσαν κάτι χαλασμένα ζαμπονοτυροπιτάκια μαζί με χαρτοπετσέτες. Το γλέντι είχε ανάψει για τα καλά. Το κομπρεσέρ άρχισε να χτυπάει γι’άλλη μια φορά, το ένιωθα στην τσέπη μου να με τρυπάει. Κάθομαι για παλαμάκια έτσι ώστε να το σηκώσω κιόλας, ο σεκιουριτάς περνάει το πόδι του πάνω απ’το κεφάλι μου και χάνω προς στιγμήν το σήμα μου. Γενικώς μπορώ να πω ότι χάνω και το στίγμα μου. Ακούω φωνές, που βρίσκομαι, τι σφυρίγματα είναι αυτά, ποιος χτυπάει παλαμάκια, αφού χθες φύγαμε μαζί από το κέντρο και κάτι τέτοια. Λέω στο σταθμό αλλά δε γίνομαι πιστευτός. Τα μαύρα σύννεφα πυκνώνουν, ετοιμάζεται για βροχή κοιτάω τον ουρανό καθαρός, έχει κι έναν ήλιο με δόντια, ξαφνικά κρυώνω. Είσαι εκεί, χάθηκες ακούω από μέσα, τι κάνεις άνθρωπε μου, τρελάθηκε τούτος, βγαίνω στο δρόμο, ένας ταξιτζής κορνάρει, τώρα χορεύουμε κι οι δύο και τους λέω αντίο.

Sunday, October 30, 2005

Φορτιν


-Μ'αγαπάς;
-Ναι!
-Πόσο;
-Όσο είναι ο ωκεανός!
-Ποιός ωκεανός;
-Ο Ειρηνικός!
-Και για πόσο;
-Για όσο θα'χει νερό ο ωκεανός!
-Ωραία! Όχι σαν την άλλη φορά με την κρέπα!

Love Calls You by Your Name

Χθες είδα τη Ζωή...
Χορέψαμε...
Με κοίταγε στα μάτια...
Εγώ την κοίταζα μέσα απ' τον καθρέφτη...
Φιληθήκαμε μερικές φορές...
Όταν καθόμασταν μου κρατούσε το χέρι...
Ένιωθα μια ασφάλεια...
Στο γυρισμό την πήρε ο ύπνος...
Εγώ γύρισα χορεύοντας χωρίς αριστερό καθρέφτη να κοιτάζω...
Κι όταν έφτασα με περίμενε εκεί...
Once again...

Saturday, October 29, 2005

Stranger than kindness

Βγαίνοντας από το σταθμό συνάντησα το γνωστό σεκιουριτά που με είχε χαιρετίσει τις προάλλες. Του έκλεισα συνωμοτικά το μάτι, ανταπέδωσε με νεύμα του κεφαλιού, δε χρειαζόταν να πούμε περισσότερα, την επόμενη φορά θα μιλήσουμε κιόλας, τυπικές ερωτήσεις του στυλ «όλα καλά στο σπίτι;» ή «πως πάει η δουλειά;» θα μας βγάλουν από το αδιέξοδο.

Αδιέξοδο. Θυμάμαι να βρίζω όσες φορές έχω στρίψει σε αδιέξοδο με το αυτοκίνητο. Δε θυμάμαι να έχω διάθεση να μιλήσω όσες φορές έχω έλθει σε αδιέξοδο στη ζωή μου. Κι ας ήμουν και στις δύο περιπτώσεις εγώ υπεύθυνος για τη λάθος στροφή.

Στροφή. 180 μοιρών όταν πρόκειται για ανθρώπους που νιώθω ότι με περιορίζουν. Ότι χάνω το χρόνο μου μαζί τους. Δεν απέχω πολύ απ’αυτή τη στροφή. Και για να βγεις από το αδιέξοδο τέτοια στροφή πρέπει να κάνεις ή να πας με την όπισθεν.

Όπισθεν. Τη συνδυάζω με την υποχώρηση. Δειλά βηματάκια προς τα πίσω. Λες και είναι μπροστά σου ο σκύλος-φύλακας και σε αγριοκοιτάζει. Ένα βήμα δικό του προς τα εμπρός για κάθε βήμα δικό σου προς τα πίσω. Όπως και στην ταινία. Μία ερώτηση δική μου για κάθε ερώτηση δική σου. Ένα εγκεφαλικό παιχνίδι.

Παιχνίδι. Το πιάνω στα χέρια μου, το περιεργάζομαι και το βάζω πάλι πίσω στο κουτί του. Δεν υπάρχουν πια στρατιωτάκια για να παίξουμε, ούτε αυτοκινητάκια, χάθηκε κάθε ίχνος δημιουργικότητας. Μέχρι και με καπάκια μπουκαλιών παίζαμε κάποτε, τώρα τα παιδιά τα ρουφάει μια οθόνη.

Οθόνη. Σε μια τέτοια κάθομαι και γράφω. Σκέφτομαι και γράφω. Κάθε δάσκαλος έψαχνε τις στερεότυπες εκθέσεις-υποδείγματα διανθισμένες με ωραίες εκφράσεις και λέξεις. Κι έτσι χάναμε την ουσία, δε σκεφτόμασταν τι γράφουμε αλλά τι λέξεις θα χρησιμοποιήσουμε. Σιχαίνομαι τους γονείς που προωθούν τον ανταγωνισμό.

Ανταγωνισμός; Όχι ευχαριστώ δε θα πάρω. Κι όμως τον ανακαλύπτεις παντού, στο σχολείο, στη δουλειά, στη διασκέδαση ακόμα και στα blog. Ανθρωπάκια, με υπόσταση μικρότερη κι απ’αυτή ενός μυρμηγκιού μοχθούν καθημερινά για τα 15 λεπτά του Γουόρχολ. Γράφτε γιατί σας αρέσει ρε και όχι για τους άλλους, πείτε άντε γαμήσου στην κακομοιριά και βγείτε απ’το αδιέξοδο. Πάρτε τη σωστή στροφή για να μη βρεθείτε να προχωράτε με την όπισθεν. Σαν τα παιχνίδια που παίζαμε μικροί έξω απ’ την οθόνη.

My Generation

Συννεφιά έχει απλωθεί σήμερα στον Αττικό ουρανό και σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες σε διάβημα διαμαρτυρίας θα προβεί η κυβέρνηση προς την ΕΜΥ διότι στα δελτία ειδήσεων που βγαίνουν οι ξανθιές ή και μελαχρινές αναλόγως το κανάλι μοντέλες μας είπαν ότι η κακοκαιρία θα ξεκινήσει από την Κυριακή κι επομένως δε μπορούν να κοροϊδεύουν τον κοσμάκη που ξεσηκώθηκε να φύγει για τριήμερο και τώρα δε θα καταφέρει να το ευχαριστηθεί. Η αναλγησία της ΕΜΥ είναι τουλάχιστον αχαρακτήριστη κι εγώ αισθάνομαι τυχερός που κρύωσα και δεν κατάφερα να ξεφύγω από το κλεινόν άστυ, όπου άστυ λεγόταν και προφανώς λέγεται ακόμα μια καφετέρια η οποία βρίσκεται μέσα σε μια στοά στις αρχές της Ακαδημίας λίγο πιο πάνω από την Κάνιγγος. Για την ακρίβεια είναι πριν τη διασταύρωση της Ακαδημίας με την Θεμιστοκλέους και μάλλον είναι και η πιο μικρή στοά της Αθήνας. Στον ίδιο χώρο υπάρχει και το πρώην μέγαρο ελληνικού κινηματογράφου το οποίο ούτε και ξέρω σε τι έχει μετατραπεί τώρα. Πάντως σίγουρα έχουν ξεπουληθεί αρκετοί από τους ορόφους του κι έχουν γίνει φροντιστήρια και γραφεία. Από αυτήν λοιπόν την καφετέρια πέρναμε καφέ ή σοκολάτα για να πιούμε όταν πηγαίναμε στο φροντιστήριο το οποίο ήταν σε κάτι στενά πιο δίπλα. Ήταν και ο χώρος στον οποίο ξεκινούσαμε κρυφά τα πρώτα τσιγάρα, κάτι Prince ήταν θυμάμαι που σου έκαναν το λαιμό καινούριο αλλά επηρεασμένοι από τα παιδικά μας ινδάλματα κι επειδή τα μάλμπορο παραήταν φτηνιάρικα και μπανάλ για τα γούστα μας προσπαθούσαμε να βρούμε τη μάρκα εκείνη που θα μας έκανε ξεχωριστούς αν μη τι άλλο. Τελικά οι περισσότεροι δε βρήκαμε ποτέ αυτή τη μάρκα και το κόψαμε, ενέργεια που τώρα τη βρίσκω πέρα για πέρα σωστή αν και σε ορισμένες περιπτώσεις ένα τσιγαράκι τραβιέται και με εκλεκτή παρέα θα τιμήσω ένα δύο κάτι όμως που συμβαίνει σπάνια και σίγουρα δεν έχει συμβεί τον τελευταίο ένα χρόνο απ’όσο θυμάμαι και θυμάμαι καλά. Τα σύννεφα του καπνού με τα σύννεφα του ουρανού δεν έχουν και μεγάλη σχέση αναμετάξυ των αλλά όπως θα λέγαμε για κάτι που είναι φτιαγμένο από μετάξι έτσι κι εγώ προσπαθώ να πλέξω όχι ένα πουλόβερ αλλά το εγκώμιο χωρίς όμως να διαθέτω τις απαραίτητες βελόνες οι οποίες θα επέτρεπαν κι έναν βελονισμό πρώτης τάξεως έτσι ώστε να ενεργοποιηθούν οι τα τεμπέλικα νεύρα κάτι βεβαίως που δεν έχω δοκιμάσει και ποτέ αλλά κάπως έτσι το περιγράφουν αν κι εγώ μ’ένα μασάζ μάλλον θα την έβρισκα καλύτερα. Πρέπει να βρεις έναν φυσιοθεραπευτή να σε βάλει κάτω και να σου αλλάξει τα φώτα, να δεις τι πάει να πει χαλάρωση, όπως σ’εκείνες τις παραλίες της Βραζιλίας που πηγαίναμε με τον Αντώνη να βγάλουμε φωτογραφίες κάτι γυμνά μοντέλα και βλέπαμε υπαίθρεια μασαζτζίδικα σε πολύ προσιτές τιμές κι όχι όπως στα πιασοκώλικα σπα που πας σήμερα για να ταίσεις τους αεριτζήδες. Αυτούς δηλαδή που πουλάν αέρα κοπανιστό και τον χρεώνουν κι ακριβά. Κι είναι και βρώμικος ρε γαμώτο ο Αττικός ουρανός, τίγκα στο νέφος, σκάρτο αέρα μας πουλάν γι’αυτό φωνάζουν τα σύννεφα μερικές φορές για να κρύψουν λίγο το χάλι κι εμείς να πούμε χαλάλι και να γίνουμε χαλί να μας πατήσουν κι αυτοί το κάνουν με περισσή ευχαρίστηση. Η ευχαρίστηση που σου προσφέρει ένα τσιγάρο από την άλλη ίσως δεν είναι τόσο υγιεινή όσο ένα σπα αλλά τουλάχιστον είναι πιο φτηνή και με εγγυημένα αποτελέσματα ενώ με το σπα μπορεί να κλαις και τα λεφτά σου. Με το τσιγάρο κι ένα καλό ουίσκυ βέβαια μπορείς να κλαις έτσι γενικά αφήνοντας τη σκέψη σου να ταξιδέψει αλλά τα ταξίδια δεν πρέπει να συνοδεύονται από τα ξύδια διότι τότε δημιουργούνται προβλήματα όπως εγώ ας πούμε τώρα που θέλω να φάω οπωσδήποτε σοκολάτα και ξέρω ότι έχω επηρεαστεί από τον Τσάρλι και το εργοστάσιο, ταινία που είδα πρόσφατα και τη βρήκα συμπαθητική, καλές ερμηνείες αλλά μέχρι εκεί. Για να μην πω κιόλας ότι ο Τζόνι Ντεπ δεν ταίριαζε γι’ αυτό το ρόλο. Μια χαρά έπαιξε αλλά πως λέγαν οι Τζέθρο Ταλ too old to rock’n’roll, too young to die, ε κάτι αντίστοιχο που θα μπορούσε να παραφραστεί ώς not enough old to play Γουίλυ Γουάνκα, διότι όταν διαβάζεις το βιβλίο και ξέρεις ότι ο παππούς δούλευε σε αυτό το εργοστάσιο για κάμποσα χρόνια και μετά αυτό το εργοστάσιο έκλεισε για κάμποσα χρόνια επίσης περιμένεις ένα Γουίλυ Γουάνκα με μια κάποια ρυτίδα, μ’ένα σπάσιμο στο πρόσωπο με το κατι τις του τέλοσπάντων. Θα μου πείτε εικαστική παρέμβαση του σκηνοθέτη και δικιά του άποψη για το έργο. Πάω πάσο. Για την ακρίβεια πάω στο Ελ Πάσο και τον προκαλώ σε μονομαχία για να αποφασίσουμε δίκαια ποιος έχει δίκαιο και ποιος άδικο κι επειδή στο σημάδι ήμουν από μικρός καλός δεν έχει καμία ελπίδα ο γνωστός παραμυθάς κι όχι δεν εννοώ τον Νίκο τον Πυλάβιο. Από το μακρινό Leeds όπου οι Who όπως τότε, έτσι και τώρα τραγουδάν για τη γενιά μου και τα ιδανικά μου, για τη Cyber Στάνη Ονούφριος Μπιφτεκίδης.

Friday, October 28, 2005

Ποιό το νόημα της παρέλασης;


Νεαρός σμηνίτης λίγο πριν πετάξει για Θεσ/νικη όπου λαμβάνει χώρα η μεγάλη στρατιωτική παρέλαση απαντά σε ερωτήσεις...

Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται...

Ρόδα, τσάντα και κοπάνα...

...ή όπως εύστοχα θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς «Της Εθνικής Συμφιλίωσης» μέρα που είναι και σήμερα να μη ξεχνάμε και τις καταβολές μας και τις περιβολές μας και τη βολή μας γενικότερα καθότι νέοι και ωραίοι και τα μυαλά στα κάγκελα ή αλλιώς φωτιά στα σαββατόβραδα και ειδικά το συγκεκριμένο προβλέπεται να γίνει ο χαμός. Ο λόγος προφανής απλώς τον υπενθυμίζω για τους πιο ξεχασιάρηδες που θα πρέπει στις 4 τα ξημερώματα του Σαββάτου να γυρίσουν τα ρολόγια τους πίσω κατα μία ώρα όπερ σημαίνει μία ολάκερη ώρα περισσότερη διασκέδαση, οι τραγουδιστές στα κέντρα θα πανε να βγουν στις 4 αλλά εκείνη την ώρα θα γίνουν τα πάντα 3 και γενικά θα χορέψουμε και μία ώρα παραπάνω στα διάφορα μπαράκια που θα φιλοξενήσουν τους εορτασμούς του τριημέρου που μπορεί να μη θυμόμαστε τι ακριβώς γιορτάζουμε και γιατί αλλά είναι σίγουρα κάτι που όλοι το βρίζουμε όταν πέφτει Σάββατο ή Κυριακή ενώ επίσης και η Τετάρτη δεν είναι καλή μέρα αλλά τουλάχιστον δε χάνουμε την αργία. Η Τρίτη και η Πέμπτη είναι καλύτερες από Δευτέρα και Παρασκευή καθώς τις εμβόλιμες μέρες τις θεωρούμε αυτονόητες και πετυχαίνουμε ένα σούπερ τετραήμερο για να ξεκουραστεί το κοκκαλάκι μας και να προνοήσουμε και για το βαρύ χειμώνα που μας έρχεται και το κλίμα ακατάλληλο, εσύ εκεί κι εγώ στου πόνου το υπόγειο να σε γυρεύω, σε μια ψεύτικη υδρόγειο, εσύ εκεί κι ο έρωτας σου διαταγή και τελεσίγραφο κι εγώ εδώ όλη τη νύχτα αγκαλιά μ’ένα αντίγραφο δικό σου, εσύ εκεί. Κι εγώ να βάζω το δίσκο με το σουξέ «γκρέμιστα ? γκρέμιστα όλα πια» και να χορεύω στο μπαλκόνι μιας πολυκατοικίας κοιτώντας τ’απέναντι μπαλκόνια με τα μπριζολίδια στις ηλεκτρικές ψησταριές αλλά και σε μερικές με κάρβουνα και θυμάμαι τότε που είχα πάει με τον Έλβις Κοστέλο μια μπουρδελότσαρκα στο Μεταξουργείο ως αντάλλαγμα της δικής του ξενάγησης στην 4η λεωφόρο όπου συναντάς τις καλύτερες πόρνες. Βέβαια μετά καταλήξαμε να πίνουμε ακριβό ουίσκυ ακούγοντας τα παιδιά από την Πάτρα και τις αξέχαστες επιτυχίες του όπως όχι δεν έπρεπε να τον πικράνεις τον φαντάρο, γεια σου ρε αλέφαντε είσαι παλλικάρι, και πίνω μπύρες, φίλε η γυναίκα μου σ’ερωτεύτηκε και άλλα πολλά που μας έφεραν στο μεράκι ώσπου ο Έλβις μεράκλωσε και έπιασε το κλαρίνο για να μας παίξει κάτι τσάμικα και κάτι συρτά που είχε μάθει κάποτε σ’ένα μακρινό ταξίδι του ενώ σε άπταιστα ελληνικά τραγουδούσε «Βρε απ’τη γειτονιά μου βγαίνω / άιντε στην αγάπη μου πηγαίνω / Ώρε και τη βρίσκω λυπημένη / ώρε και βαριά βαλαντωμένη / ώρε μη σε μάλωσε η μαμά σου / που’ρχομαι στη γειτονιά σου / Ώρε μη σε μάλωσαν για μένα / Άιντε κι ειν τα μάτια σου κλαμμένα / Ωρε για το πείσμα της μαμάς σου / θα’ρχομαι εγώ στη γειτονιά σου / Ώρε και θα ρθω για να σε πάρω / άιντε με παπά και με κουμπάρο» ενώ σε κύκλο όλοι οι θαμώνες χόρευαν κι έκαναν και τις δικές τους φιγούρες κάτι που είναι σημάδι ολοφάνερο ότι η μουσική μας ενώνει κι όποιος δεν το κατάλαβε ακόμα θα έλεγα καμία βαριά κουβέντα αλλά είπαμε, ωδή στον τρισμέγιστο Μπίλια ο οποίος τώρα επιτέλους έβγαλε άκρη με την δικαιοσύνη για τις άδικες κατηγορίες για εμπορία ναρκωτικών που ακούστηκαν από κάποιους κακεντρεχείς και ζηλόφθονους κομπάρσους Β’ διαλογής. Θα μπορούσα να πω και κάνε κάτι λοιπόν να χάσω το τραίνο αλλά δεν είναι το μέσο που προτιμώ για να ταξιδεύω θ’αρκεστώ σε ένα ποτήρι σαμπάνια το οποίο και θα υψώσω στην υγειά σας ψελλίζοντας βοήθεια μας και ξεσκονίζοντας το τουφέκι μου. Στην ερώτηση του λατίνου φίλου μου από την Πρέβεζα Αλφόνσο αν θα βγω απάντησα ΟΧΙ αλλά θα πάω από εκεί για να παίξουμε την κατοχή και να καταλάβω τα εδάφη του μπας και καταλάβει κι αυτός τίποτα γιατί όλο χαζογελάει τον τελευταίο καιρό, σημάδι πως δεν ανάρρωσε ακόμα από το εγκεφαλικό αλλά τουλάχιστον μπορεί και περπατάει με το μπαστουνάκι του το οποίο ενίοτε χρησιμοποιεί και για να σηκώνει τις φούστες των κοριτσιών, κάτι βέβαια που πλέον έχει εξασθενήσει διότι τα κορίτσα έχουν προνοήσει και τα βγάζουν όλα φόρα παρτίδα για να μπορούμε να χαρούμε κι εμείς οι πορνόγεροι λιγάκι. Τόπο στα νιάτα λοιπόν!

Thursday, October 27, 2005

Π-ΟΤΕ θα κάνει ξαστεριά;

Διότι μπορεί εσύ να πληρώνεις όμορφα κι ωραία το τηλέφωνο σου στην ώρα του αλλά ο ΟΤΕ με τα ξεφτέρια τους τεχνικούς του που θα πληρώσουμε και για την εθελουσία έξοδο τους έχουν άλλη γνώμη και γενικώς είναι λίγο άλλα λόγια ν’αγαπιόμαστε. Πάω χθες το μεσημεράκι να σηκώσω το τηλέφωνο και ακούω ένα παράξενο σήμα, στην αρχή νεκρό κι εν συνεχεία ένας μόνιμος θόρυβος, τηλεφωνώ λοιπόν αμέσως στις βλάβες γιατί έχουν αρχίσει να με ζώνουν τα φίδια, Παρασκευή αργία, Σαβ/κο δεν εργάζονται, καλή Δευτέρα η αποκατάσταση της βλάβης. Με ύφος χιλίων καρδιναλίων αλλά και την απαραίτητη ευγένεια εξηγώ στο νεαρό τηλεφωνητή ο οποίος προφανώς θα περίμενε να τελειώσει τη βάρδια του ότι υπάρχει γιορτή στο σπίτι και να δώσει μια προτεραιότητα στη βλάβη και κάτι άλλα τέτοια κουλά και άκουσα το στερεότυπο ότι αν η βλάβη είναι από το κέντρο θα αποκατασταθεί εντός τριών ημερών αλλιώς συνεργείο τις δύο επόμενες εργάσιμες ημέρες. Κόλαση δηλαδή γιατί φτάνουμε τη Δευτέρα έτσι. Τα διάφορα reset στο netmod δεν είχαν δουλέψει, κάνω κάμποσα ακόμα αλλά τίποτα. Συνδέομαι από τον υπολογιστή στη συσκευή, της αλλάζω τα φώτα και όλες τις ρυθμίσεις αλλά τίποτα. Και τότε έρχεται η μεγάλη ιδέα. Να παρακάμψω εντελώς το ISDN δίκτυο. Έχουμε λοιπόν το καλωδιάκι το οποίο καταλήγει στο netmod. Το ξεσυνδέουμε από την πρίζα του και παίρνουμε μία αναλογική συσκευή την οποία και βάζουμε στην πρίζα αυτή. Αν αυτό το κάνεις υπο κανονικές συνθήκες δε θα έχεις τηλέφωνο διότι εκεί υποτίθεται ότι δεν πέφτει συσκευή όμως σ’εμάς έπεσε. Σήμα κανονικότατο. Κάνω κλήση προς το κινητό και βλέπω όμως ένα διαφορετικό νούμερο από το δικό μου. Τηλεφωνώ σε φίλο για να δει στον κατάλογο σε ποιόν ανήκει αυτό το νούμερο. Βλέπουμε ένα όνομα σε μία οδό κάθετη στη δική μου. Ωραία φέτα σκέφτηκα. Πήγαν ή για βλάβη ή για σύνδεση και τα έκαναν σαλάτα. Τηλεφωνώ ξανά στο 121, τους λέω τι έχει παιχτεί και αυτοί μου λένε ότι η βλάβη δεν είναι από το κέντρο άρα εντός των δύο επόμενων εργάσιμων ημερών θα περάσει συνεργείο για την αποκατάσταση της βλάβης. Αισθάνομαι ότι μιλάω με κάποιον χαζό και του λέω όλα αυτά για το επείγον, χώνω και κάτι επαγγελματικά για να προλάβω και μου λέει ο τύπος ότι είναι ήδη χαρακτηρισμένο ως επείγον. Πρωί πρωί σήμερα ξανά τηλεφώνημα στο 121, μου επιβεβαιώνουν ότι θα περάσει σήμερα το συνεργείο αλλά μέχρι τις 12 δεν είχα δει ούτε φως, ούτε νερό και φυσικά ούτε τηλέφωνο. Δηλαδή φως και νερό είχα αλλά με το τηλέφωνο το πρόβλημα παρέμενε. Λίγο αργότερα κι ενώ στον πρωινό καφέ η Μάρα Μειμαρίδη έριχνε την τράπουλα της Κατίνας πρέπει να μου έβγαλε κάτι καλό στα χαρτιά γιατί είδα τα λαμπάκια στο netmod ν’αλλάζουν χρώμα όπερ σημαίνει ότι κάποιος κάτι σκάλιζε και λίγα λεπτά αργότερα είχαμε τηλέφωνο σχεδόν κανονικά. Διότι ναι μεν είχε σήμα αλλά αν πήγαινα να πάρω κάπου μ’έκοβε. Για την προστασία του πελάτη είχαν βάλει φραγή στο νούμερο μας για να μη μας καταχρεώσει κάποιος αλλά στης κυρίας που το νούμερο μοιραζόμασταν και μπορούσαμε να την καταχρεώσουμε δεν είχαν πει και κάνει τίποτα. Μπορούσα δηλαδή εγώ όλο το βράδυ να τη βγάλω με τηλεπαρέα και 090 χωρίς κανένα πρόβλημα. Μετάνιωσα που δεν έχω συγγενείς στο εξωτερικό. Τα καλά νέα τώρα είναι ότι από χθες είμαι κρυωμένος, κρεββατωμένος με μόνιμο πονοκέφαλο καθώς και μπουκωμένος αλλά δε νομίζω ότι ευθύνεται ο ΟΤΕ γι’αυτό. Μη ξεχάσετε να δείτε την υπολοχαγό Νατάσα Άτλας Παζαΐτη σε νέες περιπέτειες μέρες που είναι.

Wednesday, October 26, 2005

Μες στα θερινά τα σινεμά

Αντιλαμβάνομαι ότι ο καιρός έχει κρυώσει, δύσκολα πλέον μπορείς να κάτσεις έξω το βραδάκι και σίγουρα θα χρειαστείς κι ένα μπουφανάκι, άσε που δε νομίζω να έχει μείνει και κάποιο θερινό ανοιχτό αλλά αν μη τι άλλο αποτελεί αγαπημένη συνήθεια του καλοκαιριού και ειδικά σήμερα που γιορτάζουν οι Δημήτρηδες και οι Δημητρούλες κι εδώ κολλάει το τεράστιο άσμα «Δημητρούλα μου γεια σου και πολύ σέξυ η δικιά σου» το οποίο για κάποιο άγνωστο υποσυνείδητο ή ασυνείδητο λόγο προφανώς το έχω συνδυάσει με την Δήμητρα Λιάνη ? Παπανδρέου ειδικά μετά τα φοβερά εκείνα εξώφυλλα της αυριανής με τις γυμνές φωτογραφίες της Μιμής. Λέγοντας Μιμή αξίζει να σταθούμε λίγο στη γυναίκα Μιμή Ντενίση, να μπούμε λίγο στην καθημερινότητα της και ν’αφήσουμε λίγη από την αστερόσκονη της να μας λούσει κι εμάς που σαν τις ουρές του κομήτη θα σχηματίζουμε ουρές έξω από τα ταμεία του θεάτρου της ή ακόμα ακόμα κι έξω από τη δραματική της σχολή η οποία καλά καταλάβατε ότι είναι ένα δράμα από μόνη της αλλά τουλάχιστον είναι στην Αγίου Μελετίου απέναντι από τα Everest και λίγο πιο κάτω από τη Φωκίωνος Νέγρη για να μην πω για το φημισμένο πια μπαρ Au Revoir το οποίο μπορεί να συναντήσει κανείς τα τελευταία χρόνια λίγο πιο δίπλα από το ανακαινισμένο σινεμά Αελλω και ίσως αξίζει να σημειωθεί πως είναι το μοναδικό μπαρ εν Αθήναι που έχει κάτσει και πιει ποτό ο Φρανκ Σινάτρα. Ο Φρανκ Σινάτρα δεν έχει καμία σχέση με τον Φρανκ Φούρτη προηγούμενου ποστ εκτός ίσως ότι και οι δύο έχουν τουλάχιστον από μία κόρη με το όνομα Νάνσι αλλά του μεν Σινάτρα του βγήκε τραγουδιάρα του δε Φούρτη κατινάρα αλλά επίσης δε θα έπρεπε να γίνει κάποια παρανόηση με την Κατίνα από τις μάγισσες της Σμύρνης η οποία μας προέκυψε και σε σίριαλ κι ύστερα σου λένε γιατί προκύπτουν οι σίριαλ κίλερς και τα ρέστα. Εγώ πιστεύω ότι με όλα αυτά που δείχνει η τηλεόραση η εγκληματικότητα αντιστέκεται σθεναρά και κρατιέται σε χαμηλά επίπεδα. Από το «Λόγω Τιμής» ακόμα που είναι μια παρέα από την Πάτρα, αηδιασμένη καταφανώς από το καρναβάλι της πόλης και το ρίξαν στο καρναβάλι της Τιβι. Όλοι μπαίνουν στις σχολές που γουστάρουν, όλοι βρίσκουν και γαμώ τα σπίτια, όλα φοιτητικά με μισό δωμάτιο και θέα στο φωταγωγό κι ο ένας που δεν περνάει επειδή τα διαφημιστικά της AIM τα’χει κλείσει ο πατέρας του βρίσκει πλούσιο συγκάτοικο τον οποίον και δεν πηδάει αλλά μένουν μαζί στο τσάμπα γιατί αν ο άνθρωπος είναι φιλόσοφος τύφλα να’χει ο Σωκράτης. Socrates drunk the conium, που έλεγε κι εκείνο το παλιό συγκρότημα και μεγάλη απορία την έχω για το τι θα έπινε σήμερα ο μεγάλος αν ήταν εδώ. Τα σημερινά σίριαλ βέβαια έχουν πιο προχωρημένη θεματολογία, στηρίζεσαι σε μία φόρμα και βγάζεις δεκαπέντε διαφορετικά σίριαλ. Ο Μανουσάκης ας πούμε ψάχνει να βρει όλους τους εξτριμ συνδυασμούς ζευγαριών, η τσιγγάνα και ο μπαλαμός, ο παπάς και η παπαθωμά, ο τούρκος και η ελληνίδα στο τέλος θα το δείτε θα δούμε και τον gay με τη λεσβία να κάνουν την υπέρβαση και να ερωτεύονται. Ο Παπακαλιάτης προφανώς έχει ως μοτο το «Η ζωή που θα ήθελα να ζήσω», μάλλον δεν έχει ξεπεράσει ακόμα τον πήδουλο που έφαγε από το Λαζόπουλο καθώς έκανε τα πρώτα βήματα του στο καλλιτεχνικό στερέωμα και σε κάθε του νέο σίριαλ παίζει τον ίδιο ρόλο, ο άντρας ο πολλά βαρύς, θυμόσοφος και μερακλής. Σιγά τον γλυκύ βραστό μεγάλε. Πάντως αν πηγαίναμε μερικά επεισόδια από τα σίριαλ στην Κομισιόν θα απαλασσόμασταν από κάθε έλεγχο διότι θα έβλεπαν οι άνθρωποι ιδίοις όμασι την ευημερία του τόπου καθώς όπου φτωχός κι η μοίρα του η οποία σίγουρα δεν είναι στην τηλεόραση εκτός αν μιλάμε για τις ανθρωπιστικές εκπομπές της μανταμ Άννας Δρούζα η οποία μας έχει πρήξει τ’αρχίδια με τις σπουδές της στο Αμερική για τα ΜΜΕ λες και τον καλό δημοσιογράφο τον κάνουν τα πανεπιστήμια. Άντε στο Αμερική κυρία μου να ησυχάσουμε κι εμείς, να βρεις κι εσύ εκεί ένα επίπεδο να μπορείς να συννενοηθείς. Πάω και στοίχημα ότι όλοι οι Ρεπουμπλικάνοι ψηφοφόροι του Τζωρτζ Μπους θα σε ψήφιζαν για πρόσωπο της χρονιάς ενώ όλοι οι οπαδοί του Μπόυ Τζορτζ θα σε καταψήφιζαν και θα σε έπαιρναν με τις ντομάτες αλλά με την ακρίβεια που έχει πέσει μπορεί να μη σου πέταγαν και τίποτα ή να πέταγαν εσένα την ίδια σε κανένα χαντάκι. Αυτή είναι και η κλασσική παγίδα ερώτηση που κάνουν οι οδηγοί όταν πετυχαίνουν στο δρόμο κάποιον γνωστό τους, «Να σε πετάξω κάπου/πουθενά;» κι εννοούν κάποιο γκρεμό ή κάποια ερημιά τελοσπάντων όπως σ’εκείνο το δραματικό εργάκι με τη Ζωίτσα τη Λάσκαρη στον κατήφορο που πήρε τον ανήφορο για το σπίτι κι ήτανε γυμνή όπως τη γέννησε η μαμάκα της η οποία στη συνέχεια την καμάρωσε και σαν Στεφανία, γενικά δηλαδή πρέπει να είχε μεγάλα αποθέματα ψυχικού θάρρους η γυναίκα αυτή για να βλέπει την κόρη της να παίζει μία την πουτάνα, την άλλη την καριόλα και γενικώς ρόλους που χαρακτηρίζουν την πρωταγωνίστρια ως σάρα και μάρα με μπόλικα κακά συναπαντήματα στην πλοκή του έργου. Κι αφού λοιπόν από το σινεμά ξεκινήσαμε και στο σινεμά καταλήξαμε έστω κι αν φτάσαμε στη νεο-ελληνική απαράδεκτη εκδοχή του ας επικεντρωθούμε και στο στόχο του σημερινού μας ποστ ή αν προτιμάτε στην αφορμή που ποτέ δεν είναι ίδια και με την αιτία. Ήταν χθες το απόγευμα όταν βρέθηκα ανάμεσα σε 4-5 γνωστούς και γνωστές μου τους οποίους δεν πολυσυμπαθώ ιδιαίτερα αλλά ας όψονται οι επαγγελματικές σχέσεις δε μπορώ να τους κόψω και την καλημέρα ή την καλησπέρα. Δε θυμάμαι τώρα πως ακριβώς ήρθε ο λόγος στον κινηματογράφο οπότε τόλμησα ο κρετίνος να αναφερθώ στο φεστιβάλ για το οποίο μας παρέχει πλήρη ενημέρωση φανατική αναγνώστρια του blog (η αμοιβή όπως πάντα στο τέλος του μήνα). Πέσανε να με φάνε σαν να τους είχα βρίσει τη μάνα, τον πατέρα, τον παππού, τη γιαγιά, τον άντρα, το γκόμενο, τη γυναίκα, την αδερφή, τον αδερφό, το παιδί και το μισό σόι. Τι μαλακίες είναι αυτές και δεν καταλαβαίνεις τι γίνεται στην ταινία και δε βγάζεις κανένα νόημα όταν τελειώνει η ταινία και είναι ακαταλαβίστικες μπούρδες και πάει λέγοντας. Ακούστηκαν επίσης απόψεις για τον Αλμοδοβάρ του στυλ πιάνει ένα θέμα και το αναλύει, και το αναλύει, μα γιατί πιάνει μόνο ένα θέμα σε κάθε ταινία δεν έχει να πει τίποτα άλλο και το μίλα της, τι έγινε της μίλησε τελικά και δώστου τα γέλια κι ο χαμός και τρέχουμε τώρα να κλείσουμε εισιτήρια, και σ’αυτές τις ταινίες πάνε δύο άτομα μόνο και κάτι άλλα τέτοια κουλά. Δεν προσπάθησα να το πιέσω άλλο, ακούμπησα την πλάτη μου στον τοίχο, με καταλάβαινε καλύτερα εκείνη τη στιγμή με όλα τα τούβλα μπροστά του στο δικό τους πανηγύρι.

Tuesday, October 25, 2005

Shake it all over

Γιατί όπως θα τραγουδούσε και ο φίλος μου ο Μάκης, μπαζωμένοι κι οι δυο γύρνα σε παρακαλώ. Η για να το γυρίσουμε προς το λαϊκότερο κι εδώ θέλω να θίξω την ουσία στη φράση έχω και κότερο πάμε μια βόλτα; Τι συμβολίζει το κότερο στη σύγχρονη εποχή και ποιά η σχέση του με την κότα καθώς επίσης και ποια η σχέση του με την γνωστή ταβέρνα παύλα στέκι κοτταρού εκεί πίσω από τις γραμμές του τραίνουν στον Κολωνό; Κι ακόμη ποια η σχέση και του Οιδίποδα με το συγκεκριμένο μέρος όπου ένας τύπος με κιθάρα, ένας με ακορντεόν κι ένας με μπουζούκι συνοδεύουν το φαγητό μας χωρίς μικρόφωνα; Διότι μπορεί στη γειτονιά μου την παλιά να είχα ένα φίλο που ήξερε και έπαιζε ακορντεόν όμως πλέον έχω αλλάξει σπίτι και εκτός από έναν τύπο που πολιορκούσε με μανία κάτι ντραμς το μουσικό τάλαντο εστέρεψε κι έτσι αναγκαζόμεθα ν’ακούμε ραδιόφωνο μετα μανίας, ενδεχομένως και μετα μουσικής διότι όπως γνωρίζει και ο κάθε πικραμένος μπατζής ΜΕΤΑ ΜΕΤΑ ΔΥΝΑΜΙΣ.

Λέγοντας μπατζής ουδεμία αναφορά έχω να κάνω εις το προσφιλέστατο κι αντιπροσωπευτικότα δείγμα του ζωικού βασιλείου τον χιμπατζή στον οποίο κατα πως φαίνεται μοιάζουμε ολοένα και περισσότερο παρά την τεχνολογική εξέλιξη η οποία γενικώς γαμεί και δέρνει τον τελευταίο καιρό και να μου το θυμηθείτε λίαν συντόμως το δεύτερο (αυτό με το γαμήσι δηλαδή) θα το βλέπουμε όλοι μαζί κάνοντας κοινωνική κριτική. Κάνω στο σημείο αυτό και μια αναφορά στον γκρέκο ? μασκαρά γκρέκο μασκαρά που έλεγε και ο Ιωάννης ο Μηλιώκας τον οποίο όμως όλοι προτιμούμε στις αξέχαστες κι αυθεντικές επιτυχίες που τον καθιέρωσαν όπως το κακοσάλεσι και το ποιμενικόν ροκ για να μη ξεχνάμε και την κολώνια ζιβανσί που βάνουμε στα ποδάρια μας γι’αυτό βγήκε και η παροιμία τρεχάτε ποδαράκια μου.

Διότι πλέον με αυτήν την επαναστατική κολώνια η οποία δεν προέρχεται από την Κολωνία όπως πολλοί ισχυρίζονται αλλά οι ρίζες της είναι αρχαιοελληνικές γι’αυτό και έχει επικρατήσει η ελληνικότερη λέξη άρωμα το δεύτερο συνθετικό της οποίας (το ωμά δηλαδή) δε θα θέλατε να μάθετε από που προέρχεται κι εγώ φυσικά δεν προτίθεμαι να σας αποκαλύψω κάτι τέτοιο άντε για να μη γίνουμε από δυο χωριά χωριάτες και επίσης να συμπληρώσω ότι η χρήση αδιάβροχης μάσκαρας όπως αναφέρεται στην προηγούμενη αναφορά μου εις το γκρέκο έχει σπόνσορα γνωστή εταιρία καλλυντικών που πλέον έχει κάνει ανοίγματα και στα μουχλιασμένα τυριά μετά την απαράμμιλη επιτυχία των τελευταίων εις τους κοινωνικούς κύκλους του Κολωνακίου όπου είναι τρέντυ να τρως σάπια παρμεζάνα ή τα ντολμαδάκια της Φωφώς.

Η Φωφώ ουδεμία σχέση έχει με τα Φοφίκο τα οποία απετέλεσαν παιδική τροφή για πολλά χρόνια ώσπου ήρθαν τα νέας κοπής πατατάκια ή και πακοτίνια ακόμα ακόμα να τα εξωστρακίσουν από τα ράφια των ψιλικατζίδικων και περιπτέρων όπου πλέον ο κάθε νέος μπορεί ν’αγοράσει με ασφάλεια τσίχλες, καραμέλες και βαρβιτουρικά. Και λέω με ασφάλεια διότι όπως ίσως έχετε παρατηρήσει σε πολλά περίπτερα μπροστά μπροστά και δίπλα από τους αναπτήρες υπάρχουν τα προφυλακτικά για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νεότεροι. Στο σημείο αυτό δε θα κάνω άλλη αναφορά αλλά θα προβώ σε μια καταγγελία εναντίον των περιπτερούχων που δεν έχουν φάτσα φόρα τα προφυλακτικά στην επιχείρηση τους με αποτέλεσμα τα βλαστάρια μας να μένουν απροφύλαχτα κατα τις διάφορες συναλλαγές τους που τα οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στην παχυσσαρκία ή στον καρκίνο όταν βγαίνουν ν’αγοράσουν τσιγάρα για το μπαμπά.

Ο μπαμπάς είναι πολύ απασχολημένος εκείνη την ώρα με το να πιάνει τον κώλο της μαμάς που πλένει τα πιάτα και του φωνάζει μη μας βλέπει το παιδί κι έτσι το παιδί το στέλνουμε για τσιγάρα για να χουφτώσουμε λίγη ώρα παραπάνω χωρίς να βλέπει το σκασμένο που τόλμησε και τελείωσε και το διάβασμα του και γι’αυτό η παιδεία μας πάει κατα διαόλου. Όταν το παιδί μεγαλώσει λίγο νιώθει κι αυτό την ανάγκη να χουφτώσει αλλά καμία συμμαθήτρια του δεν πλένει πιάτα γι’αυτό σε μια έκρηξη αυταπάρνησης πηγαίνει στο περίπτερο, αγοράζει τα τσιγάρα και αρχίζει να τα καπνίζει κιόλας έτσι ώστε να προλάβει να ρίξει κι έναν ο μπαμπάς διότι ως γνωστόν θα γυρίσει κι ο τροχός θα γαμήσει κι ο φτωχός.

Αρκετά ασχοληθήκαμε όμως με τα παιδιά τα οποία είναι σαν τα λεφτά τα οποία δεν φέρνουν την ευτυχία αλλά καλό είναι να υπάρχουν. Με τα παιδιά βέβαια το θέμα είναι πιο περίπλοκο αλλά αφού είπαμε ότι δε θα ασχοληθούμε περισσότερο ας μείνουμε πιστοί στην απόφαση μας αυτή γιατί δε βλέπω να μένουμε πιστοί και σε τίποτα άλλο. Η πίστη αυτή βέβαια δε θα πρέπει επ’ουδενί να συγχέεται με την πίστα και ιδιαιτέρως με τη μεγάλη πίστα στην ποδιά της οποίας σφάζονται και παλλικάρια αμα λάχει ναουμ καλή ώρα βλέπε Νίκος Κοεμτζής και παραγγελιά γι’αυτό προσέξτε καλά τι παραγγέλνετε και προπαντός από ποιόν. Δε θα ήθελα αυτή μου η επισήμανση να θίξει τα επαγγελματικά δικαιώματα των απανταχού ντελιβεράδων με τα παπάκια τους τα οποία τείνουν να ξεσκονίσουν κάθε τετραγωνικό εκατοστό του οδικού μας δικτύου.

Θα έλεγε κανείς ότι πετάγονται από εκεί που κανείς δεν τα περιμένει ακριβώς επειδή ο πελάτης δε μπορεί να περιμένει και το αφεντικό θα φωνάζει γιατί η παραγγελία δεν έφτασε σε χρόνο κάτω από το παγκόσμιο ρεκόρ των 100 μέτρων ανευ εμποδίων γιατί το να είσαι delivery boy σημαίνει ότι θα αντιμετωπίζεις καθημερινά εμπόδια τα οποία δε θα έπρεπε να βρίσκονται στο διάβα σου. Ενδεικτικά θα αναφέρω πεζούς στα πεζοδρόμια και τις διαβάσεις, αυτοκίνητα, λεωφορεία, τρόλευ, μηχανές και μηχανάκια και γενικώς παράξενα αντικείμενα και όντα τα οποία δε θα έπρεπε να βρίσκονται στην μεγάλη πίστα Αθηνών και Περιχώρων όπου έχει σχεδιαστεί ειδικά με τις τελευταίες προδιαγραφές για το μεγάλο σιρκουί των ντελιβεράδων το οποίο ξεκινάει πλέον από νωρίς το μεσημέρι.

Και σε πακέτο λοιπόν διότι όπως συνηθίζουμε να λέμε συχνά «φάγαμε πακέτο» κι ενώ η ερμηνεία είναι προφανής, ότι δηλαδή παραγγείλαμε απ’έξω να φάμε σουβλάκια κατα κύριο λόγο αλλά μπορεί και πίτσες ή κανένα μαγειρευτό αναλόγως με το τι ευδοκιμεί στην περιοχή μας, ο πολύς ο κόσμος το μπερδεύει και χρησιμοποιεί αυθαίρετα μια μεταφορική απόδοση για τη λέξη αυτή η οποία ναι μεν είναι πολύ υψηλότερη σε σχέση με αυτή του νόμιμου στοιχήματος το οποίο γίνεται με τις ευλογίες του κυρίου Σωκράτη Κόκκαλη, μεγαλομέτοχου ανάμεσα στ’άλλα και της εταιρίας Βουλή Α.Ε. Ο κόσμος κι ο ντουνιάς λοιπόν θέλοντας να δείξουν την άσχημη κατάσταση (οικονομική και όχι μόνο) στην οποία έχουν περιέλθει χρησιμοποιεί την έκφραση «φάγαμε πακέτο» αλλά γενικά θα ήταν πιο φρόνιμο να προσέχουν τι βάζουν στο στόμα τους γιατί μπορεί να λέμε ότι οι έξυπνοι άνθρωποι πιάνουν πουλιά στον αέρα αλλά και το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται.

Η τεχνική σου κρατώ τη μύτη και σε φιλάω είναι γνωστή στην ανθρωπότητα από αρχαιοτάτων χρόνων εξου και η έκφραση «πνίγηκε στα φιλιά» ή «τον/ην έπνιξα στα φιλιά». Αντιλαμβάνεστε ότι ενώ φιλάς κρατάς τη μύτη του άλλου με σκοπό να του στερήσεις το ζωτικό οξυγόνο που αντιστέκεται σθεναρά ακόμα σε φορολογίες αλλά που θα πάει θα μπει χαράτσι και σε αυτό. Χρόνια τώρα είναι γνωστό πως χωρίς οξυγόνο ο άνθρωπος δε ζει αν και εγώ πιστεύω ότι πλέον με τη μετάλλαξη που γίνεται ούτε και χωρίς καυσαέρια ζει αλλά με κλειστή μύτη και στόμα ούτε αυτά μπορεί να εισπνεύσει. Επομένως τεζάρει ο άλλος κι εμείς τη βγάζουμε καθαρή διότι δεν υπάρχουν ίχνη στραγγαλισμού. Γίνεται εύκολα αντιληπτό νομίζω πως όλοι υφιστάμεθα μία πλάνη διότι οι σωστές εκφράσεις θα έπρεπε να είναι «πνίγηκε από τα φιλιά» ή «τον/ην έπνιξα με τα φιλιά». Καλώ τώρα τον κύριο Μπαμπινιώτη στη νέα έκδοση του λεξικού που ετοιμάζουν οι δούλοι του να συμπεριλάβει αυτές τις αλλαγές για να αποκατασταθεί η αλήθεια.

Η αλήθεια δεν είναι βουνοκορφή όπως εσκεμμένα κάποιοι προσπαθούν να περάσουν εκμεταλευόμενοι τον ορό της αλήθειας αλλάζοντας του τον τόνο ο οποίος με μαγιονέζα είναι γευστικότατος αλλά παχαίνει. Το όρος Αλήθεια δεν υπήρξε ποτέ στην αλήθεια αλλά πρόκειται περι αλητείας και μάλιστα υψίστου μεγέθους και αυτό το ύψος επίσης δεν πρέπει να το συγχέουμε με τα όρη και τα βουνά. Αντιθέτως δε θα πρέπει να αμελούμε τα βρέφη και τα μικρά παιδιά τα οποία έχουν την τάση να συγκαίγονται και σε πολλές περιπτώσεις δε μας ειδοποιούν με το ειδικό κουδουνάκι-τσιπάκι φωνάζοντας «συγκαίουμαι» σε μια πιο βλαχομπαρόκ παραλλαγή χωρίς τη λούφα όμως διότι τα καημένα και τα συγκαμένα έπειτα από τέτοια θλιβερά περιστατικά μόνο να λουφάξουν μπορούν για να μην τους τις βρέξουν οι γονείς τους.

Είναι φοβερό. Αυτά βρέχονται μόνα τους με τα γνωστά αποτελέσματα ανάμεσα από τα γαλακτώδη μπουτάκια τους και για επιβράβευση οι γονείς τους, τους τις βρέχουν. Κι απορούμε ύστερα γιατί σε ποσοστό 43% τα παιδιά φοβούνται τη βροχή. Με το νέο νομοσχέδιο θα είχαν κι αυτοδυναμία από την πρώτη Κυριακή, μέρα ευλογημένη από το Θεό αλλά καταραμένη από όλους εμάς. Διότι η αγαπημένη μας Μελίνα μπορεί να πρωταγωνίστησε στο «Ποτέ την Κυριακή» αλλά εμείς τα χειρότερα πράγματα τα κάνουμε αυτή τη μέρα. Από ποδοσφαιρικούς αγώνες μέχρι και τις εκλογές μας. Και μπορεί οι δημοτικές εκλογές μας να μην έχουν εθνικό χαρακτήρα όμως οι ψηφοφόροι τους παραμένουν εθνικώς αχαρακτήριστοι για να μην πούμε και διεθνώς δηλαδή και ξεφτιλιστούμε .

Η λέξη ξεφτίλα η οποία προήλθε από ένα συνδυασμό λέξεων, μια κανονική παρτούζα της ελληνικής γλώσσας. Ξεκινήσαμε από το γνωστό πια παιχνίδι που όλοι το έχουν ξεχάσει επειδή βγήκε το xbox και το playstation κρυφτό. Στο κρυφτό λοιπόν παίζαμε με μοναδικό σκοπό να φτάσουμε στην κολώνα της ΔΕΗ συνηθέστερα και να φωνάξουμε «φτου φτου ξελευθερία» είτε για όλους αν ήμασταν ο τελευταίος παίκτης είτε για την πάρτη μας μόνο αν προλαβαίναμε και βγαίναμε πιο νωρίς. Τι γινόταν όμως με τον παίκτη εκείνο που τον έβρισκαν πρώτο; Ήταν λογικό να διακατέχεται από μεγάλη τσατίλα. Ο συνδυασμός λοιπόν των φτου φτου και ξελευθερία με την τσατίλα σ’ένα ρωμαικού μεγέθους όργιο γέννησε και την ξεφτίλα, γιατί εδώ που τα λέμε είναι και λίγο ξεφτίλα να σε βρουν πρώτο. Τους κακούς συνειρμούς που πολλοί από εσάς θα κάνουν για το τραγουδάκι της Καιτούλας της Γαρμπή που έγινε και μεγάλη επιτυχία με το στίχο «φτου και ξελευθερία» δε θα τους σχολιάσω.

Ασχολίαστος, δηλαδή χωρίς να έχει κάποια συγκεκριμένη ασχολία να κάνει τη συγκεκριμένη ώρα και στιγμή θα μείνει και ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, απόγονοι του οποίου ίδρυσαν το PPK για να μην το πουν ΠΠΓ και καρφωθούν χωρίς να συντρέχει ιδιαίτερος λόγος για να συμβεί κάτι τέτοιο. Τα διάφορα συμβάντα συνήθως δεν έχουν σχέση και με τους διάφορους σεισμούς που ανα καιρούς συναντάμε στην υφήλιο (τόσο στο διαγωνισμό όσο και στη σκέτη) και γι’αυτό θα πρέπει να είμεθα όλοι προσεκτικοί κατά την ανέγερση νέων κατοικιών και ειδικά των πολυκατοικιών για να μη μας έρθει ο ουρανός στο κεφάλι όπως μας προειδοποιεί ο ειδικός σεισμολόγος Αστερίξ στο νέο του τεύχος. Με αγωνιστικούς χαιρετισμούς και λίγο πριν πετάξω για τη Γαλλική Ριβιέρα για να πιω ένα ποτάκι με τον Σκοτ Φιτζέραλντ αυτήν την τρυφερή νύχτα, ο ειδικός απεσταλμένος της στάνης σας εύχεται καλή πρωτοχρονιά διότι τυγχάνει και νεοημερολογίτης.

Το δρομολόγιο των εννιά

Δε μοιάζει με κανένα άλλο. Αναρωτιόμουν σήμερα αν υπάρχει θεός. Υπάρχει Θεός; Μα καλά θα μου πείτε, ολόκληρη η ανθρωπότητα δεν έχει καταλήξει σε μια επιστημονικά τεκμηριωμένη απάντηση κι εσείς πρωινιάτικα και μ’ελάχιστο ύπνο βαλθήκατε ν’απαντήσετε στα βαθύτερα φιλοσοφικά ερωτήματα που μας ταλαιπωρούν από καταβολής της ανθρωπότητας; Ε όχι, ουδεμία τέτοια πρόθεση έχω απλά χθες κι ενώ σκόπευα να γυρίσω σχετικά νωρίς στο σπίτι έτσι ώστε η άφιξη μου να συμπέσει με το εναρκτήριο λάκτισμα του ποδοσφαιρικού αγώνα ΑΕΛ ? Απόλλων Καλαμαριάς στο οποίο η θρυλική ομάδα από τον Θεσσαλικό κάμπο επικράτησε με 4-1 και σκόρπισε στους πέντε ανέμους τα όνειρα της Καλαμαριάς για κάτι καλύτερο στο φετινό πρωτάθλημα. Έτσι τώρα η Λάρισα με 9 βαθμούς ακολουθεί κατα πόδας τον Παναθηναϊκό που έχει 11 και δεν έχουν παίξει ακόμα μεταξύ τους κάτι που αναμένεται με πολύ ιδιαίτερο και μεγάλο συνάμα ενδιαφέρον. Ποιό είναι τώρα το πρόβλημα το οποίο προέκυψε. Κάποιοι φίλοι με κάλεσαν για να συνδράμω μαζί τους εις κοντινή μπυραρία για να δροσίσουμε τα λαρύγγια μας. Ενθυμούμενος τα προηγούμενα τραγελαφικά γεγονότα απέκλεισα τη γνωστή και μη εξαιρετέα για τα τραβέλια της μπυραρία και έκανα μία άλλη πρόταση στην οποία ουδέποτε συνάντησα πρόβλημα είτε πίνοντας, είτε πηγαίνοντας στην τουαλέτα, είτε ακόμη ακόμη συζητώντας. Τελικά επικράτησε ένα ουδέτερο έδαφος στο οποίο θα πηγαίναμε για να τσιμπήσουμε και κάτι. Το πρώτο σοκ μου ήρθε κατα την επιλογή των εδεσμάτων όπου το κοτόπουλο αφορίστηκε από το σύνολο σχεδόν της παρέας. Μιλώντας για παρέα ας κάνω τις απαραίτητες διευκρινήσεις έτσι ώστε να ξέρει ο αναγνώστης τι θ’αντιμετωπίσει. Εκτός από εμένα, υπήρχαν τρεις εκ των θυτών της μοιραίας μπυραρίας με την προσθήκη νεανία προσφάτως νυμφευμένου κι ενός άλλου ο οποίος έχει και γαμώ τα γέλια. Τώρα που καταλάβατε προχωρώ εις το παρασύνθημα διότι όπως λέγαμε και στο στρατό επανέλαβε το αληθές αλλιώς πυροβολώ και άλλα τέτοια, αλλά όλοι ξέραμε ότι ποτέ δεν πυροβολείς διότι πολύ απλά δε βρίσκεις το δίκιο σου μετά. Σύμφωνα με όσα μας είχαν μάθει για να είσαι καλυμμένος αν πυροβολήσεις κάποιον θα πρέπει αυτός ο κάποιος να σε έχει σκοτώσει πρώτα. Άλλα λόγια ν’αγαπιόμαστε δηλαδή και η αγάπη ήταν η κοιτίδα της χθεσινής εποικοδομητικής συζητήσεως. Θα θυμόσαστε βεβαίως πως την προηγούμενη φορά η συζήτηση ξεκίνησε από τα παιδιά και κατέληξε στο Θεό. Αυτή τη φορά η συζήτηση ξεκίνησε από το Θεό κι αφού έπεσε η ανάλυση της ανάλυσης ώ ανάλυση, πετάει ο και γαμώ τα γέλια μια πάσα στο «γιατί οι σχέσεις των ανθρώπων παλιότερα ήταν καλύτερες», πιάνει τη μπαλιά διαβήτη ο νυμφευμένος νεανίας και πετάει την ατάκα για τις γυναίκες που δε μιλούσαν ενώ εκεί ο «το μουνί καράβει σέρνει ή δεν πετάς έτσι εύκολα τέσσερα χρόνια» λέει ότι τω καιρώ εκείνω οι άνδρες έδερναν τις γυναίκες και κάτι τέτοιο είναι κακό παράδειγμα για τα παιδιά. Λοιπόν αυτός ο άνθρωπος που το πάει που το φέρνει όλα στα παιδιά οδηγεί τη συζήτηση. Ε δεν παλεύεται πια. Εγώ με πρόφαση την τουαλέτα μπήκα στο μαγαζί (διότι είχε και κάτι τραπεζάκια έξω προφυλαγμένα από το κρύο και το αγιάζι μ’ένα πράγμα από νάυλον-Άννα Βίσση κι εμείς καθόμασταν σε αυτά) οπου η νεαρά σερβιτόρα κατέφτασε να με προϋπαντήσει κι εγώ σίγουρος για την επιτυχία μου έβγαλα τη γλώσσα μου έξω κι άρχισα να την πλαταγίζω σαν διψασμένο σκυλί, δείχνοντας έτσι τις σαφέστατες ερωτικές μου διαθέσεις. Εκείνη ανοιγόκλεισε τα μάτια με ευχαρίστηση, τα γούρλωσε και ανύψωσε το μπούστο της το οποίο όμως αποτελείτο από δύο μικρά εις το μέγεθος ενός λεμονιού στήθη και ως εκ τούτου μην προσπαθείς κορίτσι μου να κάνεις την Πάμελα αν δεν έχεις ψωνίσει προηγουμένως στη λαική. Παρόλα αυτά δεν πτοήθηκα, ίσα ίσα η αυτοπεποίθηση της με έκανε να νιώσω πιο έτοιμος για το επόμενο βήμα που θ’ακολουθούσε. Με τη λάγνα φωνή της με ρώτησε:
-Μπορώ να φανώ σε κάτι χρήσιμη;
-Σε πολλά όμως το περιβάλλον δε μου επιτρέπει.
-Δεν αργώ να σχολάσω ξέρεις.
-Ούτε εγώ, μόνο σήμερα άργησα στη δουλειά.
-Για μένα είναι κι ευχαρίστηση.
-Θα ευχαριστήσεις και μένα;
-Αν το θελήσεις.
-Με κάθε τρόπο;
-Βιτζιόζικο αγόρι, με περνάς για καμία πουριτανή;
-Απλά ήθελα να βεβαιωθώ πως θα κάνεις ότι σου ζητήσω.
-Δοκίμασε με.
-Μπορείς να βάλεις Alpha σε παρακαλώ; Δείνει την ΑΕΛαρα.
Κι έτσι κατάφερα να πετύχω την αλλαγή από την ιππασία που έδειχνε η γιγαντοθόνη του καταστήματος στην μπάλα (διότι το ποδόσφαιρο παρόλο που δεν είναι το μόνο άθλημα το οποίο παίζεται με μπάλα, είναι το μόνο που έχει κι αυτό το συνώνυμο). Το σκορ ήταν ήδη 1-0 και τελείωνε το πρώτο ημίχρονο οπότε ήξερα ότι για μία ωρίτσα ακόμη θα την έβγαζα καθαρή με τη συζήτηση που άκουγα, μετά θα έπρεπε να μεθοδεύσω τη φυγή μου γιατί ο αγώνας θα είχε τελειώσει κι αφού δεν είμασταν στο γνωστό μέρος με τα βελάκια δε θα μπορούσα ν’ασχοληθώ και με εξωγηπεδικές δραστηριότητες. Αλλά για να μη χαλάμε και τον αρμό της σκέψης θα συνεχίσω με τα αφορισμένα κοτόπουλα. Τι τους είπα ότι θα πάρω κοτόπουλο, τι ότι έχω AIDS η ίδια αντίδραση ακριβώς. Ρε παιδιά το ψητό κοτόπουλο δεν έχει πρόβλημα, μόνο με τα ζωντανά τα πράγματα είναι επικίνδυνα και χωρίς να υπάρχει κάποιο κρούσμα εδώ. Πέσανε να με φάνε αλλά εγώ τελικά το κοτοπουλάκι μου το έφαγα και ησύχασα. Το ωραίο είναι πως κάποιοι τύποι λίγο αργότερα έλεγαν στον «και γαμώ τα γέλια» ότι πρέπει να διαβάζει και να ενημερώνεται και να μην πιστεύει άκριτα τα όσα λέει η θρησκεία κι ότι η επιστήμη λέει πολλά και ωραία και τα αποδεικνύει κιόλας. Αλλά η επιστήμη αποδεικνύει επίσης ότι το κοτόπουλο ψημένο δεν έχει κανένα πρόβλημα που να αφορά τη γρίπη των πουλερικών κι εσείς δεν το τρώτε. Κότες! Αυτά με τον Θεό τα είχαμε αναλύσει και στο γυμνάσιο-λύκειο αλλά από πέρυσι που έπεσαν όλοι με τα μούτρα στον Κώδικα Ντα Βίντσι ξανάγινε της μοδός και σε κάποια φάση η συζήτηση επικεντρώθηκε στο μυθιστόρημα τούτο. Το ακόμα πιο ωραίο είναι ότι συμμετείχαν και άτομα που δεν το έχουν διαβάσει το βιβλίο (εγώ ούτε το έχω διαβάσει, ούτε συμμετείχα) και ακούστηκε η ατάκα όταν κάποιος είπε σε κάποιν άλλον «αφού δεν το έχεις διαβάσει ρε», «ναι αλλά έχω διαβάσει παρόμοια». Το «μ εις τη ν» του Ανδρουλάκη ήταν ένα παρόμοιο βιβλίο κατα τον τύπο αυτόν αλλά ούτε αυτό το έχει διαβάσει. Σε κάποια φάση ο νυμφευμένος την έκανε για να πάει να παραλάβει την έγγυο πια γυναίκα του και εμείς μόλις τελείωσε ο αγώνας το διαλύσαμε γιατί είχαμε και δουλειές να κάνουμε και δεν ωφελούσε σε τίποτα να καθόμαστε και να συζητάν οι άλλοι για παιδιά κι εγώ να βλέπω ελληνικό σίριαλ στον Άλφα χωρίς φωνή. Με άλλα λόγια στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα. Όχι τίποτα άλλο αλλά άφησα και τον Θανασαξ μόνο του κι έπεσε για ύπνο ο δόλιος. Αλλά θα μου πεις οι άλλοι κοιμούνται με τα χάμουρα εδώ και τόσα χρόνια προσπαθώντας να αφυπνίσει ο ένας τον άλλον. Άντε και καλή λευτεριά.

Monday, October 24, 2005

Σαν βγεις στην πηγεμό για την Παλιοκατούνα

Βασικά δε ξέρω τι θα έπρεπε να ευχηθεί κανείς σε αυτήν την περίπτωση εκτός ίσως από το να τον σταματήσει για Ώτο-Στοπ το κορίτσι από την Ιπανέμα, ένα πλάσμα εξωτικής ομορφιάς το οποίο βγαίνει μερικές φορές στα διόδια της Εθνικής Κορίνθου-Πατρών για να την πάρουν μαζί περαστικοί μέχρι τα επόμενα διόδια ή μέχρι τη νέα γέφυρα στο Ρίο απ’όπου περνάει το πλοίο της άγονης γραμμής για το Ρίο Ντε Τζανέιρο όπου οι προετοιμασίες για το καρναβάλι έχουν ήδη ξεκινήσει. Φέτος τη μουσική υπογράφει ο αείμνηστος Στέλιος Καζαντζίδης και το soundtrack της μεγάλης αυτής γιορτής θα απαρτίζεται από αξέχαστες επιτυχίες όπως «Μαντουμπάλα αγάπη γλυκειά μου» και η εκδήλωση θα κορυφωθεί με την καύση του βασιλιά καρνάβαλου όπου φέτος λόγω και της συγκυρίας θα είναι ένα κέρινο ομοίωμα του κυρίου Πέτρου Μαντούβαλου ο οποίος θα ταξιδέψει με ξεχωριστό πλοίο για το Ρίο Ντε Τζανέιρο ινκόγκνιτο μεταμφιεσμένος σε λοστρόμο μέχρι να πιάσουν το μεγάλο Βραζιλιάνικο λιμάνι και επιτέλους καταφέρει ν’αποχωριστεί την πλαστή αμφίεση για να μείνει με την καλή του φορεσιά. Το σύνθημα «Πέτρο γερά / γάμα τα μουνιά» δε θ’ακουστεί διότι ο Πέτρος Ραβούσης έχει σταματήσει να παίζει μπάλα στην ΑΕΚ εδώ και χρόνια αλλά χθες η αγαπημένη του ομάδα από την οποία κάθεται και χάνει όταν τη βρίσκει στο δρόμο του ως αντίπαλης ομάδας του συλλόγου οπου αυτός έχει την τεχνική ηγεσία, η ομάδα αυτή λοιπόν χθες απέδειξε ότι διαθέτει και θάρρος και πείσμα και ολίγον τι από κωλοφαρδία και έτσι έκανε αυτό που το σύνθημα ορίζει χωρίς τον Πετράν στη σύνθεση της ο οποίος Πετράν διατηρεί σουβλατζίδικο ή επι το κομψώτερον ψητοπωλείο παύλα οβελιστήριο εις τις εξοχικές κατοικίες πλησίον του Αγίου Ευσταθίου γραμμένο φυσικά στο όνομα της γυναικός του διότι τα πρωινά συνηθίζει να εργάζεται ως μάγειρας σε τόπο πλησίον της θερινής κατοικίας του τέως βασιλέως, το Τατόι δηλαδή αλλά η ουσία σε όλο αυτό είναι ότι ο Πετράν είναι και γαύρος αλλά είναι και οπαδός του εξίσου αείμνηστου Ανδρέα Παπανδρέου, το γιο του όμως τον γιωργάκη δε θέλει ούτε να τον βλέπει γι’αυτό και τώρα το έριξε στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ με απώτερο στόχο την πραγμάτωση της μεγάλης ιδέας αφού άντεξαν αυτοί τη Θάτσερ θα κολώσω εγώ με το γιωργάκη; Όχι δε γίνεται, δεν είναι δυνατόν, στίχος για νόμπελ από τ’άπαντα του Μάκη Χριστοδουλόπουλου, ποιήμα ντεπούτο από την ομώνυμη συλλογή με τ’όνομα «Το προσκλητήριο», γνωστό και ως κάλεσμα στην πιο γραφική εκδοχή του και σε κάποιες σπάνιες ζωντανές ηχογραφήσεις οι οποίες δε θα δουν ποτέ τα φώτα της δημοσιότητας κάτι όμως που δε συμβαίνει και με τα υπόλοιπα παιδιά του Κώστα Βουτσά τα οποία μεγάλη καριέρα κάνουν στο παγκόσμιο κινηματογραφικό στερέωμα προσπαθώντας να στερεώσουν στάμνες στα κεφάλια τους και περικεφαλαίες στις στάμνες γιατί μπορεί στα Σάλωνα να μη σφάζουν πλέον αρνιά, έχουν ξεσκιστεί όμως να ξεκάνουν τις κότες και τις γαλοπούλες που είναι και καλοαναθρεμένες και νοστιμομαγειρεμένες ειδικά αν παρακολουθείς την εκπομπή της κυρα-Βέφας στο δεξί διότι πάντα η κυρα-Βέφα ανακατεύει με το δεξί χέρι και αντίθετα με όσα πιστεύει ο πολύς ο κόσμος αυτό είναι το μεγάλο μυστικό της επιτυχίας της, μια επιτυχία που την έχει οδηγήσει στην κορυφή των τσαρτς για πολλά χρόνια τώρα, κρίμα όμως που δεν τη στέλνουμε και στη Γιουροβίζιον διότι μεγάλη επιτυχία θα την είχε, εγώ το λέω και το διαλαλώ και αμαρτίαν ουκ έχω εκ των ουκ άνευ γάλακτος φραπέ όπως θα υποστήριζε και ο συμπαθέστατος φίλος μου εκ Θεσσαλονίκης ορμώμενος ο οποίος πραγματικά έχει μπει στο ρεκόρ γκίνες για το απόλυτο ρεκόρ όχι σε μπύρες γκίνες για τις οποίες είχαμε αναφερθεί εκτενώς στο ρεπορτάζ για τον Πολ Γκασκόιν-Νιούμαν αλλά για την πόση του φραπέ διότι ακόμη κι έπειτα από 7 ώρες σε καφετέρια της Νέας Σμύρνης δεν είχε ολοκληρώσει το στιγμιαίο ρόφημα του, για την ακρίβεια δεν το είχε φτάσει καν ούτε στα μισά. Μεγάλο πρόβλημα να πίνεις το φραπέ χωρίς γάλα διότι αν τυχόν ξεχαστεί η σερβιτόρα και δώσει λάθος παραγγελία ή κάνει λάθος ο μπαρμαν κατα την παρασκευή τότε θα υπάρξει πρόβλημα, αν όμως τον πίνεις (όπως εμείς χθες από την ΑΕΚ) με γάλα και ξεχάσουν να σου βάλουν τότε κανένα πρόβλημα θα συμπληρωθεί στο ποτήρι σου το ανάλογο περιεχόμενο κι όλα μέλι-γάλα, κάτι που εγώ προσωπικά δε συνιστώ γιατί μία φορά δοκίμασα να βάλω μέλι στον καφέ κι έφτυνα όλη μέρα. Ναι το μέλι πάει με το τσάι, πάει και με το γάλα αλλά στον καφέ είναι μια αηδία και μισή, ειδικά στον στιγμιαίο νες καφέ φραπέ ατελείωτη ευχαρίστη το οποίο έχει προκύψει από τη γνωστή και μη εξαιρεταία τεχνική του νεοέλληνα της αυτόματης συμπλήρωσης με νερό όταν το περιεχόμενο λιγοστεύει επικίνδυνα. Το βασικό πρόβλημα σε αυτή τη μέθοδο είναι η συχνοουρία που σε πιάνει γιατί κατεβάζεις μπόλικα υγρά και αυτά αναζητούν διαρκώς μια έξοδο. Που καταλήγουμε; Στο συμπέρασμα ότι καλύτερα να πιεις μια μπύρα την οποία θα ευχαριστηθείς και περισσότερο και δε θα γίνεις μανιακός με την καφείνη παρά έναν φραπέ που είναι και ο χειρότερος καφές μεταξύ μας για να τα λέμε κι αυτά και να μη νομίζουν οι αγαπητοί μας καταναλωτέ ότι τους κοροιδεύουμε και τους εξαπατούμε ενώ στην πραγματικότητα εμείς σας νοιαζόμαστε βρε κουτά. Έρχομαι στο σημείο αυτό να εκφράσω και την ανησυχία μου για το φαινόμενο το οποίο έχει πάρει ανησυχητικές διαστάσεις κι αυτό είναι το κέρατο. Ως επίσημος συνοδός του Θανασάξ (βλέπε και προηγούμενο ποστ) κάθισα να τον συντροφεύσω εις την τηλεόραση όπου παρακολουθούσε τη διάσημη εκπομπή Κους-Κους με την πλειάδα των συμβουλατόρων. Λοιπόν βγήκαν τουλάχιστον 5 γυναίκες οι οποίες κερατώνουν τους συζύγους τους, να μην πω δε για τις αδέσμευτες ή γι’αυτες που τα έχουν με παντρεμένους οπότε εκεί πρέπει να μετράμε αλλιώς. Ο Θανασαξ με πληροφόρησε ότι κάθε μέρα το ίδιο πράγμα γίνεται. Αναρωτιέται λοιπόν ο καλός σου, 5 ημέρες την εβδομάδα εκπομπή επί 5 αμαρτωλές γυναίκες ίσον 25 γυναίκες την εβδομάδα επί 4 εβδομάδες το μήνα ίσον 100 γυναίκες. Και αυτές είναι που παίρνουν τηλέφωνο. Φαντάσου το σύνολο δηλαδή. Βάλε και τους παντρεμένους που κάνουν το ίδιο και δεν παίρνουν τηλέφωνο. Τελικά ζούμε σ’ένα απέραντο μπουρδέλο ή δουλευόμαστε όλοι μεταξύ μας. Είχα πάει μια φορά σ’έναν κομμωτή και πέτυχα και τον πατέρα του ο οποίος ερασιτεχνικά πια καθότι παππούς έριχνε από καμια ψαλιδιά στους παλιούς δικούς του πελάτες που είχαν πάνω κάτω την ίδια ηλικία. Λέει λοιπόν στο γιό ενός φίλου καθώς πατέρας και γιος κουρευόταν από γιο και πατέρα: «Δύο πράγματα να προσέχεις αγόρι μου στη ζωή σου, τον πούτσο σου και την οικογένεια σου». Γιατί αν μη τι άλλο το κουρείο είναι και ο χώρος που θα πάρεις τα ηθικά σου τα διδάγματα. Μαζί με το ταξί ολοκληρώνεσαι ως άντρας διότι μαθαίνεις όσα είναι απαραίτητα για τη ζωή σου. Παίρνεις τα εφόδια βρε αδερφέ. Έτσι κι εγώ δεν ξαναπήγα εκεί για να μην παραμορφωθώ, είπαμε να προκόψουμε αλλά να μη γίνουμε και τέρατα γνώσης. Κλείνοντας το σημερινό επεισόδιο θα ήθελα να απευθύνω θερμό χαιρετισμό στο σύντροφο και αγωνιστή Βασίλη Τερλέγκα που τόσο πολύ έχω ξεχάσει και παραλείψει στη στήλη αυτή αλλά για να μη μείνω και στήλη άλατος δεν βγάζω και δε ξεχνώ από την καρδιά μου.

Η άφιξη του Θανασάξ

Κι αφού τα λόγια είναι περιττά και αφήσαμε πίσω το λουκούλειο γεύμα του Σαββάτου, αφού ήλθαν και απήλθαν οι βάρβαροι και τ’αποκαΐδια, κάτι τιραμισού και δυο σοκολατίνες έπαψαν πια να καταλαμβάνουν ζωτικό χώρο στο ψυγείο πληροφορηθήκαμε τον ερχομό του Θανασάξ. Ο γνωστός σε όλους από το κεμπάπ στο μοναστηράκι (αλήθεια πως το τρώνε οι άνθρωποι αυτό και μπορούν μετά να γκρινιάζουν για τα κρυωμένα κοτόπουλα) Θανάσης δεν έχει καμία σχέση με το σόι μας, όμως τυγχάνει νεαρός με το ίδιο όνομα του οποίου η παρουσία καθίσταται επιβεβλημένη εις την πρωτεύουσα δια λόγους επαγγελματικής αποκαταστάσεως που θα αναλύσουμε εις τη συνέχεια. Ο δε ξέρω κι εγώ τι ακριβώς συγγένεια έχουμε Θανάσης για τον κοινωνικό περίγυρο είναι ο Θανασάκης καθότι ο βενιαμίν της οικογενείας του και φυσικά με την απαραίτητη αποκοπή συμφώνων γίνεται Θανασακς και σύμφωνα με τους κανόνες της νεοελληνικής γραμματικής θα έπρεπε να γράφετε Θανασαξ. Θα μπορούσαν να υπάρχουν και χειρότερα βέβαια όπως το να φωνάζουν το παιδί Νάσο ή δε ξέρω κι εγώ τι άλλο. Ο Θανασαξ είναι εικοσιτεσσάρων (24) ετών, παιδί του χωριού κωλοπετσωμένο που δουλεύει από μικρός πλάι στον πατέρα του ως ηλεκτρολόγος σε οικοδομές, ψημένος δηλαδή και καμία σχέση μ’εμάς τα βουτυρόπαιδα της πόλης και το παρουσιαστικό του εν γένει δεν είναι αυτό που θα έλεγε κανείς αντιπροσωπευτικό δείγμα του ονόματος Θανασαξ. Θανασάκη περιμέναμε δηλαδή και Θανασάκη δεν είδαμε γι’αυτό υιοθετώ το Θανασαξ ως μια πιο τρέντυ εκδοχή της πραγματικότητας. Χθες λοιπόν το μεσημέρι κι αφού ντερλικώσαμε για τα καλά με τ’απομεινάρια μιας ημέρας ή μιας νύχτας για την ακρίβεια, πήγαμε για ένα καφέ σχετικά νωρίς το απόγευμα έτσι ώστε να έχουμε γυρίσει εγκαίρως πριν το ντέρμπυ στο οποίο όπως όλη η Ελλάδα είδε τον ήπιαμε με πανομοιότυπο τρόπο με τον περσινό μόνο που αυτή τη φορά πόνεσε περισσότερο διότι ήταν και εις τριπλούν. Από εκεί βγήκε και το άλμα το γνωστό με τις πρωταθλητριες μας που παίρνουν ένα μετάλλιο και μετά εξαφανίζονται. Είναι και πήδημα, έχει και με μεγάλο μήκος, είναι και τριπλούν, ε αυτό βιώσαμε κι εμείς χθες το βράδυ κι έχουμε μια δυσκολία στο κάθισμα σήμερα. Ευτυχώς ο Θανασαξ είναι και ομοιδεάτης οπότε μετά το ντέρμπυ πήγε κατευθείαν για ύπνο, θα έλεγε κανείς ότι ήταν κουρασμένος από το ταξίδι όμως εγώ ήξερα ότι ήταν βαθύς ο πόνος και δε μπορούσε να παρακολουθήσει την Αθλητική Κυριακή για να δει τα παρασκήνια και τις δηλώσεις. Ο καφές που λέγαμε πιο πριν έλαβε χώρα στο Αττικό Άλσος, το γνωστό αυτό μέρος όπου πάνε ζευγαράκια για να απολαύσουν τη θέα, να χαρούν τον έρωτα τους από ψηλά και εν συνεχεία να βγάλουν τα μάτια τους οι μη έχοντες μόνιμη κατοικία για να στεγάσουν τον έρωτα τους ή οι πιο βιτσιόζοι που γουστάρουν υπαίθρειο ή ριψοκίνδυνο σεξ. Αφού τελειώσαμε γρήγορα γρήγορα τον καφέ μας ανταλλάσοντας εμπειρίες από το στρατό διότι ο Θανασάξ επιθυμεί διακαώς ν’ακολουθήσει τη νέα τάση της μόδας με το μοτο «You can be ΕΠ.ΟΠ star» ή όπως θα έλεγε κάποιος κακεντρεχής «μία ζωή και σήμερα». Είπαμε να γυρίσουμε λοιπόν οπότε θεώρησα καλό να δείξω στο Θανασαξ όλα τα μέρη στα οποία έχουν γίνει βιασμοί στο Αττικό Άλσος όχι τόσο για να τον τρομάξω όσο για να του περάσω ένα μήνυμα για το τι τον περιμένει στη νέα καριέρα που αποφάσισε να κάνει. Έμεινε ενθουσιασμένος από τα πολλά σημεία κι εγώ τότε του είπα ότι πληθαίνουν κυρίως για να μπορούμε να παίζουμε με άνεση τελίτσες κάτι που φαίνεται ότι δεν το πίστεψε αλλά δεν ήθελε να διαφωνίσει εκείνη την ώρα μαζί μου μάλλον επειδή είδε το ματάκι μου να γυαλίζει, ήμασταν και στις ερημιές, δεν ήξερε και τι κουβαλάει κανείς στο μυαλό του οπότε μου ζήτησε ευγενικά να κάνω μια στάση για να προμηθευτεί με διάφορες κάρτες για το κινητό, τσιγάρα, προφυλακτικά κι ένα λουκέτο το οποίο μπορώ να φανταστώ γιατί το ήθελε αλλά δεν είναι της παρούσης. Μάλλον θα διαπίστωσε ότι οι χειροπέδες που είχα αφήσει καταλάθος στο κομοδίνο του κρεββατιού που θα κοιμόταν δεν κλείδωναν καλά και ήθελε να σιγουρευτεί ότι δε θα μπορέσει να τις ανοίξει κανείς. Εγώ να πω την αλήθεια πίστεψα ότι θα σηκωθεί να φύγει μόλις άνοιξε η πόρτα του αυτοκινήτου αλλά ευτυχώς η λογική πρυτάνευσε και απλά σταματήσαμε σε δυο-τρια περίπτερα γιατί ο Θανασαξ είχε έρθει με τρία χαρτονομίσματα των εκατό ευρώ για τρεις μέρες και οι περιπτεράδες τον κοίταζαν λες και είχε AIDS. Έπειτα τον προσκάλεσα σε μία παρτίδα βελάκια αλλά με λύπη διαπίστωσα ότι ήμουν πολύ ταραγμένος και είχα κάνει τον τοίχο πεδίο βολής, έτσι το γυρίσαμε σε τάβλι ξεκινώντας μια παρτίδα που δεν τελείωσε ποτέ όχι όμως όπως το παραμύθι δίχως τέλος που έλεγε κι έλεγε κι έλεγε η άλλη, εμείς απλώς το κόψαμε κάποια στιγμή λόγω του αγώνα η έκβαση του οποίου όπως προαναφέραμε έφερε τη θλίψη και την κατήφεια στο σπίτι αλλά τουλάχιστον δεν το ξενυχτήσαμε και πολύ, μακάρι να είχε και σήμερα ντέρμπυ και να χάναμε αλλά δεν το βλέπω ρε γαμώτο οπότε ποιος ξέρει τι μας επιφυλάσσει η σημερινή ημέρα. Και από αύριο ξεκινά ο Γολγοθάς διότι πρέπει να εκπαιδευτεί στον ηλεκτρικό και το μετρό με τα βάρη να πέφτουν πάνω μου γι’άλλη μια φορά και δεν είμαι ωσάν τον Πύρρο (μια μάλλον απογοητευτική συνέντευξη με κάποιες καλές εξάρσεις όμως, του οποίου μπορείτε να βρείτε στο χθεσινό Έψιλον). Ώρα για προπόνηση λοιπόν και εν δυο, εν δυο.

Sunday, October 23, 2005

Saturday, October 22, 2005

Τα τρία Ρο

Όπου τα τρία ρο, ακούγονται εύκολα και ως ταρώ και ως εκ τούτου θα πρέπει στο σημείο αυτό να σας προμηθεύσω με το κατάλληλο τηλέφωνο το οποίο θα δώσει λύση σε όλα τα υπαρξιακά σας προβλήματα όπως για παράδειγμα αν θα περάσει το παιδάκι σας στο πανεπιστήμιο, αν θα πεθάνει σύντομα η πεθερά σας, αν θα πάρετε προαγωγή, αν ο άντρας σας πηδάει τη γραμματέα του, αν τον άντρα σας τον πηδάει ο παιδικός του φίλος ο Γιωργάκης, αν θα μάθει ο άντρας σας για το δικό σας παιδικό φίλο Γιωργάκη ή για το Λευτεράκη από το στρατό όπου Λευτεράκης από το στρατό δεν είναι ο φίλος του ανδρός σας που κουβάλησε μια μέρα στο σπίτι και γνωρίσατε και έγινε ο έρως αλλά Λευτεράκης είναι ο φίλος που βρήκατε όταν ο άντρας σας ήταν στο στρατό και το βιολογικό ρολόι χτύπαγε κόκκινο διότι η Αλεξανδρούπολη ποτέ δεν ήταν κι ούτε θα γίνει ένα τσιγάρο δρόμος. Ο δρόμος όμως είχε τη δική του ιστορία και ξεκινώντας με τα ταρώ ή τα τρία ρο ενθυμούμαι την Εθνική Βραζιλείας με το Ρομάριο, το Ρονάλντο και το Μπεμπέτο ο οποίος δεν έχει Ρο αλλά τέτοια ώρα τέτοια λόγια. Έτσι κι εγώ σήμερα θα φτιάξω τα τρία Συ τα οποία θα αναλύσω αμέσως τώρα προς αποφυγήν παρεξηγήσεων. Τώρα πως εγώ με τις παρεξηγήσεις θυμήθηκα ν’ανάψω το θερμοσίφωνα δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, το θετικό είναι ότι η μνήμη μου δουλεύει μια χαρά και δυο τρομάρες. Τα τρία Συ λοιπόν της σημερινής ημέρας είναι Συ-γκέντρωση καμία σχέση με την αποκέντρωση που όλο λέω ότι θα κάνω αλλά πάντα για ένα ποτό στο κέντρο, καταλήγω, μα και που αλλού να πας το κέντρο είναι αγαπημένο μέρος, με παιδικά βιώματα και έχει υπέροχα μέρη για να πας να ξεχαστείς και όποιος δεν πηγαίνει στο κέντρο να του καεί ο υπολογιστής και να του σβηστούν όλα τα post μονομιάς γιατί άντε αλλά ας μη ξεφεύγουμε και πάμε στο δεύτερο Συ κατά σειρά εμφανίσεως, τυχαία σειρά δηλαδή γιατί τώρα με τι σειρά θα μπουν αυτά πιάσε τ’αυγό και κούρευτο. Λοιπόν Συ-νταγή σαγκρίας και όχι μόνο διότι θα έχει και μαγειρική η βραδιά, πολύ φοβάμαι όμως χωρίς ισπανικές καταβολές, σίγουρα όμως παίζει γαλοπούλα οπότε αν παρατηρήσετε οποιαδήποτε μετάλλαξη θα ξέρετε που να αποδώσετε ευθύνες και φυσικά εγω θα έχω το ακαταλόγιστο αν την έχω βγάλει καθαρή δηλαδή πρώτα ο Θεός, που δεν το βλέπω. Τρίτο Συ και νομίζω ότι είναι το πιο ζόρικο που δε θα μπορούσες όμως να πεις και αβανταδόρικο γιατί χρειάζεσαι πραγματικό αβαντάζ για να τα καταφέρεις. Συ-μμάζεμα και δε θα προτιμήσω την οικιακή βοηθό της Μαρίνας διότι δε μπορώ να μπαίνω σε έξοδα τώρα που μαζεύω λεφτά για τη Φεράρι. Κοινώς θα μαζευτεί κόσμος και ντουνιάς εδώ το βραδάκι, καμία δεκαριά άτομα δηλαδή όλα κι όλα αλλά ο πυρετός της προετοιμασίας έχει ανέβει κατακόρυφα όπως μπορείτε να διαπιστώσετε κι εσείς δηλαδή με τα γραφόμενα μου εδώ αφού το χέρι μου έχει πάρει φωτιά, γράφω γρήγορα για να προλάβω, έχουμε να δούμε και το μεσημέρι την Τατιάνα στην Τιβι, να είμαι κι εγώ λιγάκι ενημερωμένος βρε αδερφάκι μου, πρέπει κάτι να συναντήσουμε κι εμείς , να συζητήσουμε ήθελα να πω αλλά όποιος βιάζεται σκοντάφτει έστω και λεκτικώς. Και στο σημείο αυτό μπορώ να θυμηθώ εκείνο το Indy Festival στο Πεδίον του Άρεως όπου ενώ στο cd έπαιζαν οι OMD και το γνωστό σε όλους μας πια electricity κούρδιζαν τα Διάφανα Κρίνα και εμείς ψάχναμε κάτι γνωστούς καθώς είχαμε φτάσει διασκορπισμένοι στο πάρκο. Εκεί συναντήσαμε και μια τύπισα που μας συστήθηκε ως Μαριανέλλη και ο φίλος μου ο Άρης τη ρώτησε πως προέκυψε το όνομα αυτό. Εκείνη με φυσικότητα και έκπληξη για την κουτή ερώτηση απαντά «τη μία μου γιαγιά τη λέγανε Μαρία και την άλλη Νέλλη» και τότε ο Άρης εξέφρασε την άλλη απορία «Δηλαδή αν τη μία σου γιαγιά τη λέγανε Καλυψώ και την άλλη Λίτσα πως θα σε φωνάζανε;» και γελάσαμε όλοι εκτός από τη Μαριανέλλη που μάλλον θα σκέφτηκε να αλλάξει το όνομα της εκείνη τη στιγμή. Με αυτά και μ’αυτά η βραδιά πέρασε ευχάριστα και το ίδιο ελπίζουμε να συμβεί και για τη σημερινή συνάθροιση επομένως σας χαιρετώ με το κεφάλι μου ψηλά και τη ψυχή στα πόδια για να προλάβω να κάνω και καμία δουλειά.

Famous Blue Raincoat

Με βαριά την ανάσα από τις χθεσινοβραδυνές καταχρήσεις ψάχνεις το στίγμα σου, σ’ένα άδειο κρεβάτι κοιτώντας δίπλα σου ένα κορμί θαρρείς σε λήθαργο. Προσπαθείς να θυμηθείς το πρόσωπο της κι ασυναίσθητα κοιτάζεσαι στον καθρέφτη της τουαλέτας. Τελικά τα πράγματα είναι χειρότερα απ’ότι ίσως θα περίμενες, σαν τον κλέφτη ανοίγεις την τσάντα της και βρίσκεις το πορτοφόλι της, κάπου εκει μέσα θα πρέπει να υπάρχει μια ταυτότητα, ένα έγγραφο, κάτι. Και η διαίσθηση σου δε σ’έχει γελάσει, βρίσκεις όλα τα στοιχεία που έψαχνες και τότε δεν τολμάς να κοιτάξεις στον καθρέφτη, θα τρόμαζες περισσότερο. Βυθίζεις το πρόσωπο σου στις ανοιχτές παλάμες σου που λες και ήθελα να σε μουτζώσουν είχαν ανοίξει μόνες τους αλλά εσύ γραπώθηκες από αυτές, ήταν το καλύτερο που μπορούσες να κάνεις εκείνη την ώρα. Γυρνάς και της ρίχνεις άλλη μια ματιά, είναι η ίδια γυναίκα που κοιμάται μαζί σου τόσα βράδια τώρα, τόσους μήνες τώρα, τόσα χρόνια τώρα. Πηγαίνεις στο μπάνιο, δε μπορείς να το πιστέψεις κάποιος σου κάνει πλάκα, ρίχνεις άφθονο νερό με τις χούφτες σου στο πρόσωπο για να ξυπνήσεις, φοράς και τα γυαλιά σου, που ψυχραιμία για τους φακούς επαφής και ξαναμπαίνεις στο δωμάτιο, η πλάκα συνεχίζεται, αυτή η ίδια είναι. Αυτή η ίδια για την οποία δεν πέταξες έτσι τέσσερα χρόνια, αυτή η ίδια για την οποία η συνείδηση σου ένιωσε καλύτερα όταν της έδωσες μια τελευταία, τελευταία, τελευταία ευκαιρία, αυτή η ίδια για την οποία έμαθες πως αναζήτησε και βρήκε μία διαφορετική εμπειρία, επιθυμία που είχες εκφράσει κι εσύ άλλωστε, αυτή η ίδια που όλο χαρά σε πήρε μια μέρα τηλέφωνο για να σου ανακοινώσει ότι θα γίνεις μπαμπάς κι εσύ δεν πέταξες από τη χαρά σου, αλλά αντίθετα πέταξες ότι βρήκες μπροστά σου. Κυριολεκτικά πέταξες ότι είχες μπροστά σου, χαρτιά, στυλό, επιθυμίες, χρόνια, τα πάντα. Ο φωτογράφος θα σου έλεγε κοίτα το πουλάκι, το πουλάκι όμως πέταξε ψηλά, έφυγε μακριά. Τα γένια σου έκρυβαν το πρόσωπο, σκοτίνιαζαν το βλέμμα σου, έκρυβαν την αιώνια θλίψη, σ’έκρυβαν απ’τον καθρέφτη. Θυμάσαι τους Yo La Tengo? Θυμάσαι τη ζωή σου; Τι να πρωτοθυμηθείς θα μου πεις και θα’χεις και δίκιο, θα υπερφορτωθεί το σύστημα από τις αναμνήσεις και θα καούν οι φλάντζες σου. Κάθεσαι σε μια κουζίνα ευρύχωρη που όμως εσένα σε πνίγει, ασφυκτιάς εκεί μέσα, ζηλεύεις το μικρό κουζινάκι της Καλλιθέας τότε που ήσουν πιτσιρικάκι, τότε που έκανες παρέα με τον Ismael Lo και τη Marianne Faithful και λέγατε χριστουγεννιάτικα τραγούδια στις γιορτές, τότε που όλα είχαν κάποιο νόημα, τότε που κι ο Leonard Cohen ακόμα σου ‘κλεινε συγκαταβατικά το μάτι, τότε που κανείς δε σου είχε γυρίσει την πλάτη. Κτίρια, ανθρώποι, καταστάσεις όλα στέκονται αγέρωχα μπροστά σου και δε μπορείς να λάβεις την ουσία τους, θαρρείς και είναι τα τείχη που σ’εμποδίζουν να διαβείς το κατώφλι της ζωής, θαρρείς και είναι σύνορα που μέρα με τη μέρα στενεύουν πιο πολύ. Κι εσύ δεν είσαι καν στο περιθώριο.

Friday, October 21, 2005

Όταν έκλαψε ο Γκάζα

Ήτανε μια από τις πολλές φορές που είχα δει τον Γκάζα να κλαίει και καταλάβαινα ότι θα έπρεπε να αναλάβω δράση έτσι ώστε τα πράγματα να γίνουν καλύτερα κάτι που συνήθιζα να κάνω από καιρό σε καιρό καθώς τα ξεσπάσματα του Γκάζα κατά κόσμον Πολ Γκασκόιν ήταν συχνά και πάντοτε βουτηγμένα μες στο αλκοόλ. Εγώ εκείνη την περίοδο μόλις είχα βγει από ένα πρόγραμμα απεξάρτησης κι όσο να’ναι μπορούσα και να τον καταλάβω και να του δώσω και μια συμβουλή παραπάνω αφού είχα περάσει πάνω κάτω τα ίδια, όπως επίσης και μ’εκείνη τη δίαιτα που πήγαινα πάνω κάτω τη σκάλα στο hotel president διότι δε θα μπορούσα να μένω και πουθενά αλλού μετά τη σκληρή περιπέτεια που είχα με τα ναρκωτικά. Αμούστακο παλλικαράκι ακόμα στο χωριό πήγαινα ανάμεσα στα καλαμπόκια και άραζα κάτω από τις χασισοφυτείες διαβάζοντας Μπλεκ, Ζαγόρα και Όμπραξ ενώ μάσαγα εκείνα τα πολύ νόστιμα φυλλαράκια τα οποία σχεδόν πάντα μου έφτιαχναν τη διάθεση, υπήρχαν όμως και οι φορές που μ’έπιαναν τα κλάμματα και δεν ήξερα το γιατί, ήξερα όμως ότι ποτέ δε γύριζα σπίτι με την ίδια διάθεση με την οποία έφευγα. Αργότερα, το ίδιο ακριβώς συνάντησα σ’ένα υπόγειο σπίτι κάπου κοντά στην πλατεία Βικτωρίας με μια κοπέλα που ζήταγε απεγνωσμένα παγωτό κι έπρεπε εγώ μέσα στα χάλια μου να την πάω σπίτι αλλά να φτάσω και στο δικό μου κι είχα κι ένα μαλάκα που επιχειρούσε να εκμεταλλευθεί σεξουαλικώς την όλη κατάσταση αλλά η κοπέλα δε χρωστούσε τίποτα κι έτσι την πήρα και φύγαμε και θυμάμαι ακόμα το τρομαγμένο βλέμμα της όταν τη ρώτησα αν είναι καλά. Το σημαντικό μου είπε είναι εσύ να είσαι καλά που οδηγείς κιόλας και σταματήσαμε κάπου στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, δε θυμάμαι τώρα αν ήταν πριν ή μετά το γήπεδο του Παναθηναϊκού, λίγη σημασία έχει τώρα πια. Μια φορά την ξαναείδα τυχαία στο δρόμο, με κοίταξε, την κοίταξα, μου είπε ευχαριστώ και χαθήκαμε. Δεν είχαμε να πούμε και τίποτα άλλωστε, εκτός από τις οδηγίες για το σπίτι της δε θυμάμαι να είχαμε ανταλλέξει πολλές κουβέντες έτσι κι αλλιώς. Κι ύστερα ήρθε η κυρία η οποία πρακτικά δοκίμαζε τα πάντα κι επειδή ήμουνα εντάξει και καλό παιδί εχέμυθο και υπεράνω πάσης υποψίας μου έδινε και μένα σχεδόν τα πάντα γιατί αρνιόμουν πεισματικά το LSD δεν έλεγα ποτέ όμως όχι στην κοκαΐνη κι έτσι σε σπίτια, στις τουαλέτες του νηπιαγωγείου και του άστρον αλλά και περιστασιακά και σ’άλλα μπαρ-κλαμπ αλλά με αγαπημένο και σταθερό μέρος το Ρόδον που έκλεισε τώρα πια, πριν από τις συναυλίες, κατα τη διάρκεια αλλά και μετά μαζί με το γκρούπ ή και χώρια στο γνωστό εκείνο μέρος που έμεινε στην ιστορία τώρα πια ως Υγεία πέφταμε με τα μούτρα ή με τις μύτες για την ακρίβεια στο αγαπημένο μας ποτό κι άλλοτε σε μανιτάρια, special K κι ότι γενικά δεν ελόχευε μεγάλο κίνδυνο, μετά εγώ έφυγα για το στρατό, αλλά στις άδειες πάντα τα λέγαμε για να θυμηθούμε τα παλιά ώσπου σ’εκείνο το ατελιέ γνωρίστηκα με την αυθόρμητη κορασίδα κι αφού σεξ με την κυρία δεν είχαμε κάνει ποτέ βγήκαμε και οι τρεις μαζί και μετά δε ξαναβγήκαμε, έμεινα να βγαίνω με την αυθόρμητη κορασίδα της οποίας η καλύτερη περίοδος που μπορούσε να θυμηθεί ήταν όταν έπινε χόρτο κάτι που μαζί μου δεν έκανε ποτέ, ώσπου μια μέρα βγήκαμε μαζί με τον Τάκη, κι από ένα απλό σινεμά που με το ζόρι είχε έρθει, γυρίσαμε δύο-τρία μπαρ και στο νηπιαγωγείο τα έφτιαξαν και αργότερα όταν τον ξαναπετύχαμε στο νηπιαγωγείο είχαμε πετύχει τον μπαρμαν εκείνο από το θηρίο που μας είχε ξετινάξει στα ποτά και τα σφηνάκια και τον είδε με την άλλη που εδώ που τα λέμε ούτε στο μικρό της δαχτυλάκι δεν της έφτανε και καθόμασταν μετά να κάνουμε τη σχετική ανάλυση και που να την αφήσεις νέα κοπέλα μόνη στο Σύνταγμα, χρώσταγε και τρία νοίκια και κάπνισα, τσιγάρο περιπτέρου αυτή τη φορά, το απέφευγα λόγω νικοτίνης. Και το ίδιο απόγευμα, Κυριακή ήτανε είχα πάρει κι εφημερίδες από το περίπτερο, πέτυχα τον Γκάζα να κλαίει, στην τηλεόραση ήτανε, στην εφημερίδα ήτανε, δε θυμάμαι αλλά έκλαιγε. Σαν παιδί. Κι έκλαψα κι εγώ μέσα στους τέσσερις τοίχους και με κοιτούσαν όλοι που έκλαιγα και δεν έλεγαν τίποτα, σα να έκλαιγαν σιωπηρά κι αυτοί και ήταν ωραία έτσι που κλαίγαμε όλοι μαζί, δε ξέρω για πόση ώρα αλλά είχε νυχτώσει όταν με τα κατακόκκινα μάτια, πρησμένα από το κλάμμα σήκωσα το ακουστικό και πήρα τηλέφωνο τον Πολ Νιούμαν για να πάμε να βρούμε τον Πολ Γκασκόιν και να τα πιούμε σ’ένα μπαρ τυχαίο γιατί έτσι έπρεπε να γίνει εκείνη τη νύχτα. Πήραμε την αγαπημένη μας Γκίνες που τη βρήκαμε σε ντραφτ γιατί σε μπουκάλι δε μου αρέσει καθόλου και γενικά το χειμώνα την προτιμώ, το καλοκαίρι δεν είναι και τόσο ωραία, προσωπικά γούστα αυτά όμως, εσείς πιείτε την όποτε θέλετε εξάλλου κι εγώ την πίνω και το καλοκαίρι, απλώς το χειμώνα την προτιμώ περισσότερο. Τις γουστάραμε τις Ιρλανδέζες και ξεκινήσαμε μετά να πάμε σε κάτι Δουβλινέζικα μπουρδέλα αλλά του Γκάζα δεν του άρεσαν οι πόρνες αυτές, είχαν φακίδες και μικρά στητά στήθη, τον έφερα εδώ για να γνωρίσει τις χαρές του ανατολικού μπλοκ και μ’ευγνωμονούσε για μια ζωή χαρίζοντας μου έναν δίσκο των sisters of mercy που είχα κι εγώ με διαφορετικό εξώφυλλο όμως, λιγότερο σπάνιο κι έτσι τον κράτησα ενώ σε διαφορετική περίπτωση θα του τον έδινα στο χέρι να τον έχει να τον χαίρεται. Εγώ μετά από τόσες μπύρες είχα όρεξη να πιω μια πορτοκαλάδα ΕΨΑ από μπουκάλι όμως κι όχι από κουτάκι γιατί και η γεύση είναι ελαφρώς διαφορετική και την έχω συνδυάσει με τα παιδικά μου χρόνια που δεν υπήρχε κουτάκι και ήταν εκείνο το πρωτότυπο κουτάκι με την πρωτότυπη γεύση που δεν έμοιαζε ούτε με φάντα, ούτε με ήβη, ούτε με λουξ, ούτε με κλιάφα και γενικά μπορούσες να πεις ότι ξεχώριζε αν και αναγκαζόμουν πολλές φορές να καταφύγω στην κλιάφα γιατί την έβρισκα πιο συχνά και έπρεπε να την ανακατέψεις λίγο, ποτέ δε μου άρεσε αυτό αλλά πάντα είχαμε ένα τελάρο σπίτι, πορτοκαλάδες, λεμονάδες, σπράιτ και κοκα-κόλες κι άλλο ένα με μπύρες, άμστελ κι όχι πράσινες, αργότερα μπήκαν κι αυτές στο σπίτι, εκείνα τα χρόνια όμως ήταν μόνο γευστικό αμστελόζουμο που δε μου άρεσε καθόλου αλλά ήμουν και μικρός και δεν ήξερα να εκτιμήσω τις γεύσεις, τώρα όσες κλιάφες και να μου δώσεις δεν τις αλλάζω με μια άμστελ αλλά δε μπορώ να πω το ίδιο και για τις έψα που ναι μεν μια ποιότητα την είχαν αλλά επειδή είχαν ελάχιστο ανθρακικό τις κατέβαζες στο λεπτό και μία δεν ήταν ποτέ αρκετή. Κι ύστερα ο Γκάζα παράτησε την μπάλα κι εγώ τον μύησα στη γευστικότατη επίσης γκαζόζα έψα την οποία πίναμε πάντα πριν πάμε να βάλουμε γκαζάκια σε τράπεζες και πυλωτές από σπίτια πλουσίων για να πολεμήσουμε το κατεστημένο το οποίο συντηρούσαμε εκείνη την ώρα αλλά που μυαλό, μυαλό είχε μόνο ο Ντίνος που τον είχα συναντήσει για μία και μοναδική φορά στη ζωή μου σ’εκείνο το σπίτι λίγο έξω από το Βόλο, δάσκαλος, χωρισμένος μ’ένα παιδί, αναρχικός κι αυτός φίλος του Γιώργου από το σπίτι του οποίου ακούγαμε τους γείτονες να κάνουν πάρτυ σχεδόν κάθε βράδυ. Πάρτυ με ούζα εννοώ και τότε ανεβαίναμε στη μηχανή του Γιώργου, δεν είχε δίπλωμα, δεν είχε τίποτα και φεύγαμε για να κάνουμε κουβέντες σχετικές με τον κόσμο και τα σκατά που έχουν ξεχειλίσει και ρε γαμώτο τίποτα δεν άλλαξε από τότε εξόν που ο Γιώργος παντρεύτηκε και έβγαλε και δίπλωμα και όλο λέω ότι θα σταματήσω κάποια φορά στον Άνω Βόλο καθώς πηγαίνω για Πήλιο αλλά ποτέ δε σταματάω, θα σταματήσω όμως κάποια φορά δε γίνεται, έτσι για να πιούμε ένα τσιπουράκι με μεζέ, ίσως να πάμε και στο σπίτι του Ντίνου, εκείνη τη μονοκατοικία με τον κήπο, διάβαζε φιλοσοφία ο Ντίνος, δε μίλαγα πολύ στην αρχή ρουφούσα τα λόγια του, δε με αφήναν να πληρώνω κιόλας, δέκα χρόνια μικρότερος, φοιτητής ακόμα εγώ, είχα πάει στο Βόλο για μια γκόμενα κι όταν είδα το ξάδερφο της έναν τύπο νονό της νύχτας που σε όσα μαγαζιά πήγαμε καθάριζε αυτός και βρίσκαμε και τραπέζι και απ’όλα, είχα κι εκείνη την παλιά άλφα ρομέο του θείου, βγαλμένη μόλις πριν δυο μέρες από το συνεργείο που έπαιρνα στα κρυφά αφού αυτός έλειπε ταξίδι στην Κρήτη αλλά και στην Κρήνη να ήτανε μεγάλη διαφορά δε θα είχε, στην Κρήνη την είχα συναντήσει την εκ Βόλου ορμώμενη σαλονικιά και είπαμε τα νέα μας για τελευταία μάλλον φορά. Κι ο Γκάζα να μη σταματά το κλάμα, γνώρισε και τη ρετσίνα, μια αηδία του φαινόταν αλλά στο τέλος τη συνήθισε γιατί ήταν φτηνή κι η γεύση της τον απωθούσε. Η γεύση της. Λες και ξέραμε εμείς τότε από αυτά. Όλα άνοστα ήταν και μείναμε τώρα εδώ να ρίχνουμε αλάτι. Ραδιόφωνα πειρατικά με τον Άκη, κοπάνες απ’ οτιδήποτε είχε περιορισμούς και ημερολόγια, άλλοτε γραμμένα στο χαρτί τώρα μπροστά από μια οθόνη.

Καληνύχτα σας

Για όλα φταίει το γκαζόν

Μιλάμε για την ταινία με την κορυφαία σεξουαλική ατάκα όλων των εποχών, όπου πολλοί σκεφτήκαμε ουδείς όμως τόλμησε να ξεστομίσει. Είναι συνηθισμένο φαινόμενο, όταν ένα ζευγαράκι κάθεται και απολαμβάνει τον καφέ του να προσεγγίζεται από πλανόδιους πωλητές cd, dvd αλλά και λουλουδιών. Αυτή η τελευταία κατηγορία θα μας απασχολήσει, η οποία προσπαθεί να ξυπνήσει τον ιππότη μέσα σου και να προσφέρεις το λελουδικό στο κορίτσι. Ή όπως έλεγε ο μικροπωλητής στην ταινία «Λουλούδια για την κυρία;». Και η μακράν κορυφαία απάντηση όλων των εποχών: «Όχι ευχαριστώ, έχουμε γαμηθεί». Χθες άκουσα και μια άλλη κορυφαία ατάκα από τον τύπο που είπε την εξίσου κορυφαία ατάκα «τέσσερα χρόνια δεν τα πετάς έτσι». Τα αυτάκια μου λοιπόν είχαν την τιμητική τους και το ερέθισμα που μου ξέσκισε το τύμπανο ήταν «αισθάνομαι πιο ήσυχος με τη συζήτηση μου που της έδωσα μια τελευταία, τελευταία, τελευταία ευκαιρία». Να σας πω την αλήθεια το τελευταία κανονικά είχε και παραγοντικό στο τέλος αλλά ντρεπόταν να το πει κι αρκέστηκε στα τρία για να ικανοποιεί έτσι και την τριαδική αρχή του Ομήρου. Τώρα που το σκέφτομαι κι έναν χορό στα τρία τον έριχνα τώρα αλλά δεν έχει πολλές φιγούρες και δε θα μπορέσω να κάνω το κομμάτι μου, γι’αυτό θα προτιμήσω το κλασσικό τσάμικο που όλοι έχουμε αγαπήσει μέσα από αυτήν την εκπομπή. Ώρα λοιπόν να προμηθευτώ και μια φουστανέλα και να με συμπαθάτε δηλαδή που επαναλαμβάνομαι ώρες ώρες μα όταν οι αναλαμπές μου χτυπάνε, τις χτυπάω κι εγώ αλύπητα κι έτσι πέφτει ένα ξυλίκι άλλο πράγμα σαν εκείνες τις ομηρικές μάχες που δινόταν έξω από την Αυτοκίνηση που άλλαξε χιλια δυο ονόματα από Tango μέχρι Πέτρος και λύκος και τώρα που μπορείς να το συναντήσεις ως το διάσημο Envy, αλλά νομίζω ότι οι εποχές της Αυτοκίνησης δε γυρνάνε πίσω, αν και λίγο παραπάνω μπορείς να βρεις το Ζύθο και απέναντι στο στενάκι με το κωδικό όνομα Καρελά το Beer Academy (ναι είναι τυχαίο το ότι μιλάω για μπυραρίες) και μη ξεχνάμε φυσικά πως και για την παραμικρή δυσφορία εκεί παραδίπλα είναι και το υγεία. Κοστίζει λίγο παραπάνω μεν, κάνει δουλειά δε. Και μετά με τα πόδια σπίτι κι όταν οι συνάδελφοι έχουν νεύρα ζείτε όλοι μαγικές στιγμές κι ονειρεμένες. Εντελώς συμπτωματικά θυμήθηκα ότι εδώ τριγύρω τα πράγματα για τους περισσότερους έχουν αλλάξει κι έχει χαλάσει το κλίμα το καλό και το ζαχαρωτό, πράγμα που δε με ενοχλεί ιδιαίτερα διότι δε σχετίζομαι ιδιαιτέρως με τα επαγγελματικά τους οπότε μένω κι έξω από το χορό (όχι αυτόν που λέγαμε πριν, αλλά τον πολεμικό που στήσανε εδω πέρα). Γενικά είμαστε σε μια κομπλεξική κατάσταση και θα έπρεπε να σκεφτούμε τις επιρροές της περιβόητης γρίπης που μας έχει αναστατώσει τις τελευταίες ημέρες. Εγώ θα ήθελα επίσης να προσθέσω ότι αν αγαπάς τύφλα να’χει ο μουσακάς.

Στο ναδίρ του πάθους...

Το αχνό κόκκινο φως δημιουργούσε μια παράξενη ατμόσφαιρα αλλά αυτό που πραγματικά με τάραξε ήταν το κούνημα το οποίο είχε μια κάποια διάρκεια, κάτι που εγώ από καιρό είχα ξεχάσει. Δε με είχε πάρει για τα καλά ο ύπνος όταν η σεισμική δόνηση έγινε αισθητή λίγο πριν τη μία μετά τα μεσάνυχτα. Άνοιξα την τηλεόραση για να λάβω τη σχετική πληροφόρηση και μόλις άκουσα ότι το επίκεντρο ήταν στη Σάμο σκέφτηκα ότι αυτός πρέπει να ήταν μεγάλος οπότε αποφάσισα να κάνω ένα ζάπινγκ μέχρι ν’αποφασίσουν και οι άλλοι για το που ακριβώς έγινε, ποιος τον μέτρησε καλύτερα και τα σχετικά, διότι εδώ στην Ελλάδα οι σεισμοί είναι και λίγο τζόκερ, γι’αυτό λοιπόν και το γύρισα στο αγαπημένο μου πρόγραμμα της τηλεόρασης, τις διαφημίσεις και αφού είδα τη διαφήμιση του τζόκερ με το νέο τζακ-ποτ η επόμενη που εμφανίστηκε στη μικρή οθόνη μου ήταν αυτή του cosmopolitan, ένα περιοδικό ποικίλης ύλης του οποίου δε ντρέπομαι να πω ότι είμαι συνδρομητής εδώ και τρία χρόνια διότι έχω αφοσιωθεί επαγγελματικά στη μελέτη του cosmo-girl, ένα θεάρεστο είδος γυναίκας που απαντάται σήμερα σε όλα τα κοινωνικά στρώματα κι εγώ προσωπικά έχω εντρυφήσει στις ιδιαιτερότητες του, προσπαθώντας να κατανοήσω όλα αυτά τα μυστικά που κάνουν έναν άνδρα ακαταμάχητο και γητευτή των γυναικών. Νομίζω πως αυτή μου η επιλογή αποτελεί την ιστορική συνέχεια για έναν άνδρα ο οποίος σαν έφηβος ήταν επι σειρά ετών συνδρομητής στη «Σούπερ Κατερίνα», γεγονός το οποίο με οδήγησε στην πνευματική μα και συνάμα επαγγελματική καταξίωση. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι διέθετα το απαραίτητο ακαδημαϊκό υπόβαθρο έτσι ώστε να συνεχίσω τη διδακτορική μου διατριβή στο cosmopolitan: an advanced approach to feminitive psychology. Βαθύς κι έντονος ο προβληματισμός μου πηγάζει σίγουρα από τη δίψα για μάθηση των 10 σημείων που θα τον κάνουν τούρμπο ή για την ιδανική ατμόσφαιρα που θα οδηγήσει σε κολασμένο σεξ καθώς και 10 τρόποι για να πάρετε εσείς το πάνω χέρι και να του αρέσει αλλά και τη συνταγή για να του φορέσετε στεφάνι χωρίς να το πάρει χαμπάρι. Αντιλαμβάνομαι ότι όλα αυτά τα φλέγοντα ζητήματα θα με οδηγήσουν το δίχως άλλο στην πυρά με μαθηματική ακρίβεια γιατί τολμώ να τα θίξω μέσα από το επιστημονικό βήμα ενός έγκυρου και έγκαιρου (σαν τις ειδήσεις του μεγκα τσανελ) περιοδικού του χώρου για να καταφέρω να απεγκλωβιστώ από τη συμβατική κοινωνική ζωή που περιβάλλει στους χαλεπούς αυτούς καιρούς τη μοναδιαία και απαστράπτουσα ύπαρξη του ανθρώπου-μαλάκα εκ του αννθρώπου ελέφαντα εις την κατα Λυντς ερμηνεία και παραδοχή. Σε κάθε περίπτωση δε δύναμαι να προσκαλέσω το ευρύ επιστημονικό κοινό μου το οποίο και προσφωνώ με την κωδική ονομασία «φανατικό ακροατήριο» διότι θέλω να εξέλθω εκ της αιθούσης με την απαραίτητη κοσμιότητα που με περιβάλλει, διότι ως γνωστόν σε κάθε εμφάνιση μου γίνεται πάταγος αφού έχω προηγουμένως φροντίσει να ενημερωθούν όλα τα κανάλια ότι στον ίδιο χώρο βρίσκονται ο Σάκης Ρουβάς, η Μιμή Ντενίση, η Άντζελα Δημητρίου, ο Αντώνης Ρέμος και ο Στέφανος Κορκολής χωρίς το νηπιαγωγείο. Το δίχως άλλο λοιπόν οι κοινωνικές συνιστώσες που περιληπτικά εντελώς προανέφερα δε θα μπορούσαν παρά να οδηγήσουν στον ατομικό αποκλεισμό και ίσως και στον ψυχολογικό μαρασμό και στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημάνουμε την καταλυτική επίδραση του cosmopolitan με το οποίο έχουν ανατραφεί γενιές και γενιές και θ’ανατραφούν κι άλλες τόσες ειδικά αν αποδεχτώ το παχυλό αυτό συμβόλαιο της διευθυντικής θέσης που μου προσέφερε ειδική ομάδα εμπειρογνωμόνων οι οποίοι πιστεύουν ότι μπορώ να εκτινάξω στην εκδοτική κορυφή του σύμπαντος μια τέτοια επιχειρηματική προσπάθεια. Εγώ ευθύς εξαρχής γνώριζα ότι ήταν μια απόφαση που θα άλλαζε τόσο τη ζωή μου όσο και την εξέλιξη της ιστορίας γενικότερα. Έκατσα λοιπόν ψύχραιμα και παρήγγειλα τρία σουβλάκια με μπόλικο τζατζίκι και κρεμμύδι για να σκεφτώ απερίσπαστος και χωρίς αναστολές, ενδεχομένως και χωρίς αναισθητικό όπως και ο Γεώργιος Τράγκας, διότι με τόσο κρεμμύδι η αναισθησία είναι δεδομένη. Καθώς τα ζουμιά τρέχανε στα πασαλειμένα μου μάγουλα καλύπτοντας και την παραμικρή κοιλότητα, κοινώς τα δυο τραγανά και όμορφα λακάκια μου δε μπόρεσα παρά να μη φωνάξω εύρηκα, φράση που αργότερα αποδόθηκε σε γνωστό σπιούνο της αρχαιότητας με το κωδικό όνομα Αρχιμήδης. Η αλήθεια είναι ότι εγώ το είπα πρώτος και γι’αυτό έχω και την αποκλειστική εμπορική εκμετάλλευση των απορρυπαντικών εύρηκα, που τόσα χρόνια συνοδεύουν τις νοικοκυρές που διαβάζουν cosmopolitan όταν βάζουν μπουγάδα. Συνοψίζοντας θα μπορούσαμε να αναφερθούμε στη μεγάλη του γένους σχολή αυτή που σαν φωτεινό αστέρι της λαμπρής μας οδηγεί και μας εμπνέει σαν εκείνη τη θαυμάσια γιορτή που όλοι κλαίγαμε και λέγαμε τραγούδια για την ξενιτιά.

Thursday, October 20, 2005

Λέγε ότι θες λέγε

Ή όπως θα έλεγε και ο Γιώργος ο Μαργαρίτης «...μου είπαν άστηνε μα εγώ τους είπα όχι, για τέτοια βήματα δεν είμαι δυνατός, τα χρόνια φύγαν δεν υπάρχουν άλλοι στόχοι, για μένα είναι ο τελευταίος πυρετός». Ο τελευταίος πυρετός, δηλαδή να βράσει το κεφάλι και το σώμα ολάκερο, να τηγανίσουμε και δυο αυγά που δε θα φάει κανείς λόγω της γνωστής επιδημίας που μας ταλαιπωρεί και με τη σειρά μας ταλαιπωρούμε τα πτηνάκια μας που θα γίνουν ντεμοντέ και θα καθιερωθεί πλέον και τα Χριστούγεννα το σουβλιστό αρνάκι με τις πατάτες στη γάστρα. Σήμερα που μας λούζει ο ήλιος και σίγουρα είναι και μια ωραία μέρα για λούσιμο έτσι κι αλλιώς, ήλθε η συζήτηση στο Ναύπλιο, τον αγαπημένο αυτό προορισμό για διάφορα ερωτοχτυπημένα ζευγαράκια αλλά και για διάφορους επισκέπτες με ιστορικές ανησυχίες στα διάφορα στενά σοκάκια με το λάθος μπαρ να κλέβει την παράσταση αλλά και τα τεράστια πρωινά τα οποία πέρυσι δεν είχα προλάβει να παραγγείλω αλλά κάποια στιγμή θα το κάνω το δίχως άλλο. Hey, That's No Way to Say Goodbye σιγοσφύριζα καθώς απολάμβανα ένα γεμιστό μπιφτέκι ή κάτι αντίστοιχο τελοσπάντων ώσπου ακούω την καθαρόαιμη εγγλέζικη προφορά «Ντάντιιιιιιιιι, ντάντιιιιιι, λουκ δε μπαλουυυυυυυυυυνζ, μπαι μι ουάν πλιιιιιιιιιιζ, πλιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιζ, πλιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιζ», ο ντάντι και η μάμι βέβαια δε χαμπαριάζανε οπότε αυτό το χαβά του «πλιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιζ» μ’ένα τεράστιο χαμόγελο που δε μπορούσε να κρύψει τα μικροσκοπιά δοντάκια που προφανώς άλλαζε το μικρό κοριτσάκι. Τι χαριτωμένο σχολιάσαμε μετα της συντρόφου και πόσο άκαρδοι οι γονείς που δεν του παίρνουν ένα μπαλονάκι να χαρεί κι αυτό το παιδάκι. Αυτό το μακρόσυρτο πλιζ έβγαζε μια γλυκύτητα που σε κέρδιζε. Αμέσως μετά σκέφτηκα την ίδια εικόνα με το ελληνόπουλο «Μπαμπάκα, μπαμπάκα, κοίτα τα μπαλόνια μπαμπούλη μου, πάρε με ένα σε παρακαλώ, έλα πάρε μου ένα, σε παρακαλωωωωωωωωωωωωωωωωωωωωωωωωωωωω, σε παρακαλωωωωωωωωωωωωω, σε παρακαλωωωωωωωωωωωωωωωωωωωωωωωωωωωω, σε παρακαλωωωωωωωωωωωωωωω σε παρακαλωωωωωωωωωωωωωωωωωωωωωωωωωωωωωωω». Κι εσείς το ίδιο πράγμα σκεφτήκατε ε; Το κακομαθημένο που μας σπάει με τις τσιρίδες του, που δεν του έχουν μάθει τρόπους οι γονείς του, που δεν κοιτάν να το μαζέψουν για να σταματήσει να μας ενοχλεί και πως κάνει έτσι λες και δεν έχει ξαναδεί μπαλόνια στη ζωή του κλπ. Κοινώς θα το στολίζαμε. Ενώ εκείνο το γλυκούλι εγγλεζάκι με το πλιζ, σα μελωδία ακουγόταν στ’αυτιά μας. Δε μου άρεσε καθόλου αυτή η διάκριση που έκανα διότι όπως θα έλεγε και ο μαλάκας (εδώ και χρόνια για τους γνωρίζοντες τον ιδιωτικό του βίο, εδώ και λίγες μέρες για όσους είδαν το φεστιβαλ τραγουδιού) ο Νιόνιος «πως να κρυφτείς απ’τα παιδιά...». Μιλώντας για παιδιά έχω να προτείνω τα βιβλία της Μαργαρίτας Καραπάνου, δοκιμάστε την Κασσάνδρα με το λύκο...

Φτιάξε ότι θέλεις καφετζή

Η ζωή τα έχει φέρει έτσι ώστε να συναλλάσομαι με 2-3 διαφορετικούς καφετζήδες τους οποίους και γενικά προτιμώ από τους διάφορους γρηγόρηδες, έβερεστ και λοιπές αλυσίδες, επειδή με τους μικρομαγαζάτορες λες και μία καλημέρα, θα σε δει στις μαύρες σου και θα σε ρωτήσει τι έχεις, αναπτύσσεται μια διαφορετική σχέση τέλοσπάντων που εγώ τη γουστάρω περισσότερο. Ο χθεσινός όμως με καταράστηκε στα σίγουρα. Πάω και του ζητάω ένα καφέ φίλτρου γιατί ήταν απογευματάκι, είχα ήδη πιει 1-2 από το πρωί και σκέφτηκα να μην το παρακάνω γιατί το επόμενο βήμα θα είναι ενδοφλέβια καφεΐνη κι όχι τίποτα άλλο που να βρεις και σταθερό χέρι τη σήμερον ημέρα. «Πάει ο καιρός που πίναμε φρέντο ε;», μου είπε γελώντας εγώ του απάντησα χειμώνιασε, χειμώνιασε το κρύο μας περόνιασε, εκείνος μου είπες δεν πειράζει γιατί όταν κάνει κρύο είναι καιρός για δύο, εγώ τόνισα πως αν ήταν το δύο μαζί του τότε το γυρνώ σε πάριο και πιο καλή η μοναξιά, εκείνος σκεφτικός μου πετάει πάσα με παπάζογλου και ο μοναχός ο άνθρωπος όταν γλεντούν οι άλλοι, ντρέπεται που είναι μοναχός, εγώ εκεί του σφύριξα ένα κουπλέ από το Little Boy Blue του Tom Waits κυρίως επειδή δεν είχα τίποτα να του πω αλλά και για να θεωρήσω λήξαν τη συζήτηση. Σύντομα αποτελέσματα: Ο καφές δεν πινόταν, πρώτη φορά μου συμβαίνει αυτό. Ένας διπλός εσπρέσο θα ήταν ότι πρέπει γιατί στη συνέχεια χρειαζόμουν μανταλάκια για να κρατηθώ ξύπνιος. Στο γνωστό μαγαζί πάνω από το Θέατρο Τέχνης που πήγα μετά το σερβις ήταν άθλιο και τέλος κρύωνα και στον ύπνο μου. Σκεφτόμουν μετά πόσο παράδοξο είναι να έρχεσαι σ’επαφή με τόσο κόσμο καθημερινά κι όμως στην ουσία να είσαι τόσο μόνος κάτι βέβαια που ισχύει για πολλά επαγγέλματα (βλ. ταξιτζήδες και πουτάνες από προηγούμενο ποστ). Κι όπως λέει και το γνωστό λαϊκό άσμα «Μόνος θα πονώ, θα πίνω»

Wednesday, October 19, 2005

...Στο βάθος κήπος

Ανακοινώθηκαν από τη Διεύθυνση Κινηματογράφου και Οπτικοακουστικών Μέσων του υπουργείου Πολιτισμού οι ταινίες οι οποίες είναι υποψήφιες για τα Κρατικά Κινηματογραφικά Βραβεία Ποιότητας 2005.

Σύμφωνα με τη σχετική ανακοίνωση, υποψήφιες για το Βραβείο Μυθοπλασίας Μεγάλου Μήκους είναι οι ταινίες:


* Η καρδιά του κτήνους, Ρένος Χαραλαμπίδης
* Η γυναίκα είναι σκληρός άνθρωπος, Αντώνης Καφετζόπουλος
* Η πόλη των θαυμάτων, Δημήτρης Αθανίτης
* Γλυκιά μνήμη, Κυριάκος Κατζουράκης
* Λιούμπη, Λάγια Γιούργου
* Όμηρος, Κων/νος Γιάνναρης
* Το κακό, Γιώργος Νούσιας
* Το όνειρο του σκύλου, Άγγελος Φραντζής
* Υποβρύχιος Έρωτας, Γιάννης Σολδάτος
* Η εύκολη Λία, Βαγγέλης Σεϊτανίδης
* Τ σ ί ο υ..., Μάκης Παπαδημητρίου

* Λουκουμάδες με μέλι, Όλγα Μαλέα
* Γαλάζιο φόρεμα, Γιάννης Διαμαντόπουλος
* Το όνειρο του Ίκαρου, Κώστας Νάτσης
* Κι αν φύγω? θα ξανάρθω, Δώρα Μασκλαβάνου
* Αγρύπνια, Νίκος Γραμματικός
* Η χορωδία του Χαρίτωνα, Γρηγόρης Καραντινάκης
* Τhe Zero Years, Νίκος Νικολαϊδης
* Η νοσταλγός, Ελένη Αλεξανδράκη
* Κινέττα, Γιώργος Λάνθιμος


Όπως καταλαβαίνετα θα ξεσκιστούμε και φέτος στην ποιότητα. Θα χορτάσουμε και μετά με πρησμένα τα στομάχια από την υπερβολική δόση ποιότητας θα καθόμαστε αραχτοί σα μεξικάνοι με ανοιχτά τα πουκάμισα κάτω από οποιαδήποτε σκιά θα βρίσκουμε εύκαιρη για να χωνέψουμε αυτή την ευμεγέθη ποιότητα. Και θα γίνω πιο συγκεκριμένος, γιατί είπαμε τα σύκα σύκα, και η σκάφη σκάφη και το κακό συναπάντημα διότι περι αυτού πρόκειται. Τις περισσότερες ταινίες δεν τις έχω δει οπότε δε μπορώ να εκφέρω και γνώμη, τον πολυαναμενόμενο Όμηρο του Γιάνναρη τον περίμενα πιο δυνατό αλλά αυτό που δεν περίμενα ποτέ να δω στην παραπάνω λίστα είναι οι λουκουμάδες με μέλι της μαντάμ Μαλέα σε στίχους παύλα μουσική του Λουκιανού, να δεις που κάποτε θα μας πούνε και μαλάκες, το’χουμε ξαναπεί αυτό. 20 ταινίες για ένα βραβείο και μέσα σ’αυτές μία που συναγωνίζεται επάξια τις βιντεοπαραγωγές της ένδοξης δεκαετίας του 80, θα ρίξω και σχετικό τραγουδάκι στη συνέχεια έτσι για να γουστάρουμε. Να θεσπίσουμε βραβείο κινηματογραφικής μαλακίας να το δώσουμε στην κυρία Μαλέα και να μείνουμε όλοι ευχαριστημένοι. Ακόμα και στα καλλιστεία οι φιναλίστ είναι 12, εμείς ξεχειλίσαμε από ποιότητα που δε μπορούσαμε να κόψουμε μερικές ταινίες, με το ζόρι φτάσαμε στην εικοσάδα για να μη γκρεμίσουμε και τα όνειρα των νέων δημιουργών με τον ανατρεπτικό νεο-ελληνικό κινηματογράφο και τις καινοτόμες ματιές στην κάμερα. Να κατεβάσω κι εγώ τα δυο κριάρια από τη στάνη, να μαζευτούμε όλοι μαζί, να πάρουμε μια κάμερα, να βγάλουμε και τα γούστα μας κι αντί να δηλώσουμε συμμετοχή στο φεστιβαλ «Σοφτ Πορνό με σενάριο» να υποβάλουμε την υποψηφιότητα μας για ένα κρατικό βραβείο ποιότητας. Οι ταινίες της μαντάμ Μαλέα είναι επίπεδες κι αυτό μάλλον κάποιοι το εκλαμβάνουν ως «ταινίες επιπέδου». Μένει στην επιφάνεια, προσπαθεί αλλά δεν... Κάτι πάει να πει αλλά το κόβει, τι το κόβει δηλαδή, τα φώτα του αλλάζει, σαν κάποιος να της έλεγε όταν ήταν μικρή «Ολγίτσα όχι στα βαθειά παιδί μου» κι αυτή πιστά ως σήμερα ακολουθεί αυτή τη συνταγή. Φταίνε πολλοί παράγοντες για την κατάντια του ελληνικού κινηματογράφου αλλά δεν είναι και οι ίδιοι οι δημιουργοί άμοιροι των ευθυνών τους. Βέβαια αν συνδυάσω τον πρωταγωνιστή της ταινίας καθώς και το θέμα της μαζί με τον Υπουργό Πολιτισμού θα κάνω κακούς συνειρμούς και δεν κάνει διότι κυκλοφορεί και μια νόσος των πουλερικών, η Εθνική δεν πέρασε στα τελικά του Μουντιάλ για να ξεχάσουμε λίγο τους φόρους και έρχεται σιγά σιγά και ο προϋπολογισμός. Σα να λέμε το πάρτυ αρχινάει. Και που’σαι παιδί; Πιάσε και μια τυροκαυτερή.
Ζωντανή αναμετάδοση από τον auter τσέλιγκα στο χώρο γυρισμάτων της νέας του ταινίας «Κατσικάκια στον ήλιο»

Tuesday, October 18, 2005

Thunderstruck

Διότι όλοι θυμόμαστε τα κοντά παντελονάκια των AC/DC που στην καθιερωμένη επίσκεψη στην εκκλησία ο παπάς μας μετέφραζε σαν AntiChrist / Death to Christ και για το ροκ το οποίο είναι σατανικό γι'αυτό βγήκε και το τρίπτυχο sex and drugs and rock 'n' roll, γιατί θα λέγαμε και let it roll baby all night long και αν μη τι άλλο μεγάλη βραδιά η σημερινή, διότι Μπάρτσα είναι αυτή και μας περιμένει σα μεζεδάκι, τα στομάχια θα σφιχτούν γι'άλλη μια φορά, Κώτσιο μ'ακούς, κάνε κουράγιο αδερφέ, εγώ όταν νυχτώνει δε ξεχωρίζω συμπαίκτες από αντιπάλους αλλά γενικά τη βλέπω τη δουλειά, θα μας κάνουν ένα ξεγυρισμένο ισπανικό και θα μας στείλουν και για παέλια μετά έτσι να'χουμε να χαιρόμαστε. Άκουσα και την κορυφαία απορία σήμερα όπου ο τύπος ρωτάει "Μου έχουν πει ότι οι ερευνητές δε μπορεί να είναι επιστήμονες, ισχύει;", όπου εντάξει ναι μεν στο Ελλαδιστάν δεν είναι όλοι οι ερευνητές σωστοί επιστήμονες αλλά προσκυνούμε όλοι την επιστήμη γιατί γουστάρουμε και μας γουστάρει κι αυτή, η κυρα-Επιστήμη με τα παιδιά της και ο χερ προφεσόρ εκεί που ήταν να μας πάρει ο ύπνος αλλά ήμασταν και στην τσίνα να δραπετεύσουμε για τον αγώνα πετάει και το κορυφαίο ότι αφού έχει δυο παιδιά έχει κάνει σεξ τουλάχιστον δύο φορές όπως λέει κι ένας φίλος του και τον κοιτάξαμε όλοι οι συναθροισμένοι με μια απορία ε και δεν κρατήθηκα και το μουρμούρισα το δεν είναι απαραίτητο αυτό και μετά γελάσαμε όλοι μαζί, αλλά γελάει καλύτερα όποιος γελάει τελευταίος και πολύ φοβάμαι ότι δεν θα είμαι αυτός, πάντως ο γιος του έχει μια κάποια ομοιότητα άρα η μία φορά είναι σίγουρη και μετά διαλυθήκαμε ησύχως γιατί είπαμε υπήρχε και ο αγώνας κι επίτηδες δε με άφηνε να φύγω πιο νωρίς γιατί είναι γαύρος, τι να πεις με την κακεντρέχεια μερικών ανθρώπων, τίποτα τους χαιρετάς την επομένη στο γραφείο, αλλά αύριο δε θα πάω, αλλά θα πάω τώρα για το δεύτερο ημίχρονο και για να θυμηθούμε και τα πολύ νιάτα μας, άντε και καλη τύχη μάγκες αλλά οι μάγκες δεν υπάρχουν πια γιατί τους πάτησε το τρένο το οποίο γράφεται και τραίνο, διάλεξε όποιο θες και μετά σε περιμένω για μια παρτίδα βελάκια και να μη ξεχνάμε και όσους βρίσκονται στο κρεβάτι του πόνου, αύριο ξημερώνει μία ημέρα με λιγότερο πόνο γι'αυτό κουράγιο βάλτε και το Days των Kinks έτσι για συντροφιά και τα λέμε. Στ'άρματα αδέρφια! Εμπρός στον αγώνα ή εμπρός στην tv για τον αγώνα.

Σ’ έχω κάνει Θεό...

Ανοίγει αύριο τις πύλες της η Διεθνής Έκθεση Βιβλίου της Φρανκφούρτης, μία πόλη πέρα για πέρα ελληνική (είναι υπο έκδοση το νέο μου πόνημα από τις εκδόσεις Λιακόπουλος) αφού ιδρύθηκε από τον γνωστό Έλληνα Μετανάσταση Φρανκ Φούρτη. Όπως πολύ σωστά μαντέψατε η μητέρα του Φούρτη είναι δίδυμη αδελφή της Ρίας Κούρτη αλλά η κοινωνική κατακραυγή την ανάγκασε να αλλάξει τ’όνομα της. Όχι η Μαρία η Φούρτη (πρώην Κούρτη, αδελφή της Ρίας) δεν ντρεπόταν για την τραγουδιάρα την αδελφή της αλλά η τραγουδιάρα η αδελφή της ντρεπόταν για την ξεκωλιάρα την αδελφή της η οποία πήγε και τα έμπλεξε μ’έναν Ιταλό λοστρόμο. Ο Ιταλός λοστρόμος καθολικός καθώς ήτανε αποφάσισε δημοκρατικά να βαφτίσουν το πρώτο και εξώγαμο παιδί τους Φραγκίσκο προς τιμήν του δικού του πατέρα γιατί αυτό είναι ένα έθιμο που δεν το έχουμε μόνο εμείς εδώ αλλά γενικά είναι η κυρίαρχη παγκόσμια τάση που έχει επικρατήσει ως τα σήμερα. Ο Φραγκίσκος που σε διαφορετικές συνθήκες κι εποχές θα μπορούσε να γίνει καλαθοσφαιριστής και αρχηγός της ομάδας του Παναθηναϊκού αποφάσισε για ένα κομμάτι ψωμί να πάρει των οματιών του και να μεταναστεύσει εις τη μακρινή κι άγνωστη Γερμανία, να τονίσουμε μάλιστα εδώ ότι ο Φράγκι είναι ο πρώτος επίσημος Έλληνας από Ιταλό πατέρα μετανάστης στη Γερμανία και με την σπιρτάδα που μας διακρίνει σαν έθνος μαζί με την καπατσοσύνη αλλά και τα ψήγματα μαφίας που διακρίνουν το ιταλικό έθνος κατάφερε να μεγαλουργήσει εκεί στην ξενιτιά που πήγε και να μιλούν όλοι σήμερα για τα λουκάνικα Φρανκφούρτης. Ο Φραγκίσκος δε χρησιμοποίησε το όνομα του ούτε ώρα εκεί, σε όλους συστηνόταν ως Φρανκ για να κερδίσει την έυνοια τους ενώ η ντεκαπάζ στο μαλλί προσέφερε αυτό το φυσικό ξανθό χρώμα που με τον καιρό έγινε καστανόξανθο και κατέληξε καστανό για να πέσει μετά από λίγα χρόνια από την μεγάλη ταλαιπωρία. Ο Φούρτης λοιπόν για να κερδίσει χρήματα αποφάσισε να προσφέρει το γνωστό σε όλους μας βρώμικο το οποίο απαντάται στις εξοχικές πλαγιές της Πλατείας Μαβίλλη, στο πεδινό οροπέδιο πίσω από το Χίλτον, στη λεωφόρο με τις λεύκες Βείκου και σε άλλα μέρη όπου ευδοκιμούν αγώνες ποδοσφαίρου και μπάσκετ ή συναυλίες ή εκδηλώσεις με τη γενικευμένη έννοια του όρου. Η ειδοποιός διαφορά όμως στο δικό του βρώμικο δεν ήταν ούτε το κέτσαπ, ούτε η μουστάρδα αλλά το λεπτό λουκάνικο το οποίο σ’ένα πρισματικά καθρεπτιζόμενο δοχείο φαινόταν τεραστίων διαστάσεων με το συμπάθειο πάντα. Η μαεστρία του ήταν τέτοια που φλόμωνε το πάντα φρέσκο ψωμάκι με πατάτα και λαχανικά βρασμένα στον ατμό, επομένως υγιεινά από κάθε άποψη αλλά και εύπεπτα με αποτέλεσμα ο πελάτης να ξεγελιέται, να έχει το αίσθημα του κορεσμού και τελικά να ζητήσει μόνος του την πολυπόθητη μείωση στην ποσότητα του κρέατος τόσο ως προς το μήκος όσο και ως προς το πάχος, κάτι που οδήγησε στην κατακόρυφη αύξηση των κερδών και την καθιέρωση του Φρανκ του Φούρτη ως εφευρέτη του λεπτού αυτού λουκάνικου που έμελλε να βαπτισθεί στο μέλλον ως λουκάνικο Φρανκφούρτης. Τω καιρώ εκείνω η πόλη είχε το όνομα Σμιλενμπαχ, όνομα εξεχούντως φλώρικο και παρεξηγημένο από το σύνολο του Γερμανικού λαού και ήδη είχε προκυρηχθεί δημόσιος διαγωνισμός για την ανεύρεση ενός σύγχρονου και ανταγωνιστικού ονόματος που θα πρόσδιδε κύρος στην πόλη αλλά και θα την μεταμόρφωνε σ’ένα ανταγωνιστικό κέντρο ανάπτυξης των γραμμάτων, των τεχνών αλλά και της τεχνολογίας γι’αυτό ακριβώς σήμερα (αύριο δηλαδή αλλα χωρίς βλάβη της γενικότητας λέμε σήμερα) η σημαντικότερη ίσως έκθεση βιβλίου στον κόσμο λαμβάνει χώρα εκεί. Τιμώμενη χώρα για φέτος είναι η Κορέα κάτι που είναι ενδεικτικό για το κλίμα που επικρατεί λίγο πριν τα εγκαίνια στα παρασκήνια. Ενδεικτικά γνωστός μεγαλοεκδότης μας ανέφερε ότι «θα γίνει της Κορέας», η ανωνυμία του οποίου καθίσταται αναγκαία έτσι ώστε να διασφαλιστεί η μελλοντική συνεργασία μας με τον επώνυμο αυτό κύριο. Οι Κορεάτες από την άλλη στηρίζουν όλες τις ελπίδες τους στη γνωστή παιχνιδοβιομηχανία Χιουντάι η οποία ενώ σε προηγούμενες εκδόσεις των προϊόντων της προσέφερε δωρεάν ένα dvd ενσωματωμένο, τώρα θα κάνει το μπαμ στην παγκόσμια αγορά αποκαλύπτοντας το νέο μοντέλο με εσωτερική πτυσσόμενη βιβλιοθήκη, κάτι που αναμένεται με περισσή ανυπομονησία από το αγοραστικό κοινό. Επιπλέον οι επισκέπτες της έκθεσης θα μπορούν να αγοράσουν περσικά χαλιά και cd της Ρίτας Σακελλαρίου, δύο από τις μεγάλες αγάπες του Φρανκ Φούρτη, προτομή του οποίου θα βρίσκεται στο κέντρο της έκθεσης σε αντιστοιχία με τις παλιότερες ελληνικές εκθέσεις βιβλίου στο πεδίον του Άρεως το οποίο ως γνωστόν είναι γεμάτο προτομές, ενώ σε ειδικό περίπτερο γίνονται δωρεάν περιτομές για το μουσουλμανικό αναγνωστικό κοινό αλλά και για κάθε ενδιαφερόμενο ο οποίος είτε επιθυμεί να ασπαστεί τη θρησκεία αυτή που σε τίποτα δε διαφέρει από τις υπόλοιπες απλά μοιράζεται το κεφάλαιο, είτε επιθυμεί απλά να δει πως είναι κι αυτό το έθιμο έτσι ώστε να μπορεί να περηφανεύεται για την πολυπολιτισμική επιρροή στην προσωπικότητα του κάτι που βεβαίως δεν είναι πάντοτε για καλό αλλά αμα βγαίνει το μεροκάματο γιατί να πεις και όχι. Je T'Aime...Moi Non Plus, το οποίο πρωτοτραγούδησε η Jane Birkin αντάμα με τον Serge Gainsbourg ενώ σε δεύτερη εκτέλεση συμπρωταγωνιστής ήταν ο γνωστός και από τους Placebo Brian Molko, εξίσου γνωστός και για τις πολυπολιτισμικές του σεξουαλικές επιλογές και επιρροές, δικαιώνοντας έτσι τη φήμη ότι είναι τζούφιος αφού συγκρίνοντας κανείς τα βογγητά και στις δύο εκτελέσεις του τραγουδιού αντιλαμβάνεται ότι η αρχική έκδοση περιείχε περισσότερο πάθος κι ευχαρίστηση κάτι που λείπει από τη μεταγενέστερη εκδοχή, γεγονός που ενισχύει την άποψη ότι τα ριμέικ είναι πάντα χειρότερα από τα πρωτότυπα. Η πρωτοτυπία λοιπόν θα είναι και το φετινό ζητούμενος της έκθεσης μπας και διαβάσουμε και κανένα βιβλίο της προκοπής γιατί οι αγαπημένοι κατα τ’άλλα Έλληνες συγγραφείς μας έχουν κουράσει με την περιγραφική λογοτεχνία και ειδικά όταν κι αυτή καταντά σαν ένα φτηνό ριμέικ που ούτε η φήμη του Μόλκο δε μπορεί να τα σώσει. Ακολουθεί κοκταίηλ πάρτυ με μπουφέ.