Friday, October 21, 2005

Όταν έκλαψε ο Γκάζα

Ήτανε μια από τις πολλές φορές που είχα δει τον Γκάζα να κλαίει και καταλάβαινα ότι θα έπρεπε να αναλάβω δράση έτσι ώστε τα πράγματα να γίνουν καλύτερα κάτι που συνήθιζα να κάνω από καιρό σε καιρό καθώς τα ξεσπάσματα του Γκάζα κατά κόσμον Πολ Γκασκόιν ήταν συχνά και πάντοτε βουτηγμένα μες στο αλκοόλ. Εγώ εκείνη την περίοδο μόλις είχα βγει από ένα πρόγραμμα απεξάρτησης κι όσο να’ναι μπορούσα και να τον καταλάβω και να του δώσω και μια συμβουλή παραπάνω αφού είχα περάσει πάνω κάτω τα ίδια, όπως επίσης και μ’εκείνη τη δίαιτα που πήγαινα πάνω κάτω τη σκάλα στο hotel president διότι δε θα μπορούσα να μένω και πουθενά αλλού μετά τη σκληρή περιπέτεια που είχα με τα ναρκωτικά. Αμούστακο παλλικαράκι ακόμα στο χωριό πήγαινα ανάμεσα στα καλαμπόκια και άραζα κάτω από τις χασισοφυτείες διαβάζοντας Μπλεκ, Ζαγόρα και Όμπραξ ενώ μάσαγα εκείνα τα πολύ νόστιμα φυλλαράκια τα οποία σχεδόν πάντα μου έφτιαχναν τη διάθεση, υπήρχαν όμως και οι φορές που μ’έπιαναν τα κλάμματα και δεν ήξερα το γιατί, ήξερα όμως ότι ποτέ δε γύριζα σπίτι με την ίδια διάθεση με την οποία έφευγα. Αργότερα, το ίδιο ακριβώς συνάντησα σ’ένα υπόγειο σπίτι κάπου κοντά στην πλατεία Βικτωρίας με μια κοπέλα που ζήταγε απεγνωσμένα παγωτό κι έπρεπε εγώ μέσα στα χάλια μου να την πάω σπίτι αλλά να φτάσω και στο δικό μου κι είχα κι ένα μαλάκα που επιχειρούσε να εκμεταλλευθεί σεξουαλικώς την όλη κατάσταση αλλά η κοπέλα δε χρωστούσε τίποτα κι έτσι την πήρα και φύγαμε και θυμάμαι ακόμα το τρομαγμένο βλέμμα της όταν τη ρώτησα αν είναι καλά. Το σημαντικό μου είπε είναι εσύ να είσαι καλά που οδηγείς κιόλας και σταματήσαμε κάπου στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, δε θυμάμαι τώρα αν ήταν πριν ή μετά το γήπεδο του Παναθηναϊκού, λίγη σημασία έχει τώρα πια. Μια φορά την ξαναείδα τυχαία στο δρόμο, με κοίταξε, την κοίταξα, μου είπε ευχαριστώ και χαθήκαμε. Δεν είχαμε να πούμε και τίποτα άλλωστε, εκτός από τις οδηγίες για το σπίτι της δε θυμάμαι να είχαμε ανταλλέξει πολλές κουβέντες έτσι κι αλλιώς. Κι ύστερα ήρθε η κυρία η οποία πρακτικά δοκίμαζε τα πάντα κι επειδή ήμουνα εντάξει και καλό παιδί εχέμυθο και υπεράνω πάσης υποψίας μου έδινε και μένα σχεδόν τα πάντα γιατί αρνιόμουν πεισματικά το LSD δεν έλεγα ποτέ όμως όχι στην κοκαΐνη κι έτσι σε σπίτια, στις τουαλέτες του νηπιαγωγείου και του άστρον αλλά και περιστασιακά και σ’άλλα μπαρ-κλαμπ αλλά με αγαπημένο και σταθερό μέρος το Ρόδον που έκλεισε τώρα πια, πριν από τις συναυλίες, κατα τη διάρκεια αλλά και μετά μαζί με το γκρούπ ή και χώρια στο γνωστό εκείνο μέρος που έμεινε στην ιστορία τώρα πια ως Υγεία πέφταμε με τα μούτρα ή με τις μύτες για την ακρίβεια στο αγαπημένο μας ποτό κι άλλοτε σε μανιτάρια, special K κι ότι γενικά δεν ελόχευε μεγάλο κίνδυνο, μετά εγώ έφυγα για το στρατό, αλλά στις άδειες πάντα τα λέγαμε για να θυμηθούμε τα παλιά ώσπου σ’εκείνο το ατελιέ γνωρίστηκα με την αυθόρμητη κορασίδα κι αφού σεξ με την κυρία δεν είχαμε κάνει ποτέ βγήκαμε και οι τρεις μαζί και μετά δε ξαναβγήκαμε, έμεινα να βγαίνω με την αυθόρμητη κορασίδα της οποίας η καλύτερη περίοδος που μπορούσε να θυμηθεί ήταν όταν έπινε χόρτο κάτι που μαζί μου δεν έκανε ποτέ, ώσπου μια μέρα βγήκαμε μαζί με τον Τάκη, κι από ένα απλό σινεμά που με το ζόρι είχε έρθει, γυρίσαμε δύο-τρία μπαρ και στο νηπιαγωγείο τα έφτιαξαν και αργότερα όταν τον ξαναπετύχαμε στο νηπιαγωγείο είχαμε πετύχει τον μπαρμαν εκείνο από το θηρίο που μας είχε ξετινάξει στα ποτά και τα σφηνάκια και τον είδε με την άλλη που εδώ που τα λέμε ούτε στο μικρό της δαχτυλάκι δεν της έφτανε και καθόμασταν μετά να κάνουμε τη σχετική ανάλυση και που να την αφήσεις νέα κοπέλα μόνη στο Σύνταγμα, χρώσταγε και τρία νοίκια και κάπνισα, τσιγάρο περιπτέρου αυτή τη φορά, το απέφευγα λόγω νικοτίνης. Και το ίδιο απόγευμα, Κυριακή ήτανε είχα πάρει κι εφημερίδες από το περίπτερο, πέτυχα τον Γκάζα να κλαίει, στην τηλεόραση ήτανε, στην εφημερίδα ήτανε, δε θυμάμαι αλλά έκλαιγε. Σαν παιδί. Κι έκλαψα κι εγώ μέσα στους τέσσερις τοίχους και με κοιτούσαν όλοι που έκλαιγα και δεν έλεγαν τίποτα, σα να έκλαιγαν σιωπηρά κι αυτοί και ήταν ωραία έτσι που κλαίγαμε όλοι μαζί, δε ξέρω για πόση ώρα αλλά είχε νυχτώσει όταν με τα κατακόκκινα μάτια, πρησμένα από το κλάμμα σήκωσα το ακουστικό και πήρα τηλέφωνο τον Πολ Νιούμαν για να πάμε να βρούμε τον Πολ Γκασκόιν και να τα πιούμε σ’ένα μπαρ τυχαίο γιατί έτσι έπρεπε να γίνει εκείνη τη νύχτα. Πήραμε την αγαπημένη μας Γκίνες που τη βρήκαμε σε ντραφτ γιατί σε μπουκάλι δε μου αρέσει καθόλου και γενικά το χειμώνα την προτιμώ, το καλοκαίρι δεν είναι και τόσο ωραία, προσωπικά γούστα αυτά όμως, εσείς πιείτε την όποτε θέλετε εξάλλου κι εγώ την πίνω και το καλοκαίρι, απλώς το χειμώνα την προτιμώ περισσότερο. Τις γουστάραμε τις Ιρλανδέζες και ξεκινήσαμε μετά να πάμε σε κάτι Δουβλινέζικα μπουρδέλα αλλά του Γκάζα δεν του άρεσαν οι πόρνες αυτές, είχαν φακίδες και μικρά στητά στήθη, τον έφερα εδώ για να γνωρίσει τις χαρές του ανατολικού μπλοκ και μ’ευγνωμονούσε για μια ζωή χαρίζοντας μου έναν δίσκο των sisters of mercy που είχα κι εγώ με διαφορετικό εξώφυλλο όμως, λιγότερο σπάνιο κι έτσι τον κράτησα ενώ σε διαφορετική περίπτωση θα του τον έδινα στο χέρι να τον έχει να τον χαίρεται. Εγώ μετά από τόσες μπύρες είχα όρεξη να πιω μια πορτοκαλάδα ΕΨΑ από μπουκάλι όμως κι όχι από κουτάκι γιατί και η γεύση είναι ελαφρώς διαφορετική και την έχω συνδυάσει με τα παιδικά μου χρόνια που δεν υπήρχε κουτάκι και ήταν εκείνο το πρωτότυπο κουτάκι με την πρωτότυπη γεύση που δεν έμοιαζε ούτε με φάντα, ούτε με ήβη, ούτε με λουξ, ούτε με κλιάφα και γενικά μπορούσες να πεις ότι ξεχώριζε αν και αναγκαζόμουν πολλές φορές να καταφύγω στην κλιάφα γιατί την έβρισκα πιο συχνά και έπρεπε να την ανακατέψεις λίγο, ποτέ δε μου άρεσε αυτό αλλά πάντα είχαμε ένα τελάρο σπίτι, πορτοκαλάδες, λεμονάδες, σπράιτ και κοκα-κόλες κι άλλο ένα με μπύρες, άμστελ κι όχι πράσινες, αργότερα μπήκαν κι αυτές στο σπίτι, εκείνα τα χρόνια όμως ήταν μόνο γευστικό αμστελόζουμο που δε μου άρεσε καθόλου αλλά ήμουν και μικρός και δεν ήξερα να εκτιμήσω τις γεύσεις, τώρα όσες κλιάφες και να μου δώσεις δεν τις αλλάζω με μια άμστελ αλλά δε μπορώ να πω το ίδιο και για τις έψα που ναι μεν μια ποιότητα την είχαν αλλά επειδή είχαν ελάχιστο ανθρακικό τις κατέβαζες στο λεπτό και μία δεν ήταν ποτέ αρκετή. Κι ύστερα ο Γκάζα παράτησε την μπάλα κι εγώ τον μύησα στη γευστικότατη επίσης γκαζόζα έψα την οποία πίναμε πάντα πριν πάμε να βάλουμε γκαζάκια σε τράπεζες και πυλωτές από σπίτια πλουσίων για να πολεμήσουμε το κατεστημένο το οποίο συντηρούσαμε εκείνη την ώρα αλλά που μυαλό, μυαλό είχε μόνο ο Ντίνος που τον είχα συναντήσει για μία και μοναδική φορά στη ζωή μου σ’εκείνο το σπίτι λίγο έξω από το Βόλο, δάσκαλος, χωρισμένος μ’ένα παιδί, αναρχικός κι αυτός φίλος του Γιώργου από το σπίτι του οποίου ακούγαμε τους γείτονες να κάνουν πάρτυ σχεδόν κάθε βράδυ. Πάρτυ με ούζα εννοώ και τότε ανεβαίναμε στη μηχανή του Γιώργου, δεν είχε δίπλωμα, δεν είχε τίποτα και φεύγαμε για να κάνουμε κουβέντες σχετικές με τον κόσμο και τα σκατά που έχουν ξεχειλίσει και ρε γαμώτο τίποτα δεν άλλαξε από τότε εξόν που ο Γιώργος παντρεύτηκε και έβγαλε και δίπλωμα και όλο λέω ότι θα σταματήσω κάποια φορά στον Άνω Βόλο καθώς πηγαίνω για Πήλιο αλλά ποτέ δε σταματάω, θα σταματήσω όμως κάποια φορά δε γίνεται, έτσι για να πιούμε ένα τσιπουράκι με μεζέ, ίσως να πάμε και στο σπίτι του Ντίνου, εκείνη τη μονοκατοικία με τον κήπο, διάβαζε φιλοσοφία ο Ντίνος, δε μίλαγα πολύ στην αρχή ρουφούσα τα λόγια του, δε με αφήναν να πληρώνω κιόλας, δέκα χρόνια μικρότερος, φοιτητής ακόμα εγώ, είχα πάει στο Βόλο για μια γκόμενα κι όταν είδα το ξάδερφο της έναν τύπο νονό της νύχτας που σε όσα μαγαζιά πήγαμε καθάριζε αυτός και βρίσκαμε και τραπέζι και απ’όλα, είχα κι εκείνη την παλιά άλφα ρομέο του θείου, βγαλμένη μόλις πριν δυο μέρες από το συνεργείο που έπαιρνα στα κρυφά αφού αυτός έλειπε ταξίδι στην Κρήτη αλλά και στην Κρήνη να ήτανε μεγάλη διαφορά δε θα είχε, στην Κρήνη την είχα συναντήσει την εκ Βόλου ορμώμενη σαλονικιά και είπαμε τα νέα μας για τελευταία μάλλον φορά. Κι ο Γκάζα να μη σταματά το κλάμα, γνώρισε και τη ρετσίνα, μια αηδία του φαινόταν αλλά στο τέλος τη συνήθισε γιατί ήταν φτηνή κι η γεύση της τον απωθούσε. Η γεύση της. Λες και ξέραμε εμείς τότε από αυτά. Όλα άνοστα ήταν και μείναμε τώρα εδώ να ρίχνουμε αλάτι. Ραδιόφωνα πειρατικά με τον Άκη, κοπάνες απ’ οτιδήποτε είχε περιορισμούς και ημερολόγια, άλλοτε γραμμένα στο χαρτί τώρα μπροστά από μια οθόνη.

Καληνύχτα σας