Tuesday, September 12, 2006

Κάθε κατεργάρης στον πάγκο του...

Έτσι κι εγώ έστρωσα τη λευκή πετσετούλα μου και πριν ξεκινήσω έχωσα πειρατικό δισκάκι με τσίτα το volume και άρχισα ν’ανεβοκατεβάζω τη μπάρα σιγοτραγουδώντας «Τις δύσκολες στιγμές δε θα ‘σαι εδώ να μου μιλάς / τις δύσκολες στιγμές το χέρι δε θα μου κρατάς / θα κάνω υπερβολέέέέέέέέέέέέέές...» και δώστου να τινάζονται οι φλέβες στο λαιμό και τα μπράτσα εκτελώντας με πειθαρχία τις ασκήσεις εκγύμνασης του στήθους φορτώνοντας κιλά σε κάθε σετ μέχρι που δεν άντεξα κι άφησα τη μπάρα να πέσει κάτω για να μη με πλακώσει κι έχουμε άλλα μεσημεριάτικα. Ένα μεσημέρι που δεν ένιωθα καλά το στομάχι μου, με είχαν πεθάνει οι καούρες, γεγονός που οφείλετο κατά πάσα πιθανότητα στην τίγκα στο λάδι σπανακοτυρόπιτα που είχα φάει δύο ώρες πιο πριν. Επόμενο κομμάτι το Επιμένω του Χρήστου Κυριαζή κι εκεί πραγματικά έδωσα ρέστα. Όχι όσα πήρα από το πεντάευρο που έδωσα στο «γρηγόρη», κράτησα και μερικά για το τέλος, πάντως άσχημα δεν τα πήγα κι αυτό ήταν το παρήγορο. Παρηγοριά στον άρρωστο σκέφτηκα και ανέβηκα στο διάδρομο για να κάνω μερικούς γύρους ενώ ήξερα ότι το προηγούμενο βράδυ αυτοί που είχα φάει ήταν λίγο μάπα. Τσακώθηκα και με τη σερβιτόρα.
-Πιάσε, της λέω.
-Δε γίνεται, μου απαντάει.
-Όχι πιάσε, επέμενα εγώ.
-Διστακτικά άπλωσε το δάχτυλο της.
-Τι ακριβώς κάνουμε;
-Δε βλέπεις ότι αυτό που μόλις μου έφερες να φάω είναι πιο κρύο κι απ’ το θάνατο του Φασμπίντερ της είπα όλο αγάπη και αυτή ξανάπλωσε το δάχτυλο της χωρίς να της το προτείνω εγώ αυτή τη φορά.
-Ξέρετε ακυρώθηκε μία παραγγελία και θα ήταν κρίμα να τα πετάξουμε, να σας φέρω άλλα;
-Όχι, είμαι σε δίαιτα, από συνήθεια θα τα έτρωγα κι αυτά.
-Τι να κάνω τότε;
-Δε μπορείς να σχολάσεις να πάμε για κανένα ποτό;
-Ναι αμέ, φύγαμε!
Ήταν απίστευτό, όλα όσα έβλεπα στις τσόντες τόσα χρόνια είχε έρθει ο καιρός να γίνουν πραγματικότητα και για εμένα. Μάσησα για λίγα δευτερόλεπτα μια τσίχλα με γεύση δυόσμο, μύρισα τις μασχάλες μου για να δω ότι είναι όλα εντάξει και κοίταξα τα νύχια στα δάχτυλα των χεριών μου. Ήταν όλα εντάξει, παπούτσια δε θα έβγαζα ότι και να γινόταν, ήμουν έξω από το πρωί και δεν είχα αλλάξει κάλτσες, μέχρι και ποντίκι θα σκότωνε η μπόχα. Ήρθε και η Αφροδίτη και ανεβήκαμε μαζί στο γέρικο DT μου.
-Καλέ αυτό είναι δίχρονο, θα βρωμάω λάδια, παραπονέθηκε.
-Πάλι καλά που δεν έχετε λάδια εκεί που δουλεύεις.
-Αυτό που λες με προσβάλλει!
-Μη δοκιμάσεις να πηδήξεις, θα πέσουμε και οι δύο και θα κάψεις και το πόδι σου στην εξάτμιση.
-Είσαι, είσαι, τι να σου πω, τι είσαι!
-Κρατήσου!
Τρέχαμε στην άδεια Καποδιστρίου και περίμενα όπως συνήθως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις να πάρει τα χέρια της από τη μέση μου και να τα βάλει λίγο πιο χαμηλά. Είχαμε φτάσει στο Μαραθώνα όταν με ρώτησε αν ξέρω που πηγαίνουμε. Κατά διαόλου της απάντησα αλλά μάλλον δεν είχε μπει ακόμη στο νόημα. Είναι αυτό που λέμε θα φτάσω στου διαόλου τη μάνα μέχρι να με χουφτώσεις. Αποφάσισα να κάνω εγώ το πρώτο βήμα κι έτσι άπλωσα το χέρι μου για να της πιάσω τη γάμπα. Προσπάθησε να μ’ εμποδίσει αλλά ήμουν σβέλτος κι έτσι κατάλαβα γρήγορα το λάθος μου. Η αρκουδότριχα συγκρινόταν άνετα με τη δική μου γι’ αυτό δεν ξαναπήρα τα χέρια μου απ’ το τιμόνι, άσε που το απαγορεύει και ο ΚΟΚ. Την πήγα στο Μπουρνάζι στην Παγωτομανία μπας και της το φέρω απέξω απέξω κι ενώ γλείφαμε χωνάκι με δύο μπάλες εκείνη, κυπελλάκι με τρεις εγώ μου λέει «Ωραίο το κόκκαλο club ε;». Κόκκαλο εγώ την κοιτούσα αποσβολωμένος και τρομαγμένη με ρώτησε αν μου στάθηκε κανένα κόκκαλο στο λαιμό. Αφού της υπενθύμισα ότι παγωτό τρώμε και όχι ψάρια άπλωσε το χέρι της και μου χάιδεψε το μάγουλο. Ενστικτωδώς έπιασα το απλωμένο χέρι της κι έκανα μια λαβή τζουντόκα και να σου το γκομενάκι ξαπλωμένο φαρδύ πλατύ στο πάτωμα.
-Αυτό δε μου το έχει ξανακάνει κανένας!
-Δεν είμαι όποιος κι όποιος κοριτσάκι μου.
Της έδωσα το χέρι μου για να σηκωθεί αλλά αυτή με τράβηξε κι έπεσα πάνω της.
-Δεν είναι το κατάλληλο μέρος.
-Το ξέρω, πάμε σπίτι μου.
-Καλά μόνη σου μένεις και δεν το λες τόση ώρα;
-Γιατί με ρώτησες;
-Πάμε.