Saturday, October 15, 2005

Το άδειο παράθυρο

Εκείνη τη νύχτα θέλησα να βρέξω με κάτι το λαρύγγι μου αλλά το αλκοόλ για κάποιο περίεργο λόγο με απωθούσε. Πλησίασα το παλιό τζουκ μποξ το οποίο είχα κυρίως για λόγους ντεκόρ στο μαγαζί και έβαλα ένα παλιό τραγούδι του Al Green. Βέβαια ο Al Green είναι αρκετά παλιός από μόνος του οπότε και το τραγούδι δε θα μπορούσε να είναι ιδιαίτερα νέο αφού την τελευταία φορά που τα είπαμε κοιταζόμασταν αμήχανα και προσπαθούσε να συμπληρώσει ο ένας τη φράση που άλλος σκεφτόταν ν’αρχίσει. Ένα παιχνίδι παραισθήσεων δηλαδή, έτσι για να βρισκόμαστε σε κίνηση. Επέλεξα το I Can't Get Next To You μάλλον επειδή το Φωτιά στα Σαββατόβραδα δεν υπήρχε ακόμη στη συλλογή μου. Έκανα μια βόλτα πίσω από το μπαρ κι άφησα τα δάχτυλα μου να περιπλανηθούν για λίγο στα μισογεμάτα μπουκάλια διαφορετικών βαθμών και αξιών. Από μικρός είχα μια έφεση στα κοκταίηλ και έτσι είπα να δημιουργήσω ακόμη ένα μετά τα περίφημα sex on the beach, το σπέρμα του μπάρμαν, μπλάντι μέρι, καμικάζι και τσιμπούκια ο τίγρης που σε παρόμοιες βραδιές είχα ανακαλύψει. Το άγιο πνεύμα ήρθε γι’άλλη μια φορά πάνω από το κεφάλι μου και οδήγησε το χέρι μου μηχανικά στα ποτά και το σέηκερ. Το νέο μου δημιούργημα ήταν πια γεγονός και παρόλο που ζήλευα φοβερά τον Τομ Κόλινς για τη δική του μοναδική έμπνευση αρνήθηκα γι’άλλη μια φορά να βάλω το ονοματεπώνυμο μου στα υποψήφια ονόματα. Τη λύση μου την έδωσε ένας παλιός φίλος που είχε περάσει εκείνη τη νύχτα για μια καλησπέρα λίγο πριν την παγκόσμια περιοδία του σε δυο τρεις επιλεγμένες χώρες του εξωτερικού όπου ο απόδημος Ελληνισμός ξέρει να διασκεδάζει και δε χάνει ευκαιρία να το δείξει. Ήταν εκείνη η νυχτιά που φύσαγε ο βαρδάρης και παίζοντας νευρικά τα δάχτυλα μου πάνω στον πάγκο ήταν σα να έστελνα σήματα μορς στους άγνωστους πελάτες που οπωσδήποτε κάποια στιγμή αργότερα θα περνούσαν για να δοκιμάσουν τη νέα μόδα. Ο φίλος όπως πιθανόν να καταλάβατε ήταν ο Μάκης ο Χριστοδουλόπουλος ο οποίος είχε ήδη μάθει για τη δράση του Βαβύλη πολύ πριν αυτός γίνει φίρμα στον Τριανταφυλλόπουλο και τη Ζούγκλα. Τότε ήταν που ο Μάκης αποφάσισε να εγκαταλείψει την εκκλησία στην οποία ως γνωστόν έπαιζε δεξιός ψάλτης, ενώ εγώ έπαιζα δεξί μπακ στην τοπική ομάδα τον Αητό Νεραιδοράχης κι έτσι είχαμε κάτι κοινό να μας ενώνει. Συνήθως το κοινό δεν εντυπωσιαζόταν ποτέ από την απόδοση μας και γι’αυτό φώναζε εκείνο το εμετικό σύνθημα που ακόμη και σήμερα όταν ακούω ανατριχιάζω. Ο λαός δε ξεχνά τι σημαίνει δεξιά γι’αυτό κι εγώ παράτησα το ποδόσφαιρο στο οποίο μια λαμπρή καριέρα με περίμενε για μια εξίσου λαμπρή καριέρα στο χώρο της σόου μπιζ και της νυχτερινής ζωής στήνοντας τη δική μου επιχείρηση με μπράβους και προστασία μαγαζιών ώσπου να καταφέρω ν’ανοίξω κι εγώ το δικό μου ταπεινό μαγαζάκι ή αλλιώς αν προτιμάτε τη δική μου παράγκα όνομα που δάνεισα λίγο αργότερα και στους διοικούντες του ελληνικού ποδοσφαίρου αφιλοκερδώς μάλλον επειδή μικρός έπαιζα κι εγώ μπάλα κι έτσι είχα απωθημένο όταν μεγαλώσω να προσφέρω κάτι στο χώρο αυτό. Και για να τελειώνουμε με αυτό το χοντροκομμένο αστείο δεν είμαι ο Μάκης Ψωμιάδης κι αν η παραπάνω ιστορία σας θυμίζει κάτι από αυτόν τότε κρατείστε το όνομα Μάκης γιατί δε σας είπα τι απέγινε ο φιλαράκος μου. Από τ’αλώνια στα σαλόνια λέει ο σοφός λαός μας και ο Μάκης βρέθηκε στο δίλλημα καριέρα ως μοναχός ή μονάχος στο τραγούδι; Δεν το σκέφτηκε και πάρα πολύ γιατί το ένστικτο του τον οδήγησε στο πεντάγραμμο να παλεύει με το κλειδί του σολ για μια θέση στον ήλιο. Το ποιος νίκησε το αφήνω ως άσκηση στο αναγνωστικό κοινό. Έτσι λοιπόν βάφτισα το κοκταίηλ μου «Επέτειος» και ήταν τότε που τζαμάραμε μαζί με το Μάκη στο γνωστό Girl Is On My Mind των The Black Keys που εκείνη την εποχή το είχαν ρίξει στις διασκευές γιατί ένα συνεργείο με επισκευές ποντικοπαγίδων που είχαν πήγαινε κατα διαόλου όπως ακριβώς και η Μαμουθ Κόμιξ πριν αγοράσει τα δικαιώματα για τον Λούκυ Λουκ, τον Αστεριξ και τον Ιζνογκουντ. Οι προλαλήσαντες λοιπόν είχαν πιάσει όλες τις μεγάλες επιτυχίες του Μάκη και τις είχανε φέρει στο νούμερο ένα των τσαρτς για πολλές εβδομάδες. Δε θυμάμαι πόσες ακριβώς αλλά σίγουρα αν τις αθροίσουμε έναν χρόνο τον μαζεύουμε. «If you ask me to die and to fall at the hill, I ‘ll do it with all my pleasure just to see that I love you baby». Στίχος φαρμάκι με καλά ριφάκια σε γιεγιέδικη εκτέλεση και καθώς κατέβαζα την πρώτη γουλιά της Επετείου θυμήθηκα εκείνο το πρωινό της δευτέρας γυμνασίου στο σπίτι μου όπου μαζευτήκαμε με τους εκλεκτούς συμμαθητές για να παρακολουθήσουμε την εκπαιδευτική τηλεόραση και να πιούμε κανένα ποτό γιατί το κάπνισμα προκαλούσε καρκίνο, βρωμάγαν τα ρούχα μας, σε στάμπαρε ο περιπτεράς της γειτονιάς και μπορούσε να σε καρφώσει στους δικούς σου, ενώ ήταν και πολυέξοδο γιατί οι κρυψώνες εκείνη την εποχή δεν ήταν και πάρα πολλές με αποτέλεσμα σε κάθε πακέτο ότι περίσσευε να πετιέται πράγμα που σήμερα θεωρώ μεγάλη ανοησία και χαίρομαι που απέφυγα αυτό το κατασκεύασμα του Σατανά γιατί άντε να σηκώνεις το στρώμα κάθε τρεις και λίγο για να κρύβεις τα πακέτα. Ενώ με τις τσόντες το πράγμα ήταν απλό. Ο άντρας της αδερφής του Κ. (ο γαμπρός του δηλαδή) κάθε Σάββατο νοίκιαζε από δύο εώς τέσσερις το πολύ ερωτικές ταινίες, χώρια από τις κανονικές που σίγουρα έπρεπε να είχαν ή πήδημα ή ξύλο ή και τα δύο μαζί σε διάφορους συνδυασμούς. Η Κυριακή ευλογημένη μέρα δεν ήταν για εργασία κι έτσι ο θησαυρός έπρεπε να επιστραφεί τη Δευτέρα το απόγευμα. Αυτό σήμαινε ότι η Δευτέρα ήταν η μέρα της ακολασίας αφού ήμασταν απογευματινοί στο σχολείο. Τώρα συνειδητοποιώ γιατί το σαλόνι ήταν και το μόνο δωμάτιο του σπιτιού που δε χρειάστηκε ποτέ βάψιμο. Έπαιρνα που λέτε τότε τα διάφορα μπουκάλια που υπήρχαν στο σπίτι κι έκανα τις δικές μου αλχημείες, σίγουρα επηρεασμένος από την ομώνυμη ταινία με τον Τομ Κρουζ, χωρίς όμως να έχω καμία διάθεση να γίνω πατέρας σ’εκείνη την τρυφερή ηλικία. Στους άλλους τα ποτά παραδόξως άρεσαν αλλά εγώ πιστεύω ότι τα έπιναν για να μην τους κοροιδέψουν οι άλλοι και φυσικά για να μην τους διώξω και χάσουν την κινηματογραφική προβολή της εβδομάδας. Μερικές φορές προσκαλούσαμε και νέα μέλη αλλά αυτά συνήθως δεν τα αφήναμε να πίνουν γιατί το να βλέπουν ήταν ήδη αρκετά σημαντικό προνόμιο και έπρεπε να καταλάβουν ότι δεν είμαστε όλοι ίσοι κι όμοιοι και πραγματικά αισθάνομαι υπερήφανος που κατάφερα κι έδωσα τέτοια μαθήματα στους συμμαθητές μου διότι τώρα στον έξω κόσμο βιώνουν μια τσόντα στην οποία δεν είναι όλοι ίσοι και όμοιοι. Οι αναμνήσεις με έκαναν να δακρύσω και τότε άδειασα το περιεχόμενο του σέηκερ σ’ένα χαμηλό ποτήρι, έριξα δυο παγάκια, κότσαρα μια ομπρελίτσα κι ένα καλαμάκι και το πρόσφερα στο Μάκη. Εκείνος παραπονέθηκε ότι το στομάχι του ήταν χάλια και θα προτιμούσε ένα καλαμάκι χοιρινό αλλά εγώ του θύμισα ότι είμαστε στη Θεσσαλονίκη οπότε για το καλό του ας ζητούσε ένα σουβλάκι σε ψωμί χωρίς κετσαπ-μουστάρδα για να στανιάρει και ήπια το ποτό στην υγειά του. Το βλέμμα μου έμεινε καρφωμένο στα χρωματιστά φωτάκια-λαμπάκια του τζουκ μποξ και δίσταζα να πάω προς τα εκεί γιατί ένιωθα ότι το χέρι μου θα με πρόδιδε και θα επέλεγα τελικά Έλενα Παπαρίζου ενώ κάτι σε κλαρίνο ταίριαζε καλύτερα εκείνη τη στιγμή γιατί μετά θα μπορούσα να το γυρίσω και σε τζαζ για να καταπλήξω τους πελάτες που δεν είχαν εμφανιστεί ακόμα αλλά χωρίς αμφιβολία θα εμφανιζόταν από στιγμή σε στιγμή. Μπήκα ξανά πίσω από το μπαρ κι έφτιαξα άλλη μια επέτειο, σίγουρα καλύτερη από την προηγούμενη και μ’ένα σάλτο βγήκα απ’έξω και κάθισα σ’ένα σκαμπό. Λίγα λεπτά αργότερα εμφανίστηκε ο πρώτος πελάτης και δεν κουνήθηκα ρούπι από τη θέση μου. Ήρθε και κάθισε δύο σκαμπό παραπέρα και με καλησπέρισε. Τον χαιρέτισα κι εγώ ενώ εκείνος έβγαζε το σκούφο και τα γάντια του πράγμα που με καθησύχασε λίγο γιατί νόμιζα στην αρχή ότι ήταν υποψήφιος ληστής. Κουνήθηκα σχεδόν νωχελικά και πέταξα τρία κούτσουρα μέσα στο τζάκι για να ζωντανέψει η φωτιά ενώ σκέφτηκα πως η θράκα ήταν ότι πρέπει για να ψήσει κανείς λουκάνικα για ένα ολόκληρο σμήνος. Τον ρώτησα αν ήθελε ν’ακούσει κάτι συγκεκριμένο και αυτός με ρώτησε αν είχα δει τον μπάρμαν. Απογοητεύτηκα λίγο γιατί πίστευα ότι έμοιαζα μ’έναν καθωσπρέπει μπαρμαν και του απάντησα ότι κάπου πετάχτηκε ενώ επέλεγα κάτι από τον τελευταίο δίσκο των dEUS εκείνη την εποχή το «Jigsaw You? και όποιος βιαστεί να πει ότι αυτό το τραγούδι ήταν στον πρώτο τους δίσκο σημαίνει ή ότι είναι πολύ γέρος ή πολύ νέος τόσο για ροκ ‘εν’ ρολ, όσο και για θάνατο όπως έλεγε και ο διονύσης ο σαββόπουλος ή αλλιώς ο νιόνιος που θα μπορούσε να τον πει και κάποιος νονό του ελληνικού τραγουδιού, ειδικά μετα τις τελευταίες δηλώσεις του στο πρόσφατα αναβιωθέν φεστιβάλ ελληνικού τραγουδιού. Κάτι σαν τη γιουροβίζιον δηλαδή αλλά με ντόπιο στίχο, που θα πάει θα το αλλάξουμε κι αυτό γιατί αλλιώς χάνεται η ουσία. Μετά απ’όλα αυτά ήπια μονορούφι το ποτήρι με το νερό που είχα στο κομοδίνο μου και άλλαξα πλευρό... (Συνεχίζεται)