Tuesday, September 19, 2006

I Was Doing Alright

Παραμονή της γιορτής του Αγίου Ευσταθίου σήμερα και δε μπορώ να πω ότι έχω κάποιο κοντινό μου πρόσωπο που να γιορτάζει εκτός ίσως από τον αδερφό του φίλου μου του Βασίλη, ενώ Βασίλη λένε και τον αδερφό ενός φίλου μου στη Θεσ/νικη και το κοινό των δύο αυτών Βασίληδων αλλά και του αδερφού του ενός, όχι αυτού που γιορτάζει του άλλου, είναι ότι μένουν στην ίδια οδό στη Θεσ/νικη και μάλιστα ενώ είχα πάει στα σπίτια και των δύο για καιρό το αγνοούσα. Το κοινό που έχουν και οι δύο Βασίληδες αλλά όχι ο αδερφός του ενός, όχι αυτός που γιορτάζει ο άλλος, είναι το γεγονός ότι δε μένουν πια στην πόλη αυτή. Ή τουλάχιστον ο ένας δε θα μένει σε καμιά βδομάδα περίπου. Αυτά σκεφτόμουν σήμερα το απογευματάκι λίγο πριν δύσει ο ήλιος καθώς απολάμβανα τον καφέ μου, έναν θεόπικρο φραπέ γλυκό με γάλα που μου σέρβιρε ένας gay σερβιτόρος ο οποίος φορούσε μαύρο στρινγκ κάτω από το λευκό ημιδιάφανο παντελόνι του. Αν το φορούσε από πάνω θα λέγαμε ότι ήταν Απόκριες κι έτσι ας πάει και το παλιάμπελο αλλά μιας και έχουμε 19 Σεπτέμβρη λέμε απλώς ότι είναι gay. Αφήνει τον καφέ και την απόδειξη στο τραπέζι και με κοιτάζει κάπως εξονυχιστικά σε σημείο που άρχισα ν’ανησυχώ. Αποφεύγω να τον κοιτάξω κατάματα και πιάνω το ποτήρι με τον φραπέ ρουφώντας μια ομολογουμένως γενναία γουλιά. Τότε ήταν που με ρώτησε αν χρειάζομαι κάποιο μαξιλάρι. «Ώπα μάγκα μου θα μας γαμήσουν εδώ πέρα», σκέφτηκα και με τη δεύτερη γουλιά κατέβασα το μισό φραπέ. Ο τύπος επέμεινε και με ρώτησε αν πήραν το δικό μου. Αν και κατάλαβα ότι είχε και υπονοούμενο η φράση του, σήκωσα λίγο την πλάτη μου και του έδειξα ότι από μαξιλάρι είμαι καλυμμένος και τότε εκείνος επέστρεψε στο πόστο του από το οποίο μου έριχνε κλεφτές μα καρφωτές ματιές λες και ήταν παίκτης του βολεί. Και δε ξέρω για τις επιδόσεις του στο συγκεκριμένο σπορ είμαι σίγουρος όμως ότι δε θα τον χάλαγαν καθόλου τα κολακευτικά αυτά σορτσάκια που φοράνε οι αθλήτριες. Με πιάνει λοιπόν το αντάρτικό και σκέφτομαι ότι το αίμα διψάει, εκδίκηση ζητάει και γι’ αυτό το λόγο θα έπρεπε να κοπούν οι προκλητικές ματιές του. Σουφρώνω περίτεχνα τα χείλη μου και προσπαθώ να μιμηθώ κινήσεις της γλώσσας, ανάλογες με αυτές που επανειλημμένως έχω μελετήσει σε ταινίες με υπόθεση ενώ με το απαράμιλλο πετάρισμα των ματιών μου κρυπτογραφημένα περνάω το μήνυμα «Όταν σηκωθώ ακολούθησε με στην τουαλέτα». Πράγματι με το που σηκώθηκα ο σερβιτόρος εξαφανίστηκε από τα μάτια μου αλλά πρέπει να ήταν τόσο κρυπτογραφημένο το μήνυμα που μπέρδεψε τις κατευθύνσεις και αντί για την τουαλέτα πήγε στο απέναντι περίπτερο. Αφού έκανα με την ησυχία τη δουλειά μου καθώς έβγαινα έξω και σκούπιζα τα χέρια μου στα μαλλιά μου προσπαθώντας να δείξω και καλά ότι τους δίνω σχήμα ενώ η αλήθεια ήταν ότι βαριόμουν να περιμένω το μηχάνημα που στεγνώνει διότι η απόδοση του ήταν απογοητευτική, τον πετυχαίνω χαμογελαστό. Εγώ κοντοστάθηκα κι αυτός με ρώτησε αν ήθελα κάτι. «Λίγα πατατάκια ακόμη για τη μπύρα μου», ψέλλισα κι αυτός έβγαλε από την τσέπη του ένα πακέτο μακαρόνια μέλισσα το νούμερο δέκα που μου αρέσει γιατί το φορούσα από μικρός στο ποδόσφαιρο κι έβγαζα φαρμακερές σέντρες διαβήτη αλλά με άνοιγμα 180 μοιρών γιατί τις περισσότερες φορές κατάφερνα να βγάλω τη μπάλα κόρνερ καθώς προσπαθούσα να σεντράρω στην αντίπαλη περιοχή. Πρέπει να με είδε έτσι ταλαιπωρημένο απ’ την υπερπροσπάθεια στην τουαλέτα και μου έδωσε ολόκληρη την επαγγελματική συσκευασία των ράφλες, μαζί με έναν φυσικό χυμό πορτοκάλι λες και είχα δώσει αίμα και έπρεπε να το αναπληρώσω. Τελικά θυμήθηκα ότι είχα να πληρώσω έναν λογαριασμό που έληγε κι έφυγα.