Friday, October 13, 2006

An Honest Mistake

«Ελάτε στο αυτοκίνητο για να πάρετε μεγάλα πουλιά» ακουγόταν δυνατά έξω από το δρόμο και σε λίγο φάνηκε και η μούρη του αγροτικού. Ο μπαρμπα-Θωμάς από δίπλα πετάχτηκε αμέσως και φώναξε «Σταμάτα, σταμάτα», όνομα της πρώην γκόμενας του, μιας κοντόχοντρης χήρας που όμως το έλεγε η καρδούλα της και συναντούσε κρυφά τον εραστή της πίσω από τις καλαμιές. Τους είχαμε ανακαλύψει μια φορά με τα παιδιά τυχαία αφού εμείς ψάχναμε για δενδρύλλια χασίς. Αν σκεφτεί κανείς ότι ο Πάνος φορούσε ένα μπλουζάκι με στάμπα «the doors» μπορούσες να πεις ότι το τρίπτυχο sex and drugs and rock ‘n’ roll αναβίωνε μπροστά στα αθώα εφηβικά μάτια μας τα οποία έκτοτε έβλεπαν τη ζουμερή πενηντάχρονη «διαφορετικά». Όμως τόσο η χήρα όσο και η νόμιμη γυναίκα του μπαρμπα-Θωμά είχαν φύγει. Η πρώτη απ’ τη Λάρισα για να πάει σ’ένα μοναστήρι κάπου στις Σέρρες αφού είχε ερωτευθεί τρελά την ηγουμένη, ενώ η δεύτερη απ’ τη ζωή. Έπαιζε κάτι άλλο και δεν το είχα πληροφορηθεί; Έπρεπε να μιλήσω επειγόντως με τη γιαγιά μου η οποία όμως ήταν πίσω στο μπαξέ και πότιζε το κομμάτι εκείνο που δεν είχαμε φυτέψει τίποτα. Κοτσονάτος σκέφτηκα και βγήκα στην αυλή μπας και ακούσω καλύτερα τίποτα. Κι όντως έβγαλα λαβράκι.
-Μπάρμπα είναι εγγυημένο πράμα σου λέω.
-Εγώ το θέλω να είναι γερό και να αντέχει.
-Θα το δεις να θεριεύει και δε θα πιστεύεις στα μάτια σου.
Ούτε κι εγώ πίστευα στα μάτια μου καθώς έβλεπα τον μπαρμπα-Θωμά το βράδυ στο κοτέτσι. Ώστε εκεί λοιπόν είχε το μυστικό ραντεβού. Σίγουρα ήταν μία από τις πολλές καβάντζες του. Ο πειρασμός ήταν τεράστιος κι έτσι φόρεσα τις λαστιχιένες αθόρυβες γαλότσες μου που είχα για το μαντρί και ξεκίνησα την καταδρομική επίθεση. Από την πίσω αυλή πήδηξα στο διπλανό χωράφι με το αμπέλι. Ξεχάστηκα για λίγη ώρα και έπεσα με τα μούτρα στα τσαμπιά. Είχα ξαπλώσει κιόλας σ’ένα υποτυπώδες ανάκλιντρο που έφτιαξα μ’ένα μουσαμά που βρήκα πεταμένο εκεί πιο δίπλα και την είχα δει Ρωμαίος αυτοκράτορας. Κάτι δηλαδή που δεν απέχει και πολύ από την πραγματικότητα. Αφού τουμπανιάστηκα αποφάσισα να συνεχίσω το θεάρεστο έργο μου, την επικίνδυνη αποστολή μου. Πέρασα το καζάνι που βράζουν το τσίπουρο και άρχισα να έρπομαι αφού ήμουν σχεδόν δίπλα στον τόπο του εγκλήματος. Ευτυχώς ήταν ακόμη εκεί, γεγονός που το κατάλαβα από το φως που ήταν αναμμένο. Πήγα στη μεριά με τη χαλασμένη μάντρα απ’ όπου μπορούσα να δω τα πάντα με ασφάλεια. Έβαλα και το σιγαστήρα στη φωτογραφική μου μηχανή και ήμουν έτοιμος να τροφοδοτήσω την τοπική κοινωνία μ’ένα ακόμη μεγάλο σκάνδαλο. Φαντάζεστε την έκπληξη μου όταν είδα το μπαρμπα-Θωμά αγκαλιά μ’ένα μικρό κοτοπουλάκι. Κτηνοβάτης; Ήταν δυνατόν; Εγώ περίμενα να τον δω στη χειρότερη με την γυναίκα του δημάρχου κι αυτός ήταν μ’ένα μικρό κοτοπουλάκι. Έστησα αυτί ν’ακούσω τον ανώμαλο αυτό ερωτικό διάλογο.
«Άντε να δούμε, θα θεριέψεις ή θα ψοφήσεις κι εσύ όπως τα άλλα; Και να θεριέψεις θα κάνεις κανένα αυγό ή τζάμπα θα σε θρέφω; Από τότε που μας άφησε η συγχωρεμένη δεν έχω σταυρώσει ούτε μισό αυγό. Θα σου φτιάξω κι ένα κοτετσάκι σαν παλατάκι θα’ναι και τον άλλο μήνα που θα ξαναπληρωθώ θα πάρω κι άλλα δυο πουλάκια να’χεις και παρέα, να μη νιώθεις μοναξιά.»
Δε χρειάστηκε ν’ακούσω τίποτα άλλο, παρτούζα με τρία κοτοπουλάκια τα οποία ήθελε να γκαστρώσει κι από πάνω ο αρχιανώμαλος και σαφέστατοι υπαινιγμοί για νεκροφιλία ήταν συνταρακτικά από μόνα τους και ήδη χρειαζόμουν ένα διπλό ουίσκι για να συνέλθω. Κάθισα στη μπροστινή αυλή για να συγκεντρωθώ και να συγκεντρώσω όλα τα στοιχεία. Πάλι καλά που είχα ξυπνήσει το πρωί από τη φασαρία γιατί αλλιώς θα είχα μαύρα μεσάνυχτα για τα καμώματα του γείτονα. Πήγα πίσω στο δικό μας κοτέτσι και κοίταξα γεμάτος θλίψη τα δικά μας πουλάκια. Είχαν θεριέψει και δεν ήξερα μήπως κρυφά τις νύχτες τα πηδούσε κι αυτά ο Θωμάς. Τι να τα ρώταγα και πως να με καταλάβουν. Βγήκα στην πλατεία και κατέληξα στο παλιό στέκι, το καφέ Εναλλάξ. Προβληματισμένος ζήτησα ένα τσιγάρο από τον μπαρμαν ο οποίος με θυμήθηκε και προσποιήθηκα κι εγώ το ίδιο αφού με την κουβέντα σίγουρα θα ανακάλυπτα ποιός ήταν. Πράγματι είχαμε παίξει μπάσκετ μαζί μια φορά πριν 7 χρόνια και μετά εγώ χάθηκα λόγω Θιβέτ ενώ εκείνος προσπαθούσε να μάθει να φτιάχνει κοκταίηλ πράγμα που όμως όπως κατάλαβα δεν το ζόρισε και πολύ γιατί ακόμη κι αυτό το τζιν με τόνικ δεν το πετύχαινε. Θέλησε κι ένας ακόμη πελάτης να πάρει ένα τζιν με τόνικ και προσπάθησα να τον προειδοποιήσω αλλά όχι και τόσο έγκαιρα αφού ο ατζαμής μπαρμαν έριξε όλο το κουτάκι με το τόνικ πάνω στο τζιν του πελάτη γεγονός που το θεωρήσαμε όλοι σημαδιακό. Και σίγουρα ήταν. Ο πελάτης αποδείχθηκε ένα πρώην go-go boy από περιοδεύων θίασο σε επαρχιώτικα στριπτζιτζάδικα κι έτσι ξεκίνησε να δίνει μια μοναδική παράσταση στο σχεδόν άδειο μπαρ. Αφού περίμενε να στεγνώσει το παντελόνι του κι ενώ η παράσταση του είχε τελειώσει άρχισα να του μιλάω για τον μπαρμπα-Θωμά, ιστορία που έβρισκε εξαιρετικά ενδιαφέρουσα αν και διατηρώ τις επιφυλάξεις μου για το αν την κατάλαβε ακριβώς αφού δε μιλούσαμε την ίδια γλώσσα. Με τα πολλά νύσταξα και πήγα για ύπνο, έπρεπε να οχυρώσω το κοτέτσι την επόμενη μέρα.