Κι αφού τα λόγια είναι περιττά και αφήσαμε πίσω το λουκούλειο γεύμα του Σαββάτου, αφού ήλθαν και απήλθαν οι βάρβαροι και τ’αποκαΐδια, κάτι τιραμισού και δυο σοκολατίνες έπαψαν πια να καταλαμβάνουν ζωτικό χώρο στο ψυγείο πληροφορηθήκαμε τον ερχομό του Θανασάξ. Ο γνωστός σε όλους από το κεμπάπ στο μοναστηράκι (αλήθεια πως το τρώνε οι άνθρωποι αυτό και μπορούν μετά να γκρινιάζουν για τα κρυωμένα κοτόπουλα) Θανάσης δεν έχει καμία σχέση με το σόι μας, όμως τυγχάνει νεαρός με το ίδιο όνομα του οποίου η παρουσία καθίσταται επιβεβλημένη εις την πρωτεύουσα δια λόγους επαγγελματικής αποκαταστάσεως που θα αναλύσουμε εις τη συνέχεια. Ο δε ξέρω κι εγώ τι ακριβώς συγγένεια έχουμε Θανάσης για τον κοινωνικό περίγυρο είναι ο Θανασάκης καθότι ο βενιαμίν της οικογενείας του και φυσικά με την απαραίτητη αποκοπή συμφώνων γίνεται Θανασακς και σύμφωνα με τους κανόνες της νεοελληνικής γραμματικής θα έπρεπε να γράφετε Θανασαξ. Θα μπορούσαν να υπάρχουν και χειρότερα βέβαια όπως το να φωνάζουν το παιδί Νάσο ή δε ξέρω κι εγώ τι άλλο. Ο Θανασαξ είναι εικοσιτεσσάρων (24) ετών, παιδί του χωριού κωλοπετσωμένο που δουλεύει από μικρός πλάι στον πατέρα του ως ηλεκτρολόγος σε οικοδομές, ψημένος δηλαδή και καμία σχέση μ’εμάς τα βουτυρόπαιδα της πόλης και το παρουσιαστικό του εν γένει δεν είναι αυτό που θα έλεγε κανείς αντιπροσωπευτικό δείγμα του ονόματος Θανασαξ. Θανασάκη περιμέναμε δηλαδή και Θανασάκη δεν είδαμε γι’αυτό υιοθετώ το Θανασαξ ως μια πιο τρέντυ εκδοχή της πραγματικότητας. Χθες λοιπόν το μεσημέρι κι αφού ντερλικώσαμε για τα καλά με τ’απομεινάρια μιας ημέρας ή μιας νύχτας για την ακρίβεια, πήγαμε για ένα καφέ σχετικά νωρίς το απόγευμα έτσι ώστε να έχουμε γυρίσει εγκαίρως πριν το ντέρμπυ στο οποίο όπως όλη η Ελλάδα είδε τον ήπιαμε με πανομοιότυπο τρόπο με τον περσινό μόνο που αυτή τη φορά πόνεσε περισσότερο διότι ήταν και εις τριπλούν. Από εκεί βγήκε και το άλμα το γνωστό με τις πρωταθλητριες μας που παίρνουν ένα μετάλλιο και μετά εξαφανίζονται. Είναι και πήδημα, έχει και με μεγάλο μήκος, είναι και τριπλούν, ε αυτό βιώσαμε κι εμείς χθες το βράδυ κι έχουμε μια δυσκολία στο κάθισμα σήμερα. Ευτυχώς ο Θανασαξ είναι και ομοιδεάτης οπότε μετά το ντέρμπυ πήγε κατευθείαν για ύπνο, θα έλεγε κανείς ότι ήταν κουρασμένος από το ταξίδι όμως εγώ ήξερα ότι ήταν βαθύς ο πόνος και δε μπορούσε να παρακολουθήσει την Αθλητική Κυριακή για να δει τα παρασκήνια και τις δηλώσεις. Ο καφές που λέγαμε πιο πριν έλαβε χώρα στο Αττικό Άλσος, το γνωστό αυτό μέρος όπου πάνε ζευγαράκια για να απολαύσουν τη θέα, να χαρούν τον έρωτα τους από ψηλά και εν συνεχεία να βγάλουν τα μάτια τους οι μη έχοντες μόνιμη κατοικία για να στεγάσουν τον έρωτα τους ή οι πιο βιτσιόζοι που γουστάρουν υπαίθρειο ή ριψοκίνδυνο σεξ. Αφού τελειώσαμε γρήγορα γρήγορα τον καφέ μας ανταλλάσοντας εμπειρίες από το στρατό διότι ο Θανασάξ επιθυμεί διακαώς ν’ακολουθήσει τη νέα τάση της μόδας με το μοτο «You can be ΕΠ.ΟΠ star» ή όπως θα έλεγε κάποιος κακεντρεχής «μία ζωή και σήμερα». Είπαμε να γυρίσουμε λοιπόν οπότε θεώρησα καλό να δείξω στο Θανασαξ όλα τα μέρη στα οποία έχουν γίνει βιασμοί στο Αττικό Άλσος όχι τόσο για να τον τρομάξω όσο για να του περάσω ένα μήνυμα για το τι τον περιμένει στη νέα καριέρα που αποφάσισε να κάνει. Έμεινε ενθουσιασμένος από τα πολλά σημεία κι εγώ τότε του είπα ότι πληθαίνουν κυρίως για να μπορούμε να παίζουμε με άνεση τελίτσες κάτι που φαίνεται ότι δεν το πίστεψε αλλά δεν ήθελε να διαφωνίσει εκείνη την ώρα μαζί μου μάλλον επειδή είδε το ματάκι μου να γυαλίζει, ήμασταν και στις ερημιές, δεν ήξερε και τι κουβαλάει κανείς στο μυαλό του οπότε μου ζήτησε ευγενικά να κάνω μια στάση για να προμηθευτεί με διάφορες κάρτες για το κινητό, τσιγάρα, προφυλακτικά κι ένα λουκέτο το οποίο μπορώ να φανταστώ γιατί το ήθελε αλλά δεν είναι της παρούσης. Μάλλον θα διαπίστωσε ότι οι χειροπέδες που είχα αφήσει καταλάθος στο κομοδίνο του κρεββατιού που θα κοιμόταν δεν κλείδωναν καλά και ήθελε να σιγουρευτεί ότι δε θα μπορέσει να τις ανοίξει κανείς. Εγώ να πω την αλήθεια πίστεψα ότι θα σηκωθεί να φύγει μόλις άνοιξε η πόρτα του αυτοκινήτου αλλά ευτυχώς η λογική πρυτάνευσε και απλά σταματήσαμε σε δυο-τρια περίπτερα γιατί ο Θανασαξ είχε έρθει με τρία χαρτονομίσματα των εκατό ευρώ για τρεις μέρες και οι περιπτεράδες τον κοίταζαν λες και είχε AIDS. Έπειτα τον προσκάλεσα σε μία παρτίδα βελάκια αλλά με λύπη διαπίστωσα ότι ήμουν πολύ ταραγμένος και είχα κάνει τον τοίχο πεδίο βολής, έτσι το γυρίσαμε σε τάβλι ξεκινώντας μια παρτίδα που δεν τελείωσε ποτέ όχι όμως όπως το παραμύθι δίχως τέλος που έλεγε κι έλεγε κι έλεγε η άλλη, εμείς απλώς το κόψαμε κάποια στιγμή λόγω του αγώνα η έκβαση του οποίου όπως προαναφέραμε έφερε τη θλίψη και την κατήφεια στο σπίτι αλλά τουλάχιστον δεν το ξενυχτήσαμε και πολύ, μακάρι να είχε και σήμερα ντέρμπυ και να χάναμε αλλά δεν το βλέπω ρε γαμώτο οπότε ποιος ξέρει τι μας επιφυλάσσει η σημερινή ημέρα. Και από αύριο ξεκινά ο Γολγοθάς διότι πρέπει να εκπαιδευτεί στον ηλεκτρικό και το μετρό με τα βάρη να πέφτουν πάνω μου γι’άλλη μια φορά και δεν είμαι ωσάν τον Πύρρο (μια μάλλον απογοητευτική συνέντευξη με κάποιες καλές εξάρσεις όμως, του οποίου μπορείτε να βρείτε στο χθεσινό Έψιλον). Ώρα για προπόνηση λοιπόν και εν δυο, εν δυο.