Η ζωή τα έχει φέρει έτσι ώστε να συναλλάσομαι με 2-3 διαφορετικούς καφετζήδες τους οποίους και γενικά προτιμώ από τους διάφορους γρηγόρηδες, έβερεστ και λοιπές αλυσίδες, επειδή με τους μικρομαγαζάτορες λες και μία καλημέρα, θα σε δει στις μαύρες σου και θα σε ρωτήσει τι έχεις, αναπτύσσεται μια διαφορετική σχέση τέλοσπάντων που εγώ τη γουστάρω περισσότερο. Ο χθεσινός όμως με καταράστηκε στα σίγουρα. Πάω και του ζητάω ένα καφέ φίλτρου γιατί ήταν απογευματάκι, είχα ήδη πιει 1-2 από το πρωί και σκέφτηκα να μην το παρακάνω γιατί το επόμενο βήμα θα είναι ενδοφλέβια καφεΐνη κι όχι τίποτα άλλο που να βρεις και σταθερό χέρι τη σήμερον ημέρα. «Πάει ο καιρός που πίναμε φρέντο ε;», μου είπε γελώντας εγώ του απάντησα χειμώνιασε, χειμώνιασε το κρύο μας περόνιασε, εκείνος μου είπες δεν πειράζει γιατί όταν κάνει κρύο είναι καιρός για δύο, εγώ τόνισα πως αν ήταν το δύο μαζί του τότε το γυρνώ σε πάριο και πιο καλή η μοναξιά, εκείνος σκεφτικός μου πετάει πάσα με παπάζογλου και ο μοναχός ο άνθρωπος όταν γλεντούν οι άλλοι, ντρέπεται που είναι μοναχός, εγώ εκεί του σφύριξα ένα κουπλέ από το Little Boy Blue του Tom Waits κυρίως επειδή δεν είχα τίποτα να του πω αλλά και για να θεωρήσω λήξαν τη συζήτηση. Σύντομα αποτελέσματα: Ο καφές δεν πινόταν, πρώτη φορά μου συμβαίνει αυτό. Ένας διπλός εσπρέσο θα ήταν ότι πρέπει γιατί στη συνέχεια χρειαζόμουν μανταλάκια για να κρατηθώ ξύπνιος. Στο γνωστό μαγαζί πάνω από το Θέατρο Τέχνης που πήγα μετά το σερβις ήταν άθλιο και τέλος κρύωνα και στον ύπνο μου. Σκεφτόμουν μετά πόσο παράδοξο είναι να έρχεσαι σ’επαφή με τόσο κόσμο καθημερινά κι όμως στην ουσία να είσαι τόσο μόνος κάτι βέβαια που ισχύει για πολλά επαγγέλματα (βλ. ταξιτζήδες και πουτάνες από προηγούμενο ποστ). Κι όπως λέει και το γνωστό λαϊκό άσμα «Μόνος θα πονώ, θα πίνω»