Με βαριά την ανάσα από τις χθεσινοβραδυνές καταχρήσεις ψάχνεις το στίγμα σου, σ’ένα άδειο κρεβάτι κοιτώντας δίπλα σου ένα κορμί θαρρείς σε λήθαργο. Προσπαθείς να θυμηθείς το πρόσωπο της κι ασυναίσθητα κοιτάζεσαι στον καθρέφτη της τουαλέτας. Τελικά τα πράγματα είναι χειρότερα απ’ότι ίσως θα περίμενες, σαν τον κλέφτη ανοίγεις την τσάντα της και βρίσκεις το πορτοφόλι της, κάπου εκει μέσα θα πρέπει να υπάρχει μια ταυτότητα, ένα έγγραφο, κάτι. Και η διαίσθηση σου δε σ’έχει γελάσει, βρίσκεις όλα τα στοιχεία που έψαχνες και τότε δεν τολμάς να κοιτάξεις στον καθρέφτη, θα τρόμαζες περισσότερο. Βυθίζεις το πρόσωπο σου στις ανοιχτές παλάμες σου που λες και ήθελα να σε μουτζώσουν είχαν ανοίξει μόνες τους αλλά εσύ γραπώθηκες από αυτές, ήταν το καλύτερο που μπορούσες να κάνεις εκείνη την ώρα. Γυρνάς και της ρίχνεις άλλη μια ματιά, είναι η ίδια γυναίκα που κοιμάται μαζί σου τόσα βράδια τώρα, τόσους μήνες τώρα, τόσα χρόνια τώρα. Πηγαίνεις στο μπάνιο, δε μπορείς να το πιστέψεις κάποιος σου κάνει πλάκα, ρίχνεις άφθονο νερό με τις χούφτες σου στο πρόσωπο για να ξυπνήσεις, φοράς και τα γυαλιά σου, που ψυχραιμία για τους φακούς επαφής και ξαναμπαίνεις στο δωμάτιο, η πλάκα συνεχίζεται, αυτή η ίδια είναι. Αυτή η ίδια για την οποία δεν πέταξες έτσι τέσσερα χρόνια, αυτή η ίδια για την οποία η συνείδηση σου ένιωσε καλύτερα όταν της έδωσες μια τελευταία, τελευταία, τελευταία ευκαιρία, αυτή η ίδια για την οποία έμαθες πως αναζήτησε και βρήκε μία διαφορετική εμπειρία, επιθυμία που είχες εκφράσει κι εσύ άλλωστε, αυτή η ίδια που όλο χαρά σε πήρε μια μέρα τηλέφωνο για να σου ανακοινώσει ότι θα γίνεις μπαμπάς κι εσύ δεν πέταξες από τη χαρά σου, αλλά αντίθετα πέταξες ότι βρήκες μπροστά σου. Κυριολεκτικά πέταξες ότι είχες μπροστά σου, χαρτιά, στυλό, επιθυμίες, χρόνια, τα πάντα. Ο φωτογράφος θα σου έλεγε κοίτα το πουλάκι, το πουλάκι όμως πέταξε ψηλά, έφυγε μακριά. Τα γένια σου έκρυβαν το πρόσωπο, σκοτίνιαζαν το βλέμμα σου, έκρυβαν την αιώνια θλίψη, σ’έκρυβαν απ’τον καθρέφτη. Θυμάσαι τους Yo La Tengo? Θυμάσαι τη ζωή σου; Τι να πρωτοθυμηθείς θα μου πεις και θα’χεις και δίκιο, θα υπερφορτωθεί το σύστημα από τις αναμνήσεις και θα καούν οι φλάντζες σου. Κάθεσαι σε μια κουζίνα ευρύχωρη που όμως εσένα σε πνίγει, ασφυκτιάς εκεί μέσα, ζηλεύεις το μικρό κουζινάκι της Καλλιθέας τότε που ήσουν πιτσιρικάκι, τότε που έκανες παρέα με τον Ismael Lo και τη Marianne Faithful και λέγατε χριστουγεννιάτικα τραγούδια στις γιορτές, τότε που όλα είχαν κάποιο νόημα, τότε που κι ο Leonard Cohen ακόμα σου ‘κλεινε συγκαταβατικά το μάτι, τότε που κανείς δε σου είχε γυρίσει την πλάτη. Κτίρια, ανθρώποι, καταστάσεις όλα στέκονται αγέρωχα μπροστά σου και δε μπορείς να λάβεις την ουσία τους, θαρρείς και είναι τα τείχη που σ’εμποδίζουν να διαβείς το κατώφλι της ζωής, θαρρείς και είναι σύνορα που μέρα με τη μέρα στενεύουν πιο πολύ. Κι εσύ δεν είσαι καν στο περιθώριο.