Wednesday, September 20, 2006

Άσμα ηρωϊκόν και άβγαλτον...

Σηκώθηκα μ’έναν αχώνευτο πονοκέφαλο τον οποίο δε μπορούσα ν’αποδώσω πουθενά. Απέκλεισα αμέσως το ενδεχόμενο να ήταν μπόμπα η γκαζόζα ΕΨΑ που ήπια αν και το ομολογώ ότι το παράκανα λιγάκι αφού άνοιξα πέντε μπουκαλάκια τα οποία και εξαφάνισα σε χρόνο ρεκόρ. Ευτυχώς δηλαδή που δε με σταματήσανε και σε κανένα αλκοτέστ γιατί θα είχα άσχημα ξεμπερδέματα. Επιτόπου αφαίρεση της άδειας κυκλοφορίας του πατινιού και πρόστιμο γιατί την είχα δει ανέμελος καβαλάρης και δε φορούσα επιγονατίδες και επιαγκωνίδες. Ευτυχώς φορούσα επιστραγαλίδες κι αυτές επειδή προηγουμένως είχα πάει να παίξω μπάσκετ. Άνοιξα τον τηλεφωνικό κατάλογο κι άρχισα να στέλνω μηνύματα κατά ριπάς, όλα στο ίδιο μοτίβο πάντοτε επηρεασμένα από τα σχεδόν δύο λίτρα γκαζόζας. Αποτέλεσμα δεν είδα εκτός από κάτι φιλοφρονήσεις του στιλ «Σύνελθε μαλάκα» ή «Δεν τον παίζεις καλύτερα για να στανιάρεις;» ενώ κάποιος προθυμοποιήθηκε αν μου γνωρίσει και τη Μις Γκαζόζα η οποία όμως τελικά αποδείχθηκε απλά η γυναίκα των ονείρων μου και όχι κάποιο υπαρκτό πρόσωπο. Εκτός συναγωνισμού ήρθε πολύ αργότερα ένα μήνυμα από εκείνη. Εκείνη ήταν μια γνωριμία ισάξια τουλάχιστον της Ευλαμπίας του Γιοκαρίνη αλλά αν ρωτήσετε εμένα θα σας πω ότι άξιζε πολύ περισσότερο. Έχω κανονίσει να βγω με μια φίλη και μια συμφοιτήτρια της η οποία ήθελε να με ρωτήσει κάτι πράγματα. Η φίλη μου λοιπόν θα έκανε το βαποράκι ή όπως θα έλεγε και ο αείμνηστος Βλάσης Μπονάτσος «Για μια Ελλάδα πιο ναρκωτική, δε φτάνουν μόνο δύο αστυνομικοί» κι έτσι έχουμε δώσει ραντεβού σ’ένα από τ’αμέτρητα καφέ μπαρ αυτής της πόλης. Λίγο πριν το ραντεβού μου στέλνει μήνυμα η φίλη και μου λέει «Τελικά εγώ δε θα μπορέσω». Άρχισα να μυρίζω τα νύχια μου έτσι ώστε να μπορέσω να καταλάβω γρήγορα σχετικά και με ασφάλεια ποια θα μπορούσε να είναι η συμφοιτήτρια της φίλης. Κάθομαι στο μπαρ και παραγγέλνω ένα μοχίτο για καθαρά πρακτικούς λόγους. Μασώντας τα φυλλαράκια που έχει μέσα έχεις πιο δροσερή αναπνοή. Ήταν κάτι που σίγουρα χρειαζόμουν έχοντας φάει γαλέο σκορδαλιά πριν ξεκινήσω. Δεν είχαν περάσει δύο λεπτά και βλέπω να κάθεται στο μπαρ νεαρά κορασίδα με παντελόνα, ξώπλατο μπλουζάκι, σαγιονάρα γνωστή και ως το σύστημα 4.1 (τέσσερα τα μικρά δαχτυλάκια κι ένα το μεγάλο που ακολουθεί το διαχωριστικό), μαλλιά πιασμένα και γυαλιά με κοκάλινο σκελετό. «Αυτή είναι!» σκέφτηκα και προχώρησα διστακτικά προς το μέρος της. Συστηθήκαμε, αρχίσαμε να μιλάμε ώσπου λαμβάνω ένα μήνυμα από τη φίλη που τελικά δεν ήρθε «Μου θύμωσες που σ’έστησα τελευταία στιγμή; Είπαμε με την Κατερίνα να βγούμε αύριο τελικά και να έρθουμε προς τα μέρη σου, εντάάάξει;». Χμμμ, με λάθος άτομο μιλούσα λοιπόν. Με είδε προβληματισμένο και μου πρότεινε να πάμε να φάμε ένα παγωτό από ένα καλό ζαχαροπλαστείο που ήξερε εκεί κοντά. Αρχίσαμε να συζητάμε για τις ειδήσεις στα κρατικά και τα ιδιωτικά κανάλια κι αναπόφευκτα η κουβέντα πήγε στα ομολογουμένως τσουχτερά ενοίκια. Εκείνη την ώρα κατάλαβα ότι ήταν μέγα σφάλμα μου να φάω παγωτό. Ένιωσα το κόψιμο να έρχεται πιο απειλητικό παρά ποτέ.
-Και που λες μπορεί να μην μένω κέντρο αλλά έχω όλες αυτές τις παροχές σε καινούριο διαμέρισμα δίνοντας μόνο 300 ευρώ.
-Καλά δίνεις στο ενοίκιο 300 ευρώ, εμένα θα μου δώσεις το τηλέφωνο σου γιατί πρέπει να φύγω;
-Σ’ έπιασε κόψιμο ε;
-Άσε κοντεύω να χεστώ πάνω μου, λοιπόν;
-69xxx, πάρε με όταν νιώσεις καλύτερα.
Σίγουρα μετά τις γκαζόζες δεν ένιωθα καλύτερα αλλά πήρα τα ρίσκα μου. Έτσι κι εκείνη ήρθε και με πήρε με το αυτοκίνητο της για να πάμε στο κέντρο όπου εμφανιζόταν η γνωστή αοιδός Στέλλα Μπεζαντάκου. Στη συνέχεια με τράβηξε σ’ ένα στριπτιτζάδικο ενώ καταλήξαμε να τρώμε πατσά νωρίς τα ξημερώματα λίγο πριν χωρίσουν οι δρόμοι μας και πάει ο καθένας στη δουλειά του. Περιμένω τώρα πως και πως τα νέα σχήματα μπας και πάμε σε κανένα σωστό καλλιτέχνη.