Με την Άννα κάναμε τα πάντα. Ή για την ακρίβεια σχεδόν τα πάντα. Δεν το κάναμε ποτέ. Κάναμε ναρκωτικά, κάναμε ληστείες, κάναμε αλητείες, αλλά δεν το κάναμε ποτέ, ούτε κατά τη διάρκεια όλων των παραπάνω, ούτε ενδιαμέσως αυτών. Ούτε επίσης συνέβη κάτι το οποίο δε θυμόμαστε από τα πολλά ναρκωτικά, όχι δεν το κάναμε ποτέ και το μόνο ερωτικό στοιχείο μεταξύ μας ήταν ένα χούφτωμα στον κώλο της κι ένα φιλί στα οποία όμως ήμασταν νηφάλιοι. Μια φορά είχαμε πάρει σβάρνα τα τυπογραφεία στη Σόλωνος ψάχνοντας προσκλητήρια για το δήθεν γάμο μας. Πρέπει να μας μίσησαν όλοι, Δεν έχω κρατήσει και κανένα δείγμα για να σας το έδειχνα, μερικά ήταν πράγματι πολύ καλά, έργα τέχνης θα τα χαρακτήριζε κανείς. Άλλες φορές πάλι προσπαθούσαμε με κόπο να πάμε μέχρι το περίπτερο για ν’αγοράσουμε σοκολάτες. Σιγά το δύσκολο θα πει κανείς αλλά ας δοκιμάσει να φάει ψυχοτρόπα μανιτάρια, να σνιφάρει έψιλον και να πιει για το φινάλε δυο-τρεις μπάφους κι αν δεν σκάσει στα γέλια μπροστά στον περιπτερά θα του σφίξω εγκάρδια το χέρι όπως αρμόζει σε τέτοιες περιπτώσεις. Πηγαίναμε πολύ συχνά στους Χάρτες ή το Ποδήλατο και παραγγέλναμε από νωρίς αλκοόλ. Πιο νωρίς απ’ τον καθένα εκεί μέσα, αργοπορημένοι εμείς, υπήρχε ένα σχετικό μπέρδεμα. Κυρίως με τα τηλεφωνήματα που κάναμε τότε. Εκείνη στη μάνα μου κι εγώ στη δική της. Τηλεφωνήματα χωρίς νόημα κυρίως ως στοιχήματα για το αν κωλώνουμε να ρωτήσουμε το ένα ή το άλλο, πράγματα ασήμαντα όπως αν έκανα ζημιές μικρός ή αν εκείνη είχε τα μαλλιά της μπούκλες στην Τετάρτη δημοτικού. Έπρεπε να μας απασχολεί και κάποιο ζήτημα εκτός από την κόκα που ρουφάγαμε ασταμάτητα στις τουαλέτες του Άστρον, του Ντάνζα, του Νηπιαγωγείου, στην «υγεία» του Ρόδον και σε διάφορα φιλικά σπίτια όπως αυτό της αδερφής της όπου ένα βράδυ ένιωσα πραγματικά σαν τον Τόνυ Μοντάνα με όλη αυτήν την απλωμένη κόκα στο τραπέζι. Εντυπωσιακό σαν θέαμα αλλά και σαν γεύση, ήταν πρώτης ποιότητας. Πως τα θυμήθηκα τώρα όλα αυτά; Ήρθε στα χέρια μου ο Σημαδεμένος σε παιχνίδι.