Sunday, May 20, 2007

"Για ένα κομμάτι ψωμί..." vol III

Είχα σκεφτεί στην αρχή να φορούσα τα ίδια ρούχα με το πρωί έτσι ώστε να της περάσω το μήνυμα ότι δε θα δείξω οίκτο αλλά η φωνή της λογικής πρυτάνευσε μέσα μου κι έτσι κατευθύνθηκα στη ντουλάπα προς αναζήτηση μιας καθαρής αλλαξιάς. Είχα βάλει και ρέγκε μουσική όση ώρα ετοιμαζόμουν, γεγονός που νομίζω ότι ρίχνει τους παλμούς της καρδιάς, γίνεσαι ένα πράγμα σαν τους αθλητές που αποκτούν βραδυκαρδία από την πολύ γυμναστική. Κάπως έτσι λοιπόν είναι τα πράγματα και με τη ρέγκε με αποτέλεσμα αυτή η χαλαρότητα να είχε επίδραση σε κάθε μου πράξη. Για να πλύνω τα δόντια μου χρειάστηκα είκοσι λεπτά ενώ για να κουμπώσω ένα φερμουάρ αφιέρωσα σχεδόν δέκα. Με εξίσου αργούς ρυθμούς οδηγούσα και προς το σπίτι της με αποτέλεσμα να τη στήσω πολύ χαλαρά για μισή ώρα σχεδόν. Κατέβηκε μ’ ένα αέρινο φουστανάκι και στιγμιαία τη λιμπίστηκα όπως ο λύκος το αρνάκι αλλά φρόντισα να υπενθυμίσω στον εαυτό μου ότι ως γνήσιος τσέλιγκας θα έπρεπε να την προστατεύσω και ουχί να κάνω σχέδια για την αποπλάνηση της.

Παραδόξως δεν παραπονέθηκε για την αργοπορία μου, προφανώς είχε κι εκείνη λερωμένη τη φωλιά της, γυναίκα γαρ, σιγά που θα ήταν έτοιμη στην ώρα της και ξεκινήσαμε για το σπίτι του φίλου μου. «Πολύ καλοκαιρινός μου είσαι», είπε και δε ξέρω αν το έλεγε λόγω της ρέγκε μουσικής ή της εμφάνισης μου με το λουλουδάτο υποκάμισο και το περασμένο στο αυτί μου άνθος. Ίσως να αναφερόταν και στο συνδυασμό, δεν την ρώτησα ποτέ όπως και δεν απάντησα και ποτέ αφού απλώς χαμογέλασα αντί να της πω «Είσαι σκέτη καύλα» κάτι που σκεφτόμουν όση ώρα οδηγούσα. Είχαμε φτάσει τελευταίοι άρα και καλύτεροι και αφού έγιναν οι απαραίτητες συστάσεις ανέλαβα τα χρέη του ψήστη όπως είχα υποσχεθεί στο φίλο μου ότι θα έκανα.

Έριξα τα κάρβουνα και ταυτόχρονα ετοίμαζα και τα κρέατα ενώ εκείνη τους έλεγε για τη δουλειά παραλείποντας το κομμάτι με τους καβγάδες. Είχαν πιάσει την κουβέντα για τα καλά όλοι μαζί κι εγώ καθόμουν ωσάν τον παπάρα να λιώνω από τη ζέστη και να στάζω από τον ιδρώτα. Τότε ήταν που μετάνιωσα για την ακύρωση της απόφασης μου περί της ίδιας ενδυμασίας με το πρωί αλλά ποτέ δεν είναι αργά για εκδίκηση και σκέφτηκα να πάω να τους αγκαλιάσω όλους έτσι με τα γεμάτα λίπος χέρια κάτι όμως που τελικά δεν έγινε ποτέ διότι η Στέλλα σε μία ένδειξη καλής θέλησης ήρθε με μία μπίρα στο χέρι και προσφέρθηκε να μου κάνει λίγο παρέα.

Καθισμένη εκείνη σε μια πλαστική καρέκλα, όρθιος εγώ πάνω από τη φωτιά, η ματιά μου θέλοντας και μη έπεφτε στο θανατερό ντεκολτέ της το οποίο και δεν είχα εκτιμήσει τόσο καιρό στο γραφείο αφού ποτέ δε φόρεσε και το ανάλογο ρούχο. «Λες να είναι σεμνότυφη;» αναρωτήθηκα αλλά απόδιωξα αμέσως την κακή αυτή σκέψη και κοίταξα τα μπουτάκια της, ακόμη ένα μέρος που δεν είχα εκτιμήσει όλο αυτό το διάστημα λόγω των ενδυματικών της επιλογών. Για να μην καρφωθώ στράφηκα προς τα μισοψημένα κομμάτια κρέατος που είχα μπροστά μου κι έριξα λίγο λεμόνι ακόμη.

Η υπόλοιπη βραδιά πέρασε μάλλον ήσυχα, με κουβεντούλα στον κήπο ενώ τα επιτραπέζια έμειναν στα κουτιά τους αφού κανείς δεν είχε όρεξη τελικά μετά το φαγητό. Μπαίνοντας στο αυτοκίνητο για το γυρισμό τη ρώτησα αν ενδιαφέρεται για μεταμεσονύχτια βόλτα. Είπε ναι και ξεκινήσαμε για το Πόρτο Ράφτη. Στρώσαμε κάτι ψάθες στην παραλία και μιλούσαμε για τις ζωές μας, λέγαμε αστεία, πειράζαμε ο ένας τον άλλον. Πήγε σε κάποια στιγμή προς τη θάλασσα και μπήκε μέσα μέχρι τα γόνατα. Γύρισε και μόλις κάθισε κάτω πήρα τα πέλματα της στα χέρια μου κι άρχισα να τα καθαρίζω από την άμμο ενώ στη συνέχεια άρχισα να τα τρίβω κάνοντας ένα υποτυπώδες μασάζ. Μετά της έκανα και στον αυχένα ενώ κρατιόμουν με το ζόρι να μην της πιάσω το στήθος. Αποφασίσαμε να κλείσουμε τη βραδιά μ’ ένα παγωτό κάτι που αν είχαμε χειμώνα θα ήταν σίγουρα βρόμικο.

Στο γυρισμό με ρώτησε αν ήθελα να τη συνοδέψω στις διακοπές της. Δεν είχε ακυρώσει την κράτηση για το ένα δίκλινο αφού σκεφτόταν να πάει έστω και μόνη της. Δέχτηκα αμέσως. Τέσσερις μέρες διακοπές από το πουθενά ήταν θείο δώρο. Περάσαμε από το σπίτι μου, μάζεψα βιαστικά τ’ απαραίτητα και πήγαμε στο δικό της για να φύγουμε από εκεί το πρωί αφού ήταν πολύ πιο κοντά στο λιμάνι. Φτάνοντας στο δωμάτιο, τακτοποιήσαμε τα πράγματα και μπήκε για ένα ντους. Μετά θα πηγαίναμε για φαγητό. Έψαχνε κάτι στο σάκο της όταν πήγα και της τράβηξα την πετσέτα. Το επιφώνημα της, το έπνιξα με τα χείλη μου, τα νύχια της καρφώθηκαν αμέσως στην πλάτη μου, τις επόμενες μέρες θα μ’ έτσουζε το αλάτι στη θάλασσα. Πήγαμε κατευθείαν για βραδινό.

Την Τρίτη που επιστρέψαμε στο γραφείο πέταξα το ταπεράκι με το τζατζίκι που είχε περισσέψει κι εκείνη άρχισε να μου φέρνει καφέ και ντόνατ για τις δύο εβδομάδες που μου απέμεναν.