Thursday, May 31, 2007

Παράπλευρες σκέψεις συγγραφής μιας διπλωματικής

Αυτή δεν είναι μια πίπα.


Αυτή όμως είναι.


Η φωνή της Αθήνας - Η μαλακία του Έλληνα

Αυτήν την εξόχως τελομαγιάτικη ημέρα με την όχι και τόσο υψηλή θερμοκρασία αλλά την ιδανική θα λέγαμε για να πάρεις τον ηλεκτρικό για Πειραιά κι ας είναι να κατέβεις λίγες στάσεις πιο πριν βρέθηκα στο ίδιο βαγόνι με τα πιο πορτοκαλί βαμμένα νύχια που έχω δει στη ζωή μου και θεώρησα τουλάχιστον ανησυχητικό το γεγονός ότι κι εγώ φορούσα μια πορτοκαλί μπλούζα, την ίδια με χθες δηλαδή αφού όταν δεν κοιμάσαι σπίτι σου δεν έχεις και πολλά περιθώρια για γκαρνταρόμπες, ειδικά όταν όλα τα διαθέσιμα μπλουζάκια προορίζονται για ένα ιδανικό ντεκολτέ στήθους φυλακισμένου σε γνωστό αξεσουάρ μεγέθους τέσσερα και να λείπουν παρακαλώ οι όποιοι συνειρμοί με το γνωστό και μη εξαιρετέο πολιτισμικό κέντρο.

Είχα να διεκπεραιώσω μια δουλειά της οποίας η ουρά και η ταλαιπωρία φάνταζε ωσάν κάτι το τρομακτικό αλλά οπλισμένος με τ’ ακουστικά μου κι όλη τη δισκογραφία του Πασχάλη Τερζή πίστευα το δίχως άλλο πως δεν πάω ξυπόλυτος στο λάκκο με τ’ αγκάθια. Φτάνω λοιπόν στο βρόμικο κτίριο, βλέπω ότι το ένα ασανσέρ είναι χαλασμένο ενώ το άλλο δεν εξυπηρετεί τον όροφο που ήθελα διότι είχαν το σύστημα μονά - ζυγά, το χαλασμένο ασανσέρ πήγαινε 1ο - 3ο - 5ο και το καλό 2ο - 4ο - 6ο κι έτσι ακολούθησα το δύσκολο μονοπάτι της Αρετής, πήρα δηλαδή τις σκάλες για να βρεθώ στον πρώτο όροφο.

Κοιτάζω μία αίθουσα αναμονής και βλέπω μπόλικο κόσμο, δε μου άρεσε και πολύ το γεγονός αυτό αλλά δεν πτοήθηκα και προχώρησα στο πρώτο γραφείο, αυτό δηλαδή που είχε γραμμένο τον αριθμό ένα σε μια κόλλα Άλφα τέσσερα (καμία σχέση με το στήθος προηγούμενης παραγράφου) η οποία ήταν κολλημένη στην κάσα της πόρτας. Θυμήθηκα ότι και πριν δύο χρόνια που είχα ξαναπάει ήταν έτσι ακριβώς τα πράγματα και αυτό μου έδωσε την εντύπωση ότι πρόκειται για μια υπηρεσία το δίχως άλλο σταθερών αρχών και αντιλήψεων.

Προς μεγάλη μου έκπληξη έδωσα τα χαρτιά μου κι ενώ περίμενα ν’ ακούσω περιμένετε στην αίθουσα και θα σας φωνάξουμε άρχισα να τρίβω τ’ αυτιά μου διότι η κυρία απέναντι μου που μέχρι τότε δεν είχα αποφασίσει αν θα τη μισούσα ή όχι μου είπε να πάω στο καλό κι ότι όλα είναι εντάξει. Ρώτησα άλλη μία φορά για επιβεβαίωση, είπα μια γλυκιά καλημέρα και εξαφανίστηκα κάνοντας συνολικό χρόνο μέσα στο βρώμικο κτίριο μικρότερο από πέντε λεπτά. Αν φανταστείτε ότι μιλάμε για δημόσια υπηρεσία ήταν σίγουρα ένα θαύμα.

Για το γυρισμό τσιμπάω και μια άθενς βόις από κάτι Έβερεστ χωρίς όμως να δυσκολευτώ ιδιαίτερα στο ανέβασμα και πέφτω πάνω στο γράμμα της εβδομάδος, μια μεγαλούτσικη θα έλεγε κανείς επιστολή με τίτλο μην πας για διαβατήριο Παρασκευή κάτι που αρχικά μου έδωσε την εντύπωση πως πρόκειται για μια ιστορία με απίστευτη ταλαιπωρία και ουρές και άρχισα να φορτώνω έχοντας ως αντιπαράδειγμα την πολύ πρόσφατη αμεσότατη εξυπηρέτηση μου.

Τα γεγονότα έχουν ως εξής: Η αναγνώστρια πήγε να βγάλει διαβατήριο, εκεί μέσα από τα αρχεία φάνηκε ότι είχε καταδικαστεί ερήμην για δυο παραβάσεις του ΚΟΚ. Αυτό συνέβη επειδή είχε μετακομίσει οπότε και οι ειδοποιήσεις πήγαν στο βρόντο. Έκπληκτη λοιπόν η φίλη μας βρέθηκε στο κρατητήριο, μεταγωγή σε άλλο τμήμα με γυναικεία κρατητήρια και διανυκτέρευση εκεί, μεταγωγή στην Ασφάλεια την επόμενη μέρα όπου στις 2 η ώρα το μεσημέρι τέλειωσε η περιπέτεια της. Διερωτάται η αναγνώστρια για ποιο λόγο μεταφέρθηκε η Διεύθυνση Διαβατηρίων, για την προστασία των προσωπικών και ατομικών δικαιωμάτων, ποιος διαχειρίζεται τις βάσεις δεδομένων, τι χωρίζει τις αρμοδιότητες Εφορίας και Αστυνομίας και τι σόι νόμος είναι αυτός που στέλνει όλους τους κατηγορούμενους στην Ασφάλεια Αττικής. Προηγουμένως αναφέρει ότι μέρος των οικονομικών αδιεξόδων της σημερινής κυβέρνησης λύνεται μέσω της είσπραξης των προστίμων αυτών και ότι τα σύγχρονα συστήματα παρακολούθησης και συγκέντρωσης προσωπικών δεδομένων χρησιμοποιούνται προς όφελος των εκάστοτε κυβερνήσεων και όχι προς όφελος της δημοκρατίας, της ισότητας και της ελευθερίας των πολιτών.

Να με συμπαθάει το λοιπόν η φίλη αλλά πραγματικά θέλει θράσος για να στείλεις αυτήν την επιστολή. Φυσικά και έχει απόλυτο δίκιο σε όσα γράφει σχετικά με την ταλαιπωρία των μετακινήσεων της και τις χειροπέδες που θέλησαν να της βάλουν, είναι τουλάχιστον γελοίο να σου φοράν χειροπέδες για μεταγωγή σε άλλο τμήμα επειδή χρωστάς δυο κλήσεις και είναι απαράδεκτο που όλες οι κλήσεις έχουν καθαρά εισπρακτικό χαρακτήρα γι’ αυτό άλλωστε και βλέπουμε σωρεία τέτοιων για παράνομη στάθμευση αλλά καμία για επικίνδυνη οδήγηση. Και τώρα με τα νέα πρόστιμα τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα διότι ο απλός υπάλληλος που παίρνει 700 ευρώ μισθό άπαξ και περάσει ένα κόκκινο τη γάμησε ενώ κάποιος που έχει 3-4 χιλιάδες δε θα το πολυσκεφτεί για να κάνει την παρανομία. Αν όμως ήξεραν και οι δυο ότι υπάρχει σωστό point system και με το κόκκινο αντίο δίπλωμα για ένα μήνα το εισόδημα τους δε θα άλλαζε την κατάσταση.

Θα πείτε τώρα ποια είναι η ένσταση μου. Οι κλήσεις που παίρνεις αν δεν έχεις μαζί σου το δίπλωμα ή την ασφάλεια του αυτοκινήτου, είναι κλήσεις που στις δίνει ο μπάτσος ιδιοχείρως την ώρα που κάνεις την παράβαση. Δεν είναι σαν τη στάθμευση όπου μπορείς να πεις ότι η κλήση χάθηκε από τον αέρα, τη βροχή ή ότι την πήρε ένας μανιακός και την πέταξε γι’ αυτό και δεν παίρνει προσαύξηση. Που σημαίνει ότι η φίλη αναγνώστρια ως ίση ανάμεσα στους πολίτες δεν πήγε να πληρώσει τις δύο κλήσεις αυτές. Και δε ξέρω εγώ για ποιο λόγο θεώρησε ότι δεν πληρώνω και όλα καλά οπότε και δεν αναρωτήθηκε ποτέ τι μπορεί να έγινε με εκείνη την οφειλή της. Δε γνωρίζω πως παραδίδονται τα ειδοποιητήρια για τα δικαστήρια σε περιπτώσεις παραβίασης του ΚΟΚ αλλά έχω την αίσθηση πως έρχεται μία ειδοποίηση από το ταχυδρομείο, εγώ πάντως ότι έρχεται προς το γείτονα του κάτω ορόφου που έχει φύγει και το βλέπω στο ταχυδρομικό κουτί του κάνω ένα τηλεφώνημα για να έρθει να το πάρει. Και μιλάμε για δύο κλήσεις και όχι μία. Αλλά επειδή ακριβώς δε γνωρίζω πως γίνεται η όλη διαδικασία δε μπορώ να ξέρω και ποιος έχει δίκιο ή άδικο. Σίγουρα όμως έχει άδικο η φίλη που διαμαρτύρεται για δύο οφειλές της που αγνόησε επειδή σχεδόν δέκα χρόνια μετά την τσιμπήσανε. Δεν αναφέρει κάτι για κακομεταχείριση ή παρανομία, οι άνθρωποι έκαναν απλώς τη δουλειά τους, αυτό που θα έπρεπε να κάνουν. Δεν παιζόμαστε ρε παιδιά, τα γράφουμε όλα στ’ αρχίδια μας, γίνεται ένα μπάχαλο εξαιτίας μας και ζητάμε έπειτα και τα ρέστα επειδή αποκαλύφθηκε η παρανομία μας. Κι έλεγα θα απολαύσω τη μέρα σήμερα. Συγχύστηκα πάλι.

Wednesday, May 30, 2007

Γαμιόμαστε στη δουλειά

Monday, May 28, 2007

It's A Crime I Never Told You About The Diamonds In Your Eyes

Down by the old fire range
You wouldn't hear a sound from my lips
But maybe someday I will see
Cause it was a crime I never told about the diamonds in your eyes
It's a crime I never told you about the diamonds in your eyes

And maybe someday we will be
Away with the wind we'll go
By the sea we'll float
Away with the wind we'll go
A million miles away
Away with the wind we'll blow
To the sea we'll float
Down along the way
Down along the way

And maybe someday I will say
I'll say please, please
Don't tear your heart from me
Cause it was a crime I never told about the diamonds in your eyes
It's a crime I never told you about the diamonds in your eyes

And maybe someday we will be
Away with the wind we'll go
By the sea we'll float
And away with the wind we'll go
A million miles away
And you'll say maybe someday we will be
And you'll say please please
Don't tear your heart from me
Away with the wind we'll go
By the sea we'll float
Away with the wind we'll blow
By the sea we'll float
Down along the way

Σαν Κυριακή ε;


Και με βροχή, τον ουρανό συννεφιασμένο, γκριζωπό και τους Black Heart Procession ν' απλώνονται στο δωμάτιο και να λένε Release My Heart ανάμεσα σ' όλα τ' άλλα. Ακόμη θυμάμαι πως είχα φύγει εκείνο το βράδυ από το Αν που είχαν παίξει μοναδικά. Δε μπορούσα να μιλήσω, τρέκλιζα σχεδόν. Άνω κάτω.

Release My Heart
what you gave to me I'll never forget
I was born for you before this crime began
all I ask of you is to take the knife and ....
release my heart before you move ahead
what if I was to say to you
"you will never see me again"
I was born of you my partner in crime
and what you stole from me
I may never get it back so ....
release my heart before you move ahead

Πόσο μικροαστικός γίνομαι ώρες ώρες;

Απόλυτα ή ενδεχομένως και απεριόριστα. Λες τα μάτια της να έχουν ακόμη μαύρους κύκλους;

A sudden sense of liberty

Ξανά στο ίδιο μαγαζί, πρώτη φορά ύστερα από εκείνο το μεσημέρι.
Μπαίνω και κόβεται η ανάσα μου. Η ομοιότητα καταπληκτική.
Κάθομαι και το βουλώνω.

Sunday, May 27, 2007

Μουσικές και σκέψεις φτιάχνοντας καφέ και γράφοντας μια βασανιστική πλέον διπλωματική...

This is the beginning of your day
Life is more intricate than it seems
Always be yourself along the way
Living through the spirit of your dreams

Beautiful girl
Won't you be my inspiration?
Beautiful girl
Don't you throw your love around

Είμαι εδώ για ΕΣΑΣ

Δε ξέρω αν φταίει το τριήμερο του Αγίου Πνεύματος που θα έρθει σαν περιστέρι να με φωτίσει κι εδώ θέλω να κάνω δύο παρενθέσεις.

Παρένθεση νούμερο ένα
(Στο νοσοκομείο γινόταν της πουτάνας από περιστέρια, είχαν κολλήσει κι αυτοκόλλητα προειδοποιητικά σήματα να μην τα ταϊζουμε)

Παρένθεση νούμερο δύο
(Έχω αυτήν την τόσο μα τόσο φαεινή ιδέα που εντός ολίγων λεπτών, τι λεπτών, δευτερολέπτων να λέω, που θα μοιραστώ μαζί σας, γεγονός που με κάνει να πιστεύω ότι εγώ φωτίστηκα σήμερα κιόλας)

Συμπέρασμα
Φέτος υπάρχει μεγάλος όγκος πιστών που θα φωτιστούν κι έτσι τα περιστέρια άρχισαν νωρίτερα τη δουλειά για να μη νυχτώσουνε. Μη ξεχνάμε έτσι κι αλλιώς πως στην επιστροφή θα έχει και κίνηση οπότε δε λέει να μποτιλιαριστούν. Άρα όσοι φύγατε για εκδρομή θα πάρετε τον πούλο και θα μείνετε αφώτιστοι.

Συνεχίζω λοιπόν με την ιδέα μου για να πάω να πιω και κανένα καφέ σαν άνθρωπος μέσα στη λιακάδα. Γνωστός για την προσφορά μου στο κοινωνικό σύνολο ιδρύω από σήμερα την έναρξη της στήλης του αναγνώστη. Τι θα έχει αυτή η στήλη; Επιστολές δικές σας τις οποίες θα δημοσιεύω ανώνυμα εκτός και αν κάποιος επιθυμεί να κοτσάρω και το ονοματάκι του για να μην πάει όλη η δόξα κι όλη η χάρη στο βρόντο. Βοηθάει επίσης και για την υστεροφημία κάποιες φορές, όχι όλες μην το παρακάνετε. Ο δικός μου ρόλος θα είναι του σχολιαστή των επιστολών αυτών. Συγκεκριμένα θα είναι σχόλιο παύλα απάντηση σε αυτά που σας βασανίζουν και θέλετε να μοιραστείτε μαζί μου.

Ξέρω ότι πολλοί και πολλές από εσάς ενδεχομένως να διστάζουν ή να ντρέπονται, να νομίζουν ότι αυτό είναι κάτι κακό ή δε ξέρω κι εγώ τι άλλο και γι' αυτό σκέφτηκα να σας δώσω μία ώθηση.

Στην αρχή θα γράφω εγώ επιστολές, φανταστικές, δικής μου εμπνεύσεως, που δε θα έχουν καμία ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα ή καταστάσεις και φυσικά θα πετάω και το σχόλιο απάντηση για να μπείτε στο νόημα.

Κι εντάξει κομμένες οι μαλακίες περι φώτισης, πουλιών και κουτσουλήματος. Η ιδέα αυτή δεν είναι δική μου, είναι κλεμμένη. Σήμερα καθώς έπινα ένα ακόμη λίτρο νερού έπεσα πάνω σ΄ένα μπλογκ που είχε ένα τέτοιο σκηνικό. Βλέπω γραμμένη μια πραγματική ιστορία που έχει βιώσει ο ιδιοκτήτης του μπλογκ την οποία την παρουσιάζει σαν γράμμα αναγνώστη και μάλιστα απαντάει κιόλας. Κι εντάξει μέχρι το πρώτο σκέλος πάει κι έρχεται. Αλλά η απάντηση ήταν τι να πω. Σικάγο γίναμε!

Τώρα βέβαια αν κάποιος επιμένει να στείλει επιστολή εγώ δε θα του χαριστώ και θ' απαντήσω :-)

Βίβε Κουέρβο vol II

Κι έτσι αφού ολοκληρώθηκε η ταλαιπωρία μου με τους ορούς και τα σχετικά προσπάθησα να κλείσω τα μάτια μου για να ξεκουραστώ επιτέλους και να σαπίσω στον ύπνο μέχρι το πρωί. Αυτό που δεν είχα προβλέψει ήταν πως θα κοιμόμουν μεν, μέχρι νωρίς το πρωί δε. Και όταν λέμε νωρίς, εννοούμε λίγο πριν τις έξι, πριν ο ήλιος ακόμα να φέξει. Συνειδητοποίησα τότε κάτι το τραγικό. Ήμουν στο δεύτερο θάλαμο και οι νοσοκόμες ξεκινούσαν τη μέρα σειριακά. Εκεί λοιπόν που εσύ γαλήνιος έβλεπες το όνειρο σου ερχόταν για να μετρήσουν την πίεση και τη θερμοκρασία. Μπορεί να έτρωγες πρώτος λόγω αριθμού δωματίου αλλά το να ξυπνάς πρώτος ήταν πολύ χειρότερο. Άρχισα λοιπόν να αντιλαμβάνομαι σιγά σιγά την κατάσταση στο δωμάτιο.

Ο κυρ – Μήτσος απέναντι ήταν ένα ερείπιο με φοβερή όμως όρεξη στο φαγητό αλλά με αδυναμία να κάνει το οτιδήποτε και κυρίως να σηκωθεί. Γενικά ήταν σαν τον ψόφιο κοριό όλες τις μέρες και κυρίως κοιμόταν ή καθόταν με κλειστά τα μάτια. Διαγώνια απέναντι ήταν ο κυρ-Σπύρος ο οποίος είχε τρελό κόλλημα με το ξύρισμα. Ξυριζόταν κάθε μέρα με τη μηχανή του ο θόρυβος της οποίας μου έσπαγε τα νεύρα. Ο κυρ-Κώστας στ’ αριστερά μου ήταν ο πιο αχώνευτος και δεν είχα ιδιαίτερες παρτίδες μαζί του. Έφυγε την Τετάρτη κι αυτός ήταν ένας λόγος για να τον μισήσω περισσότερο. Άλλους δεν είχαμε εκτός από μια κυρία που ερχόταν για να προσέχει το Μήτσο τα πρωινά και τον αδερφό του που ήταν τακτικός ενώ ο γιος του φάνηκε δύο φορές. Στο Σπύρο ήταν η γυναίκα του μόνιμα σχεδόν εκεί ενώ στον άλλον το μουντρούχο σχεδόν κανείς.

Είχαμε βέβαια και δύο αφίξεις κάπως έκτακτες. Ο Σπύρος νούμερο δύο ήρθε για έξι ώρες τη μέρα που έφυγε ο Κώστας ενώ την Πέμπτη που έφυγε ο Σπύρος νούμερο ένα, έφεραν έναν άλλο τύπο που για κάποιο λόγο δε μπορώ να θυμηθώ το όνομα του αλλά μόνο το επώνυμο. Αυτός ήταν μορφή και ειδικά τη μέρα που ήρθε εγώ είχα τόσα νεύρα που μου έφτιαξε το κέφι. Αλλά γι’ αυτόν θα πούμε αργότερα μερικά πράγματα. Να σημειώσω επίσης ότι ο Σπύρος νούμερο δύο είχε ωραία κόρη της οποίας το κινητό χτύπαγε με τον ήχο του Darling των Stories. Α την Παρασκευή ήρθε ακόμη ένας την ώρα που έφευγα ο οποίος πραγματικά δεν την πάλευε καθόλου. Σε κάθε περίπτωση εγώ ευχήθηκα περαστικά σε όλους. Α και ο αγνώστου ονόματος είχε ωραία κόρη.

Στη συνέχεια κι ενώ προσπάθησα να κοιμηθώ ήρθε μία νοσοκόμα η οποία ήθελε σώνει και ντε να μου πάρει αίμα. Εγώ της είπα ότι έδωσα χθες αλλά εκείνη δε με άκουγε και ήθελε κι άλλο. Καταλήγουμε λοιπόν στο συμπέρασμα ότι ήταν βρικόλακας δεν εξηγείται αλλιώς. Έδωσα και το αίμα μου και μετά ήρθαν να στρώσουν τα κρεβάτια και να αλλάξουν σεντόνια. Ξέχασα να πω ότι πριν το αίμα αλλά μετά την πίεση ήρθαν για να καθαρίσουν. Ξεσκόνισμα με βετέξ, σκούπισμα, σφουγγάρισμα. Και σε όποιον έμπαινε να λες και καλημέρα. Και δε ξέρω για τους άλλους αλλά για εμένα δεν ήταν σε καμία περίπτωση. Μετά τον ιματισμό περνούσαν συνήθως οι γιατροί. Λέγανε τα δικά τους, έλεγα κι εγώ τα δικά μου, γενικά μπορώ να πω ότι επικρατούσε η γνώμη τους παρά τα ισχυρά επιχειρήματα μου. Οι νοσοκόμες ερχόταν και σε κάτι άσχετες φάσεις για να δώσουν φάρμακα, είτε σε εμένα, είτε στους άλλους φιλοξενούμενους, είτε σε όλους μαζί. Επίσης όποτε άλλαζε η βάρδια ερχόταν οι νέες νοσοκόμες να δούνε αν είμαστε καλά και αν θέλουμε κάτι και για να πούνε ένα γεια βρε αδερφέ. Γενικά έμπαιναν πάντα απροειδοποίητα και αυτό το θεωρώ μεγάλη αγένεια αν και κατά τ’ άλλα η συμπεριφορά τους ήταν άψογη. Τρώγαμε στη μία και μισή το μεσημέρι και στις έξι και μισή το απόγευμα για βράδυ, ενώ είχαμε πρωινό και δεκατιανό, όχι κάτι το σπουδαίο όμως, καμία σχέση δηλαδή με τα πρωινά που περιέχουν μπέικον, αυγά, λουκάνικα και άλλα πράγματα του Θεού. Όχι πως αυτά που τρώγαμε ήταν καταραμένα αλλά σε καμία περίπτωση δε μπορούσες να τα χαρακτηρίσεις ως ενδεδειγμένα πρωινά και ειδικά για ένα τσέλιγκα. Κάποια στιγμή μέσα στη μέρα πήγα και για ακτινογραφία η όποια όπως και είχα προβλέψει δεν έδειξε τίποτα.

Από επισκέψεις δε μπορώ να πω, είχα μπόλικες και πέρναγε κάπως η ώρα μου αν και γενικά όταν είσαι μέσα στο νοσοκομείο υπάρχει μια διαστολή του χρόνου και αυτή δεν είναι συνήθως για καλό. Οριοθετώ λοιπόν το σκηνικό. Δευτέρα βράδυ, εγώ καθισμένος σταυροπόδι πάνω στο κρεβάτι να διαβάζω κάτι ασήμαντο και σε κάποια φάση που γυρνάω το κεφάλι μου μαζί με τη σελίδα βλέπω το φωτισμένο πρόσωπο της. Δύο μέρες αργότερα θα σιγοτραγουδούσα τους παρακάτω στίχους:

I know a girl she walks the asphalt world
She comes to me and I supply her with ecstasy
Sometimes we ride in a taxi to the ends of the city
Like big stars in the back seat like skeletons ever so pretty
I know a girl she walks the asphalt world

But where does she go?
And what does she do?
And how does she feel when shes next to you?
And who does she love in time-honored fur?
Is it me or her?

I know a girl she walks the asphalt world
Shes got a friend, they share mascara I pretend
Sometimes they fly from the covers to the winter of the river
For these silent stars of the cinema
Its in the blood stream, its in the liver
I know a girl, she walks the asphalt felt world

But where does she go?
And what does she do?
And how does she feel when shes next to you?
And who does she love in time-honored fur?
Is it me or is it her?

With ice in her blood
And a dove in her head
Well how does she feel when shes in your bed?
When youre there in her arms
And there in her legs
Well Ill be in her head

Cuz thats where I go
And thats what I do
And thats how it feels when the sex turns cruel
Yes both of us need her, this is the asphalt world

...όμως εκείνο το βράδυ και το επόμενο, κυρίως το επόμενο, αχ να μπορούσατε μόνο να δείτε τα μάτια της και θα καταλαβαίνατε.

Την Τρίτη ήρθε μια νοσοκόμα να μου πάρει αίμα και φορούσε κάτι τζουρτζουλί γυαλιά, κουλ άτομο σκέφτηκα μόνο που όταν μου κάρφωσε τη σύριγγα, νόμισε πως είχε βρει φλέβα και μετά άρχισε τους πειραματισμούς προσπαθώντας να με ρουφήξει. Με τα πολλά το κατάφερε χωρίς ευτυχώς να μελανιάσει το χέρι μου ή να πεθάνω από τον πόνο. Αγχώθηκε κιόλας, τη λυπήθηκα μπορώ να πω αλλά δε θα την άφηνα να μου ξαναπάρει αίμα. Στη συνέχεια πήγα για υπέρηχο αφού είχα τσιτώσει με νερό κάτι που συνεχίζω ακόμη ως σήμερα για να είναι λέει γεμάτη η κύστη μου. Τώρα το πίνω για να μην αφυδατώνομαι αλλά το αποτέλεσμα είναι το ίδιο, γεμίζει η κύστη μου και πάω για κατούρημα σα να έχω πει μπύρες κάτι που δε μπορώ να κάνω λόγω αντιβίωσης.

Ήλπιζα λοιπόν κι εγώ ο καψερός ότι την Τετάρτη θα βγω. Οι γιατροί όμως είχαν άλλη άποψη παρόλο που όλες οι εξετάσεις βγήκαν μια χαρά. Ευτυχώς που ήρθε κι ένας φίλος το βράδυ να δούμε τον αγώνα κι έτσι πέρασε κάπως η ώρα αν και αυτός έπινε μπύρες ενώ εγώ νερά οπότε και είχα κάθε δικαίωμα να τον μισήσω. Κι έρχεται η Πέμπτη αυτή η ευλογημένη μέρα που είμαι σίγουρος ότι θα μου πούνε ευχαριστούμε που μας προτιμήσατε, άντε σπιτάκι σας τώρα. Το κακό σημάδι ήρθε νωρίς. Βλέπω μπροστά μου τον καριόλη που μου έβαλε το πράσινο μαντζαφλάρι στις αμυγδαλές. Με ρωτάει αν είμαι καλά και πως πάω γενικά και με το πιο δολοφονικό μου βλέμμα του λέω «Εσύ Φταις». Δεν είπε κάτι άλλο όμως εγώ σε πρώτη ευκαιρία θα του κάνω την ίδια εξέταση. Το έχω ορκιστεί. Έρχεται κατόπιν η ομάδα των γιατρών της κλινικής που ανήκα χωρίς όμως το διευθυντή και με τη γιατρό στην οποία ήμουν χρεωμένος να έχει ένα πελώριο χαμόγελο. Μου λέει μια γλυκιά καλημέρα και της λέω «ελπίζω να έχω κι εγώ αυτό το χαμόγελο μετά τα νέα που μου έχετε». Θα έχεις μου απαντάει η αναίσθητη και είμαι έτοιμος να τη φιλήσω ενώ ήδη με το αριστερό μου χέρι άρχισα να ξηλώνω τα λευκοπλάστ που κρατούσαν στη θέση του το φλεβοκαθετηράκι. Αύριο βγαίνεις, μου λέει με στόμφο κι ένιωσα τον κόσμο να χάνεται. Διαμαρτυρήθηκα αλλά ήταν ανένδοτη. Επέμεινα αλλά το ίδιο έκανε κι αυτή. Καταδίκη σκέτη ήταν αυτό αλλά ήμουν όμηρος.

Την προηγούμενη μέρα ο κυρ-Μήτσος που είχε να χέσει κανένα δεκαπενθήμερο ήπιε σχεδόν μια κάβα ολόκληρη γάλα μαγνησίας και του έκαναν και δύο ενισχυμένα κλύσματα. Το αποτέλεσμα ήταν σαν την παροιμία: «Είπα στο χαζό να χέσει και ξεκωλιάστηκε». Έχεζε όλη την ώρα, δε μπορούσες να μείνεις στο δωμάτιο ούτε λεπτό. Και προφανώς χεζόταν πάνω του αφού ο καψερός δε μπορούσε να κουνηθεί και άντε να τον καθαρίσουν. Δράμα. Σκεφτόμουν λοιπόν ότι αφού είχε ήδη χεστεί και το πρωί μια φορά δε θα την έβγαζα καθαρή. Όντας εμφανώς ταραγμένος από τη δυσάρεστη εξέλιξη των πραγμάτων προσπαθούσα να σκεφτώ κάτι άσχετο για να παρηγορηθώ. Εκεί λοιπόν που είχα φορτσάρει στη σκέψη νιώθω κάτι υγρό στο χέρι μου στο σημείο που ήταν το φλεβοκαθετηράκι. Πάω στη νοσοκόμα και της λέω αυτό στάζει και πηγαίνω προς το δωμάτιο. Με το που μπαίνω μέσα στο θάλαμο έκανε την εμφάνιση του αυτό που έσταζε και το ένιωθα υγρό. Φουλ αίμα και μια κυρία έτρεξε να φωνάξει τη νοσοκόμα να έρθει αμέσως. Πράγματι ήρθε εκείνη με τα σύνεργα και προσπαθεί να φτιάξει την κατάσταση. Εγώ να ξεφυσάω από θυμό και οργή. Την κοίταγα λες και ήταν ο πιο θανάσιμος εχθρός μου. «Φοβάσαι;», με ρώτησε και της απάντησα «Όχι, εκνευρισμένος είμαι». «Μην ανησυχείς συμβαίνουν αυτά, θα το φτιάξουμε τώρα αμέσως» μου λέει και της απαντώ «Δεν είμαι εκνευρισμένος γι’ αυτό αλλά που έμεινα και σήμερα μέσα». Κάπου εκεί κατάλαβε ότι δεν είναι καλό να συνεχίσει το διάλογο και το βούλωσε, εξέλιξη που την προτιμούσα εκείνη τη στιγμή διότι αλλιώς μπορεί και να της έχωνα καμία γροθιά με τ’ αριστερό.

Ώσπου ήρθε ο τύπος με το άγνωστο όνομα και ξεράθηκα στο γέλιο. Το παρακάτω περιστατικό είναι χαρακτηριστικό. Έρχονται για να του κάνουν κλύσμα. Τραβάει ο νοσοκόμος την κουρτίνα για να μην τον βλέπουμε οι υπόλοιποι και του λέει το και το. Κάνει την προεργασία και τον ρωτάει αν είναι έτοιμος. Φωνάζει λοιπόν ο τύπος «Πατίκωστο βαθιά». Έλιωσα στο γέλιο. Τελειώνει ο νοσοκόμος και φεύγει λέγοντας του όποτε του έρθει να πάει στην τουαλέτα. Δεν περνάν δύο λεπτά και αρχίζει να φωνάζει «Να πάω! Που να πάω; Πως να πάω; Αφού είμαι ξεβράκωτος, πω πω θα τα μπλοκάρω όλα εδώ, τι γίνεται;». Προσπαθούσε να πατήσει το κουμπί κάτι που έκανα εγώ για να τον διευκολύνω και λέω στο νοσοκόμο σε θέλει ο δικός σου. Πάει αυτός, ξεσυνδέει τον τύπο από τον ορό, αυτός αρπάζει μια πάνα την οποία τη φοράει για να κρύβει το εμπρός μέρος και η γυναίκα του τον κυνηγάει λέγοντας του βάλε ένα σώβρακο όσο αυτός τρέχει χοροπηδητά για να πάει στην τουαλέτα. Μιλάμε για το γέλιο. Άλλο να σας το λέω κι άλλο να το βλέπετε. Έγιναν και διάφορα άλλα που με συνέφεραν κάπως οπότε και δεν έκανα κανένα έγκλημα.

Την επόμενη μέρα από το πρωί ήμουν ανήσυχος και ταραγμένος. Ήταν Παρασκευή και αν για κάποιο λόγο άλλαζε η απόφαση για το εξιτήριο αυτό θα σήμαινε πως το τριήμερο θα το πέρναγα μέσα. Φρίκη! Μέχρι να μου πούνε πήγαινε κάτω στους γιατρούς να πάρεις το εξιτήριο είχα λαλήσει. Ετοιμάστηκα σε χρόνο dt. Εξαφανίστηκα ακόμη πιο γρήγορα. Φτάνω σπίτι και αφού δε βρίσκω τα κλειδιά ν’ ανοίξω χτυπάω το κουδούνι. Ανεβαίνω, αφήνω τα πράγματα, ανοίγω και το θερμοσίφωνο για να βουτήξω σε καυτό νερό και βλέπω τα κλειδιά μου πάνω στο γραφείο μου.

Συμπέρασμα: Ποτέ μη φεύγετε από το σπίτι χωρίς κλειδιά, δεν είναι σίγουρο ότι θα επιστρέψετε.

Friday, May 25, 2007

Βίβε Κουέρβο


...ή αλλιώς «το πάρτι συνεχίζεται». Θα έλεγα πως όλα ξεκίνησαν από τα πεύκα. Τι πάει να πει αυτό; Θα πει ότι βρέθηκα μέσα στα πεύκα και λίγο πριν ανοίξουν οι ουρανοί άνοιξε η δική μου μύτη με φοβερή καταρροή, εκκωφαντικά φτερνίσματα και βήχα που με τσάκισε. Δε θα πω ψέματα, κλονίστηκα. Όταν άρχισαν και τα προβλήματα στην κατάποση, ο γδαρμένος λαιμός, ο πόνος στο στήθος και τα δέκατα πήρα τη μεγάλη απόφαση να πάω στο γιατρό. Η σκέψη αυτή πραγματοποιήθηκε την Κυριακή όπου έτρωγε όλη η φαμίλια μαζί κυρίως για να εμψυχώσουμε το θείο που θα έμπαινε για εγχείριση την Τρίτη. Αφού καλά φάγαμε και καλά ήπιαμε άρχισα τις ασκήσεις γιόγκας διότι με τους γιατρούς ποτέ δε ξέρεις τι γίνεται. Ως καλόψυχος άνθρωπος που είμαι δεν τόλμησα να πάω το μεσημέρι για να τους αφήσω να κοιμηθούν κι έτσι βρέθηκα να κτυπώ την πόρτα τους γύρω στις 6:30 το απόγευμα.

Έρχεται το λοιπόν η νεαρά γιατρός με τα σιδεράκια, ίδια η Μαρία η άσχημη, να με εξετάσει. Της περιγράφω το ιστορικό κι αρχίζει να κάνει τα δικά της. Μου παίρνουν και αίμα για μια γενική εξέταση και έρχεται η φάση που θέλει να δει τις αμυγδαλές μου. Εγώ με τις αμυγδαλές έχω μια σχέση πάθους και δεν αφήνω όποια κι όποια να τις δει. Κοινώς έχω τρομερό πρόβλημα να βάλω τη γλώσσα μου στη σωστή θέση για να μπορέσει ο εκάστοτε γιατρός να δει παραμέσα, άρα μάλλον και στο τσιμπούκι δε θα είχα και πολλές πιθανότητες επιτυχίας. Φυσικά δεν το ομολογώ αυτό στη γιατρό και προσπαθώ να της δώσω τις σωστές οδηγίες. Της λέω λοιπόν ότι πρέπει να με αιφνιδιάσει. Δηλαδή να ανοίξω εγώ το στόμα μου, να βγάλω έξω τη γλώσσα με τον τρόπο που τη βολεύει, να κλείσω τα μάτια μου, να βάλει αυτή μέσα στο στόμα μου αυτό το σκατοξυλάκι, να το κρατήσει λίγη ώρα έτσι ώστε εγώ να ξεγελαστώ και να μη ξέρω ότι υπάρχει και τελικά αιφνίδια να το κατεβάσει για να μου πατικώσει τη γλώσσα και να προλάβει να κοιτάξει μέσα πριν αντιδράσω.

Αμ δε! Δεν μπορούσε να τα καταφέρει με τίποτα και φώναξε τον ΩΡΛ που όσο και να το πεις μια πείρα παραπάνω την είχε. Και μια μπίρα θα έλεγα εγώ αλλά πραγματικά δεν είναι της παρούσης. Ο ΩΡΛ αργούσε να έρθει κι αυτή επέμενε να δοκιμάζει. Κάποια στιγμή ήρθε και μου είπε «αισθάνομαι πραγματικά γελοία, άσε με να δοκιμάσω άλλη μια φορά» κάτι που δεν της το αρνήθηκα άσχετα αν η αποτυχία της χτύπησε την πόρτα ξανά. Τότε της είπα ότι έχω γενικά πρόβλημα και να μην ανησυχεί για τις επιδόσεις της, διότι κάθε φορά την ίδια δουλειά έχουμε και όπως φάνηκε θα την είχαμε και στο μέλλον αυτή τη δουλειά αλλά με άλλη γιατρό. Κάποια στιγμή ο ΩΡΛ ήρθε, μ’έβαλε να φωνάζω ααααααααααααααααααα και ν’ αναπνέω από το στόμα ταυτόχρονα και μάλλον το κόλπο έπιασε γιατί κατάφερε και είδε τις αμυγδαλές μου οι οποίες δεν είχαν τίποτα άρα και τζάμπα όλος ο προηγούμενος κόπος.

Έπειτα ήρθε ξανά για να μου δώσει ένα κυπελλάκι που έπρεπε να γεμίσω με ούρα. Εγώ θα προτιμούσα ένα παγωτό κυπελλάκι μιας και δεν είχα και πρόβλημα με τις αμυγδαλές αλλά εκείνη δεν το βρήκε καλή ιδέα και επέμεινε στα ούρα. Απ’ τη στιγμή που είδα τα σιδεράκια σκέφτηκα ότι κάποιο βίτσιο κουβαλάει αυτή αλλά δεν πήγε ο νους μου στην ουρολαγνεία. Σε κάθε περίπτωση, χάρηκα που το ανακάλυψα έγκαιρα, προτού έρθω σε πραγματικά δύσκολη θέση και αφού έκανα τη δουλειά μου της έδωσα το κυπελλάκι έχοντας ένα πολύ απαξιωτικό βλέμμα και πήγα να ρίξω έναν υπνάκο στο εξεταστήριο.

Η σκρόφα κατάλαβε ότι δεν ήμουν διατεθειμένος ν’ακολουθήσω το παιχνίδι της κι έτσι πέταξε στον πάγκο τα σύνεργα για ένα στρεπ-τεστ όπως θα αποδεικνυόταν αργότερα και με άφησε να περιμένω εκεί. Έβλεπα τα σακουλάκια και όσο αν τα περιεργαζόμουν δε μπορούσα να καταλάβω πως συνδυάζονται. Κάποια στιγμή ήρθε μαζί με έναν άλλον κι εκεί τα χρειάστηκα λίγο. Όχι επειδή ήταν πιο ψηλός από εμένα, στο ξύλο τον είχα, κάτι σύριγγες στην τσέπη του δε μου άρεσαν καθόλου. Τελικά χρησιμοποίησε πιο ύπουλη μέθοδο. Και η γιατρίνα πήρε την εκδίκηση της. Αφού συναρμολόγησε το στρεπ-τεστ πήρε όχι ένα, αλλά δύο σκατοξυλάκια για το λαιμό και τα έβαλε χιαστί ενώ με το άλλο χέρι πήρε ένα πράσινο μακρινάρι σαν μπατονέτα ένα πράγμα και δίχως να με λυπηθεί κατέβασε τη γλώσσα μου όσο κάτω μπορούσε, έχωσε το πράσινο μέχρι τις αμυγδαλές και το έβγαλε μόνο όταν κόντεψα να ξεράσω. Η άλλη η τσούλα κράταγε την λάμπα για να βλέπει ο μπράβος που είχε βάλει να με ξεπαστρέψει και δεν την πήρε από μπροστά μου ακόμη κι όταν όλα είχαν τελειώσει. Αντιλαμβάνεστε ότι αναγκάστηκα να πατήσω το διακόπτη μόνος μου.

Ωσάν το μαλάκα συνέχισα να περιμένω χωρίς να γίνεται κάτι το πραγματικά συγκλονιστικό και αφού έχει πάει η ώρα δέκα και δέκα (θυμίζω φίλε αναγνώστη ήμουν εκεί από τις έξι και τριάντα) έρχεται ο καριόλης που πήγε να με στείλει στον άλλο κόσμο λέγοντας μου ότι βρήκαν ασυνήθιστα υψηλή τιμή κρεατινίνης για την ηλικία μου και θα πρέπει να με κρατήσουν μέσα για εξετάσεις. Κάτι δηλαδή άσχετο με το λόγο για τον οποίο εγώ εμφανίστηκα μπροστά τους αρχικά. Κι επειδή μια σωστή εισαγωγή πάει πακέτο με καρδιογράφημα και ακτινογραφίες τσουπ άλλη αγγαρεία κι επιπλέον αναμονή. Εν τω μεταξύ κατέφθασαν και οι γονείς με τ’απαραίτητα σύνεργα κατάκλισης ενώ εγώ σκεφτόμουν ότι το αίμα (έστω και με αυξημένη κρεατινίνη) κυλάει, εκδίκηση ζητάει κι έπρεπε το ταχύτερο δυνατόν να καταστρώσω σχέδιο εξόντωσης των γιατρών που με καταδίκασαν σε αυτό το μαρτύριο.

Μέχρι να γίνουν όλα αυτά η ώρα έχει πάει έντεκα και μισή ακριβώς και η υπεύθυνη στη γραμματεία μου λέει να περιμένω να ανέβω μαζί με άλλους δύο που είναι για εισαγωγή και πάνε στον ίδιο όροφο για μένα. Της εξηγώ ότι μπορώ να πάω χωρίς παρέα, δε θα χαθώ, το ξέρω το μέρος. Μου λέει ότι κανονικά πρέπει να με συνοδεύσει νοσοκόμος για να μη λιποθυμήσω, χτυπήσω και τα λοιπά και της λέω ότι αναλαμβάνω την ευθύνη διότι δε μπορώ να περιμένω άλλο, είμαι πέντε ώρες στα επείγοντα, ας πάω τουλάχιστον να κοιμηθώ και αφού είδε και το γυαλισμένο μάτι μου δεν πρόβαλε σοβαρές αντιρρήσεις. Πήρα λοιπόν το δρόμο για τον όγδοο όροφο και μόλις μπήκα στο δωμάτιο άκουσα τρεις γέρους να ροχαλίζουν σε όχι και τόσο μελωδικούς ρυθμούς. Έσκασα στα γέλια, έβαλα πιτζάμες, ήρθε κι ένας νοσοκόμος για να μου πάρει ιστορικό, έδιωξα και τους γονείς και ξάπλωσα μπας και ξεκουραστώ.

Αμ δε! Έχω γλαρώσει και είμαι έτοιμος να βουτήξω στο πρωτοϋπνι όταν ένας καριόλης με άσπρη ποδιά αλλά συμπαθητικός κατά τ’ άλλα έρχεται για να με ρωτήσει σχετικά με την ασθένεια. Τον κοιτάω με μισό μάτι και μου λέει αν μπορώ να βγούμε έξω από το θάλαμο για να μην ενοχλούμε τους άλλους που κοιμούνται. Σκέφτηκα ότι μπερδεύτηκε αφού οι άλλοι μας ενοχλούσαν με το ανελέητο ροχαλητό τους αλλά ήταν το προχωρημένο της ώρας και δεν έδωσα σημασία ούτε το τράβηξα γιατί βασικά νύσταζα και ήθελα να κοιμηθώ. Πάω λοιπόν στο γραφείο των ιατρών και του λέω ότι συνέβη με το νι και με το σίγμα. Κάτι που με ρωτούσαν όλοι ήταν αν παίρνω συμπληρώματα διατροφής και διάφορα γυμναστηριακά σκευάσματα. Εγώ έκανα τη μαλακία και τους έπειθα ότι τα μπράτσα μου είναι αποτέλεσμα γυμναστικής και μόνο. Μέγα λάθος. Να το ξέρετε από εδώ και στο εξής πως η σωστή απάντηση είναι ναι παίρνω άσχετα αν δεν έχετε ιδέα από αυτά. Ούτε εγώ έχω αλλά του πούστη, πόσο χειρότερα θα ήταν αν έλεγα ναι;

Ο γιατρός αυτός μου έδωσε τη χαριστική βολή. Ορός. Πάω ξαπλώνω και δεν προλαβαίνω να κλείσω τα μάτια μου, τσουπ μια νοσοκόμα από πίσω με τα σύνεργα της φρίκης. Σκοπός της να μου τοποθετήσει το φλεβοκαθετήρα. Απλώνω τ’ αριστερό μου χέρι, κάνει την κίνηση εκείνη αλλά δε βρίσκει στόχο, πεθαίνω στον πόνο εγώ. Οφείλω να της αναγνωρίσω όμως την καλή πρόθεση, κάνουμε και το σχετικό χιούμορ, καταλήγουμε και γείτονες οπότε όλα καλά. Έρχεται από το δεξί αυτή τη φορά όπου προηγουμένως είχε δει και μια φλεβάρα, δοκιμάζει και με μικρότερο καθετηράκι αλλά το αποτέλεσμα είναι πόνος και μόνο πόνος. Τρίτη και φαρμακερή πάλι στο ίδιο χέρι αλλά πιο ψηλά αυτή τη φορά. Τζίφος αλλά είναι καλή και παραδόξως δε μου έρχεται να τη βρίσω. Είναι μάλλον που με πήρε με το καλό.

Λίγο αργότερα επιστρέφει με μία άλλη νοσοκόμα μεγαλύτερη τόσο σε ηλικία όσο και σε βαθμό η οποία πραγματικά ξέρει τι να κάνει. Μην κοιτάς μου λέει και αρχίζει να μου χαϊδολογάει το χέρι τόσο επιδέξια που προς στιγμήν νόμισα ότι θα συνεχίσει τις θωπείες και λίγο πιο αριστερά και κάτω όπως αντιλαμβανόμουν εγώ το χώρο όντας ξαπλωμένος ανάσκελα. Κάτι τέτοιο δεν έγινε ποτέ (έγινε δηλαδή αλλά όχι από εκείνη τη νοσοκόμα και όχι εκείνο το βράδυ) κι ενώ εγώ σκεφτόμουν εντυπωσιακά τσιμπούκια με θέα το Άλσος Στρατού βρέθηκα καλωδιωμένος με τον ορό. Έκτοτε τη συγκεκριμένη δεν την ξαναείδα αλλά έμαθα όλες τις υπόλοιπες με τα μικρά τους και τολμώ να πω ότι έγινα και ο αγαπημένος ασθενή τους.

(συνεχίζεται...)

Sunday, May 20, 2007

"Για ένα κομμάτι ψωμί..." vol III

Είχα σκεφτεί στην αρχή να φορούσα τα ίδια ρούχα με το πρωί έτσι ώστε να της περάσω το μήνυμα ότι δε θα δείξω οίκτο αλλά η φωνή της λογικής πρυτάνευσε μέσα μου κι έτσι κατευθύνθηκα στη ντουλάπα προς αναζήτηση μιας καθαρής αλλαξιάς. Είχα βάλει και ρέγκε μουσική όση ώρα ετοιμαζόμουν, γεγονός που νομίζω ότι ρίχνει τους παλμούς της καρδιάς, γίνεσαι ένα πράγμα σαν τους αθλητές που αποκτούν βραδυκαρδία από την πολύ γυμναστική. Κάπως έτσι λοιπόν είναι τα πράγματα και με τη ρέγκε με αποτέλεσμα αυτή η χαλαρότητα να είχε επίδραση σε κάθε μου πράξη. Για να πλύνω τα δόντια μου χρειάστηκα είκοσι λεπτά ενώ για να κουμπώσω ένα φερμουάρ αφιέρωσα σχεδόν δέκα. Με εξίσου αργούς ρυθμούς οδηγούσα και προς το σπίτι της με αποτέλεσμα να τη στήσω πολύ χαλαρά για μισή ώρα σχεδόν. Κατέβηκε μ’ ένα αέρινο φουστανάκι και στιγμιαία τη λιμπίστηκα όπως ο λύκος το αρνάκι αλλά φρόντισα να υπενθυμίσω στον εαυτό μου ότι ως γνήσιος τσέλιγκας θα έπρεπε να την προστατεύσω και ουχί να κάνω σχέδια για την αποπλάνηση της.

Παραδόξως δεν παραπονέθηκε για την αργοπορία μου, προφανώς είχε κι εκείνη λερωμένη τη φωλιά της, γυναίκα γαρ, σιγά που θα ήταν έτοιμη στην ώρα της και ξεκινήσαμε για το σπίτι του φίλου μου. «Πολύ καλοκαιρινός μου είσαι», είπε και δε ξέρω αν το έλεγε λόγω της ρέγκε μουσικής ή της εμφάνισης μου με το λουλουδάτο υποκάμισο και το περασμένο στο αυτί μου άνθος. Ίσως να αναφερόταν και στο συνδυασμό, δεν την ρώτησα ποτέ όπως και δεν απάντησα και ποτέ αφού απλώς χαμογέλασα αντί να της πω «Είσαι σκέτη καύλα» κάτι που σκεφτόμουν όση ώρα οδηγούσα. Είχαμε φτάσει τελευταίοι άρα και καλύτεροι και αφού έγιναν οι απαραίτητες συστάσεις ανέλαβα τα χρέη του ψήστη όπως είχα υποσχεθεί στο φίλο μου ότι θα έκανα.

Έριξα τα κάρβουνα και ταυτόχρονα ετοίμαζα και τα κρέατα ενώ εκείνη τους έλεγε για τη δουλειά παραλείποντας το κομμάτι με τους καβγάδες. Είχαν πιάσει την κουβέντα για τα καλά όλοι μαζί κι εγώ καθόμουν ωσάν τον παπάρα να λιώνω από τη ζέστη και να στάζω από τον ιδρώτα. Τότε ήταν που μετάνιωσα για την ακύρωση της απόφασης μου περί της ίδιας ενδυμασίας με το πρωί αλλά ποτέ δεν είναι αργά για εκδίκηση και σκέφτηκα να πάω να τους αγκαλιάσω όλους έτσι με τα γεμάτα λίπος χέρια κάτι όμως που τελικά δεν έγινε ποτέ διότι η Στέλλα σε μία ένδειξη καλής θέλησης ήρθε με μία μπίρα στο χέρι και προσφέρθηκε να μου κάνει λίγο παρέα.

Καθισμένη εκείνη σε μια πλαστική καρέκλα, όρθιος εγώ πάνω από τη φωτιά, η ματιά μου θέλοντας και μη έπεφτε στο θανατερό ντεκολτέ της το οποίο και δεν είχα εκτιμήσει τόσο καιρό στο γραφείο αφού ποτέ δε φόρεσε και το ανάλογο ρούχο. «Λες να είναι σεμνότυφη;» αναρωτήθηκα αλλά απόδιωξα αμέσως την κακή αυτή σκέψη και κοίταξα τα μπουτάκια της, ακόμη ένα μέρος που δεν είχα εκτιμήσει όλο αυτό το διάστημα λόγω των ενδυματικών της επιλογών. Για να μην καρφωθώ στράφηκα προς τα μισοψημένα κομμάτια κρέατος που είχα μπροστά μου κι έριξα λίγο λεμόνι ακόμη.

Η υπόλοιπη βραδιά πέρασε μάλλον ήσυχα, με κουβεντούλα στον κήπο ενώ τα επιτραπέζια έμειναν στα κουτιά τους αφού κανείς δεν είχε όρεξη τελικά μετά το φαγητό. Μπαίνοντας στο αυτοκίνητο για το γυρισμό τη ρώτησα αν ενδιαφέρεται για μεταμεσονύχτια βόλτα. Είπε ναι και ξεκινήσαμε για το Πόρτο Ράφτη. Στρώσαμε κάτι ψάθες στην παραλία και μιλούσαμε για τις ζωές μας, λέγαμε αστεία, πειράζαμε ο ένας τον άλλον. Πήγε σε κάποια στιγμή προς τη θάλασσα και μπήκε μέσα μέχρι τα γόνατα. Γύρισε και μόλις κάθισε κάτω πήρα τα πέλματα της στα χέρια μου κι άρχισα να τα καθαρίζω από την άμμο ενώ στη συνέχεια άρχισα να τα τρίβω κάνοντας ένα υποτυπώδες μασάζ. Μετά της έκανα και στον αυχένα ενώ κρατιόμουν με το ζόρι να μην της πιάσω το στήθος. Αποφασίσαμε να κλείσουμε τη βραδιά μ’ ένα παγωτό κάτι που αν είχαμε χειμώνα θα ήταν σίγουρα βρόμικο.

Στο γυρισμό με ρώτησε αν ήθελα να τη συνοδέψω στις διακοπές της. Δεν είχε ακυρώσει την κράτηση για το ένα δίκλινο αφού σκεφτόταν να πάει έστω και μόνη της. Δέχτηκα αμέσως. Τέσσερις μέρες διακοπές από το πουθενά ήταν θείο δώρο. Περάσαμε από το σπίτι μου, μάζεψα βιαστικά τ’ απαραίτητα και πήγαμε στο δικό της για να φύγουμε από εκεί το πρωί αφού ήταν πολύ πιο κοντά στο λιμάνι. Φτάνοντας στο δωμάτιο, τακτοποιήσαμε τα πράγματα και μπήκε για ένα ντους. Μετά θα πηγαίναμε για φαγητό. Έψαχνε κάτι στο σάκο της όταν πήγα και της τράβηξα την πετσέτα. Το επιφώνημα της, το έπνιξα με τα χείλη μου, τα νύχια της καρφώθηκαν αμέσως στην πλάτη μου, τις επόμενες μέρες θα μ’ έτσουζε το αλάτι στη θάλασσα. Πήγαμε κατευθείαν για βραδινό.

Την Τρίτη που επιστρέψαμε στο γραφείο πέταξα το ταπεράκι με το τζατζίκι που είχε περισσέψει κι εκείνη άρχισε να μου φέρνει καφέ και ντόνατ για τις δύο εβδομάδες που μου απέμεναν.

Saturday, May 19, 2007

Εν Αιθρία...


Άνθρωποι περνάν για να πάνε σπίτια τους, βόλτα, κάπου. Δύο παιδάκια κάνουν ποδήλατο, το ίδιο τετράγωνο κάθε φορά. Ένας άντρας με ένα σακίδιο στην πλάτη μοιράζει φυλλάδια στις πόρτες. Το βλέμμα όλων καρφώνεται στο μπορντώ αυτοκίνητο που λες και βγήκε από τη διαφήμιση του Πεζώ 207. Και δεν είναι Γενάρης για να νυχτώνει από τις έξι. Αυτήν την ώρα φαίνονται όλα. Κι ύστερα τα σημάδια απ' τα υγρά της πάνω στο μαύρο παντελόνι της φόρμας προκαλούν το γέλιο και την απορία στους δύο ταβλαδόρους, "Μα καλά, πως; που; είναι δυνατόν;". Είναι. Κλειδί στην πόρτα, σκέψη να μπω γρήγορα γρήγορα μέσα στο δωμάτιο και να μη με καταλάβει κανείς. Μάταιο. Έρχομαι μπροστά στον απόλυτο πόνο. Στον άνθρωπο που έχασε το χαμόγελο του, που η φωνή του βγαίνει βραχνή, μέχρι την Τρίτη που θα σταματήσει να βγαίνει. Μάλλον γι' αυτό καθόμαστε όλοι σιωπηλοί και κοιτάζουμε αφηρημένα το χώρο. Καρκίνος. Σαν το ζώδιο της.

Wednesday, May 16, 2007

Παρένθεση

Κάνω ταξίδια
πίνω τα ξύδια
μα όλα μένουν ίδια

Tuesday, May 15, 2007

"Για ένα κομμάτι ψωμί..." vol II

Διότι είναι και αυτό που λένε αν έχεις τύχη διάβαινε. Κι εντάξει, μπορεί Γκαστόνε να μη με λες αλλά δεν είμαι και Ντόναλντ. Είχαμε μοιράσει τη μουσική στο γραφείο ανα μέρα. Μας πήγαινε μία μία κι εγώ δεν είχα διαλέξει μια τυχαία μέρα να φέρω το τζατζίκι. Ναι η μαντεψιά σας είναι σωστή. Ήταν η σειρά μου να γίνω ντι τζέι και για να της ρίξω στάχτη στα μάτια έχω φέρει Λοΐζο που ήταν ο αγαπημένος της. Αν την έβαζες σ’ ένα κελί σκοτεινό χωρίς φαϊ και νερό αλλά με Λοΐζο θα την πάλευε μια χαρά. Εννοείται πως όλες τις μέρες δεν άκουγε τίποτα άλλο και είχα αρχίσει να σκέφτομαι ότι ήθελε να με καταντήσει αλκοολικό σαν και το συνθέτη.

Αλλά πίσω έχει αχλάδα η ουρά κι έτσι έκανα την κίνηση ματ. Όχι τίποτα άλλο αλλά την έκανα να αισθανθεί και άσχημα που μου έβαλε τις φωνές επειδή έβγαλα το ταπεράκι με την αγαπημένη μου σος για να το τοποθετήσω στο ψυγείο. Πως λέμε έτριβε τα μάτια της; Ε εκείνη έτριβε και τ’ αυτιά της ενώ εγώ καρτερικά μετρούσα από μέσα μου το χρόνο. Τι περίμενα; Να ηρεμήσει εντελώς από την προηγούμενη μάχη για να περάσω στη δεύτερη κατά μέτωπον επίθεση. Όταν είδα να φεύγει από το πρόσωπο της το στράβωμα τύπου εγκεφαλικό κατεδάφισα τον πρώτο από τους δίδυμους πύργους. Άντζελα Δημητρίου, Μάκης Χριστοδουλόπουλος, Βασίλης Τερλέγκας, Σταμάτης Γονίδης, Αντύπας, Λευτέρης Πανταζής, Γιώργος Μαργαρίτης και Ρίτα Σακελλαρίου σε όλες τις αξέχαστες επιτυχίες τους. Επίσκεψη στην τουαλέτα ανα εικοσάλεπτο αυστηρά με ανάλογη θεατρική κίνηση, στροφή ζεμπεκιάς, βαρύς αναστεναγμός και τίναγμα του κεφαλιού ισοδύναμα και τα τρία με ένα κωλοδάχτυλο περιωπής.

Είναι έτοιμη να βάλει τα κλάματα όχι τόσο για την υψηλή ομολογουμένως ποιότητα της μουσικής αλλά κυρίως επειδή ξεγελάστηκε. Επειδή την πάτησε. Επειδή με πίστεψε ότι έκανα κίνηση συμφιλίωσης κι εκείνη αισθάνθηκε ένοχη που φώναξε για λίγο τζατζικάκι ενώ εγώ θυσίασα τη μέρα της μουσικής μου για ν’ ακούσει τον αγαπημένο της συνθέτη. Αυτό ήταν που την πείραξε. Κι αυτό ήταν που περίμενα. Έτριβα τα χέρια μου από ικανοποίηση μπροστά της και φώναζα yes ή έκανα το σήμα της νίκης επειδή και καλά είχα ολοκληρώσει ένα δύσκολο κομμάτι του πρότζεκτ ενώ το μέχρι τα ώτα μου χαμόγελο καταμαρτυρούσε το σκοπό των πράξεων μου. Αυτή τη φορά δε χρειαζόμουν ναρκαλιευτή για να πάρω αέρα, είχα γίνει πιο σαρωτικός κι από τυφώνα.

Τη χαριστική βολή όμως δεν την έδωσα εγώ όπως αρχικά σκόπευα. Την είδα να μιλάει στο τηλέφωνο, να κοκκινίζει, να το κοπανάει και να βαλαντώνει στο κλάμα. Ήρθα σε δύσκολη θέση. Δεν ήξερα αν είχε γίνει κάτι ή το έκανε προσποιητά για να τη λυπηθώ, να κάνω πίσω και να ρεφάρει που με τη σειρά μου θα την είχα πιστέψει. Κάνω τότε κίνηση εμπνευσμένη από τον Κασπάροβ έτσι ώστε σε κάθε περίπτωση να έχω τον τελευταίο λόγο. Πάω στο ψυγείο, παίρνω το τάπερ με το τζατζίκι, βγάζω και από το συρτάρι μου κάτι φρυγανιές σικάλεως που είχα και ξεκινώ τα μακροβούτια φροντίζοντας ν’ αναπνέω με τον κατάλληλο τρόπο για να βρομοκοπήσει ο τόπος.

Είμαι στη δεύτερη φρυγανιά, η άλλη συνεχίζει να μυξοκλαίει και αλλάζω ξανά το ρεπερτόριο σε Λοϊζο. Σκουπίζω κάτι ψίχουλα και πάω να τα πετάξω στο καλαθάκι για να δω κυρίως τις αντιδράσεις της. Αυτό ήταν. Την τελείωσα. Το κλάμα ξαναδυνάμωσε κι εγώ σιγουρεύτηκα ότι δεν το παίζει αλλά πραγματικά κάτι συμβαίνει. Είχα βέβαια κι ένα δισταγμό στο να πάω κοντά της και να της μιλήσω διότι η μυρωδιά μυρωδιά και μάλιστα φρεσκότατη. Απορρίπτω αμέσως την ιδέα του να μασήσω λίγο σαπούνι διότι αφενός η μπόχα δε θα έφευγε αφού προέρχεται από το στομάχι, αφετέρου θα έπρεπε να ξεπλένω το στόμα μου μία ώρα από τους αφρούς που θα έβγαζα. Εκτός κι αν ήθελα να το παίξω λυσσασμένος κάτι που όμως δεν ήταν στα άμεσα σχέδια μου.

Φτιάχνω ένα καφεδάκι μπας και σώσω κάπως τα πράγματα και σπάσει λίγο η σκορδίλα ενώ τάχα δήθεν αμέριμνος τη ρωτάω τι έγινε κι αν έχει σχέση με την εργασία. Πάει κάτι να πει, τη βλέπω ότι διστάζει και αμφιταλαντεύομαι για το αν θα πρέπει να την παροτρύνω ή όχι να μιλήσει. Τελικά υποκύπτω και τη ρωτάω αν θέλει να της φτιάξω κι εκείνης καφέ. Ξαφνιάζεται αλλά δέχεται. Ξαναπάω λοιπόν μέσα και επιστρέφω με ένα σπέσιαλ φραπεδάκι το οποίο και προσφέρω με όλη την ευγένεια που με διακρίνει, μια άγνωστη για εκείνη πτυχή του εαυτού μου.

Κάθομαι ξανά στο γραφείο και στέλνω mail σ’ έναν κολλητό με συγκεκριμένες οδηγίες για τηλεφώνημα του προς εμένα που θα λάμβανε χώρα έπειτα από μία ώρα ακριβώς. Την ξαναρωτάω για το κλάμα και αρχίζει να μου λέει για το ζόρικο καλοκαίρι που περνάει με το διδακτορικό, για μια δημοσίευση που έπρεπε να προλάβει να βγάλει και πως στην ουσία δε θα πήγαινε καθόλου διακοπές και θα έπηζε στην Αθήνα κάτι που θα συνέβαινε για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά. Είχε κανονίσει λοιπόν να φύγει για ένα τετραήμερο το οποίο και της ακυρώσανε κυριολεκτικά τελευταία στιγμή αφού την επόμενη μέρα θα έφευγε.

Δε χωρούσε αμφιβολία ότι ήμουν ο θριαμβευτής και μάλιστα πολύ πιο εύκολα απ’ ότι περίμενα. Μ’ έπιασε βέβαια να κάνω και τον καλό Σαμαρείτη και γι’ αυτό είχα βάλει και το φίλο μου να με πάρει τηλέφωνο. Είχε κανονίσει να μαζευτούμε σπίτι του το βράδυ για μπάρμπεκιου και επιτραπέζια οπότε σκέφτηκα να καλέσω και τη Στέλλα για να ξεσκάσει. Μου τηλεφώνησε όπως είχαμε κανονίσει κι εγώ εσκεμμένα επαναλάμβανα τις λεπτομέρειες. Κλείνοντας το τηλέφωνο της πρότεινα να έρθει μαζί μου αφού όπως με τα ίδια της τ’ αυτιά είχε ακούσει ο φίλος με προέτρεπε να φέρω κι όποιον άλλο θέλω μαζί μου. Δε χρειάστηκε και πολύ ψηστήρι, αφού ήταν σκασμένη με τις εξελίξεις και κανονίσαμε να περάσω το βράδυ να την πάρω από το σπίτι της.

(συνεχίζεται...)

Για ένα κομμάτι ψωμί...

Είναι η εποχή που μόλις έχω απολυθεί από το στρατό και ψάχνω τρόπους για να ενισχύσω το πενιχρό μηνιαίο εισόδημα που είχα συνηθίσει από τη μαμά πατρίδα, τα ολόκληρα δηλαδή 8,72 ευρώ που συνήθως με έφταναν για να βγάλω τις πρώτες ώρες του μήνα. Και όπως πολύ σωστά καταλάβατε ήταν και οι δύσκολες ώρες του μήνα όπως ακριβώς είναι και οι δύσκολες μέρες για τις γυναίκες. Αν και γενικά με το στρατό δεν είχα καμία δυσκολία ωστόσο αυτές οι ώρες υπήρχαν και μάλιστα θα τις είχα κάνει και ταινία αν δεν υπήρχε η ομώνυμη νουβέλα που μου στέρησε μια γκανιάν επιτυχία. Περνάω λοιπόν από ένα γνωστό ο οποίος ευτυχώς έπιασε αμέσως το σκεπτικό μου και μ’έστειλε στον κατάλληλο τύπο ο οποίος με τη σειρά του με οδηγεί σ’ένα πράγμα σαν εργαστήριο και μου λέει ότι για 2 μήνες θα συνεργαστείς εδώ με αυτήν την κοπέλα που κάνει το διδακτορικό της και σε αυτόν τον τομέα θα τη βοηθήσεις εσύ. Κάθισα σ’έναν υπολογιστή και άρχισα να συντάσσω το κείμενο της παραίτησης μου. Θα ήταν η πρώτη παραίτηση εργαζομένου μέσα σε 3 λεπτά. Τόσα χρειάστηκα για να τη μισήσω. Τέτοιο ύφος ούτε η Ελισάβετ. Καθώς είχα φτάσει στην τελευταία παράγραφο αποφάσισα να ρίξω μια πασιέντζα για να χαλαρώσω και να φαίνομαι πιο ήρεμος καθώς θα αφήνω το χαρτί. Τελικά δε μου έβγαινε με τίποτα και είχα πεισμώσει τόσο που πέρασε μία ώρα μέχρι να καταφέρω να δω τις τράπουλες να χοροπηδάνε και φυσικά δεν είχα ηρεμήσει κι έτσι άρχισα να παίζω ναρκαλιευτή στο πρώτο επίπεδο για να αισθανθώ νικητής. Είναι σημαντικό να αισθάνεσαι νικητής ακόμη και σε μικρά ασήμαντα πράγματα διότι μετά που πας για τα μεγάλα έχεις έναν αέρα που ναι μεν μπορεί να χαρακτηριστεί και ως κοπανιστός, δεν παύει όμως να είναι ένας αέρας, συνήθως όχι λίβας και με τέτοιο καλοκαίρι που θα έχουμε μια χρησιμότητα την έχει. Ο αέρας αυτός λοιπόν τελικά δεν ήρθε ποτέ διότι έφτασε πρώτη η Στέλλα με κάτι ντόνατς και καφέδες. Έσκισα λοιπόν το χαρτί χωρίς να το δει κανείς, έσβησα και το σχετικό αρχείο και περίμενα να μου πει να πάρω καφέ και ντόνατ. Περίμενα λιγότερο απ’ όσο χρειάστηκε να βγει η πασιέντζα για να καταλάβω πως ο δεύτερος καφές προοριζόταν για αλλού. Τσατισμένος λοιπόν ρίχνω ένα ρέψιμο για να καταλάβει ότι εμείς οι δύο δεν θα τα πάμε καλά αν συνεχίσει στους ίδιους ρυθμούς. Με κοίταξε με μια απέχθεια κι εγώ χαμογέλασα ειρωνικά σκεφτόμενος «Ναι μωρή καριόλα μ’ αυτό το γουρούνι θα συνεργαστείς τους επόμενους δύο μήνες». Έκτοτε ξεκίνησε ένας ανελέητος πόλεμος. Φαρμακερά βέλη εκατέρωθεν. Κοινώς της πουτάνας. Η έκβαση αμφίβολη. Κανείς δεν έκανε ούτε μισό βηματάκι πίσω και όλο το ινστιτούτο είχε να λέει για τους ομηρικούς καβγάδες. Εμένα μου έδινε κουράγιο και πίστη το γεγονός ότι είχα ημερομηνία λήξης, εκείνη ληγμένη προφανώς από καταβολής του κόσμου δεν είχε τίποτα να ελπίζει οπότε και δεν πτοούνταν. Εκείνη την περίοδο είχα φάει τόσο τζατζίκι όσο τρώει ο μέσος άνθρωπος σε ολόκληρη τη ζωή του. Στη χωριάτικη σαλάτα έκοβα πάντα 2 κρεμμύδια και γενικώς είχα προσθέσει στο DNA μου αυτό το ευωδιαστό άρωμα «σκόρδο+κρεμμύδι=θάνατος». Την πλησίαζα όσο πιο κοντά μπορούσα, καλοκαίρι, ντάλα ο ήλιος έξω, μόνο με κλιματισμό στην αίθουσα κι επομένως εξαερισμό μηδέν, η ατμόσφαιρα ήταν κάπως βαριά. Ήμουν σίγουρα ο πιο ορκισμένος εχθρός της. Με μισούσε θανάσιμα. Την ημέρα που πήγα ένα ταπεράκι με τζατζίκι στο γραφείο κοντέψαμε να έρθουμε στα χέρια. Η αντίστροφη μέτρηση είχε αρχίσει.

(συνεχίζεται...)

Saturday, May 12, 2007

SpiderFuck

Άκουσα στο ραδιόφωνο για μια αράχνη της οποίας το δηλητήριο προκαλεί παρατεταμένη στύση στον παθόντα αλλά μην τρέξεις φίλε αναγνώστη στους αγρούς διότι μετά την καύλα έρχεται και ο θάνατος. Γίνονται μελέτες για τη χρήση του δηλητηρίου σε μικρές ποσότητες έτσι ώστε να είναι ακίνδυνο για τη ζωή αλλά σωτήριο για την ανδρική ανικανότητα. Εγώ πάντως ήδη φαντάζομαι τη συνέχεια του spider-man και είναι αδικία πραγματικά που η ανακοίνωση αυτή δεν συνέπεσε με την πρεμιέρα και της ταινίας στους κινηματογράφους. Στην πορνογραφική πάντως μεταφορά της ταινίας εικάζω ότι ο σούπερ ήρωας θα χύνει ιστό.

Μιλώ για Σένα

Μιλώ με τα ψηλά τ'απάτητα βουνά
και τους μιλώ για σένα
πως έχεις ομορφιά και φρύδια τοξωτά
σαν πέτρινα γεφύρια

Και μ' απάντησαν:
''Τα γεφύρια χορταριάζουν.
Άμοιρη ψυχή μη ξεγελαστείς''.

Μιλώ με τ'ουρανού τα μαύρα σύννεφα
και τους μιλώ για σένα
πως όταν περπατάς, γλυκά όπου πατάς
η στέρφα γη ανθίζει

Και μ' απάντησαν:
"Η γη ανθίζει εκεί που θέλει.
Άμοιρη ψυχή μη ξεγελαστείς."

Μιλώ με τις πηγές που ζούνε μοναχές
και τους μιλώ για σένα
πως όταν με κοιτάς, σαν λες πως μ'αγαπάς
αγγέλοι φτερουγίζουν

Και μ' απάντησαν:
"Είναι χάρτινοι οι αγγέλοι.
Άμοιρη ψυχή μη ξεγελαστείς."

Friday, May 11, 2007

Of Pain and Trust

"So who's sure about his wife? Oh the cp guy! Let's give it a try. Hmm, what that mazonaki stands for?"

"Never mind..."

Promises

She's going to leave him over
She's gonna take her love away
So much for your eternal vows, well
It does not matter anyway.

Oh, all the promises we made
All the meaningless and empty words
I prayed, prayed, prayed.
Oh , all the promises we broke
All the meaningless and empty words
I spoke, spoke, spoke

Monday, May 07, 2007

Προσεχώς Κοντά Σας

Για λόγους ανωτέρας βίας θα είναι αδύνατο το ποστάρισμα το διάστημα μεταξύ 7 και 25 Μαΐου. Ενδεχομένως να υπάρξουν κάποιες αιφνίδιες παρεμβάσεις αλλά δε μπορώ να εγγυηθώ για την ύπαρξη τούτων. Εις το επανιδείν.

Sunday, May 06, 2007

τρεις και πέντε

Σκουπίδι η σκέψη την πετώ, τη λογική απαρνιέμαι
μ' ένα σαράκι αρμένικο για δρόμους που δε θέλησα
στις χαραυγές ξεχνιέμαι

Saturday, May 05, 2007

Λάρισα Ελλάδα - Λάρισα Ευρώπη / Έφτασε η ώρα είσαι και η πρώτη

Πηνειός και Όλυμπος σ'έχουνε καμάρι
τώρα προσκυνάνε μπροστά σου οι μεγάλοι

Στη Θεσσαλία τώρα όλοι καμαρώνουν
τα παιδιά τα βυσσινί τα αποθεώνουν

Αστέρια, Γη και Ουρανός

«Έρχονται δύσκολες μέρες» σκέφτηκα καθώς άνοιγα τα μάτια μου καθόλου ευχαριστημένος που είχα ξυπνήσει παρά τη θέληση μου. Κι ενώ είχα προνοήσει βγάζοντας το σταθερό από την πρίζα και κλείνοντας το κινητό δε μπορούσα να φανταστώ ότι το μεσημεριανό μου φαγητό θα έφερνε την καταστροφή. Το φρέσκο κρεμμύδι έκανε κανονικό ταξίδι και καθώς ανέπνεα όχι με τόσο γρήγορους ρυθμούς, το άρωμα που έβγαινε από το στόμα μου, κατέληγε στα ρουθούνια μου τα οποία ευαίσθητα καθώς έχουν γίνει από την κόκα δεν άντεξαν κι άρχισα να στριφογυρίζω σα δαιμονισμένος. Τελικά δεν άντεξα και σηκώθηκα ενώ κατάλαβα πως και τα μαυρομάτικα φασόλια που είχα πασπαλίσει με το ψιλοκομμένο κρεμμύδι μου είχαν κάτσει κάπως βαριά. Μία κόκα κόλα που ήπια δεν είχε τα σπουδαία και θεαματικά αποτελέσματα που περίμενα κι έτσι δεν έμενε τίποτα άλλο από το να πλατσουρίσω στη μπανιέρα για να χαλαρώσω λιγάκι και ίσως αν στεκόμουν τυχερός να έπαιρνα έναν υπνάκο ακόμη.

Τελικά ύπνο δεν πρόλαβα να πάρω αλλά ευχαριστήθηκα πολύ όλη αυτήν την ατμόσφαιρα με τους υδρατμούς και το καυτό νερό. Βγήκα λοιπόν αυτό που λέμε άλλος άνθρωπος στο ίδιο σώμα και ξεκίνησα να ετοιμάζομαι αφού είχα από το πρωί κανονίσει τη βραδινή μου έξοδο. Ο ζύθος θα είχε την τιμητική του υπό κανονικές συνθήκες αλλά με τέτοιο στομάχι προτίμησα κάτι πιο ελαφρύ όπως είναι το τζιν για να ταιριάζει και με το παντελόνι μου. Έπινα το ποτό μου λοιπόν ήσυχα ήσυχα και σε κάποια φάση που πάνω στη συζήτηση άναψαν τα αίματα τινάζω το χέρι μου και πετυχαίνω νεαρά κορασίδα της οποίας το ποτό που μέσα στα χέρια της κρατούσε εξαφανίστηκε κι εγώ αισθάνθηκα κάπως σαν τον κόπερφιλντ. Επειδή όμως όλοι ξέρουμε ότι δεν υπάρχει αληθινή μαγεία κι όλα αυτά είναι οφθαλμαπάτες στρέφοντας το βλέμμα μου χαμηλά ανακάλυψα μερικά γυαλιά, παγάκια, μία φέτα πορτοκάλι κι ένα κολλώδες υγρό που προς στιγμή μου θύμισε το απογευματινό μου μπάνιο. Ως όφειλα αντικατέστησα το ποτό τάχιστα και απηύθυνα πρόσκληση για συγκερασμό των δύο ανθρώπινων ομάδων δηλαδή της παρέας της με την παρέα μου κι έτσι οι ισορροπίες άλλαξαν και το σύνολο ήταν ένας μονός αριθμός.

Στην πορεία της κουβέντας τη ρώτησα με τι ασχολείται και μου απάντησε ότι είναι ανθυπολοχαγός. Εγώ ρώτησα «ανθυπολοχαζός;» και κοίταξα με μια κίνηση όλο νόημα τα αστέρια στον ουρανό. Παρόλο που δε γέλασε με το αστείο μου η βραδιά κύλησε μάλλον ευχάριστα ώσπου ήρθε και η ώρα του αποχαιρετισμού. Έμενε σ’ ένα μικρό τριάρι στην Άνω Κυψέλη και προσφέρθηκα να την πάω. Εκείνη δέχτηκε και είκοσι λεπτά αργότερα της έγλειφα το στήθος. Σκέφτηκα να της πω να φορέσει τη στολή αλλά μπορεί να μην ήταν σιδερωμένη και να ξενέρωνα οπότε δεν το ανέφερα καν. Οι κραυγές της ήταν το κάτι άλλο. Ευχαριστιόμουν να την ακούω και μόνο ενώ προσπαθούσα να μπω και λίγο στο ρόλο του φαντάρου κάτι που ομολογουμένως δε μπορούσα να καταφέρω με τίποτα. Ξαφνικά την ακούω να μου λέει «Κάνε με να μη μπορώ να δω μπροστά μου» και βγάζω από την αριστερή κωλότσεπη κάτι φακούς επαφής που έχω πρόχειρους για κάτι τέτοιες περιπτώσεις. Τους εφαρμόζω τσακ μπαμ με δυο κινήσεις άλα Μαραντόνα και η γαλονού μόλις και μετα βίας με ξεχωρίζει. Έχω πάρει πλέον το πάνω χέρι και παίζω μπάλα όπως θέλω. «Πρώτη φορά με κάνει κάποιος να ζαλίζομαι έτσι», μου λέει κι εγώ της απαντώ «Και που να είχαμε και στρώμα νερού να σε πιάσει και η ναυτία» ενώ από μέσα μου σκέφτομαι ότι με φακούς επαφής για δέκα βαθμούς μυωπίας πάλι καλά που δεν λιποθύμησε. Την ώρα που της έβγαζα τους φακούς μου είπε «Πω, πω μου πέταξες τα μάτια έξω» και δάκρυσε από το τρίψιμο των ματιών. Πήγαμε στο σαλόνι της, βάλαμε από ένα ποτό και καθίσαμε να δούμε διαφημίσεις από τηλεμάρκετινγκ για να γουστάρουμε. Περιμέναμε έτσι ως την ανατολή του ηλίου για έπαρση σημαίας και εθνικό ύμνο που τον έλεγα κάπως φάλτσα αλλά δεν φάνηκε να την πειράζει, ευτυχώς. Τελικά έφυγα μ’ένα χακί καλσόν στην τσέπη, λάφυρο μιας τέτοιας αστεράτης βραδιάς.

Friday, May 04, 2007

Εργασιακή Ποίηση

Μυρίζει πεύκο η ψωλή μου
απο ένα αφρόλουτρο φτηνό
Μα αν τ' άρωμα του ήταν peach
τώρα θα ήσουνα dead bitch

Thursday, May 03, 2007

"...με τ’αγκάθινο στεφάνι που’χες πάντα πρόχειρα."

Ο Γιάννης κύλησε αργά μέσα της ήταν η πρώτη πρόταση που μου ήρθε στο μυαλό λίγες μέρες νωρίτερα αλλά τελικά δε μου αρέσει κι επομένως πρέπει να βρω μια άλλη πρόταση για να ξεκινήσω. Επίσης το μεσημέρι που έτρωγα είχα μια σκέψη και θέλω να τη μοιραστώ μαζί σας. Πάμε πίσω λοιπόν στα χρόνια τα παλιά τότε που τα συνοικέσια έδιναν και έπαιρναν ειδικά στην πάντα αθάνατη ελληνική επαρχία. Για να μη μακρηγορούμε όμως έστω το x προξενιό όπου ο y γαμπρός γνωρίζει τη z νύφη και έτσι σχηματίζεται το τριαξονικό σύστημα xyz. Παίρνουμε το λοιπόν αυτό το πακετάκι και το τοποθετούμε στο δωμάτιο που θα βρεθούν τα δυο τους για πρώτη φορά και μάλιστα είναι το δωμάτιο στο οποίο θα κοιμηθούν κιόλας. Προφανώς και δεν ξεχειλίζει το πάθος και η λαχτάρα για το σμίξιμο, δύο άγνωστοι είναι μη ξεχνάμε. Αφήστε που πολλές κοπέλες ήταν και παρθένες οπότε υπήρχε κι ένα θέμα. Γύριζαν πλευρό κι έλεγαν καληνύχτα; Τηλεόραση ακόμη στα δωμάτια δεν υπήρχε, δεν είχε γίνει καθεστώς. Έχουμε ένα θέμα λοιπόν εδώ. Με βάση λοιπόν αυτόν τον προβληματισμό σας έχω μια ιστορία αλλά όχι για τώρα, με περιορίζει ο χρόνος και ο τόπος.

Tuesday, May 01, 2007

"...Και τις στιγμές τις όμορφες σαν χέλια πως γλυστράν..."

Γύρισε σπίτι της αργά με μια προσμονή χωρίς όμως να ξέρει τι ακριβώς έπρεπε να περιμένει και γιατί. Άνοιξε τον υπολογιστή και στη συνέχεια το ραδιόφωνο στο κομοδίνο της κι έμεινε με τα εσώρουχα μόνο βαμμένη και με τον ιδρώτα να ‘χει στεγνώσει πάνω της.

«Μπήκε στη ντίσκο σαν άγριο παγώνι / Σάββατο βράδυ κάτι μύρισε σαν αίμα / Όλη τη νύχτα χόρεψε στην πίστα μόνη / Κι ήτανε όμορφη σαν ψέμα»

Γέλασε δυνατά ακούγοντας τους στίχους αυτούς και άρχισε να πάλλεται η γραμμή ανάμεσα στα τοξωτά φρύδια της. Άρχισε να διαβάζει μία μία τις σειρές κι ένιωθε να στροβιλίζεται όπως στην πίστα. Ζηλεύεις μόνο όταν αγαπάς της είχε πει κάποτε, σαράκι της έτρωγε την ψυχή μα υπήρχε ο όρκος του για να την καθησυχάσει. Και όταν έγιναν όλα αυτά ήταν ήδη Μάιος.