Tuesday, May 15, 2007

Για ένα κομμάτι ψωμί...

Είναι η εποχή που μόλις έχω απολυθεί από το στρατό και ψάχνω τρόπους για να ενισχύσω το πενιχρό μηνιαίο εισόδημα που είχα συνηθίσει από τη μαμά πατρίδα, τα ολόκληρα δηλαδή 8,72 ευρώ που συνήθως με έφταναν για να βγάλω τις πρώτες ώρες του μήνα. Και όπως πολύ σωστά καταλάβατε ήταν και οι δύσκολες ώρες του μήνα όπως ακριβώς είναι και οι δύσκολες μέρες για τις γυναίκες. Αν και γενικά με το στρατό δεν είχα καμία δυσκολία ωστόσο αυτές οι ώρες υπήρχαν και μάλιστα θα τις είχα κάνει και ταινία αν δεν υπήρχε η ομώνυμη νουβέλα που μου στέρησε μια γκανιάν επιτυχία. Περνάω λοιπόν από ένα γνωστό ο οποίος ευτυχώς έπιασε αμέσως το σκεπτικό μου και μ’έστειλε στον κατάλληλο τύπο ο οποίος με τη σειρά του με οδηγεί σ’ένα πράγμα σαν εργαστήριο και μου λέει ότι για 2 μήνες θα συνεργαστείς εδώ με αυτήν την κοπέλα που κάνει το διδακτορικό της και σε αυτόν τον τομέα θα τη βοηθήσεις εσύ. Κάθισα σ’έναν υπολογιστή και άρχισα να συντάσσω το κείμενο της παραίτησης μου. Θα ήταν η πρώτη παραίτηση εργαζομένου μέσα σε 3 λεπτά. Τόσα χρειάστηκα για να τη μισήσω. Τέτοιο ύφος ούτε η Ελισάβετ. Καθώς είχα φτάσει στην τελευταία παράγραφο αποφάσισα να ρίξω μια πασιέντζα για να χαλαρώσω και να φαίνομαι πιο ήρεμος καθώς θα αφήνω το χαρτί. Τελικά δε μου έβγαινε με τίποτα και είχα πεισμώσει τόσο που πέρασε μία ώρα μέχρι να καταφέρω να δω τις τράπουλες να χοροπηδάνε και φυσικά δεν είχα ηρεμήσει κι έτσι άρχισα να παίζω ναρκαλιευτή στο πρώτο επίπεδο για να αισθανθώ νικητής. Είναι σημαντικό να αισθάνεσαι νικητής ακόμη και σε μικρά ασήμαντα πράγματα διότι μετά που πας για τα μεγάλα έχεις έναν αέρα που ναι μεν μπορεί να χαρακτηριστεί και ως κοπανιστός, δεν παύει όμως να είναι ένας αέρας, συνήθως όχι λίβας και με τέτοιο καλοκαίρι που θα έχουμε μια χρησιμότητα την έχει. Ο αέρας αυτός λοιπόν τελικά δεν ήρθε ποτέ διότι έφτασε πρώτη η Στέλλα με κάτι ντόνατς και καφέδες. Έσκισα λοιπόν το χαρτί χωρίς να το δει κανείς, έσβησα και το σχετικό αρχείο και περίμενα να μου πει να πάρω καφέ και ντόνατ. Περίμενα λιγότερο απ’ όσο χρειάστηκε να βγει η πασιέντζα για να καταλάβω πως ο δεύτερος καφές προοριζόταν για αλλού. Τσατισμένος λοιπόν ρίχνω ένα ρέψιμο για να καταλάβει ότι εμείς οι δύο δεν θα τα πάμε καλά αν συνεχίσει στους ίδιους ρυθμούς. Με κοίταξε με μια απέχθεια κι εγώ χαμογέλασα ειρωνικά σκεφτόμενος «Ναι μωρή καριόλα μ’ αυτό το γουρούνι θα συνεργαστείς τους επόμενους δύο μήνες». Έκτοτε ξεκίνησε ένας ανελέητος πόλεμος. Φαρμακερά βέλη εκατέρωθεν. Κοινώς της πουτάνας. Η έκβαση αμφίβολη. Κανείς δεν έκανε ούτε μισό βηματάκι πίσω και όλο το ινστιτούτο είχε να λέει για τους ομηρικούς καβγάδες. Εμένα μου έδινε κουράγιο και πίστη το γεγονός ότι είχα ημερομηνία λήξης, εκείνη ληγμένη προφανώς από καταβολής του κόσμου δεν είχε τίποτα να ελπίζει οπότε και δεν πτοούνταν. Εκείνη την περίοδο είχα φάει τόσο τζατζίκι όσο τρώει ο μέσος άνθρωπος σε ολόκληρη τη ζωή του. Στη χωριάτικη σαλάτα έκοβα πάντα 2 κρεμμύδια και γενικώς είχα προσθέσει στο DNA μου αυτό το ευωδιαστό άρωμα «σκόρδο+κρεμμύδι=θάνατος». Την πλησίαζα όσο πιο κοντά μπορούσα, καλοκαίρι, ντάλα ο ήλιος έξω, μόνο με κλιματισμό στην αίθουσα κι επομένως εξαερισμό μηδέν, η ατμόσφαιρα ήταν κάπως βαριά. Ήμουν σίγουρα ο πιο ορκισμένος εχθρός της. Με μισούσε θανάσιμα. Την ημέρα που πήγα ένα ταπεράκι με τζατζίκι στο γραφείο κοντέψαμε να έρθουμε στα χέρια. Η αντίστροφη μέτρηση είχε αρχίσει.

(συνεχίζεται...)