Thursday, October 26, 2006

So This Is Goodbye

«Μπήκαμε μαζί στη μπανιέρα, είχε ένα ωραίο αφρόλουτρο θυμάμαι με άρωμα πεύκο, δεν είχα ξαναδεί στη ζωή μου αφρόλουτρο με άρωμα πεύκο και δε νομίζω ότι αγόρασα και ποτέ, μόνο στο σπίτι του το χρησιμοποιούσα. Πήγα και κάθισα ανάσκελα στο κρεβάτι. Ήρθε κι εκείνος, άρχισε να με φιλάει και να με γλείφει παντού. Σήκωσε τα πόδια μου και τα πέρασε πάνω απ’ τους ώμους του. Τον ένιωθα να με ακουμπάει και μετά ούρλιαξα σχεδόν από τον πόνο, με τα χέρια μου κρατούσα τα μπούτια του σα να έβαζα αντίσταση και ένιωθα ότι με έσκιζε στα δύο. Απέφευγα να τον κοιτάξω, με σφυροκοπούσε αλύπητα, η ανάσα του άφηνε να ξελευθερωθεί όλο το πάθος του, ήθελα να μιλήσω μα οι λέξεις κόμπιαζαν στο λαιμό μου, φοβήθηκα ότι θα με πνίξουν στο τέλος. Είχα δακρύσει, τέτοιο πόνο δεν είχα ξαναζήσει, ήθελα να σταματήσει μα ντρεπόμουν να του το ζητήσω, περίμενα στωικά να τελειώσει αυτό το μαρτύριο. Δεν έχυσε μέσα μου, ήθελα να το κάνει μα ντρεπόμουν να του το ζητήσω. Με τον καιρό έγινα η πουτάνα του, μου έφερνε γυναικεία εσώρουχα για να φοράω κι εγώ έμπαινα ολοένα και περισσότερο στο πετσί του ρόλου μου, φερόμουν σαν κοριτσάκι, έτσι μ’έλεγε και ‘κείνος, κουκλίτσα του κι εγώ καμάρωνα. Πήγαινα σ’ επαγγελματικά ταξίδια μαζί του στην Ελλάδα και το εξωτερικό, πάντα φρόντιζε για τα καλύτερα κι εγώ σαν μια κρυφή ερωμένη τον περίμενα στο δωμάτιο σαν μια γνήσια κρυφή ερωμένη με έντονα τα σημάδια της υποδούλωσης. Άλλοτε ήμουνα δεμένη, άλλοτε φιμωμένη κι άλλοτε στημένη στα τέσσερα ώρες ολόκληρες περιμένοντας τον να γυρίσει, να κατεβάσει το φερμουάρ του και να μου τον καρφώσει έτσι όπως ήταν με το κοστούμι και τη γραβάτα να μου γαργαλάει την πλάτη. Δεν πόναγα πια, μου άρεσε κιόλας, μου είχε γίνει απαραίτητος. Στο τελευταίο ταξίδι δε με πήρε μαζί του, έσκασα απ’ τη ζήλια μου. Έκλεισα εισιτήρια κρυφά χωρίς να του πω τίποτα και την επόμενη ημέρα ήμουν κι εγώ στη Μαδρίτη. Γύρισε το απόγευμα στο ξενοδοχείο κι αφού περίμενα καμία ώρα του χτύπησα την πόρτα. Όταν ρώτησε στα γαλλικά ποιος είναι του απάντησα σε άπταιστα ελληνικά η Δήμητρα. Άνοιξε την πόρτα και τον έσπρωξα μέσα, τον έριξα στο κρεβάτι και άρχισα να τον γλείφω μέχρι που τελείωσε στο στόμα μου. Θέλησε να κάνει κι αυτός το ίδιο, στεκόμουν όρθιος κι εκείνος καθισμένος στο κρεβάτι. Έχυσα κι έμεινε με το κεφάλι του γερμένο πάνω στην κοιλιά μου. Πέρασα τα δάχτυλα μου στα μαλλιά του και τον χάιδευα, με το άλλο χέρι έβγαλα το σκοινί απ’ την κωλότσεπη και τον έπνιξα. Πήρα το τρένο για Μάλαγα και την επόμενη πέρασα στο Μαρόκο. Δε ξέρω ακόμη τι θα κάνω. Μην πεις σε κανέναν ότι ξέρεις.

Δημήτρης»

Τόσα χρόνια δεν τον άκουσε κανένας, τώρα μάλλον είναι αργά.