Wednesday, October 26, 2005

Μες στα θερινά τα σινεμά

Αντιλαμβάνομαι ότι ο καιρός έχει κρυώσει, δύσκολα πλέον μπορείς να κάτσεις έξω το βραδάκι και σίγουρα θα χρειαστείς κι ένα μπουφανάκι, άσε που δε νομίζω να έχει μείνει και κάποιο θερινό ανοιχτό αλλά αν μη τι άλλο αποτελεί αγαπημένη συνήθεια του καλοκαιριού και ειδικά σήμερα που γιορτάζουν οι Δημήτρηδες και οι Δημητρούλες κι εδώ κολλάει το τεράστιο άσμα «Δημητρούλα μου γεια σου και πολύ σέξυ η δικιά σου» το οποίο για κάποιο άγνωστο υποσυνείδητο ή ασυνείδητο λόγο προφανώς το έχω συνδυάσει με την Δήμητρα Λιάνη ? Παπανδρέου ειδικά μετά τα φοβερά εκείνα εξώφυλλα της αυριανής με τις γυμνές φωτογραφίες της Μιμής. Λέγοντας Μιμή αξίζει να σταθούμε λίγο στη γυναίκα Μιμή Ντενίση, να μπούμε λίγο στην καθημερινότητα της και ν’αφήσουμε λίγη από την αστερόσκονη της να μας λούσει κι εμάς που σαν τις ουρές του κομήτη θα σχηματίζουμε ουρές έξω από τα ταμεία του θεάτρου της ή ακόμα ακόμα κι έξω από τη δραματική της σχολή η οποία καλά καταλάβατε ότι είναι ένα δράμα από μόνη της αλλά τουλάχιστον είναι στην Αγίου Μελετίου απέναντι από τα Everest και λίγο πιο κάτω από τη Φωκίωνος Νέγρη για να μην πω για το φημισμένο πια μπαρ Au Revoir το οποίο μπορεί να συναντήσει κανείς τα τελευταία χρόνια λίγο πιο δίπλα από το ανακαινισμένο σινεμά Αελλω και ίσως αξίζει να σημειωθεί πως είναι το μοναδικό μπαρ εν Αθήναι που έχει κάτσει και πιει ποτό ο Φρανκ Σινάτρα. Ο Φρανκ Σινάτρα δεν έχει καμία σχέση με τον Φρανκ Φούρτη προηγούμενου ποστ εκτός ίσως ότι και οι δύο έχουν τουλάχιστον από μία κόρη με το όνομα Νάνσι αλλά του μεν Σινάτρα του βγήκε τραγουδιάρα του δε Φούρτη κατινάρα αλλά επίσης δε θα έπρεπε να γίνει κάποια παρανόηση με την Κατίνα από τις μάγισσες της Σμύρνης η οποία μας προέκυψε και σε σίριαλ κι ύστερα σου λένε γιατί προκύπτουν οι σίριαλ κίλερς και τα ρέστα. Εγώ πιστεύω ότι με όλα αυτά που δείχνει η τηλεόραση η εγκληματικότητα αντιστέκεται σθεναρά και κρατιέται σε χαμηλά επίπεδα. Από το «Λόγω Τιμής» ακόμα που είναι μια παρέα από την Πάτρα, αηδιασμένη καταφανώς από το καρναβάλι της πόλης και το ρίξαν στο καρναβάλι της Τιβι. Όλοι μπαίνουν στις σχολές που γουστάρουν, όλοι βρίσκουν και γαμώ τα σπίτια, όλα φοιτητικά με μισό δωμάτιο και θέα στο φωταγωγό κι ο ένας που δεν περνάει επειδή τα διαφημιστικά της AIM τα’χει κλείσει ο πατέρας του βρίσκει πλούσιο συγκάτοικο τον οποίον και δεν πηδάει αλλά μένουν μαζί στο τσάμπα γιατί αν ο άνθρωπος είναι φιλόσοφος τύφλα να’χει ο Σωκράτης. Socrates drunk the conium, που έλεγε κι εκείνο το παλιό συγκρότημα και μεγάλη απορία την έχω για το τι θα έπινε σήμερα ο μεγάλος αν ήταν εδώ. Τα σημερινά σίριαλ βέβαια έχουν πιο προχωρημένη θεματολογία, στηρίζεσαι σε μία φόρμα και βγάζεις δεκαπέντε διαφορετικά σίριαλ. Ο Μανουσάκης ας πούμε ψάχνει να βρει όλους τους εξτριμ συνδυασμούς ζευγαριών, η τσιγγάνα και ο μπαλαμός, ο παπάς και η παπαθωμά, ο τούρκος και η ελληνίδα στο τέλος θα το δείτε θα δούμε και τον gay με τη λεσβία να κάνουν την υπέρβαση και να ερωτεύονται. Ο Παπακαλιάτης προφανώς έχει ως μοτο το «Η ζωή που θα ήθελα να ζήσω», μάλλον δεν έχει ξεπεράσει ακόμα τον πήδουλο που έφαγε από το Λαζόπουλο καθώς έκανε τα πρώτα βήματα του στο καλλιτεχνικό στερέωμα και σε κάθε του νέο σίριαλ παίζει τον ίδιο ρόλο, ο άντρας ο πολλά βαρύς, θυμόσοφος και μερακλής. Σιγά τον γλυκύ βραστό μεγάλε. Πάντως αν πηγαίναμε μερικά επεισόδια από τα σίριαλ στην Κομισιόν θα απαλασσόμασταν από κάθε έλεγχο διότι θα έβλεπαν οι άνθρωποι ιδίοις όμασι την ευημερία του τόπου καθώς όπου φτωχός κι η μοίρα του η οποία σίγουρα δεν είναι στην τηλεόραση εκτός αν μιλάμε για τις ανθρωπιστικές εκπομπές της μανταμ Άννας Δρούζα η οποία μας έχει πρήξει τ’αρχίδια με τις σπουδές της στο Αμερική για τα ΜΜΕ λες και τον καλό δημοσιογράφο τον κάνουν τα πανεπιστήμια. Άντε στο Αμερική κυρία μου να ησυχάσουμε κι εμείς, να βρεις κι εσύ εκεί ένα επίπεδο να μπορείς να συννενοηθείς. Πάω και στοίχημα ότι όλοι οι Ρεπουμπλικάνοι ψηφοφόροι του Τζωρτζ Μπους θα σε ψήφιζαν για πρόσωπο της χρονιάς ενώ όλοι οι οπαδοί του Μπόυ Τζορτζ θα σε καταψήφιζαν και θα σε έπαιρναν με τις ντομάτες αλλά με την ακρίβεια που έχει πέσει μπορεί να μη σου πέταγαν και τίποτα ή να πέταγαν εσένα την ίδια σε κανένα χαντάκι. Αυτή είναι και η κλασσική παγίδα ερώτηση που κάνουν οι οδηγοί όταν πετυχαίνουν στο δρόμο κάποιον γνωστό τους, «Να σε πετάξω κάπου/πουθενά;» κι εννοούν κάποιο γκρεμό ή κάποια ερημιά τελοσπάντων όπως σ’εκείνο το δραματικό εργάκι με τη Ζωίτσα τη Λάσκαρη στον κατήφορο που πήρε τον ανήφορο για το σπίτι κι ήτανε γυμνή όπως τη γέννησε η μαμάκα της η οποία στη συνέχεια την καμάρωσε και σαν Στεφανία, γενικά δηλαδή πρέπει να είχε μεγάλα αποθέματα ψυχικού θάρρους η γυναίκα αυτή για να βλέπει την κόρη της να παίζει μία την πουτάνα, την άλλη την καριόλα και γενικώς ρόλους που χαρακτηρίζουν την πρωταγωνίστρια ως σάρα και μάρα με μπόλικα κακά συναπαντήματα στην πλοκή του έργου. Κι αφού λοιπόν από το σινεμά ξεκινήσαμε και στο σινεμά καταλήξαμε έστω κι αν φτάσαμε στη νεο-ελληνική απαράδεκτη εκδοχή του ας επικεντρωθούμε και στο στόχο του σημερινού μας ποστ ή αν προτιμάτε στην αφορμή που ποτέ δεν είναι ίδια και με την αιτία. Ήταν χθες το απόγευμα όταν βρέθηκα ανάμεσα σε 4-5 γνωστούς και γνωστές μου τους οποίους δεν πολυσυμπαθώ ιδιαίτερα αλλά ας όψονται οι επαγγελματικές σχέσεις δε μπορώ να τους κόψω και την καλημέρα ή την καλησπέρα. Δε θυμάμαι τώρα πως ακριβώς ήρθε ο λόγος στον κινηματογράφο οπότε τόλμησα ο κρετίνος να αναφερθώ στο φεστιβάλ για το οποίο μας παρέχει πλήρη ενημέρωση φανατική αναγνώστρια του blog (η αμοιβή όπως πάντα στο τέλος του μήνα). Πέσανε να με φάνε σαν να τους είχα βρίσει τη μάνα, τον πατέρα, τον παππού, τη γιαγιά, τον άντρα, το γκόμενο, τη γυναίκα, την αδερφή, τον αδερφό, το παιδί και το μισό σόι. Τι μαλακίες είναι αυτές και δεν καταλαβαίνεις τι γίνεται στην ταινία και δε βγάζεις κανένα νόημα όταν τελειώνει η ταινία και είναι ακαταλαβίστικες μπούρδες και πάει λέγοντας. Ακούστηκαν επίσης απόψεις για τον Αλμοδοβάρ του στυλ πιάνει ένα θέμα και το αναλύει, και το αναλύει, μα γιατί πιάνει μόνο ένα θέμα σε κάθε ταινία δεν έχει να πει τίποτα άλλο και το μίλα της, τι έγινε της μίλησε τελικά και δώστου τα γέλια κι ο χαμός και τρέχουμε τώρα να κλείσουμε εισιτήρια, και σ’αυτές τις ταινίες πάνε δύο άτομα μόνο και κάτι άλλα τέτοια κουλά. Δεν προσπάθησα να το πιέσω άλλο, ακούμπησα την πλάτη μου στον τοίχο, με καταλάβαινε καλύτερα εκείνη τη στιγμή με όλα τα τούβλα μπροστά του στο δικό τους πανηγύρι.