Saturday, October 07, 2006

Fear of Sleep

Όταν δε γουστάρεις κάτι να συμβεί με τίποτα τότε ο χρόνος φαντάζει δραματικά αργοπορημένος ακόμα και στο να ξεκινήσει αυτό το κάτι. Περίμενα χθες έναν ξάδερφο τον οποίο και έπρεπε να βγάλω έξω. Δεν είναι ο τύπος μου. Είχα ξεκινήσει λοιπόν να προετοιμάζομαι καταλλήλως κερνώντας τον εαυτό μου ένα ουίσκι που είχε φέρει κάποιος στη γιορτή μου κι επειδή ήταν πιο καλό από τα υπόλοιπα το έχω φυλαγμένο για τα μεγάλα τα ζόρια. Κι ενώ το ουίσκι τελείωνε σχετικά γρήγορα ο χρόνος δεν έλεγε να βιαστεί λιγάκι και κάθε φορά που άκουγα τηλέφωνο ή κουδούνι θύμιζα τον Παπάζογλου στο γνωστό τραγούδι. Κάποια στιγμή ήρθε, κάναμε μια μίνι σύσκεψη και κλείσαμε ένα τραπέζι για φαγητό, έξοδο στην οποία αν εφαρμόσεις την παροιμία όταν τρώμε δε μιλάμε το φαγάκι μας κοιτάμε είσαι απόλυτα δικαιολογημένος στο να παραμείνεις σιωπηρός άσχετα αν η αιτία είναι ότι πολύ απλά δεν έχεις τίποτα να πεις. Φτάνουμε με μια σχετική καθυστέρηση στο μαγαζί όχι επειδή άργησε ο ξάδερφος αλλά επειδή κατάφερα εγώ να αργήσω απορροφημένος καθώς ήμουν στις δικές μου σκέψεις και κατάρες. Ο ξάδερφος μου έτριβε τα χέρια του από ικανοποίηση βλέποντας πως στο διπλανό τραπέζι ήταν τρεις κορασίδες καταφανώς αξιοπρόσεκτες. Τα μάτια μου καρφώθηκαν στο πάτωμα. Όχι δεν ήταν από ντροπή, ήταν οι γόβες στιλέτο που φορούσε η μία από αυτές. Ακόμη και το πιρούνι ήταν πολύ βαρύ για να καταφέρω να το σηκώσω από το τραπέζι όπως επίσης και το βλέμμα μου από εκείνο το υπέροχο ζευγάρι γόβες. Πήγα στην τουαλέτα να ρίξω λίγο νερό στα μούτρα μου για να συνέλθω κάπως. Πράγματι το νερό βοήθησε να πάρω λίγο τα πάνω μου και να σταματήσω να κοιτάω κάτω. Έπρεπε να προχωρήσω στην αντεπίθεση. Έκοβα τη σταβλίσια μπριζόλα μου με χειρουργική ακρίβεια και σκεφτόμουν τον χειρουργικό τρόπο με τον οποίο θα έπρεπε να την πέσω στη γκόμενα αυτή. Ώσπου σηκώθηκε και χάθηκα στα βήματα της κι όλα τα σχέδια τινάχτηκαν στον αέρα και άδειασε μονομιάς το μυαλό μου. Ευτυχώς που καθόμασταν έξω και μπορούσα να πάρω λίγο καθαρό αέρα όπως αυτός ερχόταν από τα καυσαέρια της λεωφόρου Γαλατσίου. Έκανα την κίνηση του ξεσφίγματος της γραβάτας μόνο που δεν είχε την ίδια επιτυχία στο t-shirt που φορούσα κι έτσι άρχισα να χαϊδεύω το πιγούνι μου. Ως συνήθως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις εμφανίστηκε από το πουθενά ο από μηχανής θεός στο πρόσωπο ενός λαχειοπώλη. Τον φωνάζω κοντά μου και του λέω να πάει στις κυρίες απέναντι και συγκεκριμένα σε εκείνη που με ενδιέφερε για να διαλέξει μία πεντάδα μπας και μου φέρει γούρι. Πράγματι ο λαχειοπώλης προσέγγισε το τραπέζι που με ενδιέφερε και εξήγησε την κατάσταση. Έπιασε ένα λαχείο και όταν πήγε να το κόψει τις έριξα μια μούντζα για να καταλάβει ότι θα έπρεπε να πάρει ολόκληρη την πεντάδα. Ο λαχειοπώλης ήρθε να πληρωθεί αλλά δεν κράταγε μαζί του τα τυχερά λαχεία. Μου είπε ότι τα είχε κρατήσει η κυρία. Έπρεπε λοιπόν να κάνω μια καταδρομική επιδρομή για να πάρω τα λαχεία ή την κυρία ή και τα δύο μαζί για να λέω ότι έχουμε και τζακ ποτ. Πήγα στο τραπέζι τους και κάθισα στην μοναδική άδεια καρέκλα με σκοπό να ξεκινήσω τις διαπραγματεύσεις. Από τα λαχεία αρχίσαμε να λέμε για την απεργία των δασκάλων, περάσαμε στη σύγκριση Νέας Υόρκης και Βερολίνου κι αφού σχολιάσαμε το ρόλο των αθλητών στην πολιτική αλλά και το καλύτερο μέρος για να φάει κανείς βρώμικο στην Αθήνα σηκωθήκαμε να φύγουμε. Ο ξάδερφος με τις άλλες δύο για ένα ποτό, εγώ με εκείνη για το λαχείο. Στο αυτοκίνητο μου είπε ότι θα πρέπει να τη δείρω για να αποκτήσω αυτό που μου ανήκει και χωρίς να το σκεφτώ δεύτερη φορά της έριξα μια σφαλιάρα που νομίζω ότι θα την έκανε να χτυπήσει το κεφάλι της στο παράθυρο αν δεν το είχα προηγουμένως κατεβάσει. Έπιασε το μάγουλο της και στη συνέχεια έφερε τα δάχτυλα της στα χείλη της. Κοίταξα τις γόβες της. Το κατάλαβε. Πήγαμε σπίτι της και την έβαλα να κάνει βόλτες όλο το βράδυ πάνω κάτω. Στο τέλος της χάρισα και το λαχείο κι έφυγα πιο κουρασμένος από ποτέ.