Κάθε φορά που ακούω τις γραμμές των οριζόντων θυμάμαι το «θείο» Νίκο ο οποίος για την ακρίβεια είναι αδερφός του γαμπρού του πατέρα μου, δηλαδή είμαστε συμπέθεροι αλλά αυτά τα πράγματα ένα μικρό παιδί δεν τα καταλαβαίνει οπότε έχει μείνει το θείος Νίκος γιατί ως τέτοιος μας συστήθηκε. Αυτή τη φορά δεν άκουσα το συγκεκριμένο δίσκο αλλά τον θυμήθηκα αναγκαστικά αφού μια συζήτηση στο σπίτι τον έφερε στο προσκήνιο. Πριν έξι περίπου χρόνια έπαθε κάτι απανωτά εγκεφαλικά και πλέον έχει χάσει την όραση του ενώ μάλλον είναι και τυχερός που ζει. Ο θείος Νίκος είχε πάει στα καράβια κι έτσι όταν ακούω ειδικά τους 7 νάνους ο στίχος «Γιε μου που πας, μάνα θα πάω στα καράβια» έρχεται σαν μια ωραία γροθιά στο στομάχι ή σαν αλήτης του δρόμου που με πιάνει από τους ώμους και με τραντάζει. Τέσσερα παιδιά έχει ο θείος Νίκος, δουλευταράς ήτανε, στεριανός εδώ και πολλά χρόνια με τα χωράφια πάλευε κι έβγαζε το ψωμί της οικογένειας του. Λάτρης και της ταχύτητας τον θυμάμαι και μ’ένα Φορντ έσκορτ να μας πηγαίνει το καλοκαίρι για μπάνιο, όλα μαζί τα κουτσούβελα, όσα κι αν ήμασταν θα έβρισκε τρόπο να μας χωρέσει. Ορφανός από πατέρα, έτυχε να έχω εγώ το όνομα εκείνο με συμπαθούσε ιδιαίτερα αφού τα παιδιά του ήρθανε πολύ αργότερα. Οι δυσκολίες στη ζωή του πλέον πολλές, μα εγώ θα τον θυμάμαι πάντα σε γιορτές σαν τις σημερινές να τον τραβάω στο δωμάτιο για να ακούσει λίγο Καββαδία και να γαληνέψει η ψυχή του, να δακρύσει, να δακρύσουμε μαζί δηλαδή και να καθόμαστε έπειτα στο μπαλκόνι ατενίζοντας την κουπαστή, το πέλαγος, τους γλάρους και τους φάρους, όλα πλασμένα από τη φαντασία μας και να μου δίνει και εμένα καμιά τζούρα στα κρυφά, τσιγάρο σέρτικο, κάθε ρουφηξιά και μια ιστορία. Ντρέπεται ο θείος ο Νίκος και ούτε στο χωριό του έχει πάει τα τελευταία χρόνια, ούτε στο καφενείο του χωριού που μένει πατάει πια. Κουτσοβλέπει απ’ το ένα μάτι μα δεν αισθάνεται πια λεύτερος, νιώθει τη σκλαβιά απ’ την αρρώστια να τον κρατάει φυλακισμένο σε τέσσερις τοίχους, εκείνον που ταξίδεψε τον κόσμο όλο. Αν και Ολυμπιακός σε αγαπάω θείε Νίκο κι ας μην είσαι και θείος δηλαδή αλλά δε νομίζω ότι έχει και μεγάλη σημασία αυτό και θείος να ‘σουνα πάλι θα σ’αγαπούσα. Α ρε μπαγάσα με ξεσήκωσες πάλι.