Saturday, December 03, 2005

Η στιγμή και το άπειρο...

Άνοιξα το διακόπτη και ο χώρος απέκτησε μία τέταρτη διάσταση. Η μουσική γέμιζε το δωμάτιο κι ένιωθα το στομάχι μου να πάλλεται από το μπάσο. Ένα τρέμουλο είχε απλωθεί παντού ενώ μέσα από το παντζούρι έβλεπα τον σχεδόν καλοκαιρινό καιρό, γεγονός ασυνήθιστο για Δεκέμβρη μήνα αλλά όχι κι εντελώς αφύσικο. Προσπάθησα να τραγουδήσω μα η φωνή μου σχεδόν σφραγισμένη στο λαιμό δεν έλεγε ν’ανέβει πιο πάνω από το λαρύγγι μου κι αρκούμουν σε μηχανικές κινήσεις ανοιγοκλείνοντας το στόμα σε στίχους θλιβερούς από αυτούς που σου μαυρίζουν τη ψυχή. Καλοκαίρι έξω, Πολικό ψύχος μέσα κι ήμασταν στην αρχή του χειμώνα. Θυμήθηκα τη σκηνή στο αυτοκίνητο, η μικρή κι εύθραυστη κοπελίτσα να προσπαθεί με τα χέρια της να ξυπνήσει τον άγνωστο για εκείνη ερωτισμό μου, ένα παιχνίδι αισθήσεων στο οποίο δεν είχα καμία όρεξη να συμμετάσχω. Την κοίταζα χωρίς να μιλάω κι εκείνη γελούσε, εγώ ήθελα να κλάψω κι εκείνη συνέχιζε. Ήμασταν 20 χρονών. Τελικά μόνο μια κραυγή κατάφερα να βγάλω και οι γείτονες βγήκαν στα μπαλκόνια τους. Βγήκα κι εγώ στο δικό μου. Έκανα τρεις φορές υπόκλιση σαν ένας καλός θεατρίνος και τράβηξα την κουρτίνα σα να έριχνα την αυλαία. Χρόνια αργότερα, πατημένα τριάντα σ’ένα λιμάνι περιμένοντας ένα καράβι από τη Τζια τη ξανάδα. Κάπνιζε και πηγαινοερχόταν νευρική, η αναμονή την κούραζε, το θυμόμουν κι εγώ αυτό. Την πλησίασα, πετάχτηκε πάνω μου, από μακριά διακρίναμε τα φώτα του πλοίου. Με φίλησε παθιασμένα, γύρισα στο αυτοκίνητο μου κι άνοιξα το ραδιόφωνο. Ήρθε και κάθισε στο ίδιο κάθισμα.
-Δεν άλλαξες αυτοκίνητο.
-Ούτε εσύ άλλαξες.
Ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο μου κι άρχισε να κλαίει.
-Πρέπει να φύγω.
-Καταλαβαίνω.
Άνοιξε την πόρτα και βγήκε, έβαλα μπρος και πήγα να παρκάρω απέναντι από το δικό της αυτοκίνητο. Το καράβι πια είχε φτάσει. Ένας ποδηλάτης σταμάτησε δίπλα της. Τη φίλησε, ξεβίδωσε το ποδήλατο, το χώρεσε όπως όπως στο πορτ μπαγκάζ μαζί με τις αποσκευές του, μπήκε στη θέση του οδηγού κι εξαφανίστηκαν στο σκοτάδι. Χτύπησε το κινητό μου.
-Έλα.
-Που είσαι; Δε σε βρίσκω πουθενά.
-Έχω παρκάρει δίπλα σ’ένα στύλο.
-Εδώ πέρα είναι γεμάτο στύλους.
-Κουνάω το χέρι μου με βλέπεις; Θ’ ανάψω και τ’αλάρμ από το αυτοκίνητο.
-Νομίζω σε είδα, μείνε εκεί έρχομαι.
Φύγαμε και σ’όλη τη διαδρομή δεν ανταλλάξαμε κουβέντα. Εκείνη σχεδόν την είχε πάρει ο ύπνος όταν πετάχτηκε από το απότομο φρενάρισμα. Ευτυχώς φορούσε ζώνη. Τρακάρισμα σκέφτηκα, δε δικαιολογείται κίνηση σε αυτό το δρόμο τέτοια ώρα. Προχωρούσαμε σημειωτόν και τότε την είδα στην άσφαλτο, σκυμμένη πάνω από τον ποδηλάτη. Δεν αγόρασα εφημερίδα, ούτε είδα ειδήσεις για μία βδομάδα. Έβγαλα άλλη μια κραυγή.