Tuesday, May 15, 2007

"Για ένα κομμάτι ψωμί..." vol II

Διότι είναι και αυτό που λένε αν έχεις τύχη διάβαινε. Κι εντάξει, μπορεί Γκαστόνε να μη με λες αλλά δεν είμαι και Ντόναλντ. Είχαμε μοιράσει τη μουσική στο γραφείο ανα μέρα. Μας πήγαινε μία μία κι εγώ δεν είχα διαλέξει μια τυχαία μέρα να φέρω το τζατζίκι. Ναι η μαντεψιά σας είναι σωστή. Ήταν η σειρά μου να γίνω ντι τζέι και για να της ρίξω στάχτη στα μάτια έχω φέρει Λοΐζο που ήταν ο αγαπημένος της. Αν την έβαζες σ’ ένα κελί σκοτεινό χωρίς φαϊ και νερό αλλά με Λοΐζο θα την πάλευε μια χαρά. Εννοείται πως όλες τις μέρες δεν άκουγε τίποτα άλλο και είχα αρχίσει να σκέφτομαι ότι ήθελε να με καταντήσει αλκοολικό σαν και το συνθέτη.

Αλλά πίσω έχει αχλάδα η ουρά κι έτσι έκανα την κίνηση ματ. Όχι τίποτα άλλο αλλά την έκανα να αισθανθεί και άσχημα που μου έβαλε τις φωνές επειδή έβγαλα το ταπεράκι με την αγαπημένη μου σος για να το τοποθετήσω στο ψυγείο. Πως λέμε έτριβε τα μάτια της; Ε εκείνη έτριβε και τ’ αυτιά της ενώ εγώ καρτερικά μετρούσα από μέσα μου το χρόνο. Τι περίμενα; Να ηρεμήσει εντελώς από την προηγούμενη μάχη για να περάσω στη δεύτερη κατά μέτωπον επίθεση. Όταν είδα να φεύγει από το πρόσωπο της το στράβωμα τύπου εγκεφαλικό κατεδάφισα τον πρώτο από τους δίδυμους πύργους. Άντζελα Δημητρίου, Μάκης Χριστοδουλόπουλος, Βασίλης Τερλέγκας, Σταμάτης Γονίδης, Αντύπας, Λευτέρης Πανταζής, Γιώργος Μαργαρίτης και Ρίτα Σακελλαρίου σε όλες τις αξέχαστες επιτυχίες τους. Επίσκεψη στην τουαλέτα ανα εικοσάλεπτο αυστηρά με ανάλογη θεατρική κίνηση, στροφή ζεμπεκιάς, βαρύς αναστεναγμός και τίναγμα του κεφαλιού ισοδύναμα και τα τρία με ένα κωλοδάχτυλο περιωπής.

Είναι έτοιμη να βάλει τα κλάματα όχι τόσο για την υψηλή ομολογουμένως ποιότητα της μουσικής αλλά κυρίως επειδή ξεγελάστηκε. Επειδή την πάτησε. Επειδή με πίστεψε ότι έκανα κίνηση συμφιλίωσης κι εκείνη αισθάνθηκε ένοχη που φώναξε για λίγο τζατζικάκι ενώ εγώ θυσίασα τη μέρα της μουσικής μου για ν’ ακούσει τον αγαπημένο της συνθέτη. Αυτό ήταν που την πείραξε. Κι αυτό ήταν που περίμενα. Έτριβα τα χέρια μου από ικανοποίηση μπροστά της και φώναζα yes ή έκανα το σήμα της νίκης επειδή και καλά είχα ολοκληρώσει ένα δύσκολο κομμάτι του πρότζεκτ ενώ το μέχρι τα ώτα μου χαμόγελο καταμαρτυρούσε το σκοπό των πράξεων μου. Αυτή τη φορά δε χρειαζόμουν ναρκαλιευτή για να πάρω αέρα, είχα γίνει πιο σαρωτικός κι από τυφώνα.

Τη χαριστική βολή όμως δεν την έδωσα εγώ όπως αρχικά σκόπευα. Την είδα να μιλάει στο τηλέφωνο, να κοκκινίζει, να το κοπανάει και να βαλαντώνει στο κλάμα. Ήρθα σε δύσκολη θέση. Δεν ήξερα αν είχε γίνει κάτι ή το έκανε προσποιητά για να τη λυπηθώ, να κάνω πίσω και να ρεφάρει που με τη σειρά μου θα την είχα πιστέψει. Κάνω τότε κίνηση εμπνευσμένη από τον Κασπάροβ έτσι ώστε σε κάθε περίπτωση να έχω τον τελευταίο λόγο. Πάω στο ψυγείο, παίρνω το τάπερ με το τζατζίκι, βγάζω και από το συρτάρι μου κάτι φρυγανιές σικάλεως που είχα και ξεκινώ τα μακροβούτια φροντίζοντας ν’ αναπνέω με τον κατάλληλο τρόπο για να βρομοκοπήσει ο τόπος.

Είμαι στη δεύτερη φρυγανιά, η άλλη συνεχίζει να μυξοκλαίει και αλλάζω ξανά το ρεπερτόριο σε Λοϊζο. Σκουπίζω κάτι ψίχουλα και πάω να τα πετάξω στο καλαθάκι για να δω κυρίως τις αντιδράσεις της. Αυτό ήταν. Την τελείωσα. Το κλάμα ξαναδυνάμωσε κι εγώ σιγουρεύτηκα ότι δεν το παίζει αλλά πραγματικά κάτι συμβαίνει. Είχα βέβαια κι ένα δισταγμό στο να πάω κοντά της και να της μιλήσω διότι η μυρωδιά μυρωδιά και μάλιστα φρεσκότατη. Απορρίπτω αμέσως την ιδέα του να μασήσω λίγο σαπούνι διότι αφενός η μπόχα δε θα έφευγε αφού προέρχεται από το στομάχι, αφετέρου θα έπρεπε να ξεπλένω το στόμα μου μία ώρα από τους αφρούς που θα έβγαζα. Εκτός κι αν ήθελα να το παίξω λυσσασμένος κάτι που όμως δεν ήταν στα άμεσα σχέδια μου.

Φτιάχνω ένα καφεδάκι μπας και σώσω κάπως τα πράγματα και σπάσει λίγο η σκορδίλα ενώ τάχα δήθεν αμέριμνος τη ρωτάω τι έγινε κι αν έχει σχέση με την εργασία. Πάει κάτι να πει, τη βλέπω ότι διστάζει και αμφιταλαντεύομαι για το αν θα πρέπει να την παροτρύνω ή όχι να μιλήσει. Τελικά υποκύπτω και τη ρωτάω αν θέλει να της φτιάξω κι εκείνης καφέ. Ξαφνιάζεται αλλά δέχεται. Ξαναπάω λοιπόν μέσα και επιστρέφω με ένα σπέσιαλ φραπεδάκι το οποίο και προσφέρω με όλη την ευγένεια που με διακρίνει, μια άγνωστη για εκείνη πτυχή του εαυτού μου.

Κάθομαι ξανά στο γραφείο και στέλνω mail σ’ έναν κολλητό με συγκεκριμένες οδηγίες για τηλεφώνημα του προς εμένα που θα λάμβανε χώρα έπειτα από μία ώρα ακριβώς. Την ξαναρωτάω για το κλάμα και αρχίζει να μου λέει για το ζόρικο καλοκαίρι που περνάει με το διδακτορικό, για μια δημοσίευση που έπρεπε να προλάβει να βγάλει και πως στην ουσία δε θα πήγαινε καθόλου διακοπές και θα έπηζε στην Αθήνα κάτι που θα συνέβαινε για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά. Είχε κανονίσει λοιπόν να φύγει για ένα τετραήμερο το οποίο και της ακυρώσανε κυριολεκτικά τελευταία στιγμή αφού την επόμενη μέρα θα έφευγε.

Δε χωρούσε αμφιβολία ότι ήμουν ο θριαμβευτής και μάλιστα πολύ πιο εύκολα απ’ ότι περίμενα. Μ’ έπιασε βέβαια να κάνω και τον καλό Σαμαρείτη και γι’ αυτό είχα βάλει και το φίλο μου να με πάρει τηλέφωνο. Είχε κανονίσει να μαζευτούμε σπίτι του το βράδυ για μπάρμπεκιου και επιτραπέζια οπότε σκέφτηκα να καλέσω και τη Στέλλα για να ξεσκάσει. Μου τηλεφώνησε όπως είχαμε κανονίσει κι εγώ εσκεμμένα επαναλάμβανα τις λεπτομέρειες. Κλείνοντας το τηλέφωνο της πρότεινα να έρθει μαζί μου αφού όπως με τα ίδια της τ’ αυτιά είχε ακούσει ο φίλος με προέτρεπε να φέρω κι όποιον άλλο θέλω μαζί μου. Δε χρειάστηκε και πολύ ψηστήρι, αφού ήταν σκασμένη με τις εξελίξεις και κανονίσαμε να περάσω το βράδυ να την πάρω από το σπίτι της.

(συνεχίζεται...)