Wednesday, December 07, 2005

Του 'παν θα βάλεις το χακί...

Στεκόμουν όρθιος στο τρένο και κοίταζα αφηρημένος τα στολισμένα σπίτια όταν ένα χακί μπουλούκι όρμησε μέσα στο βαγόνι στην επόμενη στάση. Κανείς τους δεν κρατούσε τον παραδοσιακό σάκο λουκάνικο κάτι που με γέμισε αμέσως τόσο αμφιβολίες όσο και υποψίες. Την επόμενη στιγμή έντρομος κούρνιασα στη γωνία για να γλιτώσω την επιστράτευση για τον πόλεμο ο οποίος σίγουρα είχε κηρυχθεί και θυμήθηκα ότι το χαρτί που μου έδωσαν όταν απολύθηκα έλεγε ότι πρέπει να παρουσιαστώ στο Τατόι για να επανδρώσω τα αντιαεροπορικά. Οι φαντάροι το είχαν πάρει μάλλον χαλαρά το όλο ζήτημα γιατί έλεγαν ανέκδοτα, ο ένας έκανε κάτι καραγκιοζιλίκια και γελούσαν, καμία σχέση δηλαδή με το δράμα το οποίο βίωνα εγώ εκείνη τη στιγμή. Σκέφτηκα ότι τους πάνε μάλλον στην πρώτη γραμμή και γι’αυτό προσπαθούν να ξεχαστούν με όλες αυτές τις μαλακίες. Απέναντι μου καθόταν μια κοπελίτσα η οποία από την αρχή τς διαδρομής είχε χαμένο βλέμμα λες και ντρεπόταν που υπήρχε. Είχα κάτι καραμέλες νικοτίνης μαζί μου γιατί προσπαθούσα να κόψω το κάπνισμα εκείνη την εποχή αλλά δίστασα να της προσφέρω γιατί φοβήθηκα ότι μπορεί να της αρέσει και να το αρχίσει. Εγώ πάντως σίγουρα χρειαζόμουν ένα τσιγάρο εκείνη τη στιγμή και δεν έβλεπα την ώρα να φτάσω στον προορισμό μου. Κατέβηκα στη στάση μου και έτρεξα στο πρώτο σούπερ μαρκετ που βρήκα ανοιχτό. Ήταν ένας Βερόπουλος και δεν ήμουν καθόλου κεφάτος που ψώνιζα από εκεί και γενικά δηλαδή που ψώνιζα, το μαγαζί δεν έκανε τη διαφορά. Πήρα δύο καρότσια κι άρχισα να τα γεμίζω με αλεύρι, γάλατα εβαπορέ, Ρίο μάρε και σαρδέλες που μου αρέσουν πολύ έτσι κι αλλιώς, διάφορες κονσέρβες με έτοιμα φαγητά καθώς και σκύλο-γατοτροφές οι οποίες έχουν και πολλές βιταμίνες αλλά το κυριότερο έχουν πολύ μεγάλη διάρκεια με ημερομηνία λήξης που φτάνει τουλάχιστον ως το 2010. Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν ότι οι συγκεκριμένες κονσέρβες δεν ανήκουν σε αυτά που χαρακτηρίζουμε ως «τα ληγμένα». Επίσης πήρα και μερικές μπύρες αν και ήμουν σίγουρος ότι θα το μετάνιωνα αργότερα. Η σκέψη πάντως ήταν να έχω πρόχειρα μερικά μπουκάλια για να φτιάξω σπιτικές βόμβες μολότοφ σε περίπτωση που το γυρίζαμε σε ανταρτοπόλεμο. Η ταμίας όταν με είδε τρόμαξε, «μα καλά πόλεμο έχουμε;» με ρώτησε μ’ένα πονηρό και γεμάτο σκέρτσο για να μην πω και υπονοούμενα βλέμμα. Στενοχωρήθηκα που δεν ήξερε τίποτα η καημένη και σκέφτηκα ότι αυτή θα ήταν η πολιτική του καταστήματος, να κρατάει δηλαδή όλο το προσωπικό ανενημέρωτο έτσι ώστε να δουλεύουν απερίσπαστοι και παραγωγικά. Όταν τελικά κατόρθωσα να φτάσω σπίτι με τη μέση τσακισμένη από το βάρος τόσο οι γονείς μου όσο κι εγώ δοκιμάσαμε εκατέρωθεν μια ισχυρή έκπληξη. Εκείνοι νόμισαν ότι κέρδισα κάποια δωροεπιταγή του Βερόπουλου και δε μπορούσαν να καταλάβουν γιατί δεν ήμουν κεφάτος ενώ εγώ σκεφτόμουν πως δε γίνεται να μην έχουν μάθει και αυτοί τίποτα. Και προπαντός ο Πτέραρχος-Πατέρας ο οποίος θα έπρεπε να βρίσκεται ήδη στο Κέντρο Επιχειρήσεων (γνωστό και ως ΚΕΠΙΧ) και όχι να κάθεται να πίνει σανγκρία δίπλα στο τζάκι. Και τότε τα κατάλαβα όλα. Το είχα δει εγώ στο Λιακόπουλο αλλά δεν το πίστευα. Η Βιομηχανία Υποταγής Συνειδήσεων είχε δράσει. Τα ψεκαστικά αεροπλάνα πέρασαν και τους μετέτρεψαν όλους σε φυτά, άβουλα όντα που δε ξέρουν τι τους γίνεται και ζουν στο δικό τους ευτυχισμένο κόσμο. Κοίταξα το ρολόι μα ήταν αργά για να πάω ξανά στο σούπερ μάρκετ. Αυτός ο πόλεμος είχε μόλις αρχίσει και όπως φαινόταν δε θα ξεμπερδεύαμε εύκολα. Ίσως να ήταν και ο τρίτος παγκόσμιος, ίσως νέοι Βαλκανικοί, μπορεί κι εμφύλιος με αυτά ποτέ δε μπορείς να είσαι σίγουρος. Πήρα τηλέφωνο όλους τους φίλους μου, όπως το περίμενα, κανείς τους δεν ήξερε τίποτα. Ήμουν μόνος λοιπόν και είχα το βαρύ χρέος να σώσω τον κόσμο. Εντάξει πίπες είναι όλα αυτά που γράφω αλλά με 4-0 στις αρχές του πρώτου ημιχρόνου τι άλλο να κάνω δηλαδή; Καλύτερα ν’άκουγα το Last Christmas εδώ που τα λέμε!