Ένας παρατεταμένος ήχος έφτανε στ’αυτιά μου κι άλλαξα πλευρό γιατί θεώρησα ότι ήταν το κομπρεσερ από μία πολυκατοικεία που φτιάχνουν στην άλλη γωνία του τετραγώνου. Ο ήχος σταμάτησε. Δέκα λεπτά αργότερα ξανά μες στ’αυτί μου. Σταμάτημα ξανά. Σε δέκα λεπτά άρχισε πάλι. Πετάγομαι από το κρεβάτι. Το ξυπνητήρι σκούζει εδώ και ώρα κι εγώ ονειρεύομαι κομπρεσέρ. Ευτυχώς που κοιμόμουν με το κοστούμι όπως γύρισα χθες και δεν έχασα χρόνο για να ντυθώ. Έριξα λίγο νερό στα μούτρα μου, πήρα και μια γραβάτα στην τσέπη για να φορέσω στον ηλεκτρικό, άρπαξα και τον χαρτοφύλακα και βουρ για το τρένο. Στο πρώτο περίπτερο στάση για ένα μίλκο σκέτο χωρίς καλαμάκι. Φτάνοντας στο σταθμό πετυχαίνω το γνωστό πια σεκιουριτά. Σκυμμένο κεφάλι, βαρύς, κάποιος θα τον χαρακτήρισε και μελαγχολικό. Δε χρειάστηκε να μου πει τίποτα, τα κατάλαβα όλα. Πήγα κοντά του κι άρχισα να τραγουδάω:
Γιατί να είμαστε κι οι δυο αισθηματίες
γιατί να μπλέκουμε σε παλιοιστορίες
αφού στον κόσμο λιγοστές είναι οι κυρίες
γιατί να είμαστε λοιπόν αισθηματίες
Άπλωσε τα χέρια του. Έβαλα στη μέση το μίλκο και γονάτισα για να χτυπήσω παλαμάκια. Άναψε τσιγάρο και μου δωσε μια ρουφηξιά, πήρα τη θέση του κι άρχισα εγώ τα ζογκλερικά. Μερικοί περίεργοι είχαν μαζευτεί και κοιτούσαν. Ο κουλουρτζής στη γωνία πέταγε ψηλά τα κουλούρια και τα μάζευε με την τεραστίων διαστάσεων ομολογουμένως γλώσσα του. Από τον παρακείμενο φούρνο μας πετούσαν κάτι χαλασμένα ζαμπονοτυροπιτάκια μαζί με χαρτοπετσέτες. Το γλέντι είχε ανάψει για τα καλά. Το κομπρεσέρ άρχισε να χτυπάει γι’άλλη μια φορά, το ένιωθα στην τσέπη μου να με τρυπάει. Κάθομαι για παλαμάκια έτσι ώστε να το σηκώσω κιόλας, ο σεκιουριτάς περνάει το πόδι του πάνω απ’το κεφάλι μου και χάνω προς στιγμήν το σήμα μου. Γενικώς μπορώ να πω ότι χάνω και το στίγμα μου. Ακούω φωνές, που βρίσκομαι, τι σφυρίγματα είναι αυτά, ποιος χτυπάει παλαμάκια, αφού χθες φύγαμε μαζί από το κέντρο και κάτι τέτοια. Λέω στο σταθμό αλλά δε γίνομαι πιστευτός. Τα μαύρα σύννεφα πυκνώνουν, ετοιμάζεται για βροχή κοιτάω τον ουρανό καθαρός, έχει κι έναν ήλιο με δόντια, ξαφνικά κρυώνω. Είσαι εκεί, χάθηκες ακούω από μέσα, τι κάνεις άνθρωπε μου, τρελάθηκε τούτος, βγαίνω στο δρόμο, ένας ταξιτζής κορνάρει, τώρα χορεύουμε κι οι δύο και τους λέω αντίο.
Γιατί να είμαστε κι οι δυο αισθηματίες
γιατί να μπλέκουμε σε παλιοιστορίες
αφού στον κόσμο λιγοστές είναι οι κυρίες
γιατί να είμαστε λοιπόν αισθηματίες
Άπλωσε τα χέρια του. Έβαλα στη μέση το μίλκο και γονάτισα για να χτυπήσω παλαμάκια. Άναψε τσιγάρο και μου δωσε μια ρουφηξιά, πήρα τη θέση του κι άρχισα εγώ τα ζογκλερικά. Μερικοί περίεργοι είχαν μαζευτεί και κοιτούσαν. Ο κουλουρτζής στη γωνία πέταγε ψηλά τα κουλούρια και τα μάζευε με την τεραστίων διαστάσεων ομολογουμένως γλώσσα του. Από τον παρακείμενο φούρνο μας πετούσαν κάτι χαλασμένα ζαμπονοτυροπιτάκια μαζί με χαρτοπετσέτες. Το γλέντι είχε ανάψει για τα καλά. Το κομπρεσέρ άρχισε να χτυπάει γι’άλλη μια φορά, το ένιωθα στην τσέπη μου να με τρυπάει. Κάθομαι για παλαμάκια έτσι ώστε να το σηκώσω κιόλας, ο σεκιουριτάς περνάει το πόδι του πάνω απ’το κεφάλι μου και χάνω προς στιγμήν το σήμα μου. Γενικώς μπορώ να πω ότι χάνω και το στίγμα μου. Ακούω φωνές, που βρίσκομαι, τι σφυρίγματα είναι αυτά, ποιος χτυπάει παλαμάκια, αφού χθες φύγαμε μαζί από το κέντρο και κάτι τέτοια. Λέω στο σταθμό αλλά δε γίνομαι πιστευτός. Τα μαύρα σύννεφα πυκνώνουν, ετοιμάζεται για βροχή κοιτάω τον ουρανό καθαρός, έχει κι έναν ήλιο με δόντια, ξαφνικά κρυώνω. Είσαι εκεί, χάθηκες ακούω από μέσα, τι κάνεις άνθρωπε μου, τρελάθηκε τούτος, βγαίνω στο δρόμο, ένας ταξιτζής κορνάρει, τώρα χορεύουμε κι οι δύο και τους λέω αντίο.