Sunday, October 01, 2006

Extraordinary Ways

Κατεβαίνοντας στο γκαράζ σκέφτηκα ότι δε θα ήταν άσχημη ιδέα να χτυπήσω κανένα σουβλάκι για να χορτάσω την πείνα μου που αδιαλείπτως χτύπαγε τα καμπανάκια της αλλά το ανέβαλλα για αργότερα κι έτσι μπήκα στο αυτοκίνητο στο οποίο πάντα αφήνω μία μερίδα κοντοσούβλι για τις δύσκολες ώρες αλλά αυτή τη φορά την είχα πατήσει αφού είχα ξεχάσει ν’ανανεώσω τη μερίδα που καταβρόχθισα το πρωί μαζί με τον καφέ μου. Βρήκα και πάρκαρα κάτω ακριβώς από το παλιό σπίτι των τριών ξαδέρφων μου και θυμήθηκα πως όταν πήγαινα να τις επισκεφθώ πάντα ζοριζόμουνα. Κρίμα να μη μένανε ακόμη εκεί θα μπορούσα να περάσω για ένα γεια. Επιλογές δεν υπήρχαν πολλές στο μαγαζί, το μέσα το είχαμε αποκλείσει γιατί ο καιρός ήταν καλός ενώ έξω υπήρχαν μόνο δύο άδεια τραπεζάκια τα οποία όμως συνορεύαν με ένα ουζερί κι αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μου ανοίξει περισσότερο η όρεξη η οποία για να λέμε και τα πράγματα με τ’ όνομα τους δεν είχε κλείσει και ποτέ. Κοιτάζοντας τον κατάλογο είδα και κάτι πιάτα με ποικιλίες τυριών και αλλαντικών που θεώρησα καλό να τιμήσω. Η συμπαθεστάτη σερβιτόρα μας έφερε ένα μπολάκι πατατάκια πριν καν παραγγείλουμε τα οποία και εξαφανίστηκαν ελάχιστα αργότερα απ’ την ώρα που ήρθαν τα ποτά μας. Χαμογελαστή και χωρίς να το ζητήσουμε έρχεται να πάρει το μπολάκι για να ανανεώσει το καύσιμο και τότε της κάνω τη μεγάλη ερώτηση για τις ποικιλίες που προηγουμένως είχε πάρει το μάτι μου. Ήταν μια σκέψη η οποία τελικά δεν υλοποιήθηκε μου είπε και σκέφτηκα ότι ίσως θα ήταν καλή ιδέα να παραγγείλω τίποτα από το ουζερί το οποίο δε θα ήταν δυνατόν να μην έχει μια ποικιλία της προκοπής. Βέβαια η συμπαθεστάτη σερβιτόρα με καθησύχασε λέγοντας μου ότι θα φέρει κι άλλα. Κι όντως έφερε και άλλα και αργότερα έφερε και κάτι άλλους ξηρούς καρπούς ενώ αργότερα έφερε ακόμη ένα τιγκαρισμένο μπολάκι και τότε ήταν που άρχισα να πιστεύω ότι κάτι άλλο συμβαίνει εδώ και δεν είναι δυνατόν να τη συγκίνησε το λαβωμένο μου χαμόγελο αφού για άγνωστο λόγο και αιτία είχε ματώσει το ούλο μου και καλά θα κάνω αύριο να κλείσω ραντεβού με τον οδοντίατρο για να μην έχουμε άλλα. Κάνω τη χαρακτηριστική κίνηση με τη γλώσσα μου για να αγγίξω το ούλο μου να δω αν είναι πρησμένο ή αν πονάει όταν ακουμπάει κάτι πάνω του κι εκείνη μου το ανταπόδωσε αμέσως. Σκέφτηκα ότι πρέπει να έχει ουλίτιδα η καημένη οπότε ίσως θα ήταν μια καλή αφορμή να τη ρωτήσω αφού εμένα δε μου έχει ξανατύχει κάτι τέτοιο και σίγουρα μια καλή συμβουλή ποτέ δεν πάει χαμένη. Της κάνω νόημα να πλησιάσει, σκύβει αυτή, τεντώνομαι εγώ και της ψιθυρίζω στ’ αυτί, τόσο κοντά που σχεδόν η γλώσσα μου ακουμπούσε το πτερύγιο της «μήπως έχεις ουλίτιδα;». Τεντώνεται εμφανώς τρομαγμένη και μου λέει «Ναι πως το ξέρεις;». Της απάντησα ότι αυτό μου έδωσε να καταλάβω με τη συμπεριφορά της και τότε ήταν που την είδα ν’αλλάζει δέκα χρώματα. Της απάντησα ότι το ουράνιο τόξο μου αρέσει αλλά δεν είχε βρέξει πρόσφατα για να βγει κι εκείνη άρπαξε θυμωμένα το μπολ με τα πατατάκια τα οποία δεν είχαν τελειώσει ακόμη αλλά δε με πείραζε και τόσο αφού είχα φουσκώσει και δεν ήθελα να φάω πια. Έρχεται μ’ένα σαφέστατα μεγαλύτερο μπολ το οποίο πραγματικά ξεχείλιζε και αφού την ευχαρίστησα τη ρώτησα που βρίσκεται η τουαλέτα, όχι επειδή δε γνώριζα αλλά για να της δώσω να καταλάβει ότι εκεί έπρεπε να με ακολουθήσει μέσα στα επόμενα πέντε λεπτά. Προθυμοποιήθηκε να μου δείξει το δρόμο αφού κι εκείνη θα πήγαινε μέσα και την ακολούθησα μέχρι που φτάσαμε σε κάτι σκάλες τις οποίες και θα έπρεπε να κατέβω. Είχα την αίσθηση ότι θα κατέβαινε αμέσως αλλά η λογική έλεγε ότι μάλλον θα έπρεπε να βρει και μια αφορμή για να έρθει στο μέρος οπότε κι αυτό θα έκανε για να μην έχει προβλήματα με το αφεντικό της. Εγώ κατέβηκα σαδιστικά αργά τις σκάλες, έριξα λίγο νερό στο πρόσωπο μου και πήγα να καθίσω σ’έναν καναπέ που υπήρχε και υποτίθεται ότι προοριζόταν για την αναμονή όταν πλάκωνε κόσμος όμως εγώ με το μυαλό μου έπλαθα σκηνές πάθους πάνω σε αυτόν το διθέσιο καναπέ χωρίς μαξιλάρια. Ξεκούμπωσα ένα κουμπί από το πουκάμισο μου και άφησα το κορμί μου να χαλαρώσει ενώ έπαιζα νευρικά το αριστερό μου πόδι. Η μουσική ακουγόταν αμυδρά σ’αυτό το χαμηλοφωτισμένο υπόγειο κι εκεί που έπαιζε ένα τραγούδι του Rod Stewart θα ήθελα να κολλήσει ένα του Χριστοδουλόπουλου του Μάκη, ή του Μαργαρίτη του Γιώργου αλλά αυτός έβαλε White Stripes και άρχισα ν’αναρωτιέμαι από πότε έχω να πιω sprite, ένα αναψυκτικό που ποτέ δε μου άρεσε ιδιαίτερα αλλά υπήρχαν στιγμές που ένιωθα ότι ήθελα να πιω μόνο αυτό. Και να πω ότι άκουγα και τη δίψα μου καλά θα ήταν αλλά αυτό σπάνια συνέβαινε. Αυτό πάντως που δεν άκουγα με τίποτα ήταν τακούνια στις σκάλες κι άρχισα να ανησυχώ μήπως η συμπαθεστάτη σερβιτόρα μου έπαθε κάτι και έχει διακομιστεί σε κάποιο από τα εφημερεύοντα νοσοκομεία. Εκεί που είχα βγάλει το κινητό μου και ήμουν έτοιμος ν’αρχίσω να τηλεφωνώ τη βλέπω να κατεβαίνει όπως το Άγιο Πνεύμα που κατέβηκε σαν περιστέρι και τα έκανε όλα φωτεινά. Έτσι κι εκείνη άνοιξε το διακόπτη για το φως και απόρησε που καθόμουν στα σκοτάδια τόση ώρα ενώ με ρώτησε και τι έκανα με το κινητό. Εγώ μάλλον από αμηχανία της απάντησα ότι έπαιζα φιδάκι πράγμα που δεν ίσχυε αφού το συγκεκριμένο παιχνίδι δεν το έχω στο τηλέφωνο μου και μάλλον ούτε εκείνη το πίστεψε αφού την είδα να κρατάει το ίδιο μοντέλο με εμένα. Ήμουν έτοιμος να πάω στο μενού προσθήκης επαφών, όντας σίγουρος ότι έβγαλε το κινητό της για να ανταλλάξουμε αριθμούς όταν την άκουσα να μιλάει στο τηλέφωνο και να λέει «έλα μωρό μου σε καμιά ώρα θα σχολάσω, έλα να με πάρεις και βλέπουμε που πάμε». Ήταν κάτι που δε μπορούσα να επιτρέψω στον εαυτό μου οπότε πήγα κι έκλεισα το διακόπτη με τα φώτα αλλά και την έξοδο προς τις σκάλες. Τι κάνεις εκεί με ρώτησε και όσο πιο λάγνα μπορούσα της απάντησα «Ό,τι βλέπεις» και αυτή τότε μου είπε ότι με κλειστά φώτα δε βλέπει τίποτα. Καλύτερα της είπα εγώ και την πλησίασα σε απόσταση αναπνοής. Έχεις φάει πατατάκια μου είπε και με αυστηρό ύφος της απάντησα ότι εκείνη μου τα έφερε και δεν έχει νόημα πια να κάνει τέτοιου είδους παράπονα αφού ήξερε εκ των προτέρων τι θα συμβεί. Τι εννοείς με ρώτησε και τότε δίχως να χάσω χρόνο την αρπάζω και ξεκινώ να τη φιλάω στο λαιμό προσέχοντας πάντα μην την πατήσω κι αρχίσει να ουρλιάζει αφού φόραγε τις καθιερωμένες πια σαγιονάρες. Γι’ αυτό προτιμώ το καλοκαίρι να φιλάω τις γυναίκες πρώτα στο λαιμό και μετά οπουδήποτε αλλού. Η στάση αυτή σου δίνει μοναδική οπτική στα πόδια σου τα οποία μπορείς να τα τοποθετήσεις στην κατάλληλη απόσταση για να μη δημιουργηθούν απρόοπτα και στη συνέχεια να συνεχίσεις όπως εσύ θέλεις. Πράγματι αφού στερέωσα γερά τα πόδια μου ήρθα σε μια αβυσσαλέα επαφή με τα χείλη της τα οποία ήταν πράγματι πολλά υποσχόμενα, γεγονός που δε θ’αργούσα να αντιληφθώ μέσα στο ντελίριο που μας παρέσυρε. Την έσπρωξα με δύναμη προς τον καναπέ κι εκείνη ούρλιαξε σχεδόν όχι και πριν προλάβω καν να καταλάβω τι συμβαίνει μου είπε ότι είναι σπασμένος και δεν αντέχει τις απότομες πτώσεις. Με μια πραγματικά ακροβατική κίνηση που μάλλον θα ζήλευε και ο Νίκος Γκάλης την άρπαξα κυριολεκτικά στο παρά πέντε με τον κώλο της ν’απέχει πέντε εκατοστά από τον καναπέ. Με οδήγησε στην αποθήκη με τα ποτά κι ενώ προς στιγμήν μου πέρασε από το μυαλό το σενάριο ότι θα με έκλεινε εκεί μέσα για τιμωρία τελικά γρήγορα κατάλαβα ότι δεν υπήρχε λόγος για να σκεφτώ κάτι τέτοιο και σίγουρα ήμουν υπερβολικός. Μη μπορώντας να βρω κάτι καλύτερο όπως για παράδειγμα μαρασκίνο, άνοιξα ένα σακούλι πατατάκια κι άρχισα αισθησιακά να την ταϊζω στο στόμα. Είχε ξετινάξει σε χρόνο ρεκόρ το μισό σακούλι όταν της είπα «Πείναγες τελικά ε;», ενώ εκείνη μη μπορώντας να κρατηθεί ρεύτηκε δυνατά και με το χέρι της σκούπισε το στόμα της ενώ με κοίταζε με τα μεγάλα εκφραστικά της μάτια ζητώντας μου συγγνώμη γι’ αυτό που μόλις είχε συμβεί. Μου έδωσε το τηλέφωνο της ζητώντας μου να με ξαναδεί ένα βράδυ με τέτοιο ωραίο καιρό και συναισθήματα. Και να που την πέτυχα προχθές μετά από τρία χρόνια πάλι στο ίδιο μαγαζί να μου φέρνει πατατάκια που λαίμαργα έτρωγα από συνήθεια για να έρθει πιο γρήγορα κοντά μου.