Monday, October 16, 2006

Α/Α ? Άπλυτος στην Αμοργό

Είχα μόλις γυρίσει από τη λαϊκή του Σαββάτου όταν στο ραδιόφωνο άκουσα το Αμοργιανό μου πέραμα ή πέρασμα δε θυμάμαι τι ακριβώς έλεγε ο Κατσιμίχας και από τη συγκίνηση πέταγα τα μήλα στον αέρα όχι ακριβώς σα να έκανα ζογκλερικά αλλά περισσότερο σα να είχα πάθει παράκρουση. Τι φάση κι αυτή. Να μην τα πολυλογώ όμως και γίνομαι και κουραστικός, δεν το σκέφτηκα και πάρα πολύ και άρχισα να γεμίζω τη βαλίτσα μου με ότι έβρισκα μπροστά μου, κυρίως σοκολατάκια, μπανάνες και άγραφα σιντί. Θα πήγαινα το βράδυ στην Αμοργό με το μοναδικό καράβι που κάνει 5 ώρες, όσο δηλαδή θες και για τη Θες/νικη αλλά οδικώς. Το να πάω οδικώς στην Αμοργό ήταν κάτι που είχα σκεφτεί ουκ ολίγες φορές αλλά πάντοτε κάτι χάλαγε. Και μεταξύ μας δεν υπήρχε και λόγος να φτιάξει και αυτή τη φορά. Οπότε κίνησα για τον Πειραιά πολύ πριν να βγει δήμαρχος ο ψηλός διότι αυτή η πόλη έδειξε αν μη τι άλλο ότι έχει και πολιτικό κριτήριο. Άντε και του χρόνου ο Καστίγιο. Αλλά καλό θα ήταν να μη ξεφεύγουμε από το κυρίως θέμα μας το οποίο ήτο το ταξίδι στην Αμοργό. Ναι η πουτάνα η τύχη με έφερε να κάθομαι ανάμεσα από δύο μουνάρες που ήταν φίλες και πρόθυμες για όλα και πιο πολύ πρόθυμες να αλλάξουμε τα εισιτήρια μας και να πάω εγώ στη μία άκρη αλλά όταν τις άκουσα να το συζητάνε σε μια άγνωστη για εμένα γλώσσα έκανα τον ψόφιο κοριό πράγμα που δεν ήταν καθόλου δύσκολο μετά τα τρία φραπεδάκια που μονομιάς είχα κατεβάσει πριν ανέβω στο καράβι που θα έλεγα ότι έφερνε λιγάκι στον τιτανικό, όχι τόσο λόγω μεγέθους όσο λόγω ερωτικών ιστοριών που ξετυλίχθησαν σε αυτό αφού σε κάποια φάση που μ’έσφιξε το κατούρημα και έπρεπε να αφήσω τη θέση μου έπεσε σε ένα τοπικό όργιο στο Τρίτο Κατάστρωμα. Αν και με φωνάξανε, σεμνά και ταπεινά είπα πως όχι και ότι ήδη με περίμεναν κάτι καλόγριες μέσα για να τις κοινωνήσω και έπιασα τα αχαμνά μου όπως συνηθίζουν οι παπάδες σε αυτές τις περιπτώσεις. Εκείνοι σταυροκοπήθηκαν και συνέχισαν το θεάρεστο έργο τους με περισσότερη ευλάβεια και εγώ ικανοποιημένος αλλά και με άγχος προχώρησα προς το σαλόνι για να πάρω ένα διπλό ουίσκι το οποίο χρειαζόμουν σε κάθε περίπτωση αφού είχε έρθει η ώρα που με μαθηματική ακρίβεια οι μουνάρες θα με κατασπάραζαν ωσάν μια μικρή γαζέλα απ’ τα άγρια λιοντάρια της ζούγκλας. Και δεν είχα και τη στολή ταρζάν για να αντεπεξέλθω πλήρως εις την οπτικοποίηση της καταστάσεως στις βρόμικες αυτές αεροπορικές θέσεις που θα με έφερναν ακόμη πιο κοντά στην Αμοργό των ονείρων μου. Με το ουίσκι στο ένα χέρι και την τσατσάρα μου στο άλλο προχώρησα με την αυτοπεποίθηση μου στο ζενίθ προς τη θέση μου όπου με περίμενε μια ευχάριστη έκπληξη. Αυτό το πλοίο της αγάπης τους είχε μαγέψει όλους κι έτσι πέτυχα τις δύο συνταξιδιώτισσες μου που το πρακτορείο τόσο έντεχνα με είχε χώσει ανάμεσα τους να ανταλλάσσουν παθιασμένα φιλιά όλο λύσσα και σάλια. Άφησα το ουίσκι να μου πέσει από το χέρι ενώ έβαλα γρήγορα την τσατσάρα στην κωλότσεπη και έβγαλα λίγο οδοντικό νήμα που είχα ξεχάσει από εκείνη την κλοπή στο οδοντιατρείο. Το τύλιξα γερά στα δάχτυλα μου και άρχισα να μαστιγώνω με μανία τα χείλη τους τα οποία όμως δεν έλεγαν να ματώσουν με τίποτα κι έτσι αναγκάστικα να τους ρίξω μερικές γροθιές με άψογο στυλ σαν αυτό του Μάικ Τάισον ή του Μοχάμεντ Άλι, μπορεί ομως να ήταν και του Στάθη του Ψάλτη στο Ράκο νο14. Κάπως έτσι πέρασε ευχάριστα η ώρα και έφτασα στο αγαπημένο μου νησί και έτρεξα στα στέκια τα γνωστά. Ρώτησα έναν περαστικό που πρέπει να πάω για να βρω ένα μαγαζί μιας γνωστής και με κοίταξε συμπονετικά θαρρείς αλλά εγώ σοβαρολογούσα και δεν ήξερα αν με συμπονούσε επειδή είχα φτάσει στην Αμοργό ή επειδή έψαχνα το συγκεκριμένο μαγαζί. Τον αγνόησα σχεδόν επιδεικτικά και προχώρησα. Έβγαλα τη μπλούζα μου και την πέταξα αμέσως στα σκουπίδια, σκυλοβρώμαγε πράγμα που ήταν φυσιολογικό αφού είχα να κάνω μπάνιο σχεδόν δύο εβδομάδες. Ίσως τελικά οι μουνάρες να είχαν άλλα στο νου τους όταν μου ζητούσαν να αλλάξουμε θέση. Στο μαγαζί έφτασα κατάκοπος από το κουβάλημα και ζήτησα ένα παγωμένο φραπεδάκι για να εισπράξω ένα τσόκαρο από αυτά τα ανατομικά και τη γλυκειά τσιρίδα της ιδιοκτήτριας «Φτιάξτο μόνος σου ρε καριόλη, δε βλέπεις ότι πλέκω ζιπουνάκια για τα χρυσόψαρα μου;». Το μόνο που θυμάμαι μετά ήταν την πυροσβεστική μάνικα και μένα να τραντάζομαι από τις δονήσεις. Φόρεσα την κορδέλα στο μέτωπο σε φάση Τζον Ράμπο, ήπια κι ένα τζόνυ μαύρο να ταιριάζει με το φούμο και βγήκα στο νησί έτοιμος για όλα.

(Έχει και συνέχεια)