Thursday, September 28, 2006

Wednesday Night Call...

Εκεί που καθόμουν χθες σπίτι και ήμουν έτοιμος να την πέσω από νωρίς χτυπάει ένα τηλέφωνο που ήμουν σίγουρος ότι δε θα ήταν για καλό. Ένας φίλος που γενικά κινείται μεταξύ Εδιμβούργου και Θεσσαλονίκης με αναλογία 9 προς 1 είχε έρθει στην Αθήνα κι αφού είχα να τον δω και 2.5 χρόνια περίπου αποφάσισα να συνδράμω σε μια ομαδική συνάντηση που είχε κανονιστεί. Το γεγονός πως κάτι περίεργο θα συνέβαινε μου επιβεβαίωσε και η αδικαιολόγητη καθυστέρηση στο παρκάρισμα αφού όλες οι γνωστές καβάντζες ήταν γεμάτες. Σα να μην έφτανε αυτό παρατηρώ κι έναν λεκέ στο παντελόνι μου αλλά εκείνη την ώρα δε μπορούσα να κάνω και πολλά πράγματα για να το διορθώσω κι έτσι αποφάσισα να έχω πάντα μαζί μου κι ένα περζίλ εξπρές διότι θα έβαζα ένα εύκολο σχετικά τρίποντο και θα καθάριζα. Έφτασα δεύτερος αλλά όχι και καταϊδρωμένος και πήρα μία μπύρα για την οποία όμως δεν έφεραν πατατάκια και την έβγαλαν με τα φιστίκια που είχαν φέρει για τη μπύρα που είχε ήδη παραγγείλει ο φίλος μου. Σιγά σιγά μαζευτήκαμε όλοι και αρχίσαμε να λέμε τα δικά μας αφού έπρεπε να γίνει και το σχετικό update διότι με τους περισσότερους είχαμε πολύ καιρό να βρεθούμε. Ήρθε το λοιπόν η ώρα του αποχωρισμού και αφού έμενα στην ίδια κατεύθυνση με κάποια παιδιά τα πήρα μαζί μου κάνοντας τον ταρίφα για να μη πληρώνουν κερατιάτικα. Αφήνοντας και τον τελευταίο έστριψα σε λάθος στενό από αυτό που μου είπε κι ενώ πήγαινα πολύ σιγά σ’ένα μάλλον σκοτεινό δρομάκι προσπαθώντας να προσανατολιστώ αν και για να πω την αλήθεια δε με χάλαγε και μια άσκοπη περιπλάνηση. Στρίβω λοιπόν τυχαία σ’ένα άλλο στενάκι και λίγα μέτρα αργότερα πετιέται ένας άνθρωπος στο δρόμο. Φρενάρω απότομα αλλά ήταν τόσο κοντινή η απόσταση που ακούστηκε ένας ήχος με αποτέλεσμα να τρομάξω. Βγαίνω έξω και πάω να ελέγξω τον προφυλακτήρα έτσι ώστε να δω αν έχει γίνει ζημιά κ.λ.π. Αφού ήταν όλα εντάξει και πήγα να φύγω σκόνταψα σ’ένα χέρι και τότε θυμήθηκα ότι είχα χτυπήσει έναν άνθρωπο. Ήταν μια νεαρή φοιτήτρια όπως έμαθα αργότερα η οποία τα είχε κοπανίσει. Όταν τη ρώτησα από που βγήκε μου έδειξε ένα υπόγειο αλλά εγώ δεν έδωσα σημασία και θεώρησα ότι είναι από το μεθύσι της. Στο υπόγειο αυτό ήταν μαζεμένες κάμποσες πρωτοετίνες και τελειόφοιτες και μεθοκοπούσαν αβέρτα χωρίς κανείς άλλος να μπορεί να γνωρίζει και τι άλλο συνέβαινε εκεί. Την πήρα μαζί μου στο αυτοκίνητο και πήγαμε στο νοσοκομείο για μια πλύση στομάχου και κανέναν ορό και λίγες ώρες αργότερα είχε στρώσει εντελώς. Για να μ’ευχαριστήσει με κάλεσε σπίτι της για να δοκιμάσω γλυκό του κουταλιού βύσσινο που είχε φτιάξει η ίδια η μάνα της με τα χεράκια της. Έτριψα τα χέρια μου από την ψύχρα αν και θα μπορούσα να το κάνω και από χαρά και ξαναμπήκαμε στο αυτοκίνητο για άλλη μία βόλτα στη νυχτερινή Αθήνα. Δεν έβρισκα να παρκάρω κι έτσι έκλεισα την είσοδο ενός γκαράζ διακινδυνεύοντας μια κλήση αλλά είχα πίστη στον εαυτό μου και δε μάσησα. Όντως το γλυκό ήταν πολύ νόστιμο αλλά τα πράγματα άρχισαν να ξεφεύγουν από τον έλεγχο όταν μου είπε ότι έπρεπε να κάνει ένα μπάνιο και γδύθηκε μπροστά μου. Εγώ της είπα ότι δεν είχα κανένα πρόβλημα και κάθισα να την περιμένω στον καναπέ όπου πολύ σύντομα με πήρε ο ύπνος κι άρχισα να ροχαλίζω. Εκεί που ξεκινούσε το όνειρο άκουσα τη φωνή της δυνατά να με καλεί σ’ένα τρίψιμο πλάτης και με τα μάτια μισάνοιχτα πήγα στο μπάνιο για να δω τι παίζει αλλά και να βοηθήσω. Πέταξε ένα σωρό σαπουνάδες πάνω μου και τελικά βγήκαμε και οι δύο μούσκεμα με τη διαφορά πως ο ένας από τους δύο μας, εγώ δηλαδή, δούλευα την επόμενη μέρα το πρωί και είχα μπροστά μου μόνο δύο ώρες ενώ εκείνη θα κοιμόταν όσο ήθελε. Τελικά γδύθηκα κι εγώ για να στεγνώσω οπότε κι αρχίσαμε να παίζουμε παντομίμα και ντόμινο ώσπου σε κάποια φάση έπεσε ο ένας πάνω στον άλλον και δεν ξανασηκωθήκαμε. Μας διέκοψε ο ήχος του περιπολικού που ήρθε για να μου δώσει κλήση αφού εμπόδιζα το σπαστικό γείτονα που ξημεροβραδιάζεται μπροστά από το γκαράζ του για να μην του κάνουμε τίποτα. Βγήκα φορώντας ένα ροζ μπουρνούζι που βρήκα μπροστά μου κι εξήγησα πως έχει η κατάσταση. Ο αστυνομικός μου έκλεισε πονηρά το μάτι κι εγώ του έκανα το σήμα της νίκης κι επέστρεψα στην κρεβατοκάμαρα. Σου πάει το ροζ μου είπε και κρατούσε στα χέρια της ένα ροζ στρινγκ που μάλλον πρέπει να είχε δώρο η τελευταία Barbie που είχε αγοράσει. Σκέφτηκα να το χρησιμοποιήσω σαν φίμωτρο αλλά είδα ότι η ώρα ήταν προχωρημένη κι έτσι αφού δε μπορούσα να πάρω το μπουρνούζι μαζί μου της ζήτησα να μου δώσει το βρακί της γιατί είχαμε ένα σημαντικό meeting σήμερα στο γραφείο και το ήθελα σαν γούρι. Πράγματι αφού μου έφτιαξε ένα καφέ μου έβαλε το στρινγκ στην τσέπη το οποίο σαν χρώμα ταίριαζε και με την κλήση που μου είχαν κόψει τελικά οι αστυνομικοί. Πήρα το χαρτάκι στα χέρια μου και είδα ότι δεν είχαν σημειώσει κάποια παράβαση εκτός από κάποιες ευχές για το υπόλοιπο της βραδιάς. Φτάνοντας στο γραφείο έφτιαξα ακόμη έναν καφέ και με τη σειρά μου έβαλα το στρινγκ στο φάκελο του προϊσταμένου. Όταν αυτός με τη σειρά του έδωσε το φάκελο στο Διευθυντή μας άκουσε όλος ο όροφος και πέσαμε όλοι από τα σύννεφα για τον ξεπεσμό του προϊσταμένου μας ο οποίος στα εξήντα του τολμά και έρχεται με ροζ στρινγκ στη δουλειά. Αφού επικράτησε ένας μικρός πανικός άρχισαν τα πηγαδάκια με τις στερεότυπες ατάκες του στυλ «εγώ τον είχα καταλάβει ότι είναι ντιντής αλλά εσείς δε μ’ακούγατε» και άλλα τέτοια ενώ ο προϊστάμενος ακόμα δεν είχε καταλάβει τι είχε συμβεί. Μάλιστα κυρίες και κύριοι, αυτά είναι τα τραγικά αποτελέσματα των τελετουργικών στα υπόγεια των εστιών ανάμεσα σε πρωτοετίνες και τελειόφοιτες.