Friday, October 27, 2006

Tearing Apart

Τελείωσα μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, σίγουρα ήταν λιγότερο από λεπτό. Πήγα προς την πόρτα με το ύφος του παιδιού που έχει κάνει σκανταλιά, χρειαζόμουν ένα καφέ. Δεν ήταν ότι είχα τελειώσει πρώτος, αυτό ξεπερνιέται, ο χρόνος ήταν που με προβλημάτιζε και με άγχωσε κάπως. Δίκαια θα πείτε. Μη νομίζετε ότι σκέφτηκα κι εγώ πολύ διαφορετικά από εσάς. Και δεν είναι ότι δε μπορούσα να κρατηθώ λίγο παραπάνω. Αυτή η ερώτηση 2 με είχε μπερδέψει, άυπνος καθώς ήμουν και με το ελάχιστο διάβασμα της μιας ανάγνωσης δεν ήξερα καλά τις ελάχιστες ομολογουμένως ερωτήσεις παγίδες. Αν κοβόμουν στα σήματα της μηχανής δε θα το συγχωρούσα ποτέ στον εαυτό μου. Το ’99 που τα ‘χα ξαναδώσει τα είχα περάσει με χαρακτηριστική ευκολία. Τελικά την ερώτηση 2 την έκανα λάθος αλλά μόνο αυτή οπότε το «Επέτυχε» γράφηκε πάνω στην καρτέλα κι ετοιμάζομαι τώρα και για την πορεία. Ο δάσκαλος δε θεωρεί καλή ιδέα να ξεκινήσω με σούζα και να ξύσω γόνατα και μαρσπιέδες στη στροφή. Εγώ πάλι έχω αντίθετη άποψη αλλά νομίζω ότι θα πρέπει να συμβιβαστώ με τις συμβουλές του για να μη δίνουμε τζάμπα λεφτά στους αδρά χρηματιζόμενους υπαλλήλους του υπουργείου μεταφορών. Για αυτοκίνητο δηλαδή δεν το συζητώ πλέον τα σκάνε όλοι. Το λάδωμα είναι ίσο περίπου με τα λεφτά που θα δώσεις αν κοπείς για να εξεταστείς ξανά. Και πάλι κανείς δε σου λέει ότι θα περάσεις. Οπότε λένε όλοι απ’ το να κοπώ και να δώσω ξανά τόσο το παράβολο όσο και τα χρήματα για το λάδωμα για να μην τριτώσει το κακό ας τα δώσω απ’ την αρχή να ξεμπερδεύουμε. Εμείς με το παλιό σύστημα βέβαια δεν το είχαμε αυτό σε τόσο μεγάλο βαθμό. Έπεφτε το λάδωμα μεν αλλά η αναλογία ήταν 50-50, τώρα πρέπει να έχει πάει 80-20. Στις μηχανές βέβαια τα πράγματα είναι πιο καλά, η αναλογία πρέπει να είναι 20-80, είναι και πιο εύκολη η εξέταση, περνάς άνετα σχετικά με την αξία σου. Κι αφού λοιπόν δεν είχα λαδώσει για το αυτοκίνητο δε σκοπεύω τώρα να τα δώσω για τη μηχανή. Φίλη πέταξε σήμερα για Βαρκελώνη και όπως ήταν φυσικό με ρώτησε τι θέλω να μου φέρει. Ένα κιλό τυρί μαντσέγο της απάντησα και την έπιασαν τα γέλια. Με ξαναρώτησε προτρέποντας με να σοβαρευτώ. Σοβαρεύτηκα λοιπόν και της είπα ένα κιλό τυρί μαντσέγο. Αφού είχα πάει το Μάιο και δεν είχε μείνει κάτι που να ήθελα να πάρω. Και τυρί δηλαδή είχα πάρει αλλά τελείωσε. Γιατί κανείς δε με παίρνει στα σοβαρά όταν του μιλάω για σουβενίρ;