Thursday, September 21, 2006

Το άστρο της βραδιάς

Εκείνη την πανσέληνο περνώντας κάτω απ’ τη φωταγωγημένη Ακρόπολη δε θα μπορούσα καν να φανταστώ ότι θα γνώριζα μια Καρυάτιδα απ’ τις ορίτζιναλ όμως κι όχι απ’ αυτές τις Εγγλέζικες που έρχονται κάθε καλοκαίρι στο Φαληράκι για να ψωνίσουν κρέας σε τιμή ευκαιρίας. Εγώ πάλι σε μια έξαρση λονδρέζικου καθωσπρεπισμού κουβαλούσα μαζί μου την ομπρέλα ? μπαστουνάκι φοβούμενος αστραπές και βροντές όπως καλή ώρα σήμερα που πάλι μούσκεμα θα γίνουμε ή μούσκεμα θα τα κάνουμε μεγάλη διαφορά δε μπορώ να πω ότι έχει. Τόσο πολύ μου άρεσε το θέαμα που σκέφτηκα ότι δε θα ήταν άσχημα να τραβήξω μερικές φωτογραφίες αφού την Ακρόπολη by night την είχα μόνο σε κάτι καρτ-ποστάλ που μου είχαν ξεμείνει από τον καιρό που αλληλογραφούσα με μία Ιρλανδέζα αρχαιολόγο. Εκείνη μου έστελνε αυθεντική ιρλανδέζικη μαύρη μπύρα κι εγώ την προμήθευα με κάτι αρχαιότητες και αυτές σε καρτ ποστάλ μόνο απ’ το Μοναστηράκι. Προς τιμήν της λοιπόν πήρα κι απ’ το περίπτερο μια μπυρίτσα και προσπαθούσα να πάρω καμιά πόζα της προκοπής αλλά αυτή η Ακρόπολη μου έκανε νάζια και γενικότερα κάτι δε μου πήγαινε καλά. Κάθισα σ’ένα παγκάκι κι έπαιζα με τις ρυθμίσεις της μηχανής μπας και καταφέρω τίποτα καλύτερο όταν άκουσα μια φωνή η οποία ερχόταν από πίσω μου να λέει «Μ’αυτή τη μηχανή δε θα καταφέρεις τίποτα». Διατήρησα την ψυχραιμία μου και δε γύρισα να κοιτάξω πίσω μου και αισθάνθηκα κρίμα που δεν είχα μαζί μου τα γυαλιά του Τζέημς Μποντ έτσι ώστε να ξέρω με ποια είχα να κάνω. «Αυτή δεν είναι παρά ένα παιχνιδάκι» συνέχισε τις προσβολές κι ενστικτωδώς έβαλα το χέρι μου στην τσέπη αφού θυμήθηκα ότι για όλο το σετ είχα πληρώσει κάτι παραπάνω από 400 ευρώ. Και σα να μην έφταναν τα παραπάνω αρπάζει και τη μπύρα μου και κατεβάζει μια γενναία γουλιά γεγονός που κατάλαβα απ’ τον ήχο του αλουμίνιου που τσαλακώνει. Γυρνάω το κεφάλι μου έχοντας ένα μάλλον αυστηρό βλέμμα και τυφλώθηκα από το φλας. Ήταν σίγουρα η εξολοθρευτής-φωτογράφος γεγονός που το εμπέδωσα απ’ τα επαναλαμβανόμενα κλικ της μηχανής. «Αφού δε μου είπες να κοιτάξω το πουλάκι» παραπονέθηκα κι εκείνη ξεκρέμασε απ’ το λαιμό της μία γκουμούτσα μ’ένα τεράστιο φακό το οποίο ερχόταν σίγουρα σε αντίθεση με το πουλάκι που εγώ της ανέφερα. Την πήρα στα χέρια μου και άρχισα να την περιεργάζομαι. Αργότερα θα έκανα το ίδιο και με την ιδιοκτήτρια της μηχανής αλλά για την ώρα ας μείνουμε στις φωτογραφίες. Μου εξηγούσε με αρκετή υπομονή διάφορα περί φωτογραφίας τα οποία αγνοούσα εντελώς και γενικά είχα καταλάβει ότι η μηχανή μου ήταν σχεδόν αποκλειστικά για αναμνηστικές πόζες και μόνο. SLR ήταν η μαγική λέξη κι όταν τη ρώτησα αν έχει καμία σχέση με την SLK της Μερτσέντες γέλασε χωρίς καν ν’απαντήσει. Έπρεπε να φανώ τζεντλεμάνος και να της ανταποδώσω αυτά τα δωρεάν μαθήματα κι έτσι για να την εντυπωσιάσω προσφέρθηκα να την κεράσω σουβλάκια. Εκείνη δέχτηκε κι έτσι ξεκινήσαμε προς το κοντινότερο σουβλατζίδικο μια διαδρομή η οποία αποδείχθηκε κατάλληλη για να μπορέσουμε να συστηθούμε αφού μέχρι εκείνη τη στιγμή ήμασταν δύο άγνωστοι κι ας είχαμε τραβήξει ένα κάρο φωτογραφίες. Φτάσαμε στο γυράδικο το οποίο όμως είχε ξεμείνει από κάρβουνα γεγονός που με έκανε να σκεφτώ γρήγορα για κάποια εναλλακτική λύση η οποία και ήταν το σουβλατζίδικο του Καίσαρα στη Ραφήνα, αυτό με τις τεράστιες μερίδες που ούτε μία δε μπορείς να φας αλλά θα την πατήσεις και θα παραγγείλεις δύο τις οποίες τελικά θα κοιτάς μισοφαγωμένες μαζί με τις φωτογραφίες του Ιούλιου που κοσμούν ολόκληρο το μαγαζί. Με μια μπλε νάιλον σακούλα γεμάτη μπύρες προχωρήσαμε ως την ακροθαλασσιά αν κι εγώ αρχικά σκεφτόμουν μήπως και πηγαίναμε στο λιμάνι του Λαυρίου σαφέστατα επηρεασμένος από ένα βιβλίο του Γιώργου Μιχαηλίδη που είχα διαβάσει πρόσφατα, πριν κάνα χρόνο δηλαδή. Συντονιστήκαμε στο άνοιγμα του κουτιού κι έτσι το κλακ ακούστηκε κάπως στερεοφωνικά, όπως ακριβώς και το τραγούδι που έβαλα μετά από το κινητό να παίξει με απώτερο σκοπό να κερδίσω τις εντυπώσεις. «Με λένε Αλέξη, σε λένε Σοφία, κρατώ μια κιθάρα, κρατάς μια καρδιά» ενώ μετά ακούστηκε και το Χαρντ Ροκ Αλληλούια των Λόρντι ξεχασμένο απ’ τον καιρό της Γιουρο-βύζιον διαγωνισμό στον οποίο σκέφτομαι να λάβω μέρος του χρόνου. Ντρρρρρρρριν, ντριιιιιιιιιιιν, τηλέφωνο, για να δούμε άραγε ποιος είναι.

(δέκα λεπτά αργότερα)

Θα γράψω μεν ότι το ποστ συνεχίζεται αλλά ιδέα δεν έχω πότε θα συμβεί αυτό. Έκτακτο τηλεφώνημα απ’ τη δουλειά κι άντε να βγαίνω μέσα στη βροχή. Δε με πάει αυτή η βδομάδα, με βλέπω να παίρνω καμία άδεια την επόμενη.