Sunday, October 02, 2005

Περι Ζύθου κι Έρωτος

... ή όπως λέμε η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται.

-Παρακαλώ;
-Καλημέρα σας. Μία κράτηση θα ήθελα να κάνω.
-Ναι βεβαίως.
-Υπάρχει κάποιο διαθέσιμο τραπέζι για 10 άτομα σήμερα;
-Για τι ώρα το θέλετε;
-Για τις 10.
-Αν έρθετε γύρω στις 9:30 κάπου θα σας βολέψουμε!

Αυτή η διαφορά στο μισάωρο με κούφανε. Συγγνώμη μανδαμ αλλά αν μου κρατήσεις ένα τραπεζάκι για τις 9:30 κι εγώ αργήσω 15-20 λεπτά θα το δώσεις αλλού; Ή μήπως το τραπεζάκι δεν αντέχει μακριά μου και δε μπορεί να περιμένει μισή ωρίτσα παραπάνω για να του αφιερωθώ ψυχί τε και σώματι στις 10 ακριβώς; Το πλήθος των ατόμων είχε οδηγήσει σε απανωτές επιτυχίες είσπραξης άρνησης και αποφάσισα να υποχωρήσω χωρίς να το συζητήσω και πολύ μαζί της.

-Εντάξει.
-Θα μπορούσαμε να κανονίσουμε κάτι τέτοιο;
-Ναι, θα έλθουμε στις 9:30.
-Καταλαβαίνετε είναι και η μέρα δύσκολη, ο άσχημος καιρός. Σε τι όνομα παρακαλώ;

[...]

Βαθύ το φιλοσοφικό ερώτημα το οποίο πιστευω ότι θα έπρεπε λίαν συντόμως να εκπονηθεί και ως διδακτορική διατριβή: «Δυσμενή Καιρικά Φαινόμενα: Μύθοι, Αλήθειες και πως επηρεάζουν στο κλείσιμο ενός τραπεζιού σε μία μπυραρία».

[...]

Το παρκάρισμα ήταν έυκολη υπόθεση αλλά η πρόσβαση στη μπυραρία είχε και τα απρόοπτα της διότι ένας αγωγός είχε σπάσει και χρειαζόσουν σχεδία ή ικανότητες τριπλουνίστα για να φτάσεις με ασφάλεια στην απέναντι όχθη. Τελικά παρόλο που δε βρέθηκε βαρκάρης, μας πήρε ο βαρδάρης και μας πέρασε στη στεγνή από κάθε άποψη άσφαλτο. Φτάνοντας στην είσοδο πληροφορώ τον επί παντός σκοπού υπάλληλο με το πλαστό χαμόγελο για την κράτηση μου. Αδυνατεί να βρει το όνομα μου στον ομολογουμένως μακροσκελή κατάλογο και με ρωτάει με το ύφος του νικήτή αν ήμουν σίγουρος πως η κράτηση έγινε για το συγκεκριμένο μαγαζί. Θυμάμαι το σχετικό ανέκδοτο και μου έρχεται να του πω «τρελός είμαι, μαλάκας δεν είμαι» και βρίσκω τ’όνομα μου κουτσουρεμένο κατα ένα σύμφωνο. Ω ναι, έλειπε το πρώτο γράμμα αλλά ευτυχώς το γερακίσιο μάτι έδρασε αστραπιαία και η τάξη αποκαταστάθηκε.
[...]

Και ήρθε η στιγμή της παραγγελίας. Εκεί ο πασπαρτού υπάλληλος πήρε την εκδίκηση του. Αφού διαλέξαμε τις μπύρες μας, σκεφτήκαμε να τις συνοδεύσουμε και με κανένα μεζεδάκι. Το πρώτο σοκ ήρθε με τις τηγανιτές πατάτες της γιαγιάς. Ήταν κανονικές πατάτες κομμένες όχι με το συνηθισμένο τρόπο αλλά εγκάρσια πράγμα που έκαναν όλες οι γιαγιάδες μας στο χωριό. Αυτή η σπεσιαλιτέ μας κόστισε 5.5 γιουροντόλλαρς διότι έκανα τη μαλακία να θεωρήσω ότι θα είναι κάποιες ειδικές τηγανιτές πατάτες τις οποίες έπρεπε οπωσδήποτε να δοκιμάσουμε γιατί σίγουρα θα γλείφαμε και τα δάχτυλα μας μετά. Ακολούθησαν οι φτωχικές ως προς το περιεχόμενο αλλά όχι και ως προς την τιμή ποικιλίες και ο πασπαρτού μας κούφανε λέγοντας μας ότι θα έρθει αργότερα για τα κυρίως πιάτα. «Να δεις που κάποτε θα μας πούνε και μαλάκες» έλεγε ο Κηλαηδόνης κι εγώ σκεφτόμουν ότι το κάποτε χρήζει αντικατάστασης με το σήμερα.

[...]

Η ώρα περνούσε μάλλον ευχάριστα με τους συνδαιτημόνες μου να έχουν αναπτύξει μια τρυφερή συζήτηση για το φλέγον ζήτημα «Πόσα Σαβ/κα το μήνα είναι επιτρεπτό ν’αφήνεις το παιδί σου στους παππούδες και τις γιαγιάδες» ενώ εγώ μάταια προσπαθούσα να παρέμβω υπενθυμίζοντας τους ότι κανείς μας δεν έχει παιδιά καθώς επίσης ότι καμία από τις κυρίες της παρέας δεν είχε εκδηλώσει την επιθυμία να γίνει μάνα στο άμεσο μέλλον. Και τότε άρχισε το σόου, διότι έγινε η προσπάθεια ανακύρηξης του μιστερ παππού 2006. Με άλλα λόγια άρχισε η σύγκριση για το ποιανού οι γονείς είναι οι καλύτεροι για να μεγαλώσουν ένα παιδί. Απελπισμένος αποφάσισα να επικεντρωθώ στην αιθέρια παρουσία στο βάθος του μαγαζιού τα καστανόξανθα μαλλιά της οποίας τιναζόταν με χάρη κάθε τρεις και λίγο και για να της κάνω τον καμπόσο αποφάσισα να την κεράσω μισό μέτρο μπύρα, ενώ για τον εαυτό μου έκανα την υπέρβαση και πήρα ένα ολόκληρο μέτρο. Το παιχνίδι με τα μάτια συνεχίστηκε για πολύ ώρα ακόμα και ήμουν σίγουρος πως στο τέλος θ’αποκτούσα μόνιμο τικ. Αν δεν ήμασταν σε μπυραρία και μπορούσαμε να παραγγείλουμε μαρτίνι εγώ θα το έριχνα και στο παιχνίδι με τα χείλη αλλά η αιθέρια παρουσία πήρε πρωτοβουλία και κατευθύνθηκε προς το wc του καταστήματος καρφώνοντας με τόσο έντονα που ήξερα ότι έπρεπε να την ακολουθήσω στα λίγα τετραγωνικά με τη μυρωδιά κρεμοσάπουνου βιλανόβα για να σώσω την παρτίδα.

-Ευχαριστώ για τις μπύρες.
-Δεν ήταν ανάγκη.
-Μα πως, μισό μέτρο ήταν αυτό.
-Για τον εαυτό μου πήρα το ένα.
-Σ’αρέσουν τα μεγάλα μεγέθη δηλαδή.
-Απλά πείναγα και μου βγαίνει πιο φτηνά να φουσκώσω με μπύρες.
-Κι εγώ πεινάω.
-Μήπως έπρεπε να σε κεράσω μια ποικιλία με λουκάνικα;
-Κι ένα μόνο μου αρκεί.
Την επόμενη κιόλας στιγμή είχαμε φύγει από τον προθάλαμο με τους νιπτήρες και είχαμε κλειστεί στις ανδρικές τουαλέτες ενώ ήμουν σχεδόν σίγουρος ότι τ ερωτικό μας καταφύγιο θα γινόταν η διπλανή πόρτα με το καθιστό κοριτσάκι. Τα χέρια της με σφίγγαν σαν τανάλιες και το πάθος της μ’έκανε κυριολεκτικά ν’ασφυκτιώ αλλά ήταν πλέον πολύ αργά για να κάνω πίσω. Καθώς εξερευνούσα το σώμα της βρέθηκα έντρομος μ’ένα πολύ μεγαλύτερο από το δικό μου στο χέρι και τότε ήταν που μου είπε «Σε πειράζει που την έχω μεγαλύτερη από εσένα;». Σίγουρα δεν ήταν η γυναίκα που θα έκανε ποτέ παιδιά στη ζωή της αλλά εκείνη την ώρα πολύ θα ήθελα να ήμουν στο μωρουδίστικο τραπέζι και να προμοτάρω τους δικούς μου για το βραβείο μιστερ παππούς. Για καλή μου τύχη το μισό μέτρο είχε κάνει καλά τη δουλειά του, σήκωσε τη φούστα της κι άρχισε να κατουράει γυρίζοντας μου την πλάτη, δίνοντας μου έτσι την ευκαιρία να ξεκλειδώσω και να φύγω γρήγορα. Η συζήτηση τώρα στο τραπέζι είχε πάρει θρησκευτικό χαρακτήρα επικεντρωμένη στη μετα Θάνατον ζωή και τις εμπειρίες των ανθρώπων που πήγαν στον άλλο κόσμο και γύρισαν. Σκέφτηκα ότι μιλούσαν για μένα κι έτσι ύψωσα συγκαταβατικά το ποτήρι μου για να τους δείξω πόσο δίκιο είχαν...