Friday, May 25, 2007

Βίβε Κουέρβο


...ή αλλιώς «το πάρτι συνεχίζεται». Θα έλεγα πως όλα ξεκίνησαν από τα πεύκα. Τι πάει να πει αυτό; Θα πει ότι βρέθηκα μέσα στα πεύκα και λίγο πριν ανοίξουν οι ουρανοί άνοιξε η δική μου μύτη με φοβερή καταρροή, εκκωφαντικά φτερνίσματα και βήχα που με τσάκισε. Δε θα πω ψέματα, κλονίστηκα. Όταν άρχισαν και τα προβλήματα στην κατάποση, ο γδαρμένος λαιμός, ο πόνος στο στήθος και τα δέκατα πήρα τη μεγάλη απόφαση να πάω στο γιατρό. Η σκέψη αυτή πραγματοποιήθηκε την Κυριακή όπου έτρωγε όλη η φαμίλια μαζί κυρίως για να εμψυχώσουμε το θείο που θα έμπαινε για εγχείριση την Τρίτη. Αφού καλά φάγαμε και καλά ήπιαμε άρχισα τις ασκήσεις γιόγκας διότι με τους γιατρούς ποτέ δε ξέρεις τι γίνεται. Ως καλόψυχος άνθρωπος που είμαι δεν τόλμησα να πάω το μεσημέρι για να τους αφήσω να κοιμηθούν κι έτσι βρέθηκα να κτυπώ την πόρτα τους γύρω στις 6:30 το απόγευμα.

Έρχεται το λοιπόν η νεαρά γιατρός με τα σιδεράκια, ίδια η Μαρία η άσχημη, να με εξετάσει. Της περιγράφω το ιστορικό κι αρχίζει να κάνει τα δικά της. Μου παίρνουν και αίμα για μια γενική εξέταση και έρχεται η φάση που θέλει να δει τις αμυγδαλές μου. Εγώ με τις αμυγδαλές έχω μια σχέση πάθους και δεν αφήνω όποια κι όποια να τις δει. Κοινώς έχω τρομερό πρόβλημα να βάλω τη γλώσσα μου στη σωστή θέση για να μπορέσει ο εκάστοτε γιατρός να δει παραμέσα, άρα μάλλον και στο τσιμπούκι δε θα είχα και πολλές πιθανότητες επιτυχίας. Φυσικά δεν το ομολογώ αυτό στη γιατρό και προσπαθώ να της δώσω τις σωστές οδηγίες. Της λέω λοιπόν ότι πρέπει να με αιφνιδιάσει. Δηλαδή να ανοίξω εγώ το στόμα μου, να βγάλω έξω τη γλώσσα με τον τρόπο που τη βολεύει, να κλείσω τα μάτια μου, να βάλει αυτή μέσα στο στόμα μου αυτό το σκατοξυλάκι, να το κρατήσει λίγη ώρα έτσι ώστε εγώ να ξεγελαστώ και να μη ξέρω ότι υπάρχει και τελικά αιφνίδια να το κατεβάσει για να μου πατικώσει τη γλώσσα και να προλάβει να κοιτάξει μέσα πριν αντιδράσω.

Αμ δε! Δεν μπορούσε να τα καταφέρει με τίποτα και φώναξε τον ΩΡΛ που όσο και να το πεις μια πείρα παραπάνω την είχε. Και μια μπίρα θα έλεγα εγώ αλλά πραγματικά δεν είναι της παρούσης. Ο ΩΡΛ αργούσε να έρθει κι αυτή επέμενε να δοκιμάζει. Κάποια στιγμή ήρθε και μου είπε «αισθάνομαι πραγματικά γελοία, άσε με να δοκιμάσω άλλη μια φορά» κάτι που δεν της το αρνήθηκα άσχετα αν η αποτυχία της χτύπησε την πόρτα ξανά. Τότε της είπα ότι έχω γενικά πρόβλημα και να μην ανησυχεί για τις επιδόσεις της, διότι κάθε φορά την ίδια δουλειά έχουμε και όπως φάνηκε θα την είχαμε και στο μέλλον αυτή τη δουλειά αλλά με άλλη γιατρό. Κάποια στιγμή ο ΩΡΛ ήρθε, μ’έβαλε να φωνάζω ααααααααααααααααααα και ν’ αναπνέω από το στόμα ταυτόχρονα και μάλλον το κόλπο έπιασε γιατί κατάφερε και είδε τις αμυγδαλές μου οι οποίες δεν είχαν τίποτα άρα και τζάμπα όλος ο προηγούμενος κόπος.

Έπειτα ήρθε ξανά για να μου δώσει ένα κυπελλάκι που έπρεπε να γεμίσω με ούρα. Εγώ θα προτιμούσα ένα παγωτό κυπελλάκι μιας και δεν είχα και πρόβλημα με τις αμυγδαλές αλλά εκείνη δεν το βρήκε καλή ιδέα και επέμεινε στα ούρα. Απ’ τη στιγμή που είδα τα σιδεράκια σκέφτηκα ότι κάποιο βίτσιο κουβαλάει αυτή αλλά δεν πήγε ο νους μου στην ουρολαγνεία. Σε κάθε περίπτωση, χάρηκα που το ανακάλυψα έγκαιρα, προτού έρθω σε πραγματικά δύσκολη θέση και αφού έκανα τη δουλειά μου της έδωσα το κυπελλάκι έχοντας ένα πολύ απαξιωτικό βλέμμα και πήγα να ρίξω έναν υπνάκο στο εξεταστήριο.

Η σκρόφα κατάλαβε ότι δεν ήμουν διατεθειμένος ν’ακολουθήσω το παιχνίδι της κι έτσι πέταξε στον πάγκο τα σύνεργα για ένα στρεπ-τεστ όπως θα αποδεικνυόταν αργότερα και με άφησε να περιμένω εκεί. Έβλεπα τα σακουλάκια και όσο αν τα περιεργαζόμουν δε μπορούσα να καταλάβω πως συνδυάζονται. Κάποια στιγμή ήρθε μαζί με έναν άλλον κι εκεί τα χρειάστηκα λίγο. Όχι επειδή ήταν πιο ψηλός από εμένα, στο ξύλο τον είχα, κάτι σύριγγες στην τσέπη του δε μου άρεσαν καθόλου. Τελικά χρησιμοποίησε πιο ύπουλη μέθοδο. Και η γιατρίνα πήρε την εκδίκηση της. Αφού συναρμολόγησε το στρεπ-τεστ πήρε όχι ένα, αλλά δύο σκατοξυλάκια για το λαιμό και τα έβαλε χιαστί ενώ με το άλλο χέρι πήρε ένα πράσινο μακρινάρι σαν μπατονέτα ένα πράγμα και δίχως να με λυπηθεί κατέβασε τη γλώσσα μου όσο κάτω μπορούσε, έχωσε το πράσινο μέχρι τις αμυγδαλές και το έβγαλε μόνο όταν κόντεψα να ξεράσω. Η άλλη η τσούλα κράταγε την λάμπα για να βλέπει ο μπράβος που είχε βάλει να με ξεπαστρέψει και δεν την πήρε από μπροστά μου ακόμη κι όταν όλα είχαν τελειώσει. Αντιλαμβάνεστε ότι αναγκάστηκα να πατήσω το διακόπτη μόνος μου.

Ωσάν το μαλάκα συνέχισα να περιμένω χωρίς να γίνεται κάτι το πραγματικά συγκλονιστικό και αφού έχει πάει η ώρα δέκα και δέκα (θυμίζω φίλε αναγνώστη ήμουν εκεί από τις έξι και τριάντα) έρχεται ο καριόλης που πήγε να με στείλει στον άλλο κόσμο λέγοντας μου ότι βρήκαν ασυνήθιστα υψηλή τιμή κρεατινίνης για την ηλικία μου και θα πρέπει να με κρατήσουν μέσα για εξετάσεις. Κάτι δηλαδή άσχετο με το λόγο για τον οποίο εγώ εμφανίστηκα μπροστά τους αρχικά. Κι επειδή μια σωστή εισαγωγή πάει πακέτο με καρδιογράφημα και ακτινογραφίες τσουπ άλλη αγγαρεία κι επιπλέον αναμονή. Εν τω μεταξύ κατέφθασαν και οι γονείς με τ’απαραίτητα σύνεργα κατάκλισης ενώ εγώ σκεφτόμουν ότι το αίμα (έστω και με αυξημένη κρεατινίνη) κυλάει, εκδίκηση ζητάει κι έπρεπε το ταχύτερο δυνατόν να καταστρώσω σχέδιο εξόντωσης των γιατρών που με καταδίκασαν σε αυτό το μαρτύριο.

Μέχρι να γίνουν όλα αυτά η ώρα έχει πάει έντεκα και μισή ακριβώς και η υπεύθυνη στη γραμματεία μου λέει να περιμένω να ανέβω μαζί με άλλους δύο που είναι για εισαγωγή και πάνε στον ίδιο όροφο για μένα. Της εξηγώ ότι μπορώ να πάω χωρίς παρέα, δε θα χαθώ, το ξέρω το μέρος. Μου λέει ότι κανονικά πρέπει να με συνοδεύσει νοσοκόμος για να μη λιποθυμήσω, χτυπήσω και τα λοιπά και της λέω ότι αναλαμβάνω την ευθύνη διότι δε μπορώ να περιμένω άλλο, είμαι πέντε ώρες στα επείγοντα, ας πάω τουλάχιστον να κοιμηθώ και αφού είδε και το γυαλισμένο μάτι μου δεν πρόβαλε σοβαρές αντιρρήσεις. Πήρα λοιπόν το δρόμο για τον όγδοο όροφο και μόλις μπήκα στο δωμάτιο άκουσα τρεις γέρους να ροχαλίζουν σε όχι και τόσο μελωδικούς ρυθμούς. Έσκασα στα γέλια, έβαλα πιτζάμες, ήρθε κι ένας νοσοκόμος για να μου πάρει ιστορικό, έδιωξα και τους γονείς και ξάπλωσα μπας και ξεκουραστώ.

Αμ δε! Έχω γλαρώσει και είμαι έτοιμος να βουτήξω στο πρωτοϋπνι όταν ένας καριόλης με άσπρη ποδιά αλλά συμπαθητικός κατά τ’ άλλα έρχεται για να με ρωτήσει σχετικά με την ασθένεια. Τον κοιτάω με μισό μάτι και μου λέει αν μπορώ να βγούμε έξω από το θάλαμο για να μην ενοχλούμε τους άλλους που κοιμούνται. Σκέφτηκα ότι μπερδεύτηκε αφού οι άλλοι μας ενοχλούσαν με το ανελέητο ροχαλητό τους αλλά ήταν το προχωρημένο της ώρας και δεν έδωσα σημασία ούτε το τράβηξα γιατί βασικά νύσταζα και ήθελα να κοιμηθώ. Πάω λοιπόν στο γραφείο των ιατρών και του λέω ότι συνέβη με το νι και με το σίγμα. Κάτι που με ρωτούσαν όλοι ήταν αν παίρνω συμπληρώματα διατροφής και διάφορα γυμναστηριακά σκευάσματα. Εγώ έκανα τη μαλακία και τους έπειθα ότι τα μπράτσα μου είναι αποτέλεσμα γυμναστικής και μόνο. Μέγα λάθος. Να το ξέρετε από εδώ και στο εξής πως η σωστή απάντηση είναι ναι παίρνω άσχετα αν δεν έχετε ιδέα από αυτά. Ούτε εγώ έχω αλλά του πούστη, πόσο χειρότερα θα ήταν αν έλεγα ναι;

Ο γιατρός αυτός μου έδωσε τη χαριστική βολή. Ορός. Πάω ξαπλώνω και δεν προλαβαίνω να κλείσω τα μάτια μου, τσουπ μια νοσοκόμα από πίσω με τα σύνεργα της φρίκης. Σκοπός της να μου τοποθετήσει το φλεβοκαθετήρα. Απλώνω τ’ αριστερό μου χέρι, κάνει την κίνηση εκείνη αλλά δε βρίσκει στόχο, πεθαίνω στον πόνο εγώ. Οφείλω να της αναγνωρίσω όμως την καλή πρόθεση, κάνουμε και το σχετικό χιούμορ, καταλήγουμε και γείτονες οπότε όλα καλά. Έρχεται από το δεξί αυτή τη φορά όπου προηγουμένως είχε δει και μια φλεβάρα, δοκιμάζει και με μικρότερο καθετηράκι αλλά το αποτέλεσμα είναι πόνος και μόνο πόνος. Τρίτη και φαρμακερή πάλι στο ίδιο χέρι αλλά πιο ψηλά αυτή τη φορά. Τζίφος αλλά είναι καλή και παραδόξως δε μου έρχεται να τη βρίσω. Είναι μάλλον που με πήρε με το καλό.

Λίγο αργότερα επιστρέφει με μία άλλη νοσοκόμα μεγαλύτερη τόσο σε ηλικία όσο και σε βαθμό η οποία πραγματικά ξέρει τι να κάνει. Μην κοιτάς μου λέει και αρχίζει να μου χαϊδολογάει το χέρι τόσο επιδέξια που προς στιγμήν νόμισα ότι θα συνεχίσει τις θωπείες και λίγο πιο αριστερά και κάτω όπως αντιλαμβανόμουν εγώ το χώρο όντας ξαπλωμένος ανάσκελα. Κάτι τέτοιο δεν έγινε ποτέ (έγινε δηλαδή αλλά όχι από εκείνη τη νοσοκόμα και όχι εκείνο το βράδυ) κι ενώ εγώ σκεφτόμουν εντυπωσιακά τσιμπούκια με θέα το Άλσος Στρατού βρέθηκα καλωδιωμένος με τον ορό. Έκτοτε τη συγκεκριμένη δεν την ξαναείδα αλλά έμαθα όλες τις υπόλοιπες με τα μικρά τους και τολμώ να πω ότι έγινα και ο αγαπημένος ασθενή τους.

(συνεχίζεται...)