Ο δρόμος ο οποίος άλλαξε για πάντα την κατεύθυνση της ζωής μου. Εκεί βρέθηκα ένα πρωί και χωρίς να το πολυσκεφτώ άλλαξα προορισμό. Και οι συγκυρίες έφεραν στο δρόμο μου, χρόνια αργότερα, γέφυρες μ’ εκείνο το παρελθόν που είχα αποτινάξει και μάταια πίστευα πως για πάντα είχα αφήσει πίσω μου. Από τότε και για δύο ολόκληρα χρόνια σχεδόν καθημερινά να βρίσκομαι εκεί σ’ ένα ανακαινισμένο κτίριο που κουβαλούσε μαζί του κάτι το παλιό, το ένιωθες με το που πέρναγες την είσοδο, το έβλεπες στα παράθυρα που όσο κι αν τεντωνόσουν για να δεις έξω, ουρανό δεν έβλεπες ποτέ. Το φως που έφτανε ποτέ δεν ήταν αρκετό, λάμπες φθορίου πάνω απ’ τα κεφάλια μας να ξεκουράζουν τα μάτια μας κι εμείς οι νέοι τρομοκράτες να νιώθουμε σαν σε κρατούμενοι μες στα λευκά κελιά μας. Αυτός ο τόσο μικρός δρόμος χωρούσε ένα υπαίθριο πάρκινγκ που κάποιος άφηνε μια τζάγκουαρ τόσο τακτικά όσο κι εμείς βρισκόμασταν εκεί. Χώραγε ένα μαγεριό που δε βρήκα ποτέ ανοιχτό, χρόνια αργότερα κατάφερα να δοκιμάσω κι απ’ τις νοστιμιές του, τότε όμως μόνο την άδεια τζαμαρία μπορούσα να δω και κάποιες φορές τον ιδιοκτήτη να κλειδώνει και να φεύγει. Δέκα ? δεκαπέντε νούμερα όλα κι όλα κι όμως υπήρχε τόση ζωή, ένα μαγαζάκι με πινακίδες και σφραγίδες, ένα άλλο με ηλεκτρονικά, ακόμη ένα με κινηματογραφικά υλικά κι ένα τυροπιτάδικο στη γωνία, τακτικοί πελάτες, σε κάθε διάλλειμα ανανεώναμε την ενέργεια μας και ήταν εκείνοι οι χειμώνες στους οποίους ήπια τις περισσότερες σοκολάτες της ζωής μου. Έκαιγα κάθε φορά τη γλώσσα μου, παραήταν καυτή για τα δέκα λεπτα ελευθερίας. Το τυροπιτάδικο έχει αλλάξει πλέον θέση, πήγε στην απέναντι γωνία, έχει και τραπεζάκια τώρα, ψώνισα μια φορά για να θυμηθώ τα παλιά, καμία ανάμνηση δε μου ήρθε στο νου, ακόμη και η γεύση ήταν χειρότερη. Παράνομα παρκαρισμένα εκεί μέσα αυτοκίνητα και μηχανάκια, πεζόδρομος η οδός κλεισόβης, τόσο κλειστή που νόμιζες ότι το οξυγόνο δε θα φτάσει για όλους. Στο δρομάκι αυτό συνάντησα μια μέρα ένα παλιό συμμαθητή που είχα χάσει από το γυμνάσιο αλλά και ποτέ δεν ενδιαφέρθηκα να μάθω τι απέγινε. Ψηλόλιγνος μέσα σε μαύρα δερμάτινα ρούχα αγκαλιά με το φίλο του, τον αναγνώρισα εκείνος μάλλον όχι, οι περαστικοί γελούσαν κι εγώ γύρισα στο κελί μου. Όλα αυτά τότε. Τώρα εκτός από το τυροπιτάδικο άλλαξε θέση και η φυλακή μου. Στη θέση της κάποια γραφεία της Greenpeace, δύο φορές μόνο τα έχω δει ανοιχτά, οι ακτιβιστές δε χωράν σε γραφεία, τριγυρίζουν έξω, οι ακτιβιστές, η γκρινπις; Στη μία γωνία μέσα απ’ τη βιτρίνα ένας όρθιος άνθρωπος, ψεύτικος. Στην άλλη γωνία, έξω απ’ τη βιτρίνα ένας άνθρωπος ξαπλωτός, αληθινός. Ακτιβιστής της ζωής, ξαπλωμένος σε κάτι χαρτόνια, δεύτερη φορά που τον βλέπω σήμερα εκεί και ο χειμώνας δεν έχει έρθει ακόμα. Η συζήτηση για τον προυπολογισμό στη Βουλή άρχισε...