Monday, April 30, 2007

Ταραχή

Κουμπώνω μια λυσοπαϊνη (τη γνωστή υπογλώσσια καραμέλα κατά της λύσσας που όμως είναι χρήσιμη και σ’ένα σωρό άλλες περιπτώσεις όπως π.χ. δυσπεψία ή αίσθημα κνησμού στον αγκώνα) και πριν προλάβει να διαλυθεί απ’ τα πτύελα μου κάνω γαργάρες με το παραδοσιακό πλέον στοματικό μου διάλυμα, μια κόκα κόλα, γεγονός που με κάνει ν’ αρχίσω να βγάζω αφρούς από το στόμα κάνοντας με να σκεφτώ πως η συγκεκριμένη καραμέλα μαζί με κόκα κόλα και μια ρετσίνα της σειράς θα ήταν ότι ακριβώς χρειάζεται κάποιος για την παραγωγή σαμπάνιας, κοινώς τον οίνο τον αφρώδη. Είσαι για παράδειγμα σπίτι σου κι έχεις ξεμείνει από σαμπάνιες αλλά θες να το γλεντήσεις αναλόγως. Γιατί να ντροπιαστείς; Με αυτά τα πολύ απλά συστατικά γίνεσαι Χριστός που έκανε το νερό κρασί. Φαντάσου τώρα να πας σε κανένα μεζεδοπωλείο με το Χριστό και να παραγγέλνεις εμφιαλωμένα νερά του 1.5 λίτρου και αυτός να τα κάνει κρασί. Η χαρά του τσίπη. Και η χαρά στην τσέπη.

Έχω έρθει το λοιπόν στο κέφι και μοστράρω λουστρίνι μυτερό παπουτσάκι, αβανταδόρικο παντελόνι με τσάκιση, μεταξωτό υποκάμισο γνωστού ιταλικού οίκου με μανικετόκουμπα που απεικονίζουν το Γκούφυ και ανάλογο γιλέκο με το σχετικό εξοπλισμό στις εξωτερικές τσέπες ενώ και η γραβάτα με τον παχύ τον κόμπο, ναυτικό θαρρείς, χρησιμεύει για να σκουπίζω τον ιδρώτα από το μέτωπο μου καθώς ο ήλιος κοιτάει πούστικα από ψηλά και σε τσιτσιρίζει. Το καουμπόικο καπέλο δεν προσφέρει ιδιαίτερη προστασία ενώ εγώ ακολουθώντας πιστά τις οδηγίες του γιατρού παίζω με το κεχριμπαρένιο κομπολόι μου μην έχοντας πραγματικά κάποια σοβαρή εναλλακτική επιλογή εκτός ενδεχομένως από κάποιες τυχαίες ονειρώξεις που όμως έχω τόσο άσπλαχνα θυσιάσει ανταλλάσσοντας τον μεσημεριανό μου ύπνο με ένα καφέ στο Θησείο.

Ο ήχος του ηλεκτρικού σιδηρόδρομου καθώς στέκομαι όρθιος πλάι σε μια κολόνα κάνει τα μάτια μου να κλείνουν και να γεμίζουν με χιλιάδες εικόνες πανηδονιστικής κυρίως φύσης και φάσης τις οποίες όμως μ’ ένα απότομο τίναγμα των βλεφάρων απορρίπτω και προσηλώνομαι σε αυτήν την έντονα ερωτική φωνή αναγγελίας του επόμενου σταθμού μετρώντας με τα δάχτυλα του ενός χεριού μου στα κρυφά πίσω από την πλάτη για το πόσες στάσεις μένουν ακόμη έτσι ώστε να μην ξεφτιλιστώ και κατεβώ στην επόμενη η οποία εδώ που τα λέμε μόνο πετροβολισμούς σε ντέρμπι αιωνίων έχει να μου προσφέρει σαν θύμησες.

Με το αριστερό μου χέρι σε στάση σφιχτής γροθιάς παίρνω γραμμή ότι πρέπει να κατέβω παρόλο που το όλο παρουσιαστικό μου παραπέμπει μάλλον σε έμπειρο παίκτη της ελληνικής ρώσικης ρουλέτας, μια παραλλαγή του γνωστού σε όλους μας από τα παιδικά κυρίως χρόνια «πέτρα, ψαλίδι, μολύβι, χαρτί» όπου μια καλή εφαρμογή του νόμου των πιθανοτήτων μπορεί να σε κάνει όχι απλά να κερδίσεις αλλά να θριαμβεύσεις έναντι και του πιο ζόρικου αντιπάλου εκτός και αν αυτός έχει μαζί του καμια κοτρώνα ή κανένα ψαλίδι όπως αυτά που χρησιμοποιούμε στον κούρο των προβάτων που εύκολα σχετικά μπορούν να γίνουν φονικά όπλα ακόμη και στα χέρια του πιο ανίδεου παίκτη.

Βγάζω από την εξωτερική τσέπη το γυαλί ηλίου με το ελεύθερο χέρι, το φοράω με μια κίνηση που θα ζήλευε και ο Αλέν Ντελόν και περπατάω στον πλακόστρωτο δρόμο του Θησείου ενώ στην πρώτη γωνία κάνω μια στάση για ν’αγοράσω μπαλόνια, αυτά τα καλά με το ήλιο μέσα και διψασμένος καθώς είμαι από τις σχεδόν σαχαροερημικές συνθήκες θερμοκρασίας, πίνω το ένα μπαλόνι πίσω από το άλλο ξεκινώντας από ένα σκυλάκι Δαλματίας και τελειώνοντας με τον κύριο καλαμάρη τον τοιούτο φίλο του Μπομπ του σφουγγαράκη. Γεγονός είναι πως η φωνή μου παρουσιάζεται κάπως αλλοιωμένη κάτι που προκαλεί τον ανεξήγητο γέλωτα από τους περαστικούς που με ακούν καθώς συνεννοούμαι σε άριστα τσετσένικα για το ποια καφετέρια θα πρέπει ν’ αναζητήσω. Θυμάμαι εν τω μεταξύ και το ομώνυμο βιβλίο του Θέμελη και σκέφτομαι ότι πρέπει στο γυρισμό να περάσω από την Ομόνοια για να αγοράσω το αγαπημένο μου περιοδικό «Τροχοί και TIR» για να κοζάρω τα νέα μοντέλα που θα βγουν στην πιάτσα.

Φτάνω στο ακριβοθώρητο καφέ, ιδιοκτησία ενός καθηγητού μου από το σχολείο, διευθυντή τώρα πια στο λύκειο μας και καταλαβαίνω ακριβώς τι εννοούσε όταν έλεγε πως τα μαθηματικά είναι το χόμπι του. Αφού η δουλειά του είναι η καφετέρια. Σκέφτομαι ότι ένα κεχριμπαρένιο υγρό παρόμοιας απόχρωσης με το κομπολόι μου είναι η καλύτερη δυνατή επιλογή αλλά το κουτάκι με την αντιβίωση στο αριστερό τσεπάκι με επαναφέρει στην τάξη. Στην πραγματικότητα με επανέφερε το γραπτό μήνυμα που με θόρυβο ελήφθη: «Επειδή δεν βλέπω να φτάνω σπίτι μου σήμερα και ο ταρίφας είναι τρελός, να ξέρεις ότι σε αγάπησα. Σου αφήνω τον υπολογιστή μου και όλα μου τα εσώρουχα». Κι έτσι από το πουθενά βρέθηκα με 52 στρινγκ και 17 σουτιέν.

Sunday, April 29, 2007

Παλιά πληγή

Βαθιά πληγή, παλιά πληγή
μονάκριβη δική μου
την ξεριζώνω απ' την καρδιά
φυτρώνει στην αυλή μου
την ξεριζώνω απ' την καρδιά
φυτρώνει στην αυλή μου
βαθιά πληγή, παλιά πληγή
μονάκριβη δική μου

Ανθίζει καταχείμωνο
που οι φωνές κοπάζουν
έχει τη φυλωσια πυκνή
και νύχια που χαράζουν
έχει τη φυλωσια πυκνή
και νύχια που χαράζουν
ανθίζει καταχείμωνο
που οι φωνές κοπάζουν

Αγάπημενα πρόσωπα
αγαπημένα μάτια
έρχονται σαν τα κύματα
και αφήνουν κατακάθια

Μαραίνεται απ' το γέλιο μου
πίνει απ' τα δάκρυα μου
έρχεται στις παρέες μου
και κλέβει τη μιλιά μου
έρχεται στις παρέες μου
και κλέβει τη μιλιά μου
μαραίνεται απ' το γέλιο μου
πίνει απ' τα δάκρυα μου

Βαθιά πληγή, παλιά πληγή
πες μου τι να κοιτάξω
να μπω σε κόσμο σκοτεινό
ή πάλι να αγκαλιάσω
να μπω σε κόσμο σκοτεινό
ή πάλι να αγκαλιάσω
βαθιά πληγή, παλιά πληγή
πες μου τι να κοιτάξω

Αγάπημενα πρόσωπα
αγαπημένα μάτια
έρχονται σαν τα κύματα
και αφήνουν κατακάθια

Thursday, April 26, 2007

Θάνατος στον Φίλιππο Πλιάτσικα

Το καλό με μια επέμβαση (έστω κι αν αυτή είναι αναίμακτη) είναι πως τυγχάνεις μιας ειδικής περιποίησης. Το κακό μιας επέμβασης δε θα το αναλύσουμε εδώ όμως θα πούμε για το κακό του να μπαίνεις σε διάφορα αυτοκίνητα και ταξί για να μετακινηθείς. Δεν επιλέγεις εσύ τι θα ακούσεις. Και μπορεί ο τίτλος του ποστ να θεωρηθεί κάπως σκληρός, άδικος για κάποιους άλλους, φασιστικός, αναχρονιστικός, επιπόλαιος, οργισμένος αλλα είναι η ωμή αλήθεια. Ας τον καθαρίσουμε τον πούστη να ησυχάσουμε. Ότι δεν έχει φωνή το ξεπερνάμε, κάθεται και λέει αυτές τις μαλακισμένες μπαλάντες του με τη ψιθυριστή σε στυλ αργοπεθαίνω φωνή διότι πολύ απλά δε μπορεί ν'ανέβει παραπάνω ο άνθρωπος. Αλλά εντάξει χωρίς φωνή πολλοί πρόκοψαν, χωρίς ταλέντο επίσης, αλλά και χωρίς φωνή και χωρίς ταλέντο και με σκατόφατσα και να σε κατακλύζουν στους σταθμούς με αυτά τα σκατοτράγουδα πάει πολύ. Να με συμπαθάει όποιος γουστάρει τον εν λόγω τροβαδούρο αλλά το καλύτερο που έχει να κάνει είναι να πάρει φόρα κανένα χιλιόμετρο και να κοπανήσει το κεφάλι του σε ένα μαντρότοιχο μπας και συνέλθει. Ήμαρτον με αυτές τις playlists, ήμαρτον. Προτείνω λοιπόν ομαδικό βιασμό του Πλιάτσικα όπως αυτός κάνει στα αυτιά μας, ξύρισμα της κεφαλής σε φάση νόμου 4000, δημόσιο μαστίγωμα στην πλατεία Συντάγματος τη μέρα που γίνεται και η συναυλία με το Sakis, λιθοβολισμό αλλά και πασπάλισμα με αλάτι (χοντρό ή ψιλό δεν έχει διαφορά) και σούβλισμα σαν το πασχαλινό αρνάκι. Να τον εξαφανίσουμε τον καριόλη. Θάνατος!

#

d0ne!

Συντριβάνι

Πως αλλιώς να χαρακτηρίσεις κάτι που πιάνει μύτη, μάτια, χείλη, λάρυγγα, μάγουλα, αυτιά(!) με ακτίνα δράσης κάτι λιγότερο από δύο εκατοστά;

Wednesday, April 25, 2007

Σ' ένα τραγούδι που δεν έγραψε κανείς...

Σε μια μελώδια που ακόμα γυρνάς τις σελίδες της και ξετυλίγεται, σ' ένα τανγκό που στροβιλίζεσαι, σ' έναν τυφώνα που ψηλά σ' ανεβάζει, στη γη σε πετά και ενδιάμεσος σταθμός γνωρίζεις πως δεν υπάρχει. Έτσι λοιπόν όσες εξηγήσεις και να προσπαθείς να δώσεις πάντα το βλέμμα σου θα κοιτά τον έρωτα, θα είναι ο έρωτας, θα είναι παντού. Σα ραβασάκι μέσα σε πορτοφόλι.

Ερωτική Εξομολόγηση

Πολύ πριν τις "Ερωτικές Υποσχέσεις" είχα λάβει ένα άλλο μέιλ που το χαρακτηρίζει ο τίτλος αυτού του ποστ. Βέβαια την εξομολόγηση ακολούθησε ένα ακατάσχετο υβρεολόγιο που όμως προκλήθηκε με λάθος αφορμές και σκληρές αιτίες. Παραθέτω το γράμμα:

"Πες μου ποια άλλη βλέπει τα μάτια του αγαπημένου της γεμάτα κολλύρια, τσίμπλες και κομμάτια από χαρτί υγείας και συνεχίζει να τον κοιτάζει με λατρεία.
Όχι, πες μου! Σε προκαλώ!
Δεν υπάρχει άλλο πλάσμα στη γη που να έχει πιο όμορφες βλεφαρίδες, θα μπορούσαν να γραφτούν ποιήματα για αυτές. Τα χειλάκια σου, χιλιοτραγουδισμένα θα έπρεπε να είναι, όχι μόνο για το σχήμα τους που είναι σαν να βούτηξε κάποιος ένα πινέλο μέσα στη φαντασία μου και μετά να σε ζωγράφισε, αλλά και για τα όσα λένε, σε μένα, ερωτικά, στους άλλους, έξυπνα και αστεία.
Τα μάτια σου, αυτά τα μάτια σου, να χάνομαι μέσα τους, να σε κοιτάζω και να λέω, ώπα, εδώ είμαι, αυτό είναι, δεν γιατρεύεται πια η καρδιά μου, κάθε βράδυ αυτά θέλω να κοιμίζω, κάθε πρωί αυτά θέλω να ξυπνάω φιλώντας τα για καλημέρα. Και τα φιλιά αυτά ποτέ δεν θα σημάνουν χωρισμό, η φωνή σου, αυτή η φωνή σου μα κι οι ανάσες σου, τα κενά ανάμεσα στις λέξεις σου, ο τρόπος που καταπίνεις, ο τρόπος που κινείσαι, που γελάς, που σοβαρεύεις, που νευριάζεις, που λες γαμώ το φελέκι σου, που λες εσύ εσύ εσύ εσύ, που με κλείνεις στην αγκαλιά σου, που με φιλάς, που με ταξιδεύεις, τσέλι μου, ήλιε μου, χαρά μου, δάκρυ μου, σε αγαπάω, σε θέλω , σε χρειάζομαι, όλα τα αγαπάω πάνω σου, το κορμάκι σου, τα μαλλάκια σου, τη μυτούλα σου, τα χεράκια σου κοίτα με, κοίτα με πώς κάνω σαν χαζό, ότι κορόιδευα το λούζομαι, δεν με νοιάζει, κλείνω τα μάτια μου και πέφτω, πιάσε με, αν δεν με πιάσεις πάλι δεν με νοιάζει, αυτά τα δευτερόλεπτα της πτώσης όλη μου η ζωή σου λέω!"

Ερωτικές Υποσχέσεις

"Άμα σου ξαναγράψω να κάτσω να με γαμήσεις", είπε εκείνη. Το μέιλ της έφτασε 13 δευτερόλεπτα μετά το κλείσιμο του τηλεφώνου.

Ανιδιοτελής Έρωτας

Και πίσω απ' τ' αυτιά...

Monday, April 23, 2007

Crying time

It’s crying time again, κι αυτό όχι επειδή η κεφαλιά του Νταμπίζα δεν κατακυρώθηκε και χάσαμε στο Παγκρήτιο. Η μπάλα χάθηκε εκτός γηπέδων μα εντός έδρας κι έτσι απέμεινα εγώ, ακριβώς όπως το τραγουδούσε ο Ray Charles, χωρίς να καταβάλλω ιδιαίτερα μεγάλη προσπάθεια για να τον μιμηθώ, να γεμίζω το άδειο σκοτάδι γύρω μου με μουσικές φορώντας τα ίδια μαύρα χαρακτηριστικά γυαλιά, κλαίγοντας με μαύρο δάκρυ, τεχνητό για την ακρίβεια, αφού τα κολλύρια φαίνεται να κάνουν τη δουλειά τους. Το ίδιο τσούξιμο στα μάτια θα μπορούσε να έχει προκληθεί από τα δύο γκολ του Εργοτέλη ή την μεσολάβηση της Κρήτης γενικότερα, αφού η λεβεντογέννα έχει παίξει ρόλο στη φυσική ενυδάτωση του προσώπου μου και στο παρελθόν μέσω της ευγενικής χορηγίας ενζύμου ή της συγκίνησης που προσφέρει η ατάκα ‘θες να’σαι σπίτι μου σε είκοσι λεπτά’ κι ενώ το οπτικό πεδίο μου έχει μείνει άδειο απ’ την εικόνα της για μέρες. Μπύρες και γαλλικό άρωμα που θα πει ‘λατρεύω’, αυτά είναι τα μαντζούνια μου λοιπόν για να βρω το φως μου. Αύριο επιστροφή στο γραφείο με ματιά θολή αλλά καινούριο βλέμμα.

Saturday, April 21, 2007

Βλέμμα

Τα βλέπω σχεδόν όλα θαμπά. Δε ξέρω πως βλέπω τη μύτη μου, αυτήν δεν την πολυκοίταζα ούτε και πριν. Τόσες μέρες μέσα στα σκοτάδια και επιτέλους σε λίγα λεπτά η πρώτη βόλτα. Προσεκτικά αλλα έξω. Έξω απ' αυτήν την απομόνωση. Ουφ. Και για να παραφράσω και τον ποιητή "No more glasses anymore". Ο τσέλιγκας ξανά με αετίσιο μάτι.

Sunday, April 15, 2007

Αναγραμματισμοί

Παρατήρησα πως από τον αναγραμματισμό της λέξης μουνάρα προκύπτει η λέξη ρουμάνα. Γι' αυτό όλες οι Ρουμάνες είναι και μουνάρες;

Λόγια του Γκάτσου

Μη μου χτυπάς
τα μεσάνυχτα τη πόρτα
μη μου μιλάς
να σ' ακούσω δεν μπορώ

Αν μ' αγαπάς
μην γυρίζεις πίσω
άσε να κρατήσω
τον πόνο συντροφιά

Όπου κι αν πας
την αγάπη παίρνεις
το σκοτάδι φέρνεις
και τη συννεφιά

Ναυάγιο

Προσπαθώντας να κοιμηθώ διάβαζα το τηλεπεριοδικό της Κυριακάτικης και ήμουν στη σελίδα του τηλεκανίβαλου που σχολίαζε το πρόσφατο ναυάγιο στη Σαντορίνη. Θυμήθηκα λοιπόν που άκουγα μικρός να λένε για τους «κακούς» μαθητές ότι έριξαν το καράβι στην ξέρα. Άραγε αυτοί όταν μεγάλωσαν έγιναν και πλοίαρχοι;

Το Μανιφέστο της Αγάπης

  • Δε θα ξαναμιλήσουμε ποτέ για τα προσωπικά μας.
  • Δε θα ψάξεις ποτέ που είμαι, με ποιους μιλάω, με ποιους βγαίνω, σε ποιους στέλνω μηνύματα.
  • Δε θα γνωρίζει κανείς για εμάς. Έχουμε χωρίσει από χθες.
  • Δε θα υπάρχει ποσότητα αλλά ποιότητα, το οποίο μεταφράζεται στο ότι δε θα υπάρχει μεγάλη συχνότητα επαφών.
  • Δε θα μου στέλνεις sms.

Δέχεσαι;

Friday, April 13, 2007

Η αόρατη γυναίκα μέρος 2ον

Στήριξε το κορμί με τα χέρια της και εγώ ανέβασα τα πόδια της στους ώμους μου. Άρχισα να της γλείφω τα δάχτυλα και βίαια σχεδόν μπήκα μέσα της. Οι κοφτές ανάσες της μ’έκαναν να τη δαγκώνω παντού, τα πόδια της ήταν γεμάτα μελανιές την επόμενη μέρα μα εγώ δεν τη χόρταινα με τίποτα. Πιάστηκε από τους ώμους μου, τέντωσε το χέρι της να πιάσει τη νουτέλα, δεν έφτανε, δεν την άφησα. Της έδωσα ένα χαστούκι στο πρόσωπο και την προειδοποίησα να σταματήσει την προσπάθεια της, το βαζάκι αυτό θα το χρησιμοποιούσα μόνο εγώ. Άρχισε να με γρατσουνάει στην πλάτη, την έβαλα να τυλίξει τα πόδια της γύρω μου και τη σήκωσα για να καταλήξουμε στον πλαϊνό τοίχο. Μου τράβαγε τα μαλλιά, της δάγκωνα τις ρώγες. Οι κόρες των ματιών της είχαν διασταλλεί τόσο πολύ που νόμιζες ότι θα πεταχτούν έξω, έχυσε φωνάζοντας, κλαίγοντας, βρίζοντας και χτυπώντας με. Την άφησα σιγά σιγά να κατέβει, οι λυγμοί και η γλώσσα της ηδονική συντροφιά σ’ όλη τη διαδρομή. Καθόταν στα γόνατα, με κράταγε απ’ τη μέση και της έδειξα το βαζάκι. «Μπορώ κύριε;» με ρώτησε και της έγνευσα θετικά. Άπλωσε το χέρι της και πήρε τη νουτέλα, έσκυψα κι έβαλα δύο δάχτυλα μου στο μουνάκι της, πήρα τα υγρά της κι εκείνη τα δάχτυλα μου, τα βούτηξε και τα έβαλε στο στόμα της. Δεν τα έβγαζε από το στόμα της ενώ τα δικά μου χέρια ήταν στα μαλλιά της. Όταν τα τράβηξα με περισσότερη δύναμη άφησε τα δάχτυλα μου και τα χείλη της προκάλεσαν σε μένα ένα βαθύ αναστεναγμό. Έχυσα μέσα στο βαζάκι και της το πήρα μέσα απ’ τα χέρια της. Βούρκωσε. Την έβαλα να καθίσει στα τέσσερα και τοποθέτησα την εμπλουτισμένη νουτέλα εμπρός της για να τη φάει έτσι χωρίς δάχτυλα ή κουταλάκια, μόνο με τη γλώσσα της. Εγώ την έγλειφα από πίσω. Κοιμηθήκαμε σ’ έναν καναπέ στο σαλόνι, ήταν κάπως άβολα μα κανείς μας δεν είχε όρεξη να πάει στην άνεση του κρεβατιού. Σηκωθήκαμε νωρίς το μεσημέρι και σκεφτόμασταν που θα μπορούσαμε να πάμε για φαγητό. «Ξέρω μια καλή ψαροταβέρνα» της είπα και πήγαμε απ’ το σπίτι της ν’αλλάξει ρούχα. Έφερε κι ένα cd μαζί της για ν’ακούμε στη διαδρομή και ξεκινήσαμε. Όσο βγαίναμε από την πόλη έφτιαχνε και η διάθεση μας. Όταν μπήκα στο λιμάνι του Λαυρίου με κοίταξε απορημένη αλλά της έκανα νόημα να μη μιλήσει. Την άφησα να περιμένει για λίγο στο αυτοκίνητο και πήγα να ρωτήσω κάτι. Με τις πληροφορίες και τα εισιτήρια στο τσεπάκι πήγα έξω από το παράθυρο της. -Σε δύο ώρες φεύγουμε για Κύθνο, πάμε να κάνουμε καμια βόλτα.
-Τι; Δε μιλάς σοβαρα! Πως σου ‘ρθε τώρα αυτό; Που είναι η Κύθνος; Που θα μείνουμε; Δεν έχω τίποτα μαζί μου.
-Ότι χρειαστούμε θα το πάρουμε από εκεί, δεν πάμε για μόνιμα.
-Είσαι τελείως τρελός.
Χαμογέλασα, της άνοιξα την πόρτα, κλείδωσα τ’ αυτοκίνητο κι έβγαλα από την τσέπη μου μια ψηφιακή φωτογραφική. Περπατήσαμε για λίγη ώρα ενώ προσπάθησα να τη φωτογραφίζω σε τυχαίες στιγμές και πόζες. Στο καράβι κοιτούσαμε σιωπηλοί τη θάλασσα κι ο καθένας μας έπλαθε το δικό του όνειρο. Φτάνοντας πήγαμε να νοικιάσουμε ένα μηχανάκι για να πάμε στο χωριό που είχα κατα νου να μείνουμε. Περάσαμε από το ένα και μοναδικό σούπερ μάρκετ και μετά ψάξαμε για δωμάτιο. Βρήκαμε ένα πολύ συμπαθητικό κι αφού τακτοποιηθήκαμε πήγαμε και στον αρχικό μας προορισμό, για φαγητό. Φάγαμε, ήπιαμε, γελάσαμε και είπαμε να συνεχίσουμε για ένα ποτό. Το δίλλημα ήταν μεγάλο. Σε ποιο απ’ τα δύο μπαρ; Ακολουθήσαμε το ένστικτο της και δε μας βγήκε σε κακό. Γυρίζοντας στο δωμάτιο κάναμε ένα ντους και μου είπε να ξαπλώσω και να την περιμένω με κλειστά μάτια. Απλώθηκα και χαλάρωσα. Εκείνη ήρθε με τα μαλλιά της πιασμένα και κάθισε πάνω μου. «Απόψε δε θα κάνεις τίποτα, έτσι θα μείνεις όλη νύχτα για μένα» μου είπε και έλυσε τα μαλλιά της. Τα είχε πιάσει με το στρινγκάκι της. Το έσκισε και μου έδεσε τα χέρια ενώ πέρασε και το σουτιέν της γύρω απ’ το κεφάλι μου για να μη βλέπω. Μ’ έκανε να τρέμω από την καύλα και να σπαρταράω. Κάποια στιγμή το σουτιέν σιγά σιγά κατέβηκε λίγο και μπορούσα να τη δω απ’ το αριστερό μάτι. Το βλέμμα της είχε τόσο πάθος μέσα, που στάθηκε αδύνατο να το ξεχάσω, υπάρχει πάντα σαν εικόνα αυτή η γυαλάδα, το μισάνοιχτο στόμα και τα κολλημένα απ’ τον ιδρώτα στο μάγουλο μαλλιά. Υπάρχει παντού και ας χαθήκαμε μια νύχτα στο Παγκράτι.

Thursday, April 12, 2007

Η αόρατη γυναίκα

Έψαχνα για κάβα ή για κάτι τελοσπάντων που θα μπορούσα να αγοράσω ένα ποτό να πάω στο πάρτι που ήμουν καλεσμένος. Η πρόσκληση το έγραφε ξεκάθαρα «Είσοδος; Με ποτό» και βρίσκοντας όλα τα γνωστά μαγαζιά κλειστά έβριζα τον εαυτό μου που δεν είχα πεταχτεί λίγο πιο νωρίς το απόγευμα στο σούπερ μάρκετ ν’ αγοράσω ένα μπουκάλι. Τέλη Ιουλίου, η ζέστη μάλλον ανεκτή αλλά είχα τον κλιματισμό στ’ αυτοκίνητο και είχα ανατριχιάσει λίγο. Θυμήθηκα ένα γωνιακό μαγαζί στην Αριστοτέλους κι έφτασα μέχρι εκεί για πάρω κάτι, κοίταγα τα μπουκάλια κανένα δεκάλεπτο και τελικά πήρα μία τεκίλα κι ένα ουίσκι. Σκέφτηκα ότι με το δεύτερο ποτό θα μπορούσα να φέρω μαζί και δεύτερο άτομο αλλά δεν έκανα κέφι να καλέσω κανέναν κι έτσι πιο χαλαρός πήρα το δρόμο προς το Χαλάνδρι. Ευτυχώς δεν είχε κίνηση κι έτσι έφτασα γρήγορα. Το σπίτι ξεχώριζε από τα φώτα και τον κόσμο στη βεράντα. Στην είσοδο οι χαιρετούρες με τους οικοδεσπότες και τους πρώτους γνωστούς. Με ρυθμούς σαλιγκαριού προχωρούσα στα ενδότερα του σπιτιού χορεύοντας και μιλώντας με διάφορο ή αδιάφορο κόσμο. Καμιά ώρα αργότερα βρέθηκα στη βεράντα για να πάρω λίγο αέρα. Τα μάτια μου καρφώθηκαν αμέσως στο ριγέ φόρεμα και τα ψηλά τακούνια. Αδύνατον να μην πλησιάσω. Φυσικό άρωμα αρμύρας και λαιμός που σε προκαλούσε με τη γεύση του. Ευχόμουν να ήμουν βρικόλακας εκείνη την ώρα αλλά αντί να τη δαγκώσω της είπα «θυμίζεις κάμαρες κλειστές, στεριά μυρίζεις» κι εκείνη έκπληκτη γύρισε και μου ’πε «με τόσο αλάτι, μόνο το Μεσολόγγι θα μπορούσα να σου θυμίζω ξένε». Πρότεινα να της φτιάξω ένα ακόμη ποτό και το σκορ έγινε εύκολα 2 – 0 υπέρ της. «Ντράι Μαρτίνι» μου είπε και δάγκωσα τα χείλη μου. Τα πράγματα είχαν ζορίσει κι έπρεπε επειγόντως να βρω μια λύση. Πάω να το φτιάξω απάντησα περήφανος και μπήκα στο σπίτι ψάχνοντας απεγνωσμένα το Λευτέρη. Πάρε τα κλειδιά και πάμε του είπα και σε λιγότερο από δύο λεπτά ήμασταν καβάλα στη μηχανή του. Σε άλλα τρία είχαμε φτάσει σε κοντινό γνωστό μας μπαράκι και δώσαμε τη σχετική παραγγελία. Ο μπάρμαν γέλασε και μας είπε «δεν το ανακατεύω κρέμασε το στο τιμόνι για να πετύχει η συνταγή!» Ένα τέταρτο αργότερα ήμουν στο μπαλκόνι με το ποτό της ανα χείρας. Έκλεισε τα μάτια και δοκίμασε. «Μμμ, δεν είναι και άσχημο, πόσα έχυσες μέχρι να το καταφέρεις» ρώτησε μα ήδη το σκορ είχε γίνει 2 – 1 και η έξοδος του Μεσολογγίου πήρε παράταση. Χορέψαμε και όταν τελείωσε το ποτό της, πρότεινα να συνεχίσουμε κάπου αλλού χωρίς ρίσκα για αποτυχημένες μίξεις. Δεν αρνήθηκε και όταν συμφώνησε να πιει ένα ίδιο ντράι Μαρτίνι με αυτό που της είχα φτιάξει πήγαμε στο κοντινό μπαρ και της εξήγησα τι είχε γίνει. Γέλασε κι εγώ κοίταζα. Όταν ήρθε η ώρα για να φύγει εκείνη πήρε τα τακούνια στα χέρια, τα χέρια μου εκείνη αγκαλιά, τη σήκωσα σα νύφη και την πήγα στο αυτοκίνητο. Με τον ίδιο τρόπο την ανέβασα σπίτι μου και μου ζήτησε ένα φανελάκι για πιτζάμα. Της έδωσα μια μακριά αθλητική εμφάνιση της ΑΕΛ που είχα και της έκανε σαν μίνι φουστανάκι. Μπήκε να κάνει ένα μπάνιο, κάθε φορά αυτό έκανε όταν γύριζε απ’ έξω και μύριζε καπνούς και αλκοόλ ενώ εγώ έβαλα ένα ακόμη ποτό και την περίμενα. Αργούσε κι ο πειρασμός να μπω στο μπάνιο μεγάλωνε. Δεν αντιστάθηκα και τη βρήκα μέσα σε υδρατμούς και σαπουνάδες. Σήκωσε το πόδι της και άρχισα να γλείφω το γόνατο της ανεβαίνοντας σιγά σιγά πιο ψηλά. Βρεγμένοι και οι δύο φτάσαμε στην κουζίνα. Την ανέβασα στο τραπέζι κι έβγαλα όσα ρούχα μου είχαν απομείνει. Της έκλεισα τα μάτια κι έβγαλα από ένα ντουλάπι μια νουτέλα. Της έδωσα το δάχτυλο μου να γλείψει αφού προηγουμένως το είχα βουτήξει μέσα στο βαζάκι και αναστέναξε.

(Συνεχίζεται...)

Πριγκηπέσα

Άλλα θέλω κι άλλα κάνω
πώς να σου το πω
έλεγα περνούν τα χρόνια
θα συμμορφωθώ.

Μα είναι δώρο άδωρο
ν' αλλάξεις χαρακτήρα
τζάμπα κρατάς λογαριασμό
τζάμπα σωστός με το στανιό.

Monday, April 09, 2007

1 νέο μήνυμα

ΘΕΛΩ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ, ΝΑ ΦΟΡΑΩ ΜΑΥΡΕΣ ΖΑΡΤΙΕΡΕΣ Κ ΓΟΒΕΣ, ΤΙΠΟΤΑ ΑΛΛΟ, ΝΑ ΜΟΥ ΕΧΕΙΣ ΔΕΣΕΙ ΤΑ ΧΕΡΙΑ Κ ΝΑ ΜΕ ΕΧΕΙΣ ΣΤΑ 4. ΝΑ ΜΕ ΒΑΣΑΝΙΖΕΙΣ ΜΕ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΣΟΥ ΓΙΑ ΩΡΑ Κ ΕΓΩ ΝΑ ΣΕ ΠΑΡΑΚΑΛΑΩ ΝΑ ΜΠΕΙΣ ΜΕΣΑ ΜΟΥ. ΝΑ ΜΕ ΦΤΥΣΕΙΣ ΘΕΛΩ ΞΑΦΝΙΚΑ Κ ΝΑ ΣΕ ΝΙΩΣΩ ΠΙΣΩ ΜΟΥ ΜΕ ΔΥΝΑΜΗ, ΝΑ ΜΕ ΣΚΙΖΕΙΣ ΞΑΝΑ Κ ΞΑΝΑ ΜΕΧΡΙ ΤΕΛΟΥΣ.

Επιτάφιος

Το σκηνικό τοποθετείται σ’ένα ορεινό χωριό του νομού Μαγνησίας. Μαζεμένος ο κόσμος περιμένει τον επιτάφιο να βγει, υπάρχει και το σχετικό κους κους, κυρίως με όσους δεν είναι μόνιμοι κάτοικοι αλλά επισκέπτες τώρα πια. Μια πρώτη ξαδέρφη μου που έχει χρόνια να πάει στο χωριό συναντά μια θείτσα η οποία είχε ένα μαγαζί, το μοναδικό για την ακρίβεια, απ’ όπου πηγαίναμε και ψωνίζαμε. Λέει λοιπόν η εν λόγω θείτσα για τη ξαδέρφη μου: «Πω πω, πως μεγάλωσες, σαν χθες μου φαίνεται που ερχόσουν με τον παππού να σου πάρει παγωτό». Το ότι ο παππούς έχει πεθάνει από το 1984 νομίζω ότι δε χρειάζεται να το αναφέρω.

Sunday, April 08, 2007

Το φετινό Πάσχα

Ακόμη κι ο τσέλιγκας την πάτησε, ήρθε ο πυρετός κι έμεινε. Με τις κουβέρτες λοιπόν και τα σύνεργα της φωτογραφίας πέρασαν οι μέρες αυτές εκτός από τη χθεσινή προετοιμασία για αρνιά και κοκορέτσια ενώ και σήμερα η φωτιά έχει πέσει από το πρωί. Επιστροφή στις σούβλες λοιπόν, σχετικό υλικό θα μπορέσετε να δείτε σύντομα. Καλές γιορτές σε όλους με υγεία

Thursday, April 05, 2007

Τριλογία: Η ύλη

Γυρίζω το κεφάλι μου και βλέπω ότι η ώρα είναι εφτά. «Νωρίς είναι», σκέφτομαι αλλά δε μπορώ ν’αλλάξω πλευρό και να ξανακοιμηθώ. Σηκώνομαι και πάω μέχρι την κουζίνα. Απορρίπτω αμέσως την ιδέα ενός καφέ και τριγυρίζω άσκοπα στα δωμάτια του σπιτιού. Κοιτάζω την απέναντι οικοδομή κι έχω μια γλυκιά προσμονή. Έρχομαι στον υπολογιστή για να περάσει κάπως η ώρα. Εφτά και μισή χτυπάει το τηλέφωνο. Δε χρειάστηκε δεύτερο χτύπημα και έλεγα ήδη το παρακαλώ. Δεν ήταν αυτό που περίμενα. Δέκα λεπτά όμως αργότερα η φωνή της ζητούσε οδηγίες. Σκέφτομαι ότι τώρα πια μας χωρίζουν μόνο είκοσι λεπτά και ανάβω θερμοσίφωνο για να σενιαριστώ.

Τηλεφωνώ εγώ αυτή τη φορά. Κολλημένη στην κίνηση, γαμημένο ποτάμι. Οι κλήσεις επαναλαμβάνονται τακτικά κι εκτός από την ώρα δεν αλλάζουν και πολλά. Δεν κουνιέται φύλλο στο δρόμο, η ώρα περνάει επικίνδυνα. Μία ώρα και κάτι έχει ξεμπλοκάρει αλλά χάνεται στα στενά γύρω από το σπίτι μου. Ο λαβύρινθος τελικά γκρεμίζεται και παρκάρει στην οικοδομή απέναντι.

Μπαίνει μέσα και αρχίζουμε να φιλιόμαστε. Ξέρουμε κι οι δυο ότι θα ιδωθούμε πια ύστερα από μια βδομάδα κι αυτό δεν είναι κι ότι καλύτερο για να κρατήσει κανείς μαζί του. Φτάνουμε στο κρεβάτι μου, ξαπλώνουμε, ανακατωνόμαστε. Ψάχνει μια δικαιολογία για ν’αργήσει στη δουλειά της. Λέει κάτι που ελπίζει να είναι πιστευτό.

Τώρα πια είμαι εγώ ανάσκελα κι εκείνη από πάνω μου. Τη φιλάω και με αποφασιστικό ύφος μου λέει «Δεν έχουμε χρόνο για προκαταρκτικά» και βγάζει το παντελόνι της. Την επόμενη στιγμή είμαι μέσα της και λικνιζόμαστε σ’ένα κρεβάτι που τρίζει. Οι ανάσες αλλάζουν ρυθμό μέχρι που έρχεται η χαλάρωση. Δίνουμε συνεχείς παρατάσεις, πέντε λεπτά, δέκα, σε λίγο, κερδίζουμε χρόνο κλέβοντας απ’ αλλού.

Έρχεται ξανά πάνω μου και είμαι μέσα της μη μπορώντας να τη χορτάσω. Φοράει το παντελόνι της χωρίς να σηκωθεί, έχει γυρίσει πλάγια, εγώ την πυγοραπίζω κι εκείνη ντύνεται ενώ είμαι πάντα μέσα της. Ο χρόνος έχει περάσει απειλητικά. Σηκώνεται τελικά κι ένα σφίξιμο στο στομάχι με πιάνει. Τη συνοδεύω μέχρι το σημείο που ξέρω ότι δε θα χαθεί και γυρίζω σπίτι πιο μόνος από ποτέ.

Τραγουδώ δυνατά και παρά τα φάλτσα μου το ευχαριστιέμαι.

Wednesday, April 04, 2007

Τριλογία: Η σάρκα

Το δεύτερο μέρος της τριλογίας, γραμμένο από εκείνη. Αύριο το δικό μου κείμενο:

"Δεν μπορώ να κοιμηθώ. Κάθομαι στα σκοτεινά και σκέφτομαι τα μάτια του. Τα πιο όμορφα μάτια που έχω δει ποτέ. Τα ‘βλέπω’ να κλαίνε για την απώλεια του θείου του, να είναι ανοιχτά μα να μην κοιτάνε, απέναντι από έναν γιατρό και μια ακτίνα laser.
Δεν μπορώ να κοιμηθώ σου λέω. Στριφογυρνάω στο κρεβάτι και μετράω αρνάκια, τα σκέφτομαι να στριφογυρνάνε και αυτά στη σούβλα. Το ίδιο άσκοπες τροχιές, αν και εγώ ύπνο δεν θα χορτάσω, ενώ αυτά αφού γεμίσουν άδειες νηστικές κοιλιές θα κοιμηθούν αιώνια.

Έξι, ο ήλιος έχει φέξει; Είναι νωρίς, κλείνω πάλι τα μάτια. Εφτά και μισή, πώς πέρασε έτσι η ώρα; Μια στιγμή μόνο γύρισα πλευρό, ενενήντα λεπτά κράτησε;

Να φάω τα δημητριακά μου, τη μπανάνα μου, να στύψω δύο πορτοκάλια και να ντυθώ. Μα τι λέω; Κάθε λεπτό που χάνεται, είναι εξήντα δευτερόλεπτα χωρίς αυτόν. Σπάω το ατομικό μου ρεκόρ σε προετοιμασία. Κάνω βουτιά μέσα στο παντελόνι μου, όλα γίνονται μαγικά, σαν χορογραφία ενώ ακούγεται Τσανακλίδου.

Με βοηθάνε τα ρούχα μου να μην αργήσω άλλο. Η μπλούζα μου σηκώνεται στον αέρα, χορεύει μαζί μου στο τραγούδι που λέει ‘αγάπα με, με ήλιο και βροχή, φεγγάρι πελαγίσιο μου, θαλασσινό πουλί’. Τρέχω στο σπίτι να μαζέψω κλειδιά, τσάντα, κινητό και οι μαύρες γόβες τρέχουν ξοπίσω μου, να τις φορέσω γιατί του αρέσουν. Το μπουκαλάκι με το άρωμα είναι το μόνο που αντιστέκεται και δεν παίρνει μέρος στην χορογραφία. Πολύ καλά, όχι βανίλια σήμερα, η φυσική μου μυρωδιά θα μείνει στα σεντόνια του αυτό το πρωινό.

Μπαίνω στο αυτοκίνητο, όλα εναντίον μου. Το ραδιόφωνο δεν παίζει, η κίνηση στους δρόμους εφιαλτική. Σκέφτομαι ότι αυτός ο δρόμος παλιά ήταν ποτάμι, τώρα πλημμυρίζει κα πάλι αλλά αυτή τη φορά από αυτοκίνητα που κυλούν αργά αργά και στο τέλος γίνονται σταγόνες πολύχρωμες από λαμαρίνα που διασκορπίζονται στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Άραγε μέσα σε αυτά, πόσοι αυτοί τη στιγμή ετοιμάζονται να αργήσουν στη δουλειά επίτηδες, χωρίς να φοβούνται τίποτα, όπως τότε στο σχολείο που υπήρχε το άγχος του σταυρού δίπλα στο ονοματεπώνυμό μας στο απουσιολόγιο για την πρώτη ώρα. Κοιτάζω δεξιά και αριστερά μου και είμαι περικυκλωμένη. Γυναίκες αγχωμένες, άνδρες βιαστικοί. Όλοι εγκλωβισμένοι. Λίγοι τυχεροί που θα δουν σε λίγη ώρα την αγάπη τους. Εγώ μέσα σε αυτούς.

Τυχερή άτυχη αφού το αυτοκίνητο δεν κινείται. Είμαι τόσο κοντά του μα και τόσο μακριά. Χτυπάω με δύναμη το τιμόνι λες και θα αλλάξει κάτι. Βάζω cd να ακούσω και μελαγχολώ. Ώσπου μπαίνει ένα τραγούδι που με κάνει να φαντάζομαι τις διακοπές που θα πάμε μαζί, το μπάνιο που θα τον κάνω σε λίγο, την αγκαλιά του που με περιμένει αυτά τα βασανιστικά λεπτά.

Επιτέλους, είμαι στην περιοχή του. Η φωνή του με οδηγεί. Προσπερνώ το σωστό στενό και χάνομαι ακόμη μια φορά. Είναι μαρτύριο να νιώθω ότι είναι σχεδόν ένα χιλιόμετρο μακριά μου αλλά δεν μπορώ να τον βρω. Λαβύρινθος οι δρόμοι, όπως το μυαλό του, αλλά ευτυχώς σε αυτή την αναζήτηση στέκομαι τυχερή.

Θέλω να παρκάρω και ν’ ανέβω κι ας αφήσω το αυτοκίνητο ξεκλείδωτο κι ας μου το πάρουν κι ας μην έχω μετά να πάω στη δουλειά. Κάτι μου λέει ένας εργάτης στην οικοδομή. Θέλω να πάω στον έκτο όροφο, να αγκαλιάσω την αγάπη μου, δεν είμαι για μανούβρες τώρα και σωστά παρκαρίσματα.

Η πόρτα ανοίγει, το ασανσέρ με περιμένει, στην πόρτα τα νυσταγμένα μάτια του, αυτά που κρύβουν μια ευαισθησία, ένα τρισεκατομμύριο σκέψεις, τα όσα μυστικά και βρώμικα συμβαίνουν και γίνεται μάρτυράς τους κάθε μέρα στη δουλειά του, τον πόθο του για μένα και μια ασυμμετρία που τελικά τον αποτρέπει να τα βγάλει κάπου στο Ψυχικό με βοήθεια γιατρού.

Δεν πειράζει, ας τα βγάλει μαζί μου στο μονό κρεβάτι του, γρήγορα, βιαστικά, κυνηγημένα. Με ανάσες να συντονίζονται και να ακούγονται σαν μια αναπνοή, με το δέρμα του να γίνεται σάρκα δική μου και το κορμί μου προέκταση του σώματός μου.

Ένα ψέμα στη δουλειά για να κερδίσω λίγο χρόνο. Λίγες στιγμές που δίνουν ενέργεια και συναίσθημα για μια ζωή. Που αν τις ενώσεις κάνουν την πιο ερωτική ιστορία που γράφτηκε ποτέ. Τη δική μας.

Όχι όχι, δεν θέλω να φύγω, ναι πρέπει να ντυθώ, αλλά γίνεται να τον νιώθω ακόμη ενώ θα ντύνομαι; Γίνεται να οδηγώ αλλά να τον βλέπω; Γίνεται να βάζω δευτέρα και τρίτη ταχύτητα ενώ τα χέρια μου του χαϊδεύουν την πλάτη; Αυτή τη φορά είναι δίπλα μου, να χαθώ αποκλείεται, μόνο στη θλίψη μου μπορεί σκεπτόμενη τις μέρες που θα είναι απών ή κοιτάζοντας το είδωλό του από τον καθρέφτη του αυτοκινήτου καθώς απομακρύνεται.

Για μια Ελένη έτρεχε ο Σπύρος Λούης για να τον δεχτούν οι γονείς της και τελικά κέρδισε το μετάλλιο, για να μην αργήσω περισσότερο τρέχω εγώ στον δρόμο που πήρε το όνομά του από τον μαραθωνοδρόμο και το μετάλλιο το έχω στην καρδιά μου, έχει τη λάμψη του Ήλιου και θα το φοράω πάντα στο στήθος να με καίει.

Ακόμη κι αν δεν έχω την πρώτη θέση. Ποτέ."

...και 'ρθεις με το καλό

Είχα πάει πριν δυο μήνες σχεδόν ένα ταξίδι κάπως απρογραμμάτιστο. Η συνοδηγός μου είχε στείλει την επόμενη μέρα το κείμενο που έγραψε παρακαλώντας με να το κρατήσω για τα μάτια μου μόνο. Χθες μου ζήτησε να το ανεβάσω οπότε είναι διαθέσιμο πλέον και στα δικά σας μάτια.

"Ακούω τον ήχο του κινητού μου. Δεν είναι ξυπνητήρι. Είναι εκείνος. 'Καλημέρα, σε δέκα λεπτά θα είμαι εκεί'.
Αυτή η φωνή λειτουργεί πιο αποτελεσματικά από δυνατό καφέ ή έναν κόκορα που κάνει ξημερώματα το καθήκον του μέσα στ' αυτιά μου.
Αυτή η αποφασιστική, γεμάτη αυτοπεποίθηση, ερωτική φωνή.
Χωρίς περιττά λόγια, ποτέ.

Πετάγομαι από το κρεβάτι το οποίο δεν εκμεταλλεύτηκα το βράδυ που πέρασε για να κοιμηθώ, ούτε ένα λεπτό. Παρά μόνο για να γίνουν ένα τα κορμιά μας.
Πρόστυχα, γλυκά, αγαπημένα, άγρια. Μετά από ένα τηλεφώνημα, πάλι. Λίγο μετά τις τρεις τα ξημερώματα.
'Δέχεσαι επισκέψεις;'
Την κατάφαση μου ακολούθησε η επίσκεψή του.
Κι έπειτα ήρθαν οι οργασμοί και η αϋπνία.

Μπαίνω στο αυτοκίνητό του. Μου ζητάει να βάλω ζώνη και να του δώσω οδηγίες για βενζινάδικο. Κοιτάζω με την άκρη του ματιού μου το ντεπόζιτο και είναι άδειο.
Είναι Κυριακή χαράματα, τα πρατήρια βενζίνης όλα κλειστά. Εκείνος δεν πτοείται κι ας έχουμε εκατοντάδες χιλιόμετρα να διανύσουμε μέχρι να φτάσουμε στον προορισμό μας.

Αυτή η σιγουριά, αυτή η απώλεια άγχους, ή τέλος πάντων αυτή η έκφραση ηρεμίας, άσχετα αν τελικά υποβόσκει ανησυχία ή πανικός, είναι αυτό που κατά τη γνώμη μου
καθιστά έναν άνθρωπο Άνδρα. Ο έλεγχος, η εξουσία, η αποφασιστικότητα.

Δεν υπάρχει τίποτα πιο ερωτικό για μένα, από το να βλέπω το αντικείμενο του πάθος μου να οδηγεί. Με την ίδια αυτοπεποίθηση που τον χαρακτηρίζει πάντα, κρατάει στα χέρια του το τιμόνι και αλλάζει ταχύτητες, κάνει προσπεράσεις και τρέχει με 140 χιλιόμετρα, παρκάρει ή αποφεύγει λακκούβες. Ενώ συζητάει μαζί μου, μιλάει στο κινητό, γελάει, εξιστορεί, ανακρίνει. Με άγει και με φέρει.

Η μέρα κυλάει, η κλεψύδρα αδειάζει. Όλα γίνονται γρήγορα. Η επίσκεψη, οι διάλογοι, οι εκμυστηρεύσεις. Τα χέρια μας ενώνονται. Συζητάμε για τους πάντες και τα πάντα μα το δεξί του χέρι σμίγει με το αριστερό μου χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε. Έχουν τη δική τους σχέση, τους δικούς τους κώδικες.

Στον δρόμο της επιστροφής τα μάτια μου καίνε. Η κούραση και η έλλειψη ύπνου απειλούν να μου στερήσουν τις λίγες στιγμές μαζί του.
Ακούγεται μουσική που με ταξιδεύει. Όπως εκείνος με τα μάτια του, όπως εκείνος με το Golf του.

Σε ένα parking στην Εθνική το αυτοκίνητο σταματάει. Νιώθω το χέρι του στο στήθος μου και τις ανάσες του να μου θυμίζουν το προηγούμενο βράδυ.
Με κλείνει στην αγκαλιά του και μου ψιθυρίζει 'λύτρωσέ τον' ενώ έχει ήδη φροντίσει να μου δείξει τον ερεθισμό του.

''Όχι' του απαντάω. 'Τι θες;' με ρωτάει με τα μάτια κλειστά ενώ τον φιλάω στο λαιμό του.
-'Τον βαθμό δυσκολίας'
-'Να σε γαμήσω θες;'
-'Ναι'.

Ξεκινάει πάλι με το αυτοκίνητο προς αναζήτηση άλλου χώρου, πιο διακριτικού και ερημικού. Σταματάει λίγο πιο κάτω, σε ένα parking που σε καμία περίπτωση δεν θα χαρακτήριζε κανείς απομονωμένο. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα με σταθερές και γρήγορες κινήσεις του χεριού του, ξεκουμπώνει το παντελόνι του, ρίχνει το κάθισμα προς τα πίσω και με φέρνει κοντά του.Αρχίζω να τον φιλάω παντού σαν διψασμένη χωρίς να με νοιάζει τίποτα άλλο. Ούτε ο κόσμος γύρω μας, ούτε το ότι έχουμε αργήσει και οι δύο για τις δουλειές που μας περιμένουν πίσω στην πρωτεύουσα.

Βγάζω το παντελόνι μου και το ένα μου παπούτσι. Παρακολουθώ ταχύρρυθμο σεμινάριο του πως φοριέται ένα προφυλακτικό. Ανεβαίνω πάνω του και τον νιώθω μέσα μου. Η αναπνοή μου του θολώνει τα γυαλιά, οι αναστεναγμοί μας φροντίζουν να θολώσουν και τα τζάμια, όπως ακριβώς και το μυαλό μου. Ακούω αυτοκίνητα να σταματούν, ανθρώπους να μιλάνε. Διακρίνω φιγούρες να περπατούν στο πλάι του οχήματος αλλά δεν με νοιάζει τίποτα άλλο, μόνο εκείνος και η λαχτάρα μου για αυτόν.

Χίλια λόγια λέω, αγάπης, έρωτα, παράδοσης και υποταγής. Ότι είμαι η πουτάνα του, ότι θα του ανήκω πάντα , ότι το κορμί μου τού ανήκει. Τον νιώθω μέσα μου και νιώθω γλυκό μεθύσι. Τον ακούω να λέει τη λέξη ' πάντα' και σπάω σε χίλια μικρά κομμάτια, σε δευτερόλεπτα φαντάζομαι χίλιους δυο μικρούς και μεγάλους οργασμούς, κερδισμένους στα γρήγορα και στα κρυφά σε παράδρομους στην Εθνικη ή στο κρεβάτι μου, οργασμούς δυνατούς που επιτυγχάνονται με το άκουσμα του ονόματός μου με τη δική του ερωτική φωνή, να συμπληρώνουν την πρόταση που δεν θ' ακούσω ποτέ από τα χείλη του με που τόσο ανάγκη έχω να μάθω, οι συλλαβές από τους αναστεναγμούς του. Να βασανίζομαι τι συμβαίνει στο μυαλό του, στην καρδιά του. Να ξαναγεννιέμαι και να πεθαίνω και τα μόνα σημαντικά για μένα να είναι η γεύση από τα φιλιά του, τα αχ του, τα όσα μου λέει με τη σιωπή του, η χορογραφία των κορμιών μας.

Τα γόνατά μου να ματώνουν στην τριβή με το κάθισμα, οι κραυγές μου να προδίδουν τη λύσσα μου, να νιώθω τα χέρια του δυνατά να με χτυπούν.
Θα ήθελα να βρισκόμασταν σε μία αμμουδιά και να είναι καλοκαίρι, να βρίσκεται μέσα μου ενώ νιώθουμε το κύμα να σκάει στα μπλεγμένα πόδια μας.
Το ίδιο ρίσκο ότι κάποιος θα μας δει, το ίδιο πάθος στη συνεύρεση, η ίδια ιερή μα και πρόστυχη ένωση.

Είμαστε όμως σε ένα αυτοκίνητο στη μέση του πουθενά, με ύποπτες σκιές να περιφέρονται, γίναμε νούμερο στα μάτια των εκφύλων. Αυτοί τη βρίσκουν με όσα βλέπουν αλλά χαίρονται όταν παθαίνεις μετατόπιση σπονδύλων.

Χάνω τον κόσμο, λέω το όνομά του δυνατά, νιώθω φωτιά μέσα μου, έξω μου, παντού , γεύομαι τον ιδρώτα του, γεύομαι τον ίδιο, με λούζει ο έρωτας του, με λούζει η επιθυμία του, τον νιώθω να σπαράζει, να σπαρταράει, να χάνεται, να τρέμει. Με κερνάει τον εαυτό του και τον πινω στην υγειά της παράξενής μας αγάπης, τον κάνω άρωμα και τον φοράω στο κορμί μου να τον κουβαλάω τις ώρες που θα είμαστε χώρια, όταν θα έχουμε φτάσει στον προορισμό μας αλλά παραδοξως το ταξίδι θα συνεχίζεται.

Εγώ, αυτός και μια ζωή άγνωστη, γεμάτη κρυφές συναντήσεις, έρωτα, συζητήσεις, πάθος.
Εγώ, αυτός και το αύριο.
Ένα αύριο απόλυτα δικό μας."

Tuesday, April 03, 2007

Vodafone

Καθόμουν σήμερα στο σαλόνι και έπαιζε η τηλεόραση έτσι αόριστα χωρίς να ξέρω καλά καλά τι γιατί ήταν αφενός στο mute, αφετέρου την είχα πλάτη. Σηκώνομαι να βάλω ένα ποτό και πλησιάζω προς το μέρος της. Και τσουπ πέφτω πάνω στην ξαδέρφη μου σε σχετική με τον τίτλο του ποστ διαφήμιση. Τελικά αυτοί οι ασκούμενοι δικηγόροι πρέπει να τραβάνε μεγάλο οικονομικό ζόρι.

Τριλογία: Η ψυχή

Το κείμενο που ακολουθεί είναι το πρώτο μέρος μιας τριλογίας που καλύπτει ένα ολόκληρο τρίωρο, μεταξύ εφτά και δέκα το πρωί της Μεγάλης Τρίτης. Το δικό μου κείμενο θα είναι και το τελευταίο, τα δύο πρώτα είναι από το ίδιο πρόσωπο. Πάμε λοιπόν:

"Τρίτη.
Τρίτη φορά σπίτι σου και χάνομαι ακόμη μια φορά. Κυριολεκτικά και μεταφορικά όπως και τις δύο πρώτες. Φθινόπωρο, χειμώνας και τώρα άνοιξη. Κάθε μου επίσκεψη και άλλη εποχή.
Σήμερα το ξεκίνημα μιας άλλης. Εκείνης που θα βλέπεις τον κόσμο διαφορετικά.
Μια Τρίτη μεγάλη, ατέλειωτη. Ξεκινάει με τη νυσταγμένη καλημέρα σου και είναι γεμάτη από σένα. Φωνή που με οδηγεί στα στενά της Αθήνας, φωνή που ελέγχει όλες μου τις λειτουργίες.
Να σε δω, να σε χορτάσω, να απολαύσω την εικόνα που αγάπησα για τελευταία φορά αφού απ' την επόμενη όλα αλλιώς θα είναι. Δυο λέξεις μόνο θα είναι ίδιες, με ότι γραμματοσειρά και να τις γράψεις, ακόμη κι αν δεν μπορέσεις να τις δεις. Δική σου.
Βδομάδα των Παθών, ημέρα Μεγάλη Τρίτη. Εγκλωβισμένη σε ένα αυτοκίνητο που με φέρνει κοντά σου. Προορισμός τα μάτια σου, να φωλιάσω για λίγο μέσα τους, να με κρατήσεις σαν εικόνα τις μέρες που θα είσαι μακριά, τα λεπτά που θα τα έχεις ανοιχτά μα δεν θα βλέπεις στο χειρουργικό κρεβάτι.
Ακούω τραγούδια που με μεταφέρουν σε νησί κυκλαδίτικο, αυτό που θα σεργιανίσω μαζί σου, κολυμπάω σε ποτάμι από πολύχρωμες λαμαρίνες, πνίγομαι μακριά σου.
Να έρθω για να γίνουμε ένα, να σε λούσω στα δάκρυα μου, αυτά που ευτυχώς συγκράτησα φεύγοντας, να σε σφίξω μέσα μου και να μη σε αφήσω ούτε όταν το ρολόι σημάνει εννιάμιση και οι δρόμοι με ξανακαλούν για να χαθώ μέσα σε αυτούς αυτή τη φορά και όχι στην ψυχούλα σου και το φοβισμένο βλέμμα.
Τροπάριο της Κασσιανής θα ακουστεί σήμερα στις εκκλησίες.
Κι ήθελα τόσο να φιλήσω τα χέρια και τα πόδια σου, να τα σφουγγίσω με τα μαλλιά μου, να λουστώ τον έρωτά σου και να σε μυρίζω όλη μέρα."

Monday, April 02, 2007

Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά πήρες και τους μεγάλους

Έφτιαξα ένα τσάι κι έβαλα κονιάκ για να χαλαρώσω, να νυστάξω και να κοιμηθώ. Για την ακρίβεια μάλλον έριξα λίγο τσάι στο κονιάκ μου μέσα. Κι όταν άρχισα να γλαρώνω με ξύπνησε ο θάνατος.

365 χλμ

Πρώτα η Στυλίδα κι ύστερα ο Καραβόμυλος, η άσφαλτος ρουφάει λαίμαργα τα χιλιόμετρα, το κοντέρ στα κόκκινα και το κεφάλι σου έτοιμο να σπάσει. Πάντα τρέχεις, αυτή τη φορά για να προλάβεις. Νιώθεις το χρέος βαρύ, μόνο εσύ μπορείς να προλάβεις, μόνο εσύ. Και όταν φτάνεις είναι πια αργά. Πρώτη φορά που δεν πρόλαβες να χαιρετίσεις έστω και λειψά τον πατέρα σου, να τον δεις ζωντανό, να περάσεις το τελευταίο Πάσχα μαζί του, να χαρεί τις εγγονές του, να τους πάρει παγωτό, να σε καμαρώσει, να δακρύσει. Τώρα δακρύζεις εσύ. Μόνος. Και δε μιλάς σε κανέναν. Δε σηκώνεις τηλέφωνα, μόνο τα βάρη σηκώνεις, το θυμό, το γιατί, το γαμώτο. Κι εγώ που αύριο θα βγάζω τα μάτια μου για να δω ξανά τον κόσμο αλλιώς δε θα 'μαι εκεί για να σου πω μία κουβέντα. Φίλε το επόμενο ουίσκι που θα πιούμε θα'ναι στη μνήμη του.

Sunday, April 01, 2007

Τριπ μι μπέιμπι ουάν μορ τάιμ

«Κι όταν άλλους πηδάς / ώρες ώρες γελάς / γιατί σκέφτεσαι εμένα». Έχω ξεσηκώσει όλο τον Άνω Βόλο με τον εν λόγω αδέσποτο στίχο ενώ εδώ τα βράδια περνάνε κυρίως με μπύρες (τι κυρίως δηλαδή, σχεδόν αποκλειστικά με μπύρες) τις οποίες και καταναλώνω παρέα με το Γιώργο, το Ντίνο και το γιο του διαβάζοντας τυχαία ελληνική λογοτεχνία και ψήνοντας συκωταριές στην πίσω βεράντα. Από αύριο ξεκινά η Μεγάλη Νηστεία διότι δε θα μπορούσε να λέγεται αλλιώς η νηστεία της Μεγάλης Εβδομάδος. Ξυπνάω τα πρωινά, και κοιτάω πέρα προς το λιμάνι. Φτιάχνω κι έναν καφέ ελληνικό διπλό και κάθομαι στη βεράντα με το μπουφάν ενώ κάνω τράκα και δύο τσιγάρα έτσι για να υπάρχουν μπας και θελήσω να τα βάλω στο στόμα μου. Συνήθως μένουν στο πιατάκι του καφέ. Εν τω μεταξύ και αυτό παρακαλώ να μείνει μεταξύ μας, πήγα την Παρασκευή να πιω ένα ποτό σαν άνθρωπος σε ένα μπαράκι που είχα πάει μία φορά το καλοκαίρι του 2000, πάνε δηλαδή σχεδόν εφτά χρόνια τώρα που όμως εγώ δεν έλειπα στο Θιβέτ, ένα σωστό μπαράκι με κλίμα που θα έλεγε κανείς ότι με σήκωνε. Ο Γιώργος με το Ντίνο θα ερχόταν αργότερα ενώ στ’ αριστερά μου καθόταν μια θεά που δε μπορούσα να σταματήσω να κοιτάζω. «Έχουν εξελιχθεί οι Βολιώτισσες» σκέφτηκα και άδειασα γρήγορα γρήγορα το ποτήρι μου για να ζητήσω άλλο ένα καρμπόν με το προηγούμενο. Θυμήθηκα τους Κατσιμίχες και τη μια βραδιά στο λούκι ώσπου το φιλικό χτύπημα στην πλάτη του Ντίνου με έφερε πίσω στην πραγματικότητα. Ανήμπορος να σκεφτώ ή να μιλήσω, συνέχισα να την κοιτάζω σα χάνος να χορεύει με το φίλο της. Θέλησα να του δώσω ραντεβού για την Πορτιαριά την επόμενη μέρα όμως η λογική με συγκράτησε. Θα ήταν άδικο να μονομαχήσουμε διότι οι πιθανότητες ήταν σαφέστατα με το μέρος μου. Άλλωστε δε με φώναζαν άδικα στην πιάτσα «Τσέλιγκας, μπουνιά και φέρετρο». Σε μία ώρα θα έχω πια φύγει.

Σημείωση: Το παραπάνω ποστ αποτελεί μια σύνθεση τυχαίων προτάσεων από αυτές που κάθισα κι έγραψα τις τελευταίες δύο μέρες. Φαίνεται να βγάζει νόημα κάπως αλλά δεν.