...all night long!
Κάπως έτσι έχω στο μυαλό μου τα παιχνίδια που απαιτούν μία τράπουλα (οκ ξέρω και παιχνίδια χωρίς τράπουλα που το all night long ταιριάζει αλλά σήμερα δε θα μας απασχολήσουν). Ποτέ δεν υπήρξα αφοσιωμένος χαρτοπαίκτης κι εδώ που τα λέμε δε ξέρω καν αν έχω το δικαίωμα να αποκαλώ τον εαυτό μου παίκτη. Οι συναθροίσεις για χαρτιά που ποτέ δεν ήταν πολλές έτσι κι αλλιώς τώρα έχουν μειωθεί επικίνδυνα με αποτέλεσμα να μη μπορώ να θυμηθώ πριν την πρωτοχρονιά από πότε είχα να παίξω. Χθες λοιπόν ήμουν καλεσμένος σ’ ένα φιλικό σπίτι για να δείξω τις ικανότητες μου εις την μπιρίμπα, το γνωστό αυτό παιχνίδι που έχει ξεσηκώσει γενιές και γενιές ανά την υφήλιο. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Η προιστορία μου με τη μπιρίμπα ξεκινάει από μια επίσκεψη κάποιας φίλης της θείας μου στο σπίτι μας. Θα τη φιλοξενούσαμε για λίγες ημέρες και εκτός από τα διάφορα δώρα που μας έφερε είχε μαζί της και μια πράσινη τσόχα για κάθε ενδεχόμενο. Έτσι κάθε βράδυ που εμείς πηγαίναμε για ύπνο η μητέρα μου, η θεία μου, η φίλης της θείας μου και μια γειτόνισσα μαζευόταν στο σπίτι μας για να εξασκήσουν το σπορ. Ωραίες εποχές κι εκείνες, μπιρίμπα βέβαια δεν έμαθα τότε αλλά είχα μια πρώτη επαφή και σαφέστατα μια σωστή επιρροή. Μερικά χρόνια αργότερα βρέθηκα ένα καλοκαίρι σε μια παρέα που είχε ανακαλύψει την τράπουλα και τα παράγωγα της. Θανάσης, Κουμ Καν, Μπιρίμπα και Πινακλ στην ημερήσια διάταξη. Κάθε μεσημέρι μαζευόμασταν για πνευματική εξάσκηση κι έπειτα όταν ο ήλιος δεν έκαιγε τόσο πολύ πεταγόμασταν στο παρακείμενο γήπεδο του μπάσκετ στο οποίο κάναμε καθημερινώς την σωματική μας εξάσκηση. Το βράδυ στην καφετέρια κάναμε την αλκοολική μας εξάσκηση και γενικά ήταν ένα καλοκαίρι γεμάτο εξάσκηση, που τύφλα να’χουν οι χαρούμενες διακοπές και τα λοιπά βιβλία του είδους. Τα επόμενα καλοκαίρια το πάθος για τη χαρτοπαιξία άρχισε να φθίνει και πλέον καθένας έχει τραβήξει το δρόμο του αν και πολύ ευχαρίστως να τους συναντούσα όλους ξανά για μία παρτίδα. Να τονίσω εδώ ότι πριν τα χαρτιά είχαμε εντρυφήσει στο μπιλιάρδο και πριν το μπιλιάρδο στα ηλεκτρονικά (γνωστά και ως ουφάδικα) ενώ ποτέ δεν ασχοληθήκαμε με τα βελάκια, το μίνι γκολφ και το κρίκετ. Μετά τα χαρτιά μάλλον το ρίξαμε στη μαλακία κάτι το οποίο κανείς μας ποτέ δεν παραδέχτηκε αλλά θα πρέπει να παραδεχτώ ότι είναι η πικρή αλήθεια. Κάμποσα χρόνια αργότερα από εκείνο το γεμάτο χαρτια καλοκαίρι αλλά και προ αμνημονεύτων χρόνων από σήμερα βρέθηκα στη Θες/νικη όπου με φιλοξενούσε ένας φίλος τον οποίο σπάνια συναντούσα στο σπίτι του στο οποίο όμως τακτικότατα έβρισκα τον συγκάτοικο του έναν μάλλον μαλάκα και κομπλεξικό τεταρτοετή φοιτητή της κατηγορίας «καληνυχτάκιας». Ήταν λοιπόν μια νύχτα παγερή με δύο φίλες του στο σαλόνι και λέγαν τα δικά τους. Το σπίτι δεν είχε θέρμανση, μόνο μια σόμπα στο σαλόνι, ήταν και τριάρι αντιλαμβάνεστε ότι βίωσα πραγματικά την έκφραση «το δάγκωσα από το κρύο» διότι θεώρησα περιττό να κουβαλήσω μαζί μου το sleeping bag και ο φίλος μου κουβέρτες δεν είχε γιατί σχεδόν μόνιμα έμενε σπίτι της κοπέλας του το οποίο και θέρμανση είχε και καθαρό ήταν και σχεδόν είχε μετακομίσει εκεί. Το σπίτι προφανώς το κράταγε για την περίπτωση που θα χώριζε όπως κι έγινε κάποια χρόνια αργότερα οπότε αν μη τι άλλο δε βρέθηκε στο δρόμο. Τη νύχτα εκείνη λοιπόν λίγο οι φωνές, λίγο το κρύο (ή μάλλον πολύ οι φωνές και πολύ το κρύο), έκανα κι εγώ την εμφάνιση μου στο σαλόνι για να ζεσταθεί το κοκκαλάκι μου αφού το είχα πάρει σχεδόν απόφαση ότι δε θα μ’έπαιρνε ο ύπνος και οικονομικά δε μ’έπαιρνε να πάω σε ξενοδοχείο. Τότε η μία εκ των κορασίδων είχε τη φαεινή ιδέα να παίξουμε μπιρίμπα. Αφού έγινε η σχετική ανακεφαλαίωση για τα βασικά χωριστήκαμε σε άνδρες ? γυναίκες και ξεκινήσαμε να παίζουμε. Ο «καληνυχτάκιας» είχε το αβαντάζ ενώ εγώ έπρεπε να δείξω τρομερή αυτοσυγκράτηση διότι η φούστα της παίχτριας που ήταν διαγωνίως απέναντι μου σε καμία περίπτωση δε μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ράσο, οι δε κινήσεις των ποδιών της απεκάλυπταν τα όσα υποτίθεται ότι έκρυβε εκείνο το μάυρο κομμάτι υφάσματος που ήταν τυλιγμένο γύρω της. Η αυτοσυγκέντρωση μου είχε χαθεί και οι κινήσεις μου ήταν μακράν οι χειρότερες που θα μπορούσα να κάνω. Στην τύχη αν διάλεγα ένα χαρτί για να πετάξω κάτω θα είχα παίξει καλύτερα. Ο «καληνυχτάκιας» άρχισε να τα παίρνει ωσπου δεν άντεξε όταν με είδε να πετάω κάτω ένα διπλό μπαστούνι. Το διπλό στη μπιρίμπα είναι μπαλαντέρ, δηλαδή το κάνεις ότι γουστάρεις εσύ κι επιπλέον τα μπαστούνια σ’εκείνη την παρτίδα ήταν το ατού.
-Καλά τι κάνεις εκεί;
-Καλά είμαι ευχαριστώ.
-Τι καλά; Πέταξες δύο!
-Ε αφού δε μου χρειαζόταν, γιατί να το κρατήσω;
-Δηλαδή κλείνεις;
-Πας καλά; Με τέτοιο σκατόφυλλο ούτε αύριο δεν κλείνω.
-Και πετάς δύο;
-Αφού δεν το χρειάζομαι λέμε ρε άνθρωπε κι όλα τ’άλλα που έχω τους κάνουν γιατί να το κρατήσω;
-Το δύο είναι μπαλαντέρ, το δύο είναι σαν το τζόκερ, το δύο δεν το πετάμε, είναι και ατού τα μπαστούνια, γαμώ την τύχη μου μέσα, ε όχι ρε πουστη Δια, πεταξε το μπαλαντέρ!
Εκεί κατάλαβα ότι μάλλον έκανα μαλακία, οι κοπέλες γελούσαν ευγενικά, ήλπιζα όχι μαζί μου αλλά με την τραβηγμένη όπως και να το δεις αντίδραση του ο οποίος είχε πει γαμώ την τύχη μου πάρα πολλές φορές, τουλάχιστον όσες είχε σηκώσει φύλλο και πολλές άλλες όταν πέταγαν εκείνες κάτω και δε μας έκανε το χαρτί τους ή όταν αυτές σχημάτιζαν καθαρές (ή και νοθευμένες) μπιρίμπες. Για τον πούστη Δία δεν τον αδικώ, η ιστορία με τον γανυμύδη είναι γνωστή σε όλους αλλά εντάξει, είναι αδικία ως προς το πρόσωπο του διότι είχε κουτουπώσει και τις άπειρες γκομενίτσες, αν μη τι άλλο ένα «ρε bi Δία» θα ταίριαζε καλύτερα. Η παρτίδα συνεχίστηκε, εμείς φυσικά χάσαμε και παρόλο που η κοπέλα με το ράσο καταφανέστατα τον γούσταρε γιατί έλεγε ότι βαριόταν να πάει στο σπίτι της και ήταν κουρασμένη για να περπατάει και ότι το επόμενο πρωί είχε και μια δουλειά εκεί κοντά, αυτός δε βρήκε τίποτα άλλο να της πει παρά καληνύχτα! Περιττό να πω ότι την επόμενη φορά που πήγα στο φίλο μου που δεν είχε χωρίσει ακόμα μπιρίμπα δεν παίξαμε. Οι επόμενες φορές που έπαιξα μπιρίμπα μάλλον δεν είχαν κάτι το συνταρακτικό γεγονός που χρήζει αναφοράς γιατί δεν τις θυμάμαι καν! Κι ερχόμαστε στο χθες! Η πρόσκληση ξύπνησε τις παλιές αναμνήσεις και μια άγρια χαρά καθρεφτιζόταν στο πρόσωπο μου. Αφού συναντηθήκαμε και αρχίσαμε την τυπική ανταλλαγή νέων στρωθήκαμε στο τραπέζι με τη πράσινη τσόχα να μας καλεί ωσάν σειρήνα. Το μόνο πρόβλημα ήταν πως το ένα μέλος δεν είχε ιδέα από το παιχνίδι και γενικά με τα χαρτιά δεν είχε και την καλύτερη σχέση. Αφού εξηγήσαμε εν συντομία τους βασικούς κανόνες ξεκινήσαμε ένα παιχνίδι δοκιμαστικό με ανοιχτά τα φύλλα και επεξήγηση επι των κινήσεων για να γινει αντιληπτός ο σκοπός του παιχνιδιού και η λογική που το διαίπει. Όλα καλά μέχρι εκεί και ξεκινήσαμε το πρώτο μας παιχνίδι το οποίο έληξε με συντριβή της ομάδας του αρχάριου μέλους. Αρνητική συγκομιδή πόντων, -40 για την ακρίβεια και πριν προλάβουμε να ξεκινήσουμε το μέτρημα των δικών μας ακούσαμε έκπληκτοι ότι η νύστα ήταν πιο ισχυρή από την επιθυμία για μπιρίμπα κι έτσι έληξε άδοξα αυτή η απόπειρα για να επανέλθω θριαμβευτικά στους αγωνιστικούς χώρους. Τουλάχιστον μετά είχε στην τηλεόραση Κώστα Μυλωνά κι ακούσαμε το φοβερό «Έλσα σ’αγαπάω, Έλσα I Love You κάργα» και ήρθαμε στα ίσα μας.
Κάπως έτσι έχω στο μυαλό μου τα παιχνίδια που απαιτούν μία τράπουλα (οκ ξέρω και παιχνίδια χωρίς τράπουλα που το all night long ταιριάζει αλλά σήμερα δε θα μας απασχολήσουν). Ποτέ δεν υπήρξα αφοσιωμένος χαρτοπαίκτης κι εδώ που τα λέμε δε ξέρω καν αν έχω το δικαίωμα να αποκαλώ τον εαυτό μου παίκτη. Οι συναθροίσεις για χαρτιά που ποτέ δεν ήταν πολλές έτσι κι αλλιώς τώρα έχουν μειωθεί επικίνδυνα με αποτέλεσμα να μη μπορώ να θυμηθώ πριν την πρωτοχρονιά από πότε είχα να παίξω. Χθες λοιπόν ήμουν καλεσμένος σ’ ένα φιλικό σπίτι για να δείξω τις ικανότητες μου εις την μπιρίμπα, το γνωστό αυτό παιχνίδι που έχει ξεσηκώσει γενιές και γενιές ανά την υφήλιο. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Η προιστορία μου με τη μπιρίμπα ξεκινάει από μια επίσκεψη κάποιας φίλης της θείας μου στο σπίτι μας. Θα τη φιλοξενούσαμε για λίγες ημέρες και εκτός από τα διάφορα δώρα που μας έφερε είχε μαζί της και μια πράσινη τσόχα για κάθε ενδεχόμενο. Έτσι κάθε βράδυ που εμείς πηγαίναμε για ύπνο η μητέρα μου, η θεία μου, η φίλης της θείας μου και μια γειτόνισσα μαζευόταν στο σπίτι μας για να εξασκήσουν το σπορ. Ωραίες εποχές κι εκείνες, μπιρίμπα βέβαια δεν έμαθα τότε αλλά είχα μια πρώτη επαφή και σαφέστατα μια σωστή επιρροή. Μερικά χρόνια αργότερα βρέθηκα ένα καλοκαίρι σε μια παρέα που είχε ανακαλύψει την τράπουλα και τα παράγωγα της. Θανάσης, Κουμ Καν, Μπιρίμπα και Πινακλ στην ημερήσια διάταξη. Κάθε μεσημέρι μαζευόμασταν για πνευματική εξάσκηση κι έπειτα όταν ο ήλιος δεν έκαιγε τόσο πολύ πεταγόμασταν στο παρακείμενο γήπεδο του μπάσκετ στο οποίο κάναμε καθημερινώς την σωματική μας εξάσκηση. Το βράδυ στην καφετέρια κάναμε την αλκοολική μας εξάσκηση και γενικά ήταν ένα καλοκαίρι γεμάτο εξάσκηση, που τύφλα να’χουν οι χαρούμενες διακοπές και τα λοιπά βιβλία του είδους. Τα επόμενα καλοκαίρια το πάθος για τη χαρτοπαιξία άρχισε να φθίνει και πλέον καθένας έχει τραβήξει το δρόμο του αν και πολύ ευχαρίστως να τους συναντούσα όλους ξανά για μία παρτίδα. Να τονίσω εδώ ότι πριν τα χαρτιά είχαμε εντρυφήσει στο μπιλιάρδο και πριν το μπιλιάρδο στα ηλεκτρονικά (γνωστά και ως ουφάδικα) ενώ ποτέ δεν ασχοληθήκαμε με τα βελάκια, το μίνι γκολφ και το κρίκετ. Μετά τα χαρτιά μάλλον το ρίξαμε στη μαλακία κάτι το οποίο κανείς μας ποτέ δεν παραδέχτηκε αλλά θα πρέπει να παραδεχτώ ότι είναι η πικρή αλήθεια. Κάμποσα χρόνια αργότερα από εκείνο το γεμάτο χαρτια καλοκαίρι αλλά και προ αμνημονεύτων χρόνων από σήμερα βρέθηκα στη Θες/νικη όπου με φιλοξενούσε ένας φίλος τον οποίο σπάνια συναντούσα στο σπίτι του στο οποίο όμως τακτικότατα έβρισκα τον συγκάτοικο του έναν μάλλον μαλάκα και κομπλεξικό τεταρτοετή φοιτητή της κατηγορίας «καληνυχτάκιας». Ήταν λοιπόν μια νύχτα παγερή με δύο φίλες του στο σαλόνι και λέγαν τα δικά τους. Το σπίτι δεν είχε θέρμανση, μόνο μια σόμπα στο σαλόνι, ήταν και τριάρι αντιλαμβάνεστε ότι βίωσα πραγματικά την έκφραση «το δάγκωσα από το κρύο» διότι θεώρησα περιττό να κουβαλήσω μαζί μου το sleeping bag και ο φίλος μου κουβέρτες δεν είχε γιατί σχεδόν μόνιμα έμενε σπίτι της κοπέλας του το οποίο και θέρμανση είχε και καθαρό ήταν και σχεδόν είχε μετακομίσει εκεί. Το σπίτι προφανώς το κράταγε για την περίπτωση που θα χώριζε όπως κι έγινε κάποια χρόνια αργότερα οπότε αν μη τι άλλο δε βρέθηκε στο δρόμο. Τη νύχτα εκείνη λοιπόν λίγο οι φωνές, λίγο το κρύο (ή μάλλον πολύ οι φωνές και πολύ το κρύο), έκανα κι εγώ την εμφάνιση μου στο σαλόνι για να ζεσταθεί το κοκκαλάκι μου αφού το είχα πάρει σχεδόν απόφαση ότι δε θα μ’έπαιρνε ο ύπνος και οικονομικά δε μ’έπαιρνε να πάω σε ξενοδοχείο. Τότε η μία εκ των κορασίδων είχε τη φαεινή ιδέα να παίξουμε μπιρίμπα. Αφού έγινε η σχετική ανακεφαλαίωση για τα βασικά χωριστήκαμε σε άνδρες ? γυναίκες και ξεκινήσαμε να παίζουμε. Ο «καληνυχτάκιας» είχε το αβαντάζ ενώ εγώ έπρεπε να δείξω τρομερή αυτοσυγκράτηση διότι η φούστα της παίχτριας που ήταν διαγωνίως απέναντι μου σε καμία περίπτωση δε μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ράσο, οι δε κινήσεις των ποδιών της απεκάλυπταν τα όσα υποτίθεται ότι έκρυβε εκείνο το μάυρο κομμάτι υφάσματος που ήταν τυλιγμένο γύρω της. Η αυτοσυγκέντρωση μου είχε χαθεί και οι κινήσεις μου ήταν μακράν οι χειρότερες που θα μπορούσα να κάνω. Στην τύχη αν διάλεγα ένα χαρτί για να πετάξω κάτω θα είχα παίξει καλύτερα. Ο «καληνυχτάκιας» άρχισε να τα παίρνει ωσπου δεν άντεξε όταν με είδε να πετάω κάτω ένα διπλό μπαστούνι. Το διπλό στη μπιρίμπα είναι μπαλαντέρ, δηλαδή το κάνεις ότι γουστάρεις εσύ κι επιπλέον τα μπαστούνια σ’εκείνη την παρτίδα ήταν το ατού.
-Καλά τι κάνεις εκεί;
-Καλά είμαι ευχαριστώ.
-Τι καλά; Πέταξες δύο!
-Ε αφού δε μου χρειαζόταν, γιατί να το κρατήσω;
-Δηλαδή κλείνεις;
-Πας καλά; Με τέτοιο σκατόφυλλο ούτε αύριο δεν κλείνω.
-Και πετάς δύο;
-Αφού δεν το χρειάζομαι λέμε ρε άνθρωπε κι όλα τ’άλλα που έχω τους κάνουν γιατί να το κρατήσω;
-Το δύο είναι μπαλαντέρ, το δύο είναι σαν το τζόκερ, το δύο δεν το πετάμε, είναι και ατού τα μπαστούνια, γαμώ την τύχη μου μέσα, ε όχι ρε πουστη Δια, πεταξε το μπαλαντέρ!
Εκεί κατάλαβα ότι μάλλον έκανα μαλακία, οι κοπέλες γελούσαν ευγενικά, ήλπιζα όχι μαζί μου αλλά με την τραβηγμένη όπως και να το δεις αντίδραση του ο οποίος είχε πει γαμώ την τύχη μου πάρα πολλές φορές, τουλάχιστον όσες είχε σηκώσει φύλλο και πολλές άλλες όταν πέταγαν εκείνες κάτω και δε μας έκανε το χαρτί τους ή όταν αυτές σχημάτιζαν καθαρές (ή και νοθευμένες) μπιρίμπες. Για τον πούστη Δία δεν τον αδικώ, η ιστορία με τον γανυμύδη είναι γνωστή σε όλους αλλά εντάξει, είναι αδικία ως προς το πρόσωπο του διότι είχε κουτουπώσει και τις άπειρες γκομενίτσες, αν μη τι άλλο ένα «ρε bi Δία» θα ταίριαζε καλύτερα. Η παρτίδα συνεχίστηκε, εμείς φυσικά χάσαμε και παρόλο που η κοπέλα με το ράσο καταφανέστατα τον γούσταρε γιατί έλεγε ότι βαριόταν να πάει στο σπίτι της και ήταν κουρασμένη για να περπατάει και ότι το επόμενο πρωί είχε και μια δουλειά εκεί κοντά, αυτός δε βρήκε τίποτα άλλο να της πει παρά καληνύχτα! Περιττό να πω ότι την επόμενη φορά που πήγα στο φίλο μου που δεν είχε χωρίσει ακόμα μπιρίμπα δεν παίξαμε. Οι επόμενες φορές που έπαιξα μπιρίμπα μάλλον δεν είχαν κάτι το συνταρακτικό γεγονός που χρήζει αναφοράς γιατί δεν τις θυμάμαι καν! Κι ερχόμαστε στο χθες! Η πρόσκληση ξύπνησε τις παλιές αναμνήσεις και μια άγρια χαρά καθρεφτιζόταν στο πρόσωπο μου. Αφού συναντηθήκαμε και αρχίσαμε την τυπική ανταλλαγή νέων στρωθήκαμε στο τραπέζι με τη πράσινη τσόχα να μας καλεί ωσάν σειρήνα. Το μόνο πρόβλημα ήταν πως το ένα μέλος δεν είχε ιδέα από το παιχνίδι και γενικά με τα χαρτιά δεν είχε και την καλύτερη σχέση. Αφού εξηγήσαμε εν συντομία τους βασικούς κανόνες ξεκινήσαμε ένα παιχνίδι δοκιμαστικό με ανοιχτά τα φύλλα και επεξήγηση επι των κινήσεων για να γινει αντιληπτός ο σκοπός του παιχνιδιού και η λογική που το διαίπει. Όλα καλά μέχρι εκεί και ξεκινήσαμε το πρώτο μας παιχνίδι το οποίο έληξε με συντριβή της ομάδας του αρχάριου μέλους. Αρνητική συγκομιδή πόντων, -40 για την ακρίβεια και πριν προλάβουμε να ξεκινήσουμε το μέτρημα των δικών μας ακούσαμε έκπληκτοι ότι η νύστα ήταν πιο ισχυρή από την επιθυμία για μπιρίμπα κι έτσι έληξε άδοξα αυτή η απόπειρα για να επανέλθω θριαμβευτικά στους αγωνιστικούς χώρους. Τουλάχιστον μετά είχε στην τηλεόραση Κώστα Μυλωνά κι ακούσαμε το φοβερό «Έλσα σ’αγαπάω, Έλσα I Love You κάργα» και ήρθαμε στα ίσα μας.