Monday, December 12, 2005

White Light Generation

Σίγουρα ο καιρός δε θα μπορούσε να είχε σταθεί εμπόδιο στην από μέρες προγραμματισμένη εκδρομή του Σάββατου η οποία περιελάμβανε πολλές στάσεις και είχε μπόλικες προεκτάσεις, διαδρομές με άλλα λόγια είτε νοητές είτε σε φυσικό επίπεδο μ’ένα χάρτη απλωμένο στα πόδια μας, τραπεζομάντιλο σκέτο, κουβέρτα απαλή που και οι δυο μας προσπαθούσαμε ν’απλώσουμε όσο καλύτερα μπορούσαμε μέα από μια διαδικασία που οδηγούσε σ’ένα γενικό κι αόριστο τέλος, κάτι που θα μπορούσα να είχα φανταστεί ίσως και να επιθυμήσει αν οι συνθήκες βέβαια ήταν διαφορετικές και ο χρόνος δε συνηγορούσε υπέρ σου τη δεδομένη χρονική στιγμή. Σε κοίταξα και σε αποκάλεσα φίλε όπως τότε, γέλασες όπως τότε, κλάψαμε μαζί όπως τότε, νιώσαμε όπως τότε γαμημένο παρελθόν κατάφερες να σκιάσεις το σήμερα κι ας παλεύαμε πάντοτε για το αντίθετο, μια νίκη που όπως φαίνεται δεν κατορθώσαμε ποτέ και μείναμε έτσι πιστοί θεατές στον υπέρ πάντων αγώνα όπως τότε που ακούγαμε την υπερμάχω ή την άλλη φορά στο σχολείο που κουβαλούσαμε τον επιτάφιο και μας πονούσε ο ώμος μια βδομάδα, έπρεπε να γίνει έτσι θα σε ρωτούσα χρόνια αργότερα κι ακόμη δε θα ήξερες αν μου απαντήσεις χαμένο στη δική σου έρημο έχοντας σταματήσει να ψάχνεις για οάσεις, γερασμένος χωρίς πίστη στα μάτια, χωρίς δύναμη στη ψυχή, χωρίς τίποτα που να σε κρατάει ζωντανό. Και το ασφαλές παρατηρητήριο μας τι έγινε; Σ’εκείνο το στενό το ταρατσάκι που μπορούσαμε να έχουμε πρόσβαση και στα δύο σπίτια, μαζευόμασταν πολλές φορές εκεί, δε μας έφταναν εκεί, ήταν η δικιά μας ιδιοκτησία, θα πάω τώρα τα Χριστούγεννα εκεί, θα πάω και θα κάτσω μες στο κρύο μόνος μου για να σκεφτώ όπως και τότε. Να κάνω το μεγάλο άλμα, εκείνο που φοβόμασταν εκείνο τον καιρό, ποιος ξέρει τι μας τρόμαζε τόσο πολύ. Θυμάσαι τη ντάνα με τα λάστιχα; Κλέβαμε κανένα για να βάλουμε φωτιές εκείνη τη μέρα και μετά τις πηδούσαμε κι αυτές. Τ’αποκριάτικα τα πάρτυ του ερασιτεχνικού ραδιοφωνικού σταθμού; Που τον είχε ο τύπος με το μουστάκι παλιός φίλος του θείου μου στην αρχή έκανε πειρατικές εκπομπές από το σπίτι του, τώρα έχει πάρει και άδεια, έκοψε και το μουστάκι σαν το Φαίδωνα το Γεωργίτση, είχε και το πρώτο πικάπ και σκοτωνόταν όλοι στον καιρό του να πάνε στα πάρτυ που διοργάνωνε για να χορέψουν λίγο. Τώρα κάνει εκπομπές η αδερφή του το πρωί, μια ξοφλημένη σαρανταπεντάρα από αυτές που κοιτάει ο κόσμος στο χωριό και γυρνάν αλλού το κεφάλι τους, μοντέρνα κάποτε, τώρα απλά υπάρχει κι αυτή κάνοντας εκπομπή για να επικοινωνεί με τον κόσμο κάπως, την άκουγα πολλά πρωινά για μια περίοδο, έπαιζε και την κορυφαία διαφήμιση με τα αρμεχτήρια και τους δήθεν βλάχους, είχα σκεφτεί να πάω να κάνω καμία εκπομπή αλλά το πρόγραμμα δεν ήταν σταθερό, το δικό μου δηλαδή όχι του σταθμού κι έτσι την εγκατέλειψα την ιδέα, είχα και κονέ τον μπάρμπα μου, θυμάμαι στο γάμο του που μοιράζαμε το προσκλητήρια και είχα μπει σε αυτό το μεγάλο σπίτι για να το αφήσω, μέχρι να περάσω όλη την αυλή και να φτάσω στο σπίτι η νεκρική σιγή μου είχε σπάσει τα νεύρα, ούτε φύλλο δε κουνιόταν ώσπου άκουσα τους δυο γερμανικούς ποιμενικούς να μ’έχουν πάρει στο κυνήγι και έτρεξα να σκαρφαλώσω την πανύψηλη ειδικά για τα δεδομένα παιδιού δημοτικού μάντρα με αποτέλεσμα να χάσω τη μία παντόφλα και να κερδίσω μια δαγκωνιά στη φτέρνα κι ας μη με λέγαν Αχιλλέα, άρα μάλλον γι’αυτό τη γλίτωσα αν και με έναν Αχιλλέα είχα μαλώσει κάποτε και πολύ άσχημα και το θυμάμαι ακόμη κι ας ήμουν μικρός και τότε αλλά έτσι είναι τα παιδιά μαλώνουν και είναι μια διαδικασία κι αυτή απαραίτητη για τη σωστή μετέπειτα κοινωνικοποίηση τους. Αλλά ναι θα τσακωθούν τα παιδιά κι αυτό κάναμε κι εμείς κάθε μέρα σχεδόν. Αλλά το βράδυ πάντα μαζί καθόμασταν στο πεζουλάκι για να φάμε τα αυτοσχέδια σάντουιτς που μας έφτιαχναν οι μανάδες και οι γιαγιάδες μας και παίρναμε ιδέες για νέες γεύσεις. Ένα μόνο σιχάθηκα μια φορά, εκείνο που μέσα στο ψωμί είχες βάλει καρπούζι και τυρί. Αυτό το συνδυασμό ποτέ δεν τον κατάλαβα και ειδικά μαζί με ψωμί αλλά περί ορέξεως τα γνωστά. Τέτοια κάναμε τότε. Τώρα;