Wednesday, November 30, 2005

Το όνειρο του Διαμαντή

Η πρωινή ομίχλη, συνηθισμένο φαινόμενο για την περιοχή εκείνη δε μας εμπόδισε να ξεκινήσουμε την προγραμματισμένη εκδρομή στα κοντινά χωριά του Ολύμπου που’χαν από μέρες φορεμένα τα νυφικά τους. Φορτώσαμε με τ’απαραίτητα το αμάξι και ξεκινήσαμε με το χάρτη μονίμως απλωμένο στα πίσω καθίσματα ενώ η νευρικότητα μας αντικατοπτριζόταν πλήρως από το κλειστό ραδιόφωνο και τα τσιγάρα που καπνίζαμε το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο σαν αραπάδες που θα έλεγε και η γιαγιά μου. Γύρω στις δέκα το πρωί το τοπίο είχε καθαρίσει εντελώς και ο ήλιος ξεπρόβαλλε δειλά - δειλά στον ουρανό. Άνοιξα το παράθυρο να φύγει η κάπνα κι ο κρύος αέρας μ’έτσουξε σαν χτύπημα. Σταματήσαμε στο πρώτο χωριό για τυρόπιτες, θέλαμε να φτάσουμε όσο πιο ψηλά μπορούσαμε εκείνη τη μέρα κι έτσι το αμάξι γέμισε ψίχουλα. Προσπαθούσα να μένω συγκεντρωμένος στο τιμόνι μα ο νους μου συνεχώς ταξίδευε πιο μακριά και γρήγορα από εμένα. Στο επόμενο χωριό θα κάναμε στάση το είχα αποφασίσει. Βρήκαμε ένα φτηνό πανδοχείο και αφήσαμε τα πράγματα μας. Κάναμε μία βόλτα στο χωριό και γυρίσαμε για να κοιμηθούμε. Το απόγευμα κάθισα να γράψω το ημερολόγιο μου και να συμπληρώσω τα τεφτέρια με τα έξοδα. Το βράδυ πήγαμε στην τοπική ταβέρνα-μπαρ-ψησταριά και κάτσαμε δίπλα σε μια ξυλόσομπα. Ο ταβερνιάρης έψηνε λουκάνικα και η τσίκνα είχε περικυκλώσει όλο το χωριό σαν πέπλο θαρρείς που σε προκαλούσε να το ξεσκεπάσεις. Έπιασα ένα μπουζούκι που ήταν κρεμασμένο στον τοίχο και οι λιγοστοί θαμώνες δεν άργησαν να μερακλώσουν. Μας κέρασαν τσίπουρο με γλυκάνισο και κρασί που έσβηνε το κάψιμο από τα πικάντικα πρασάτα λουκάνικα ενώ μία βαριά σκιά πλησίασε το τραπέζι μας και με ρώτησε αν ήξερα ένα τραγούδι. Πειραματίστηκα λίγο μα έπιασα το σκοπό του και η κρυστάλλινη φωνή του αντήχησε σ’όλο το μαγαζί που η χαρά του σβηνόταν όπως και το χωριό από το χάρτη. Κάποιος έφυγε βιαστικά και γύρισε με δύο αντρόγυνα, τα πιο νέα του χωριού, γύρω στα τριάντα οι άντρες, πέντε-έξι χρόνια μικρότερες οι γυναίκες. Είχαν ν’ακούσουν ζωντανά μουσική από το καλοκαιρινό πανηγύρι και γέλασε το χείλι τους. Ήρθαν και κάθισαν στο διπλανό τραπέζι, μας κέρασαν κι αυτοί κρασί και λουκάνικα. Έβγαλα το πουλόβερ μου, το ένιωθα να με πνίγει από τη ζέστη και προσπάθησα να παίξω μερικά απ’ τα μοντέρνα. Ένας μπάρμπας με ρώτησε αν ήξερα παίζω κλαρίνο, είχα παιδέψει κάποτε ένα βασανισμένο σαξόφωνο και του είπα ότι μπορώ να προσπαθήσω. Έβαλε στα πόδια του φτερά και μου έφερε μια πολυτελή δερμάτινη θήκη που φάνταζε τόσο αλλόκοτη σε αυτό το μέρος. Σύνθεσα τα κομμάτια του κι άρχισα να φυσάω προσπαθώντας να συνηθίσω τις ιδιαιτερότητες του. Έπειτα από λίγο άρχισαν να βγαίνουν οι πρώτες νότες. Μου έβαλαν μία κασέτα στο μαγνητόφωνο για να πιάσω μερικά τραγούδια. Χιονισμένο το τοπίο έξω κι εγώ άρχισα το «Κώσταμ’ τα χιόνια λιώσανε», ο μπάρμπας δάκρυσε κι ακούμπησε το αυτί του στο κλαρίνο. Σε λίγο όλοι οι μόνιμοι κάτοικοι του χωριού είχαν ειδοποιηθεί και η ταβέρνα ασφυκτιούσε. Φύγαμε το επόμενο μεσημέρι φορτωμένοι με πίτες, λουκάνικα, τσίπουρο, κρασί κι ένα κλαρίνο. Δεν πήγαμε παραπάνω, γυρίσαμε θαρρείς από ένα ταξίδι στο χρόνο κι από τότε δε ξαναμιλήσαμε για το χωριό αυτό, κοιτάμε μοναχά το κρεμασμένο κλαρίνο στον τοίχο και περιμένουμε κάποιον μοναχικό ταξιδιώτη να το πιάσει στα χέρια του.

Το μπαρ του Αρίστου

Ένα τετράγωνο παραπέρα από την παιδική χαρά που μαζευόμασταν για να παίξουμε μπάλα ήταν το μέρος το οποίο γεννούσε ερωτηματικά από τα γεννοφάσκια μας σχεδόν. Δεν ήταν λίγες οι φορές που πλησιάζαμε αλλά τα σκούρα τζάμια μας εμπόδιζαν από το να δούμε τι γίνεται μέσα. Συνήθως κάποια απογεύματα βλέπαμε ένα φορτηγάκι να ξεφορτώνει μπύρες και ποτά και τον Αρίστο με βερμούδα, λαστιχένια σαγιονάρα κι ένα αμάνικο λευκό φανελάκι να επιβλέπει την όλη διαδικασία. Ήταν και οι μόνες στιγμές που βλέπαμε τον Αρίστο ντυμένο τόσο πρόχειρο, σε οποιαδήποτε άλλη εμφάνιση του φορούσε ένα μαύρο κοστούμι. Δεν ήξερα αν ήταν το ίδιο μαύρο κοστούμι που φόραγε κάθε φορά ή αν είχε πολλά και τα άλλαζε. Συνήθως μετά τη μπάλα πηγαίναμε σε κάτι ηλεκτρονικά που ο Αρίστος έπινε τον απογευματινό του καφέ. Τις περισσότερες φορές μας κέρναγε από δύο ολόκληρα κατοστάρικα τον καθένα που ισοδυναμούσαν με 10 ολόκληρα παιχνίδια, ποσό που δεν εξασφαλίζαμε από το σπίτι μας ούτε όταν είχαμε γιορτή ή γενέθλια. Υπήρχε η φήμη ότι ο Αρίστος το είχε βάλει στο μάτι αυτό το μαγαζί με τα ηλεκτρονικά που τα λέγανε και ουφάδικα κι εμείς χαιρόμασταν γιατί πιστεύαμε ότι θα παίζαμε σχεδόν τζάμπα εκεί. Τελικά το μαγαζί δεν το απέκτησε ποτέ κι έτσι μείναμε κι εμείς με την απορία. Όταν μεγαλώσαμε λίγο ακόμα περιτριγυρίζαμε το μπαρ του προσπαθώντας να μάθουμε τι γίνεται εκεί μέσα. Ήμασταν πεπεισμένοι ότι κάτι πάρα πολύ σπουδαίο γινόταν σε αυτό το μαγαζί το οποίο ήταν μακριά απ’όλα τ’άλλα που ήταν μαζεμένα στην Κεντρική Πλατεία και τους γύρω δρόμους. Οι μανάδες μας γενικά μας εφιστούσαν την προσοχή να μην πατάμε το πόδι μας εκεί κοντά γιατί μπορεί και να πεθαίναμε κάτι που ήταν ικανός λόγος για να μας τρομοκρατήσει στα μικράτα μας, μα όταν μεγαλώναμε κι αφού πήγαμε δυο-τρία βράδια εκεί απέξω μπας και ανακαλύψουμε τίποτα και δεν πεθάναμε αρχίσαμε να έχουμε φιλοδοξίες σχετικές με το μύθο του Ακέφαλου Καβαλάρη, τον Ηρακλή Πουαρώ και το Ντεντέκτιβ Κλουζώ. Η περιέργεια μας, είχε χτυπήσει κόκκινο και τελικά μετά από πολλές ημέρες σκέψης ήρθε η λύση ως μάννα εξ ουρανού. Στο διπλανό σπίτι από το μπαρ του Αρίστου έμενε ο πιο σπαστικός συμμαθητής μας ο οποίος έκανε πάρτυ για τα γενέθλια του. Κάθε χρονιά έκανε πάρτυ και πηγαίναν δυο-τρία άτομα αλλά αυτή τη φορά ήταν το κοινωνικό γεγονός της σχολικής χρονιάς. Όλοι συζητούσαμε για το πάρτυ του Αντρέα και πως θα καταφέρναμε να το τραβήξουμε μέχρι όσο πιο αργά γινόταν για να έχουμε πρόσβαση στο πίσω μέρος του μπαρ. Επιστρατεύτηκαν όλα τα μέσα που διαθέταμε. Επιτραπέζια, Nintendo, sega, Atari και σουμπούτεο θα μας έκαναν να παίζουμε μέχρι το πρωί. Ήταν και Παρασκευή οπότε δε θα είχαμε και γκρίνια για το σχολείο κι όλα αυτά τα σχετικά. Σκόπιμα φροντίσαμε ν’αργήσουμε λίγο να πάμε και βρήκαμε τον Αντρέα σε κακά χάλια γιατί νόμισε ότι τον είχαμε κοροϊδέψει κι ότι δε θα πηγαίναμε τελικά και η μάνα του είχε κάνει ένα σωρό ετοιμασίες και του έβαλε τις φωνές που ήταν τόσο μεγάλος βλάκας και που έχαφτε ότι του λένε. Όταν τελικά εμφανίστηκε όλο αυτό το τσούρμο η μάνα του κόντεψε να λιποθυμήσει γιατί σε καμία περίπτωση δεν περίμενε να έρθουν τόσα πολλά άτομα. Είχαμε καλέσει και φιλαράκια μας από άλλες τάξεις, ο Αντρέας δεν υπήρχε περίπτωση να μας αρνηθεί και δε χωρούσαμε να κάτσουμε στους καναπέδες και τις καρέκλες του σπιτιού. Η καημένη η μάνα του έτρεχε να μας εξυπηρετήσει, ο Αντρέας έλαμπε ολόκληρος από χαρά που έκανε επιτέλους ένα πετυχημένο πάρτυ κι εμείς αλωνίζαμε όλο το σπίτι για να δούμε πως θα καταφέρουμε να βγούμε στην πίσω αυλή που ήταν απαγορευμένος τόπος όπως μας είχε εξηγήσει ο Αντρέας όταν του προτίναμε να πάμε να παίξουμε μπάλα εκεί. Συνδέσαμε τις παιχνιδομηχανές στην τηλεόραση και ξεκινήσαμε το παιχνίδι. Κάπου κάπου πήγαινε και κάποιος να πιει κι από ένα ποτήρι νερό στην κουζίνα για να δούμε τι γίνεται στην πίσω αυλή. Η μάνα του κέρβερος δε μας άφηνε να πλησιάσουμε προς τα εκεί. Η ιδέα ήρθε από τη Χρυσούλα που την είχαμε βάλει κι αυτή στο κόλπο γιατί ήταν αγοροκόριτσο και γενικά την παίζαμε και δερνόμασταν κιόλας μαζί της και περνάγαμε καλά. Πήγε και έφερε τη μάνα του Αντρέα στο σαλόνι για να καμαρώσει το γιο της να παίζει ηλεκτρονικά. Εμείς κάναμε υπερπροσπάθεια για να μη χάσει κανονάκια ο γιος της και μας χαλάσει το σχέδιο. Η μάνα του που μόνο ένα σκάκι του είχε αγοράσει απορροφήθηκε από το παιχνίδι κι έτσι εμείς αφήσαμε το Λευτέρη που ήταν ο πιο καλός απ’όλους μας στα ηλεκτρονικά να παίζει μαζί με τον Αντρέα και χωριστήκαμε σε τριάδες που θα πηγαίναν για επιθεώρηση. Η πρώτη τριάδα γύρισε μετά από δέκα λεπτά άπρακτη. Ήταν η σειρά μας κι ενώ πριν η καρδιά μας χτυπούσε δυνατά αυτή τη φορά πηγαίναμε εντελώς χαλαροί αφού ήμασταν προετοιμασμένοι για το ενδεχόμενο να μη δούμε τίποτα συνταρακτικό. Ο πατέρας του Ανδρέα είχε χτίσει μια ψηλή μάντρα και είχε βάλει και κάτι δέντρα για να κόψει τη θέα πράγμα που διευκόλυνε το έργο μας γιατί και πιο εύκολα μπορούσαμε να σκαρφαλώσουμε αλλά και να μείνουμε κρυμμένοι χωρίς να μας δει κανείς. Πήραμε τις θέσεις μας πίσω από τα κλαδιά και τότε είδαμε την πίσω πόρτα από το μπαρ του Αρίστου ν’ανοίγει. Κρατήσαμε τις ανάσες μας για να μη μας καταλάβουν και τότε είδαμε τη μάνα του Πάνου να βγαίνει από εκεί. Ακολούθησε κι ο Αρίστος ο οποίος της έδωσε ένα μασούρι, της έριξε και μια σφαλιάρα με απλωμένη την παλάμη του στον κώλο που αργότερα το ονομάσαμε χούφτωμα και ξαναμπήκε στο μαγαζί του. Γυρίσαμε και κοιτάξαμε τον Πάνο, είχε κοκκινίσει ολόκληρος. Πήδηξε κάτω κι έτρεξε μέσα στο σπίτι, τον ακολουθήσαμε αλλά δε ξέραμε τι έπρεπε να κάνουμε. Δύο λεπτά αργότερα χτύπαγε το κουδούνι, ήταν η μάνα του που είχε έρθει να τον πάρει. Ο Πάνος την περίμενε δίπλα από τη σκάλα μουτρωμένος κι όταν έσκυψε να τον φιλήσει της έριξε μια σφαλιάρα, την είπε πουτάνα και σηκώθηκε να φύγει τρέχοντας. Εμείς της φέραμε το μπουφανάκι του κι έμεινε να το κρατάει αποσβολωμένη εκεί στην είσοδο του σπιτιού, πλάι στη σκάλα. Τον Πάνο τον πέτυχα ξανά ένα καλοκαίρι πριν τους Ολυμπιακούς στην πλατεία Βάθης. Λίγους μήνες αργότερα θα έφευγε για πάντα τρέχοντας...

Out Of Time

Με δύο απλωτές την είχε φτάσει. Εκείνη προσπάθησε να τραβηχτεί αλλά δεν είχε νόημα, ήταν πιο δυνατός και την κρατούσε από τον αστράγαλο. Άρχισε να του πετάει νερά κι αυτός βούτηξε το κεφάλι του κάτω από το νερό. Της άφησε το πόδι και νόμισε ότι του είχε ξεφύγει. Την επόμενη στιγμή ήταν μαζί του κάτω από το νερό και δεν πίστευε αυτό που της συνέβαινε.
-Κάνε μου μήνυση της είπε, γελώντας.
-Θα σε σύρω στα ευρωπαϊκά δικαστήρια να το ξέρεις αλητάκο, του αντιγύρισε εκείνη.
-Το καλό που σου θέλω να γίνει αμέσως, της είπε και την ξανατράβηξε κάτω από το νερό.
Η μυρωδιά από το χλώριο έδινε μια παράξενη γεύση στο κορμί της, δε μπορούσε να το συνηθίσει ένα ολόκληρο καλοκαίρι τώρα που βούταγε κάθε μέρα μαζί της. Βγήκαν έξω και ξάπλωσαν δίπλα δίπλα στο γρασίδι. Ο ήλιος δεν ήταν δυνατός κι έτσι δεν πήγαν κάτω από την ομπρέλα. Του ζήτησε τα γυαλιά ηλίου της. Τα έφερε και έκανε άλλη μία βουτιά. Βγήκε σχεδόν αμέσως για ν’αφήσει όλες τις σταγόνες να τρέξουν πάνω της. Δεν ήταν δροσιά αυτό το βρέξιμο, ένιωθε τις αισθήσεις της να παραλύουν καθώς τον κοίταζε μέσα από το σκούρο κρύσταλλο. Έσκυψε πάνω της και με τα βρεγμένα δάχτυλα του άρχισε να παίζει με το στήθος της που το ένιωθε να σκληραίνει ολοένα και περισσότερο. Προσπαθούσε να παραμείνει ανέκφραστη μα ήταν δύσκολο να συγκρατηθεί. Γραπώθηκε πάνω του κι άρχισε να τον φιλάει, σχεδόν δε μπορούσαν να πάρουν ανάσα. Οι σταγόνες του νερού μπερδεύτηκαν με τα δάκρυα τους. Πιο καυτά αυτά σηματοδοτούσαν την αλλαγή στη διάθεση τους. Έτσι γινόταν τα τελευταία απογεύματα, κάθε ερωτικό παιχνίδι κατέληγε σε τραγωδία με βωβούς πρωταγωνιστές τους ίδιους και μια πισίνα να γεμίζει το άδειο τους σκηνικό. Εκείνη έφευγε σε τρεις μέρες, εκείνος θα έμενε πίσω και θα έδιναν μια υπόσχεση που κανείς τους δε θα μπορούσε να κρατήσει. Το ήξεραν και γι’αυτόν την έδιναν. Θα λειτουργούσε σαν άλλοθι για την επερχόμενη θυσία που θα σφραγιζόταν μ’ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή, μ’ένα διαβατήριο σε μια καινούρια ζωή. Τον κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια, χάθηκε στο βλέμμα του, κυνήγησε τη σκέψη του μα χάθηκε σ’ένα λαβύρινθο. Την άρπαξε δυνατά και την κόλλησε πάνω του. Ο ένας άκουγε την καρδιά του άλλου να χτυπάει δυνατά μα κανείς τους δεν ήξερε το σκίρτημα αυτό πότε θα ξανανιώσουν. Άρχισαν να κλαίνε ξανά μαζί.
-Σταμάτα, του είπε κι άρχισε να τον χαιδεύει ξανά ερωτικά.
-Δεν είναι ανάγκη να μου το λες, της απάντησε.
Κάθισαν στις ξαπλώστρες να στεγνώσουν. Κοιτούσαν ψηλά λες και περίμεναν κάποια λύση από εκεί. Προσπαθούσαν να δουν το μέλλον;
Σηκώθηκε πρώτα εκείνος. Τον βρήκε λίγο αργότερα στην κουζίνα να φτιάχνει καφέ. Ετοίμασε έναν και για εκείνη κι άνοιξε το ραδιόφωνο. Της ζήτησε να χορέψουν και σηκώθηκε ανόρεχτα. Τα μαλλιά της ήταν ακόμα υγρά μα το κορμί της ζεστό από τον ήλιο. Σχεδόν την έσερνε μαζί του πάνω στα πλακάκια και την ακούμπησε πάνω στον πάγκο της κουζίνας. Τυλίχθηκε γύρω του κι άφησε τα σημάδια της στην πλάτη και το λαιμό του.
Το βράδυ δεν κοιμήθηκαν μαζί, άφησαν την παθιασμένη ανάμνηση της κουζίνας να ξεθωριάσει σαν μια παλιά φωτογραφία.

Tuesday, November 29, 2005

Ένα βράδυ στην Οκλαχόμα

Έπειτα από εκείνο το μεξικάνικο μεζεδοπωλείο βρεθήκαμε με το φίλο μου το Μιχάλη σχεδόν απένταροι και με μισό ντεπόζιτο βενζίνη το οποίο και προφανώς δε μας έφτανε για τον προορισμό μας. Το να κοιμηθούμε μέσα στο αυτοκίνητο ήταν σίγουρα μια λύση για να γλιτώσουμε τα έξοδα του μοτέλ, σε καμία περίπτωση όμως δε μας εξασφάλιζε κάποιο επιπλέον εισόδημα για να βγάλουμε τις βενζίνες μας. Συνηθισμένοι καθώς ήμασταν σε τέτοιες καταστάσεις αποφασίσαμε να περιπλανηθούμε λίγο άσκοπα για να γνωρίσουμε καλύτερα αυτές τις συνοικίες αλλά κυρίως για να περιέλθουμε σε μια ακόμη πιο τραγική κατάσταση με το δείκτη της βενζίνης να κοντεύει το empty και ν’ανάβει το σχετικό λαμπάκι. Κάποια στιγμή παρκάραμε έξω από ένα μπαράκι και μπήκαμε για να σκορπίσουμε και τα τελευταία μας χρήματα. Ήπιαμε από μιάμιση μπύρα ακριβώς, τόση μας αναλογούσε αν και έχω βάσιμες υποψίες να πιστεύω ότι ο Μιχάλης ήπιε μισή γουλίτσα παραπάνω. Καθώς απολαμβάναμε τη δροσερή μπυρίτσα μας ήρθαν δύο κορίτσια και κάθισαν δίπλα μας. Εμείς ξεσυνηθισμένοι από ένα τέτοιο θέαμα ορμήσαμε σαν τα τσακάλια και μ’ένα κωμικοτραγικό τρόπο η αλήθεια είναι τους περιγράψαμε την κατάσταση μας. Αυτές δε φάνηκαν να μας πιστεύουν κι έτσι εμείς συνεχίσαμε την κουβέντα σα να μη συνέβαινε τίποτα ενώ η αλήθεια ήταν πως ανησυχούσαμε για την εξέλιξη αυτής της βραδιάς διότι αυτές οι κοπέλες ήταν μια προσωρινή λύση για να κοιμηθούμε σ’ένα κρεβάτι της προκοπής αλλά και για να κάνουμε κι ένα μπάνιο σαν άνθρωποι. Μάθαμε ότι ήταν φοιτήτριες στο τοπικό πανεπιστήμιο και ο Μιχάλης άρχισε να τους λέει διάφορα για τους ρεπουμπλικάνους πολιτικούς από τον τόπο τους. Αυτές εντυπωσιάστηκαν από τις γνώσεις μου σχεδόν όσο κι εγώ που πρώτη φορά μάθαινα ότι ο φίλος μου παρακολουθούσε κρυφά τα βράδια CNN κι ας το απαγόρευαν αυστηρά οι κανονισμοί της ΚΝΕ στην οποία ήταν γραμμένος σχεδόν από τα γεννοφάσκια μου. Μέσω της ΚΝΕ δηλαδή γνωριστήκαμε κιόλας. Ήμουνα με κάτι φίλους μου διακοπές σ’ένα ορεινό χωριό της Ηπείρου και παίζαμε μπάλα. Ο Μιχάλης γέννημα-θρέμμα του χωριού αυτού ήταν εκεί για τις καλοκαιρινές διακοπές και την πρώτη μέρα που μας είδε στο παλιό δημοτικό ήρθε να μας πουλήσει κουπόνια για την ενίσχυση της παράταξης. Εμείς αδιαφορήσαμε αλλά αυτός είχε το σκοπό του. Έστειλε κάτι ξαδέρφες του, τη Δέσποινα και τη Μαρία οι οποίες ήταν και οι μόνες θηλυκές στο χωριό πάνω από 10 και κάτω από 40. Δεν έμεινε κουπόνι ούτε για δείγμα. Αυτός ήρθε περήφανος βρίζοντας το καπιταλιστικό σύστημα αλλά εκτίμησα πολύ την κίνηση του να μας κεράσει μπύρες με τα λεφτά που είχε βγάλει από τα κουπόνια. Την επόμενη μέρα το πρωί φορτώναμε το αμάξι του και ξεκινούσαμε για Κομοτηνή με σκοπό να γνωρίσουμε καλύτερα την Ξυλαγανή τόπο ξακουστό για τα τεράστια σκόρδα του. Στην ΚΝΕ ο Μιχάλης είχε γνωρίσει και την πρώτη του γυναίκα, τωρινή βουλευτίνα του ΠΑΣΟΚ που του πληρώνει ακόμη διατροφή την οποία επενδύουμε μαζί σε αλκοόλ. Πάντως αν ήμουνα τουρίστας και μου έλεγαν όλα αυτά για την ΚΝΕ θα νόμιζα ότι είναι η ελληνική ΓκρινΠις ή κάτι το αντίστοιχο τελοσπάντων. Αυτά είχα φέρει στο νού μου όταν είδα ότι οι κοπέλες ετοιμάζοταν να φύγουν. Τις χαιρετήσαμε, ο Μιχάλης ήπιε εκείνη την παραπανίσια γουλίτσα και μου είπε:
-Φύγανε.
-Και δεν πήραμε ούτε τα e-mail τους.

Εγωισμός, μια αλησμόνητη προσδοκία

Σημαντικό πρόβλημα δημιουργήθηκε σήμερα με τη λιακάδα στο λεκανοπέδιο της Αττικής καθώς οι περισσότεροι κυκλοφορούσαν με τις ομπρέλες ανα χείρας περιμένοντας τις χοντρές σταγόνες να πέσουν πάνω τους με μανία. Τίποτα από αυτά όμως δε συνέβη κι έτσι αναγκάστηκαν οι περισσότεροι να στήσουν υπαίθρια ριγκ για ξιφασκία με ομπρέλα, ένα καινούριο σπορ το οποίο ενώ θα μπορούσε να καθιερωθεί στην Αγγλία που οι βροχές είναι και πιο συχνό φαινόμενο, εδραιώθηκε στη χώρα μας από το πολυμήχανο και εφευρετικό μυαλό του Έλληνα καταναλωτή που στην προσπάθεια του να πρωτοτυπήσει και να φέρει την επανάσταση ακόμη και στον αθλητισμό, μετατρέπει τον καθημερινό αγώνα για τη βιοπάλη σ’ένα ευχάριστο αν μη τι άλλο και ψυχαγωγικό σπορ που ο πρόεδρος του συλλόγου των Ολυμπιονικών κύριος Μινώταυρος Κυριακού σκέφτεσαι σοβαρά να προωθήσει για Ολυμπιακό Σπορ. Ο κύριος Μίνως Κυριακού είναι Ταύρος στο ζώδιο αλλά και στη φάτσα (ταύροι όλου του κόσμου να με συμπαθάτε, η σύγκριση σας αδικεί) γι’ αυτό έχει προκύψει και ο φιλικός χαρακτηρισμός του Μινώταυρου και όχι επειδή ζει και βασιλεύει μέσα στον λαβύρινθο της Ε.Ο.Ε και του ΑΝΤ1. Επίσης από μικρός είχε μια φιλοδοξία: Να τον λατρεύουν σαν κάτι ιερό. Έψαξε λοιπόν τα κιτάπια του και είδε ότι στις μακρινές Ινδίες (εκεί που κάνουν τα κόλπα τα ζόρικα) οι αγελάδες λατρεύονται ωσάν Ιερά Ζώα κι επομένως αυτό με τον ταύρο δεν του κάθισε άσχημα τελικά αν και μεγάλη κόντρα είχε με το γνωστό κανάλι του Ταύρου και η κυρία Λίτσα Πατέρα δεν του τα λέει και πολύ καλά τελευταία αλλά όπως και να το κάνουμε δε μπορείς να τα έχεις κι όλα σε αυτή την έρμη τη ζωή. Για τη ζωή μπορούμε να καταλάβουμε πολλά πράγματα αλλά ένα από τα κυριότερα χαρακτηριστικά της είναι κι αυτό που σχετίζεται με τον πόνο. Άπονη καθώς είναι η ζωή δεν έχει γνωρίσει τον πόνο μέσα της και δικαίως αναρωτιόμαστε όλοι εμείς μα καλά σαν παιδάκι κι αυτή δεν έπεσε μια φορά από το ποδήλατο; Δεν μαλλιοτραβήχτηκε με κανένα άλλο κοριτσάκι στο σχολείο; Καμία σφαλιάρα δεν έφαγε από τους δικούς της; Τίποτα; Δεν πονάει παιδιά η ζωή και γι’ αυτό έχει βαλθεί να πονέσει εμάς για να έρθει μια ισορροπία διότι εδώ έρχεται και κάθεται αυτό που λέμε ότι η φύση προνοεί για όλα. Έχει μια τεράστια ζυγαριά η φύση, όχι σαν αυτή με την παλάντζα που έχω εγώ όταν σφάζω τ’αρνιά, είναι μια άλλη σαν διπλή πλάστιγγα να φανταστείτε και μας πετάει όλους εκεί πάνω. Σκέπτεται λοιπόν η μητέρα φύση η οποία ξέρει από πόνο διότι όποια είναι μάνα έχει γεννήσει και του τοκετού οι πόνοι δε συγκρίνονται με τίποτα. Οι νευροεπιστήμες μάλιστα μας λένε ότι υπάρχουν κάτι ειδικές συνάψεις στον εγκέφαλο οι οποίες κάνουν τις απαραίτητες διεργασίες έτσι ώστε να μπορεί να αντέξει η γυναίκα αυτόν τον πόνο και ότι έναν αντίστοιχο πόνο ένας άνδρας δε θα μπορούσε να τον αντέξει. Μητέρα λοιπόν η φύση αλλά και ολίγον τι βλαμμένη γιατί αντί να παραδειγματιστεί από τον εντονότατο πόνο των γυναικών τις βάζει στη ζωή να πονάν ακόμη περισσότερο σε ισομοιρασμένες δόσεις, σα μετοχές ένα πράγμα. Έτσι έχει από τη μία τη ζωή που δεν πονάει κι από την άλλη πετάει όλους εμάς και έρχεται έτσι η αρμονία. Η αρμονία είναι απαραίτητη για τα διπλώματα του πιάνου και γι’ αυτό οι γυναίκες με γαλλικά και πιάνο ήταν προτιμητέες σε προγενέστερες εποχές διότι ο κόσμος ήξερε ότι αυτές είχαν μια εσωτερική αρμονία και δε σου έσπαγαν τα νεύρα με το παραμικρό. Τώρα αν τις έπιανε να παίξουν πιάνο στις τρεις τα ξημερώματα πήγαινε κατά διαόλου η δικιά σου η αρμονία αλλά μπορούσες να αρμενίσεις ελεύθερος στα πέλαγα ή να μπαρκάρεις κατά το γνωστό ρητό «γιε μου που πας ? μάνα θα πάω στα καράβια».

Cutting through the hype

Η λιακάδα σήμερα είναι αρκετή για να σου φτιάξει τα διάθεση ειδικά όταν τα πράγματα έχουν την τάση να ζορίζουνε ή τελοσπάντων να σε περιτριγυρίζουνε με άγριες διαθέσεις. Μια τέτοια ημέρα ήτανε η χθεσινή που όμως η λιακάδα δε στάθηκε αρκετή να βελτιώσει τα πράγματα γιατί η λανθασμένη επιλογή ντυσίματος λέμε με μάλλινο πουλόβερ με είχε μεταμορφώσει σε μία κινητή σάουνα, ότι πρέπει δηλαδή για ζωντανή διαφήμιση ινστιτούτου αδυνατίσματος αφού κυριολεκτικά έλιωνα και που καθόμουν μόνο. Σήμερα όμως είμαι προετοιμασμένος για τα χειρότερα και θα βγω με το αθλητικό μου το φανελάκι έξω όπως ακριβώς κάνουν και οι λοκατζήδες στη σκληρή τους εκπαίδευση. Τα χάλια του έχει το εκπαιδευτικό μας σύστημα αλλά που να δείτε τα χάλια του ΟΤΕ. Φιλική συμβουλή: ΜΗ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΕΤΕ ΠΟΤΕ ΤΟ 134! Μιλάμε για το υπέρτατο καθεστώς ομηρίας. Και εξηγώ. Έχω κάνει μια συνδρομή ISDN η οποία με κάτι προσφορές κλπ λήγει τα επόμενα Χριστούγεννα, δηλαδή έχω ένα χρόνο ακόμη γεμάτο. Καθώς όμως οι ανάγκες της στάνης μεγαλώνουν, τα πρόβατα μου ζητάν απεγνωσμένα chat με γειτονικές στάνες κι άλλες ευρωπαϊκές ράτσες οφείλω σαν σωστός τσέλιγκας που είμαι να κάνω μια αναβάθμιση και να περάσω στο γρήγορο ίντερνετ, στη νέα εποχή του adsl. Τσεκάρω το λοιπόν το site της ΟTΕnet κάνω τους υπολογισμούς μου, σκέφτομαι ότι θα υπάρξει και κάποιος συμψηφισμός με την υπάρχουσα συνδρομή οπότε λέω βουρ για μια εξάμηνη. Παίρνω την Οτενετ και τους εξηγώ την κατάσταση. Δυστυχώς μου λένε δεν μπορείτε να κάνετε συνδρομή από εμάς επειδή η ISDN που έχετε έγινε στο 134 και πρέπει να πάρετε σε αυτούς. Σημειωτέον η Οτενετ έχει δωρεάν τα τέλη ενεργοποίησης όπως και όλοι οι άλλοι πάροχοι. Παίρνω στο 134 και προσπαθώ να μάθω την πολύ δύσκολη πληροφορία. Αυτή η συνδρομή που έχω σε πόσους μήνες adsl αντιστοιχεί; Έτσι ώστε να ξέρω τι θα πληρώσω και τι όχι. Σημειωτέον νο 2 ο τυπάκος στην Οτενετ μου είπε ότι αν καλέσω στο 134 θα μπορέσουν να μου το πουν αμέσως. Ποιος δουλεύει ποιόν δε ξέρω αλλά όταν το μάθω θα σας ενημερώσω. Στον ΟΤΕ λοιπόν δε ξέραν να μου το πουν αυτό το πράγμα. Στον ΟΤΕ επίσης σου κάνουν δώρο το modemaki αλλά πληρώνεις τα τέλη ενεργοποίησης που όλοι οι άλλοι τα έχουν δωρεάν. Επίσης επειδή έγινε σε αυτούς η isdn συνδρομή για να μου αναγνωρίσουν τους μήνες που περισσεύουν πρέπει να πάρω από εκεί adsl με τις πιο ακριβές τιμές της αγοράς. Κι όλα αυτά επειδή θέλησα να εξυπηρετηθώ τηλεφωνικά να γλιτώσω την ταλαιπωρία του να πάω στο κατάστημα, επειδή ξεγελάστηκα και πίστεψα ότι η τηλεφωνική ή και online εξυπηρέτηση σημαίνει πρόοδο κι όχι προσπάθεια για κερδοσκοπία. Τελικά η συνδρομή έγινε τρίμηνη, η ελάχιστη δυνατή δηλαδή και μετά αντίο και γκουντμπάι.

Monday, November 28, 2005

Σαν βγω από αυτή τη φυλακή...

Μερικές φορές συναντάμε ανεύθυνους ανθρώπους οι οποίοι δεν επηρεάζουν αναγκαστικά τη δική μας ζωή αλλά όταν βλέπουμε ότι υπάρχει μια άμεση επιρροή σε κάποιου άλλου τη ζωή τι γίνεται; Κι όταν μάλιστα ξέρουμε ότι αυτός ο κάποιος άλλος δε μπορεί καν να διαμαρτυρηθεί τότε το πρόβλημα γίνεται εντονότερο. Το καλοκαίρι που μας πέρασε ένας φίλος παντρεύτηκε πράγμα το οποίο δε μπορώ να το πω ακριβώς ανεύθυνο όμως σίγουρα επηρέασε τη ζωή κάποιων ανθρώπων οικονομικά κυρίως μιας και ένας γάμος κοστίζει αρκετά. Αυτοί οι άνθρωποι όμως οι γονείς δηλαδή έχουν φωνή και μπορούν να μιλήσουν οπότε πρόβλημα τους για τα χρήματα που έσκασαν δεν είναι μικρά παιδιά για να πεις ότι παρασύρθηκαν. Ο φίλος από το σχολείο είχε αρραβωνιστεί ένα χρόνο πιο πριν για να μην αφήσει την κοπέλα εκτεθειμένη μιας και συζούσαν εδώ και τρία χρόνια. Και μας είχε πει ότι ο γάμος θα γίνει σίγουρα μετά από τρία χρόνια γιατί δεν υπάρχουν φράγκα. Κι όμως τα φράγκα βρέθηκαν και ο γάμος έγινε στον ένα χρόνο. Άντε και καλούς απογόνους του ευχήθηκαν οι μισοί καλεσμένοι στο γάμο αλλά επειδή δεν υπάρχουν φράγκα το παιδί θ’αργήσει. Έτσι τώρα η γυναίκα του είναι ήδη στον τέταρτο μήνα της εγκυμοσύνης του. 1400 ευρώ είναι το σύνολο των αμοιβών τους και από αυτά θα πρέπει να βγάλουμε το νοίκι και τα διάφορα του σπιτιού. Κι όμως με αυτά τα χρήματα θα τα βγάλουν πέρα για ένα παιδάκι. Ανεύθυνο; Μπα, έχει και συνέχεια η ιστορία. Ο φίλος ήταν καλεσμένος στην τσελιγκιάδα. Δεν περίμενα να έρθει λόγω της εγκυμοσύνης αλλά έκανε την έκπληξη και με τιμήσανε με την παρουσία τους. Το μεγάλο σοκ ήταν όταν είδα την εγκυμονούσα σύζυγο του φίλου μου να καπνίζει. Δε ξέρω για όλα τα προηγούμενα αλλά αυτό είναι σίγουρα ανευθυνότητα και μάλιστα τεράστια. Το αποκορύφωμα ήταν όταν τέσσερις ώρες μετά τα παιδιά έφυγαν επειδή είχε πολύ κάπνα και αποφάσισα να μη γελάσω μπροστά του ή να μην τους βρίσω δε θα είχε και μεγάλη διαφορά. Και σου λέει μετά ο άλλος ο τάδε θα γίνει πολύ καλός πατέρας. Το ΤΕΡΑΣ.

Sunday, November 27, 2005

Doesn't Really Matter

Η φωτιά άναψε από νωρίς όχι επειδή θέλαμε να ρίξουμε τις σούβλες πάνω αλλά κυρίως για να πετάμε στην πυρά όποιον προέβαλλε έστω και σθεναρές αντιστάσεις προς την κραιπάλη και την παρακμή, έννοιες συνώνυμες με την τσελιγκιάδα η οποία γι’ άλλη μια φορά χάρισε μερικές ανεπανάληπτες στιγμές σε όσους είχαν την τύχη μα και την τιμή να παρευρεθούν στο κοσμικό τούτο γεγονός στο οποίο απεύθυνε μέσω τηλεσυνδιάσκεψης αγωνιστικό χαιρετισμό η γραμματέας του Κ.Κ.Ε Αλέκα Παπαρήγα μέσω του αντιπροσώπου της Απόστολου Γκλέτσου, ενώ συγχαρητήρια τηλεγραφήματα έστειλαν τόσο ο κύριος Αντώναρος ως αναπληρωτής εκπρόσωπος του μονίμως απουσιάζοντος κυρίου Ρουσσόπουλου που εκπροσωπεί τη Ν.Δ καθώς και ο ίδιος ο Γεώργιος Παπανδρέου σε μία προσπάθεια του να προσεγγίσει το νεανικό κοινό της στάνης. Το οποίο κοινό της στάνης χθες απέδωσε τα μέγιστα από κάθε άποψη. Τα πλήθη άρχισαν να συρρέουν από τις 9:30 και μετά με τους τελευταίους να καταφθάνουν γύρω στις 11. Για την ακρίβεια ήρθε κι ένας αργότερα αλλά θ’ασχοληθούμε λίγο αργότερα με αυτόν. Ο τελευταίος των 11 ήταν ο φίλος μου ο Λευτεράκης από το στρατό και όπως γνωρίζουμε κι από τη σχετική ταινία είναι πάρα πολύ χρήσιμο να έχεις έναν φίλο Λευτεράκη από το στρατό. Τώρα που το σκέφτομαι ο στρατός είχε την τιμητική του χθες το βράδυ. Αισθητή έκαναν την παρουσία τους ένας στρατιώτης με αριθμό διψήφιο που τον καθιστά πολίτη υποψήφιο ο οποίος ξεκουράζεται στο γνωστό στρατόπεδο Καποτά το οποίος κατοικοεδρεύει στο Μενίδι, ένας σμηνίτης με την ειδικότητα του Μογγόλου παύλα οδηγού ο οποίος αυτό το διάστημα γενικώς ταλαιπωρείται με την παραμεθόριο στην Ελευσίνα και τέλος ψηλός ανθυπολοχαγός στρατολόγος παιδικός φίλος από τη Λάρισα που με φιλοξένησε άπειρες φορές κατά τη διάρκεια των σπουδών του εις τη Θες/νικη στο σπίτι της μπιρίμπας. Διακριτή ήτο η παρουσία του Πτέραρχου Πατέρα ο οποίος ήλθε, είδε κι απήλθε ακολουθώντας πιστά το στρατιωτικό πρωτόκολλο για επίσημες τελετές όπως η τσελιγκιάδα. Οι πρώην σμηνίτες έναντι των πρώην στρατιωτών είχαν συγκριτική υπεροχή μ’ένα σκορ 6 ? 1 γεγονός που καθιστούσε οποιαδήποτε σύγκριση αδόκιμη. Το φαγητό πλούσιο ως συνήθως εξαφανίστηκε εν ριπή οφθαλμού ενώ εγώ την τούρτα την είδα μόνο κατά το σβήσιμο των κεριών. Η έναρξη των χορευτικών διαπραγματεύσεων έγινε υπό τους ήχους της Maddona και του τελευταίου της χιτ «hung up» ενώ η συνέχεια ήρθε από τα 70’ς και 80’ς με αξέχαστες επιτυχίες από αυτές που μόνο ο DJ Soulis μπορεί να προσφέρει στο φιλοθεάμων κοινό του εις την disco boom boom εκεί στις Τζιτζιφιές. Η πίστα πήρε φωτιά και η ένταση ανέβαινε κατακόρυφα. Η μοιραία στιγμή δε θ’αργούσε να έρθει και κάποια στιγμή η λαϊκή απαίτηση για ελληνική παραδοσιακή μουσική επέβαλλε τους δικούς της ρυθμούς με αποτέλεσμα να ξεσηκωθούν ακόμη περισσότεροι και οι διάφοροι παπαράτσι να έχουν αρκετές αισθησιακές πόζες με τις οποίες θα μπορούν να εκβιάζουν τις κορασίδες που έλαβαν μέρος. Η μία «επιτυχία» διαδεχόταν την άλλη και σε κάποια φάση έκανε την εμφάνιση του φέρελπις νέος σύντροφος πρώτης εξαδέλφης τον οποίον δεν είχε τύχει να γνωρίσω μέχρι τότε. Προς στιγμήν φοβήθηκα γιατί ο τύπος είχε κάτι τεράστια ποντίκια, μου έριχνε κι ένα κεφάλι, είναι και δικηγόρος, θα με δείρει σκέφτηκα και θα έχουμε άλλα μετά. Αν αποτύχει πάντως στα δικαστήρια πάντα μπορεί ν’ακολουθήσει καριέρα μπράβου. Σε κάποια φάση που η κούραση άρχισε να καταβάλλει ορισμένους από τους συνδαιτυμόνες είδαν ότι έξω γινόταν της πουτάνας από τη βροχή οπότε είπαν που να φεύγουμε τώρα ας γλεντήσουμε λίγο ακόμη κι έτσι οδηγηθήκαμε στις πρώτες πρωινές ώρες όπου μεν η βροχή δεν είχε ακόμη σταματήσει αλλά τα πόδια μας δε βαστάγαν άλλο. Μια τσελιγκιάδα έφυγε, μια άλλη θα έρθει σύντομα. Ο προγραμματισμός για την επόμενη θα ξεκινήσει σύντομα. Προτάσεις για μεταφορά της έδρας γίνονται δεκταί στη γνωστή ταχυδρομική θυρίδα της στάνης. Πάμε τώρα να σιάξουμε τα παΐδια μας.

Χανόμαστε!



Διότι έφτασε η στιγμή για να βγουν τ'άπλυτα μας στη φόρα. Η τσελιγκιάδα σημείωσε αξιοσημείωτη επιτυχία με πολλά μπουκάλια αλλά και ανθρώπους να πιάνουν κυριολεκτικά πάτο. Άσπρο μαύρο δε ξέρω η λήξη δόθηκε σχεδόν ταυτόχρονα με την ώρα της πρωινής βοσκής και αρμεγής επομένως η στάνη παραμελήθηκε. Στο φωτογραφικό ενσταντανέ ο τσέλιγκας πάντα με πλάτη στο φακό (διότι μόνο εγώ κι ο Βρύζας παίζουμε με πλάτη) σέρνει το χορό στο πατροπαράδοτο τσάμικο.

Saturday, November 26, 2005

Επειδή ο πάτος είναι πάντα πιο χαμηλά...

Και επειδή η στιγμή της παρακμής που όλοι περιμέναμε έφτασε, αν και εφόσον οι συνθήκες το απαιτήσουν θα είμαστε προετοιμασμένοι για όλα ενώ σε λίγη ώρα θα καταφθάσει συνδαιτημόνας για να ενισχύσει την προσπάθεια τούτη προσφέροντας κι αυτός τον όβολο του διότι όλοι για έναν κι ένας για όλους. Προς το παρόν κι έπειτα από σκληρό ανταγωνισμό έχουν προκριθεί τα παρακάτω:

Sarbel ft. Eirini Merkouri - Se pira sovara
melas - Mpimpelo mou
bgainw-pinw
Φτάνει να μ'αγαπάς - Πάνος Κιάμος
Υπάρχουν κάτι άντρες - Μαριάντα Πιερίδη
Χαμένο Κορμί - Παντρεμένοι κι οι δυο - Μάκης Χριστοδουλόπουλος
Ασυνόδευτος - Μάκης Χριστοδουλόπουλος
Σ'έχω κάνει Θεό - Κατερίνα Στανίση
Σ' αγαπάω κοίτα - Ζαφείρης Μελάς
Τρελλή Καρδιά - Έλενα Παπαρίζου
Αναπάντητες Κλήσεις - Έλενα Παπαρίζου
Number One - Έλενα Παπαρίζου
ΠΟΥ ΝΑ ΦΑΝΤΑΣΤΩ - ΕΙΡΗΝΗ ΜΕΡΚΟΥΡΗ
Θυμάμαι οσα εχεις πει - Δεσποινα Ολυμπίου
Να τη χαίρεσαι - Δεσποινα Βανδη
Happy End - Δεσποινα Βανδη
Μην περιμένεις πια - Γλυκερία
Τσικουλάτα - Γιώργος Ξανθιώτης
Ανέβα στο τραπέζι - Γιώργος Μαργαρίτης
Στου παράδεισου την πόρτα - Γιώργος Μαργαρίτης
Σαββατο - Γιωργος Μαζωνακης
Φοβερή - Γιώργος Μαζωνάκης
Τέσσερις - Γιωργος Μαζωνακης
Ούτε στον εχθρό μου - Γιάννης Τάσσιος
Είσαι - Άννα Βίσση
Έχω πεθάνει για σένα - Άννα Βίσση
Efialtes by dj-P! - Tsalikis
den me rixneis - top radio
anastatwnomai - STANISI
Eisai Amartwlh - S. Xristodoulopoulos
Ampra Katampra - Marianta Pieridi
07_Magika xalia - Leuteris Pantazis
O TELEIOS ANTRAS - GIORGOS TSALIKHS
ela - eirhnh merkoyri-paloiria

Άντε να τα ταξινομήσεις τώρα...

Dance Of Fire - Aziza Mustafa Zadeh
Looking For the Summer [94] - Chris Rea
The Blowers Daughter - Damien Rice
Caramel - Suzanne Vega
Bang. Bang - Erica Jennings
Processed beats - Kasabian
Refugee - Oi Va Voi
Yesterday's Mistakes - Oi Va Voi
Wild wood - Paul Weller ft. Portishead
Kein zuruck - wolfsheim
In a state - Unkle
The love of Richard Nixon - Manic Street Preachers
Protect Me From What I Want - Placebo
Left Of Center (Featuring Joe Jackson On Piano) - Suzanne Vega Feat. Joe Jackson
First Day - Timo Maas&Brian Molko
I feel you - Schiller mit Heppner
Only this moment - Royksopp
Galvanize - Chemical Brothers
Never there - Fischerspooner
Slow hands - interpol
Slow Down - Bobby Valentino
I Like The Way - Bodyrockers
Jerk It Out - Caesars
Speed Of Sound - Coldplay
Again - Faith Evans
Hard To Beat - Hard-Fi
Good People - Jack Johnson
You're Beautiful - James Blunt
They - Jem
Don't Cha Wanna Ride - Joss Stone
Busy - K's Choice
Everyday I Love You Less And Less - Kaiser Chiefs
Smile Like You Mean It - The Killers
Other Side Of The World - KT Tunstall
Forever Lost - The Magic Numbers
Shiver - Natalie Imbruglia
N Dey Say - Nelly
Lyla - Oasis
The Great Beyond - R.E.M.
Somewhere Else - Razorlight
Sometimes You Can't Make It On Your Own - U2
Doesn't Remind Me - Audioslave
Speed of Sound - Coldplay
Wake Me Up When September Ends - Green Day
Middle of Nowhere - Hot Hot Heat
All These Things that I've Done (Video Mix) - The Killers
Calling - Taproot
Blue Orchid - The White Stripes

Τα τσιφτετέλια μετά...

Getting High

Η αντίστροφη μέτρηση έχει αρχίσει. Θα μπορούσε κανείς να το περιγράψει σαν μια ρώσικη ρουλέτα ή σαν ρώσικη σαλάτα μεγάλη διαφορά δεν έχουν αυτά τα δύο κυρίως όσον αφορά το αποτέλεσμα όπου σε κάθε περίπτωση δικαιούσαι να πεις ότι τα κάναμε σαλάτα. Κι έμεινε η γάτα που την λέγαν σερενάτα την οποία εγώ προτιμούσα σε σχέση με τη σοκοφρέτα. Να ήταν το κόκκινο αυτό το πορφυρό το χρώμα της συσκευασίας; Να ήταν η ζιγκ-ζαγκ γραμμή που αποδείχτηκε τελικά ότι ήταν ένα σπινιάρισμα στη σοκολάτα; Ρητορικό βεβαίως το ερώτημα τώρα που έχω πήξει στα τυριά και τα γάλατα μου έχει φύγει κάθε διάθεση για σοκολάτα. Βεβαίως η διάθεση θα φτάσει το peak της μετά την ενάτη βραδινή όπου τα πλήθη θ’αρχίσουν να συρρέουν για τον εορτασμό της δεύτερης τσελιγκιάδας 2005 με το κωδικό όνομα «διπλή χαρά στον κώλο μας». Η σύνθεση θα είναι απαράμιλλου κάλλους κι ευφυϊας. Κοινώς θα κάνει πάταγο αν και μεταξύ μας ελπίζω να μη χιονίσει και πιάσει πάγο κάτω το οδόστρωμα γιατί που να φεύγουν μετά τα παιδιά απ’τα ορεινά της στάνης θα την έχω την ανησυχία όχι γι’αυτούς βεβαίως αλλά κυρίως για να μη μου προγκίξουν τα πρότα. Όλοι στη στρούγκα λοιπόν όπως έλεγε κι εκείνο το θρίλερ με τη Τζόντι Φόστερ και τον Άντονι Χόπκινς που ενώ ο κανονικός του τίτλος ήτο «Μούγγα στη Στρούγκα» ατυχώς μεταφράστηκε στην Ελλάδα ως «Η σιωπή των αμνών» γεγονός που ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα. Αντικειμενικά μιλώντας το μούγγα στη στρούγκα ήταν πιο δόκιμος τίτλος αλλά ας όψονται οι διαπλεκόμενες κινηματογραφικές εταιρίες και τα βρωμερά συμφέροντα τους. Αγόρασα και Φέρι που συμφέρει και θα κάνω το τεστ με τα πολλά πιάτα για να σας πω αν στη βιλαρίμπα και το βιλαμπάχο κάνουν κανένα τεστ της προκοπής ή μαλακίζονται. Έχω πάρει βεβαίως χάρτινα πιάτα μιας χρήσης αλλά γιατί να φανώ ρατσιστής; Ένα πλυσιματάκι θα τους το ρίξω διότι δε θέλω να κάνω διακρίσεις. Φωτογραφίες από το μπουφέ θα κοσμήσουν τη cyber στάνη εν ευθαίτω χρόνο. Φωτογραφίες από τους μπούφους που θα την επισκεφθούν μόνο σε περίπτωση που θα έχουν κάποια σημειολογική σημασία. Διότι αυτό είναι το πρόβλημα. Είχες κάποτε μια παρέα. Στην πορεία αλλάξατε ρότα, άλλος έπιασε τη στάνη, άλλος παντρεύτηκε, άλλος είναι χειρότερα κι από παντρεμένος και τεχνηέντως τους αποφεύγεις. Έλα όμως που με κάποιους έχεις καλές σχέσεις κι αν δεν καλέσεις τον έναν θα το μάθει ο άλλος και θα γίνει της πουτάνας. Σε πρήζουν και οι άλλοι φώναξε τον κι αυτόν θα γελάσουμε. Με τα χάλια σας. Φέτος από τη διαδικασία απέκλεισα ήδη τέσσερα άτομα μέχρι να φτάσω τα τριάντα θα έχουμε μείνει 2-3 όλοι κι όλοι από εκείνη την παρέα. Υπομονή μέχρι τότε λοιπόν. Αλλά για τις φιλίες θα αναφερθούμε σε άλλο ποστ εκτενέστερα για να μη σπιλώσουμε την προετοιμασία της τσελιγκιάδας. Έχω να ετοιμάσω και soundtrack!

Όχι δε γίνεται δεν είναι δυνατόν...


Τη στιρέλα, τη στιρέλα...

Friday, November 25, 2005

Ο έρωτας στα χρόνια της πρέζας

Στο μπούτι μου απόψε ένας έρωτας με πόνεσε περισσότερο από πολλά χτυπήματα στ’αρχίδια. Στην καθιερωμένη πια διαδρομή προς τον Πειραιά μπήκαν δύο άρρωστα παιδιά κι ένας πρώην φυλακισμένος. Πρώτα κατάλαβα το φυλακισμένο και γύρισα πολλά χρόνια πίσω όταν ένα βράδυ καθώς γυρνούσα σπίτι μπαίνει ένας τύπος και κάθετε ακριβώς μπροστά μου με τέτοιο τρόπο ώστε εγώ να βλέπω την τεράστια πλάτη του. Ήταν ένας ψηλός και γεροδεμένος άντρας που φορούσε ένα μακρύ παλτό. Εγώ καθόμουν στο βαγόνι από την άκρη που δεν έχει καθίσματα κι έτσι μπορείς να στηρίξεις την πλάτη σου αν κάθεσαι όρθιος. Μόλις ξεκίνησε το τρένο η βροντερή φωνή του άρχισε να λέει ότι αποφυλακίστηκε πριν από μία εβδομάδα και ζητούσε λεφτά για να φάει καμία μακαρονάδα. Θα με σφάξει σκέφτηκα και λούφαξα περισσότερο στη θέση μου. Για καλή μου τύχη δε γύρισε προς το μέρος μου και συνέχισε εμπρός. Αργότερα όταν το τρένο έγινε σχεδόν καθημερινό μέσο μετακίνησης άρχισα να συνηθίζω με την ιδέα των διάφορων ταξιδιωτών και θεώρησα υπερβολική τη σκέψη μου για το σφάξιμο, άλλωστε ένα μικρό παιδάκι ήμουνα το πολύ πολύ να με έπαιρνε για όμηρο. Μια άλλη φορά πέτυχα έναν τύπο που βρομοκόπαγε κρασί και ήθελε να κοιτάξει κάτι σημειώσεις που κρατούσα. Όταν είδε τα ολοκληρώματα το μάτι του γυάλισε κι άρχισε να με ρωτάει διάφορα πράγματα. Παρόλο που ήταν τύφλα στο μεθύσι φαινόταν ότι το κατείχε το ζήτημα κι έμαθα αργότερα ότι ήταν και οικονομολόγος ή έτσι δήλωνε τουλάχιστον. Πάντως από ολοκληρώματα ήξερε. Μου είχε προτείνει να μου κάνει και μάθημα και εγώ αντί να τον πληρώνω να βάζω τον καφέ και τα τσιγάρα. Δεν τον έχω ξαναδεί από τότε και πάντα είχα την περιέργεια αν θα τον πετύχω. Γενικά στο τρένο μπορείς να πετύχεις διάφορους που γενικά τους λυπάσαι αλλά τα σημερινά παιδιά δε ξέρω αν ήταν για λύπηση. Δε ξέρω καν για τι ήταν. Η κοπελίτσα ήρθε και κάθισε δίπλα μου και ζήτησε στον κύριο απέναντι της χρήματα. Μόνο σ’εκείνον σε κανέναν άλλον. Μία ταλαιπωρημένη φυσιογνωμία που νόμιζες ότι κουβαλούσε όλα τα βάρη πάνω του. Της έδωσε. Το παλικάρι έπινε μια μπύρα, μιλούσε με την κοπέλα και της έλεγε ότι θα τον κρατήσει μέχρι τις έξι. Το πάτωμα γέμισε χοντρές σταγόνες και η μυρωδιά της μπύρας σκορπίστηκε στο βαγόνι. Της έλεγε να τ’αφήσει όλα πάνω του. Μετά της είπε ότι είναι όμορφη κι εκείνη του είπε ότι είναι χάλια, ειδικά σε σχέση με το πως ήταν πριν. Εκείνος της είπε ν’αφήσει πίσω το παρελθόν αλλά που να βρεις το μέλλον στην πρέζα ρε γαμώτο; Ήρθε απέναντι μου και της ζήτησε το χέρι, δεν άκουσε, της το είπε άλλες δύο φορές, του το έδωσε και της ζήτησε το άλλο. Τα χέρια τους τώρα ήταν πάνω στο μπούτι μου, άρχισε να κλαίει, της είπε να μην τον κοιτάει. Θλιμμένα μάτια ένα βήμα πριν το θάνατο.

Πάμε για την πρωτιά κυρίες και κύριοι...


Στηρίξτε την προσπάθεια, μπορούμε να τα καταφέρουμε!

It Doesn't Matter Anymore

Σήκωσα το κεφάλι μου προσπαθώντας ν’ανακαλύψω από που προέρχεται αυτός ο μυστήριος ήχος. Τελικά ήταν το τηλέφωνο κάτι που δε θα μπορούσε να με κάνει να σηκωθώ από το ζεστό κρεβατάκι μου κι έτσι κουκουλώθηκα καλά με μια βελέντζα που έχω πρόχειρη για τέτοιες περιπτώσεις η οποία είναι και κατά κάποιο τρόπο ηχομονωτική. Επίσης θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως απομονωτική διότι αν μπεις από κάτω μπορεί άνετα να σε πιάσει η κλειστοφοβία της απομόνωσης ένα μέρος που δε μπορείς να το πεις άνετο αλλά τουλάχιστον έχεις την ησυχία σου. Γι’ αυτό λοιπόν κι εγώ χώθηκα κάτω από τη βελέντζα ελπίζοντας ότι ο διαφημιστής που έπαιρνε τηλέφωνο θα βαριόταν σχετικά εύκολα. Το άλλο το κολπάκι το πήρατε πρέφα; Ή μάλλον σας πήραν με το νέο το κολπάκι; Χτυπάει το τηλέφωνο κι εσύ έχεις βάλει μπουγάδα πίσω στη σκάφη, τρέχεις λοιπόν σκουπιζόμενος με τα διάφορα πεστιμάνια για να μην γεμίσεις και τη σάλα αφρούς και tide και προλαβαίνεις στο παρατσάκ το τηλέφωνο. Ακούς έναν ήχο σα να πέφτει κέρμα στις παλιές συσκευές ενώ στο εμπρός σου δεν απαντάει καμία γνώριμη φωνή. Μετά το κέρμα ακούς τον ήχο του τηλεφωνητή και πέφτει η διαφήμιση «Ακολουθεί ηχογραφημένο μήνυμα». Θεός ο τύπος που το έφτιαξε. Διότι άντε βρίσε τώρα αν θες αυτόν που παίρνει τηλέφωνο. Συνήθως ζητάνε τη νοικοκυρά του σπιτιού, αν είναι λογικές ώρες είμαι ευγενικός, διατηρώ την ψυχραιμία μου και αναβάλλω το ραντεβού μας επ’αόριστον. Αυτό που με καταστρέφει όμως είναι το μεσημέρι. Ειλικρινά αν υπήρχε έστω και μία περίπτωση ν’αγοράσω αυτό που μου πουλάς θα το πάρω ενώ με έχεις ξυπνήσει από τον ύπνο ή στην καλύτερη ενώ μόλις έχω μπει στο σπίτι κουρασμένος από τη δουλειά με μοναδικό αντικείμενο στον ορίζοντα το μεσημεριανό γεύμα; Όχι ρε ανόητε που βάζεις τις κακόμοιρες τις φοιτητριούλες να τηλεφωνούν μέρα νύχτα, το μεσημέρι δεν είναι καλή ώρα για πωλήσεις, δε χρειάζεται να σπουδάσεις marketing για να το καταλάβεις αυτό. Στις μεσημεριανές κλήσεις λοιπόν προσπαθώ να επιστρατεύσω το μακάβριο χιούμορ για ν’ανταποδώσω την ενόχληση. Είναι η παλιά δοκιμασμένη συνταγή «οφθαλμός αντί οφθαλμού».
-Παρακαλώ;
-Καλησπέρα σας θα μπορούσα να μιλήσω με την κυρία <το επώνυμο πάντα τονισμένο λάθος>;
(Εδώ αρχίζω και βάζω τα κλάματα και με συντετριμμένη φωνή απαντώ)
-Αααααχ... μα... μάνα... έφυγες κι ακόμα σε ζητάνε... μαααανα μου...
-Συγγνώμη κύριε μου, ειλικρινά λυπάμαι, χίλια συγγνώμη.
Κάπου εκεί το τηλέφωνο κλείνει, η συγκεκριμένη εταιρία μας διαγράφει από τους καταλόγους της και η ζωή συνεχίζεται. Στο παρελθόν έχω δοκιμάσει κι άλλους τρόπους αλλά αυτός είναι ο πιο επιτυχημένος από κάθε άποψη. Εγώ χάνω τον ύπνο μου, η τηλεφωνήτρια κάτι άλλο, οπότε πατσίζουμε. Επίσης σήμερα που βρέχει βαριέμαι να βγω πάλι από το σπίτι αλλά πρέπει. Κι έχω να φτάσω και μέχρι τον Πειραιά, ωιμέ τι θα τραβήξω, πάω να ξεθάψω το καράβι των playmobil για να θαλασσοδαρθώ με αξιοπρέπεια τουλάχιστον πάνω στο κρις κραφτ μου.

Thursday, November 24, 2005

Do You Know Where You Are Comin’

Πρέπει να ετοιμάσω κάποια πράγματα γι’αύριο το απόγευμα αλλά βαριέμαι ελεεινά κι έτσι αποφάσισα να πάω σ’ένα καφενείο δύο δρόμους παρακάτω από το σπίτι μου να παίξω καμία πρέφα μπας και πάρω καμία καλή ιδέα και καταφέρω επιτέλους να συγκεντρωθώ στο σκοπό μου κάτι που δε βλέπω να γίνεται και θα τρέχω τελευταία στιγμή ως συνήθως πράγμα που μερικές φορές δεν είναι απαραίτητα κακό αλλά πλέον έχει καταντήσει μονότονο για μένα. Ίσως θα έπρεπε ν’αλλάξω στυλ και να προσπαθήσω να βάλω ένα πρόγραμμα, να καταστρώσω ένα σχέδιο αλλά προς το παρόν αποφεύγω να στρώσω τα χαλιά λόγω της επερχόμενης τσελιγκιάδας μιας και από τα ποτά θα γίνουν όλα χάλια κι άντε να τα στέλνεις μετά στο καθαριστήριο και να περιμένεις να έρθουν πίσω άσε που από το καθαριστήριο θα μου τα φέρουν έτσι κι αλλιώς οπότε έκανα λίγο κράτη και δεν τα έστρωσα φέτος από νωρίς, συνήθως του Αγίου Δημητρίου είναι μια καλή ημερομηνία-ορόσημο για τέτοιες δουλειές αλλά βέβαια αν μένεις κοντά στη λίμνη Ταγκανίκα αυτό δεν ισχύει διότι οι κλιματολογικές συνθήκες είναι διαφορετικές και δε χρειάζονται χαλιά. Επομένως καλός ο Άγιος Δημήτριος αλλά κοιτάμε και τον καιρό διότι όταν κυκλοφορείς με το κοντομάνικο τι να το κάνεις το χαλί; Εύλογα θα μπορούσε κάποιος ν’αναρωτηθεί πως τα χαλιά δεν προσφέρουν μόνο ζεστασιά αλλά είναι και μια εικαστική παρέμβαση στο σπίτι, το δένουν αν θέλετε αλλά επίσης σου προσφέρουν τη δυνατότητα να κυλιστείς πάνω σε αυτά ή απλώς να κάτσεις οκλαδόν ή και γενικότερα σε όποια στάση σε βολεύει περί ορέξεως κολοκυθόπιτα που λέμε, ένα φαγητό του οποίου η παρουσία σίγουρα δε θα τιμήσει την τσελιγκιάδα σε αντίθεση με τα μελιτζανοπιτάκια τα οποία είναι και επίσημα πλέον προσκαλεσμένα κι αύριο πρέπει να κάνω και την απαραίτητη επιδρομή στο σούπερ μάρκετ για πρώτες ύλες και ποτά. Κάποιος θα μπορούσε να πει ότι τα ποτά από μόνα τους συνιστούν πρώτη ύλη κι εγώ σε καμία περίπτωση δε θα μπορούσα να διαφωνήσω με κάτι τέτοιο είναι όμως και ο μεζές στη μέση και για να μη μας πάρουν στο μεζέ αλλά κυρίως για να μην τους βαρέσει κατακούτελα το αλκοόλ θα σερβίρουμε και εκλεκτά μεζεδάκια μαζί με την τεραστίων διαστάσεων τούρτα που θα υπάρχει κι από την οποία θα πεταχτεί μέσα ένα κουνελάκι του play boy όπως έχει συμβεί ανά περιόδους και σε άλλες γενέθλιες συναθροίσεις όπου στο τέλος τρέχαμε με τις λεκάνες για να διαφυλάξουμε την περιουσία ή προσφέραμε φιλοξενία στρώνοντας φλοκάτες σε διάφορα χρώματα και μεγέθη έτσι ώστε να καλύψουμε κάθε γούστο και ιδιαιτερότητα που θα μπορούσε να παρατηρηθεί. Εννοείται πως οι περισσότεροι είχαν χάσει την πνευματική επικοινωνία με το περιβάλλον αλλά αυτό δεν τους εμπόδιζε στο να επιδοθούν σε άσεμνες μεταξύ τους πράξεις τις οποίες μπορείτε να αναζητήσετε σε εξειδικευμένα video club καθώς και σε προνομιούχες ιστοσελίδες που έναντι αδράς αμοιβής απέκτησαν το σπάνιο αυτό υλικό με το οποίο σκοπεύω να εκβιάζω αργότερα παλιούς συμμαθητές από το σχολείο, συμφοιτητές από τη σχολή, σμηνίτες από τη θητεία κι όποιον γενικά έκανε το λάθος να διαβεί το κατώφλι μου μια μέρα σαν και τη μεθαυριανή. Τι με προβληματίζει περισσότερο; Η έλλειψη ενός τραπεζιού ικανού ν’αντέξει δεκαπέντε τουλάχιστον κορασίδες λικνιζόμενες σε ανατολίτικους ρυθμούς (χωρίς όμως και την αντίστοιχη αμφίεση) καθώς και παλαιά σερβίτσια προς καταστροφή έτσι ώστε να γίνει και ο σχετικός τζερτζελές. Επληροφορήθην ότι εις τα καταστήματα ΙΚΕΑ μπορείς να βρεις πολύ φθηνά πιάτα τα οποία σίγουρα κι εξυπηρετούν αυτούς τους σκοπούς καταλλήλως. Η ιδέα να πετάμε πλαστικά πιάτα απορρίφθηκε εν τη γεννέσει της καθώς τα περισσότερα είναι αντι-οικολογικά το οποίο βέβαια δε μας νοιάζει και τόσο πολύ διότι το ακόμη μεγαλύτερο μειονέκτημα των είναι ότι δεν κάνουν θόρυβο κατά την πτώση των, πράγμα ανακόλουθο τόσο με τη φιλοσοφία του εορτασμού αλλά και γενικότερα ικανό να οδηγήσει σε παρακμή το αστείρευτο κέφι που θα έχουμε φροντίσει από πριν να εκτοξεύσουμε στα ύψη χορηγώντας την απαραίτητη ποσότητα σεροτονίνης εις άπαντες τους καλεσμένους ούτως ώστε κάθε ηθικός ενδοιασμός τους να παρέλθει αμέσως έτσι ώστε να μπορούμε να μιλάμε για μια τσελιγκιάδα με τα όλα της.

Some Velvet Morning

Ο καιρός μουντός δε σε προδιαθέτει και για πολλές εξωσπιτικές δραστηριότητες σε κάθε περίπτωση όμως μια βόλτα στη βροχή μπορεί να συνοδευτεί από πολλά απρόοπτα είτε ευχάριστα όπως το να καταλήξεις σ’ένα μικρό καφέ μούσκεμα ως το κόκαλο και να σε κεράσουν μια ζεστή σοκολάτα, να σ’εφοδιάσουν και μ’ένα αδιάβροχο γιατί πάνω απ’όλα είσαι άνθρωπος και μετά πελάτης αλλά υπάρχουν και τα δυσάρεστα όπως να αρπάξεις μια γερή πνευμονία κι εκεί να σε δούνε σαν πελάτη κι όχι σαν άνθρωπο με τα γνωστά αποτελέσματα. Έχω συνδέσει τη βροχή με την κάθαρση σε όλες της τις εκδοχές. Από το γεμάτο κουτσουλιές αυτοκίνητο μου μέχρι το εσώτερο είναι μου το οποίο παρ’ όλη την αγριάδα του καιρού καταφέρνει και γαληνεύει, μπορεί μάλιστα να κάνει και τα ωραιότερα ταξίδια ανοίγοντας πανιά για να σαλπάρει κάτι βέβαια που στην Αθήνα τις μέρες βροχής είναι προτιμότερο έτσι κι αλλιώς. Θέλεις να πας στη δουλειά σου; Όχι δε θα πάρεις το αυτοκίνητο κάτι τέτοιο είναι μέγα στρατηγικό λάθος το οποίο στις περισσότερες των περιπτώσεων θ’αποβεί και μοιραίο. Θα πάρεις το φουσκωτό σου και δυο κουπιά για ν’αποφύγεις τις παγίδες. Δεν έχεις φουσκωτό; Πάρε μερικές τάβλες και φτιάξε μια πρωτότυπη σχεδία για να επιβιώσεις. Το σωσίβιο σε τέτοιες περιπτώσεις κρίνεται απαραίτητο αν και θα πρέπει να πληροφορήσουμε εδώ το φιλοθεάμων αναγνωστικό μας κοινό ότι η μπυροκοιλιά σωσίβιο έχει αντίθετα από τα επιθυμητά αποτελέσματα, κοινώς μας οδηγεί στο να πιάσουμε εύκολα πάτο το οποίο βέβαια είναι μαθηματικά εξακριβωμένο πως θα συνέβαινε είτε με την πρώτη πλημμύρα, είτε από το πολύ αλκοόλ του οποίου τα θαυμαστά έργα γίνονται ευδιάκριτα στην ευαίσθητη αυτή περιοχή τριγύρω του αφαλού. Εκ του ασφαλούς λοιπόν με το πλοιάριο μας φτάνουμε στη δουλειά όπου με τρόμο ανακαλύπτουμε ότι όλοι είναι σπίτι τους λόγω της καταιγίδας και τώρα είναι πια αργά και για να φύγουμε αφού αφενός τελείωσε η βενζίνη στον κινητήρα μας, χάσαμε τα κουπιά, η σχεδία που είχαμε παρκάρει απέξω παρασύρθηκε από το ρέμα μάνα μου δεν είναι ψέμα, αφετέρου ο διευθυντής μας είδε ο οποίος είναι και ο μόνος που έρχεται σε κάθε περίπτωση και με πάσης φύσεως λιμό και καταποντισμό που μας πλήττει. Φυσικά αυτός δε βαριέται ποτέ να μας πήζει κι ως εκ τούτου μια τέτοια μέρα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί διότι θα πρέπει να του φτιάξουμε καφέ όπως έκανε η γραμματέας του, να αρχειοθετήσουμε τα χαρτιά του όπως έκανε η γραμματέας του, να κανονίζουμε τα ραντεβού του όπως έκανε η γραμματέας του, να του πάρουμε ένα τσιμπούκι όπως έκανε η γραμματέας του κι εδώ έγκειται και το σημαντικότερο πρόβλημα διότι πως σκατά να ξέρεις πως του έπαιρνε τσιμπούκι αυτή; Ανυπέρβλητη δυσκολία όπως και να το δεις. Εντάξει αν του κάνεις ένα χειρότερο δεν τρέχει τίποτα αναπληρωματικός είσαι, την επομένη που θα έρθει εκείνη θα αποκατασταθεί η τάξη. Αλλά αν εσύ του κάνεις καλύτερο τι θα γίνει τότε το καημένο το κοριτσάκι; Θα χάσει τη δουλειά του για μια βροχερή ημέρα που δεν κατάφερε να φτάσει στη δουλειά; Κι εσύ που θα βρεθείς; Πρόβλημα παιδιά, γενικώς με βροχή μην το κουνάτε ρούπι από το σπίτι κι ας χάσετε κανένα μεροκάματο γιατί καλά να θέλει μόνο τσιμπούκια ο διευθυντής, αν έχει τίποτα περίεργα βίτσια π.χ. να τον πατάει η γραμματέας με τα τακούνια και τα σχετικά τι γίνεται; Εγώ σήμερα πάντως έμεινα σπίτι και ούτε στο φούρνο δε με βλέπω να πηγαίνω και οι φρυγανιές καλές είναι, παχαίνουν και λιγότερο.

Deeper Underground

Δοκίμασα να πιω τον καφέ μου πικρό έτσι γι’ αλλαγή. Το αποτέλεσμα ήταν φριχτό, άρχισα να ζαλίζομαι, να βγάζω σπυράκια, να μεγαλώνουν τ’αυτιά μου, να βγάζω τσιγκελωτή ουρά ένα πράγμα που άνετα θα το λέγαμε δαιμονισμό και που μ’έφερε στα πρόθυρα της λιποθυμίας όταν πήγα να κοιταχτώ στον καθρέφτη του ασανσέρ ο οποίος έχει εκείνες τις μαγικές ιδιότητες που δε σε παχαίνουν. Πάτησα αμέσως το ισόγειο κι έτρεξα να κρυφτώ μες στο υπόγειο μέχρι να καλυτερέψουν τα πράγματα αλλά προκοπή δεν έβλεπα. Να πάρω στο σεργιάνι τη γειτονιά δεν το έβρισκα και τόσο καλή ιδέα παρόλο που υπάρχουν αρκετοί φασαριόζικοι γείτονες οι οποίοι μια λαχτάρα τη χρειάζονται για να ηρεμήσουν. Όπως σε κάθε γειτονιά έτσι και στη δική μας υπάρχει η ζωηρή κι άταχτη ζουμερή σαρανταπεντάρα μην πω και πενηντάρα της οποίας το λέει η καρδούλα ή όπως σ’ένα φιλικό κύκλο θα λέγαμε τον παίρνει ασύστολα. Είναι ζήτημα ηθικής λοιπόν; Πρωτίστως είναι θέμα φασαρίας όταν ο κερατάς ενίσταται κι αγριεύει ή όταν ο εραστής ζηλεύει γιατί ναι συμβαίνει κι αυτό. Συνήθως και για τα μάτια του κόσμου η αναζήτηση της εξωσυζυγικής απασχόλησης γίνεται σε τόπο μακρινό κι ονειρεμένο μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα της γειτονιάς και φυσικά μακριά κι από τις γλώσσες τις κακές. Έλα ντε όμως που η μανταμίτσα αχόρταγη καθώς ήταν πήγε και τακίμιασε με τον άντρα της απέναντι με την οποία έπιναν καφέ σχεδόν καθημερινά και για τουλάχιστον δύο χρόνια όπου αυτές τον μοιραζότανε (τον του αντρός της απέναντι). Όταν βέβαια ξέσπασε η μπόρα και οι καβγάδες ήσαν στο φόρτε τους άκουγες σε ελεύθερη απόδοση Ρίτσο και Παλαμά:
-Έλα πάρε την πουτάνα σου κι άντε τράβα σπιτάκι σου.
-Μπορεί να είναι πουτάνα στο σώμα αλλά δεν είναι πουτάνα στην ψυχή σαν και σένα.
Διανθισμένα με χριστοπαναγίες και άλλα τέτοια κοσμητικά επίθετα. Ο χωρισμός ήταν λοιπόν γεγονός που ο κακομοίρης ο εραστής δε μπορούσε να χωνέψει με τίποτα. Η ξανθιά του είχε πάρει τα μυαλά κι αυτός το έριξε στο καραόκε. Θεού θέλοντας και καιρού επιτρέποντος έβγαινε στην αυλή του κι έβαζε Καζαντζίδη στο τέρμα ενώ μ’ένα μικρόφωνο έκανε κι αυτός τα διάφορα φωνητικά «Όσο η καρδιά κι αν λαχταραααααααααααααααααααααααα» κι άλλες αξέχαστες επιτυχίες του Στελλάρα που θα γιόρταζε την ημέρα της τσελιγκιάδας οπότε προβλέπω ο γείτονας έναν φόρο τιμής να τον αποτίσει. Εγώ θα του έλεγα βέβαια να το γυρίσει και σε λίγο Μητροπάνο αλλά και πάλι νομίζω ότι ο καημός θα μείνει. Έκτοτε όλες οι γυναίκες στη γειτονιά άρχισαν να κρύβουν τους άντρες τους. Εφημερίδες, τσιγάρα, πέταγμα σκουπιδιών και γενικότερα πάσης φύσεως εξωτερική εργασία έτρεχαν αυτές για να την κάνουν διότι η μανταμίτσα ήταν πλέον μόνη κι αυτές έπρεπε να διαφυλάξουν την τιμή τους. Με τον καιρό βέβαια τα πράγματα επανήλθαν στη φυσιολογική ροή τους, η τολμηρή γειτόνισσα βρήκε άλλον, ο πρώην εραστής παραμένει ερωτευμένος κι ο άντρας της αθεράπευτα μαλάκας αλλά τουλάχιστον έχει και το γνώθεισαυτόν (μία λέξη για συντομία) οπότε του βγάζεις το καπέλο ή για την ακρίβεια του το ξεκρεμάς τόσο ψηλά που έχει φτάσει το κέρατο. Μπορεί να λανσάρει και τον τάρανδο τώρα που πλησιάζουν και τα Χριστούγεννα διότι μια έλλειψη έχει παρατηρηθεί αυτό είναι γεγονός. Δύο και σήμερα λοιπόν, καλημέρα σας.

Wednesday, November 23, 2005

The man who talks alone...

Ψιλόβροχο στην Πανεπιστημίου, οι ομπρέλες να συγκρούονται η μία με την άλλη και να μπλέκονται μ'έναν τρόπο μάλλον κωμικοτραγικό, στάση πρώτη στο μετρόπολις για να μεριμνήσουμε όσον αφορά τη μουσική επένδυση της τσελιγκιάδας και μετά ξανά στο δρόμο και υπομονή στο φανάρι για να φτάσω στον ηλεκτρικό. Εκεί δώστου ξανά τσουγκρίσματα όταν άναψε ο γρηγόρης ώσπου ακούω μια φωνή δυνατά. Ένας άντρας γύρω στα τριάντα μιλούσε μόνος του και χειρονομούσε με τέτοιο τρόπο λες και απευθυνόταν σε κάποιον συγκεκριμένο. Σίγουρα όλοι σας έχετε πετύχει κάποιον τέτοιον άνθρωπο, τα συναισθήματα μπερδεύονται εκείνη την ώρα, τι να φταίει άραγε σκέφτομαι, μακάρι να μπορούσα να μπω στο μυαλό του, αυτός συνεχίζει, κρατάει κι ένα τσιγάρο, τον λυπάμαι, το ξέρει; μπορεί να το νιώσει; πιθανότατα όχι, ίσως μάλιστα να είναι και πιο ευτυχισμένος από εμένα και να με λυπάται όπως κι εγώ εκείνον. Ίσως...

Late November...

Το παράθυρο με προφύλασσε από το δυνατό αέρα και τη βροχή αλλά μπορούσα αν μη τι άλλο να δω το χαλασμό κυρίου που γινόταν εκεί έξω και να νιώσω έστω και προσωρινά ασφαλής και ήσυχος. Μια ησυχία που έμελλε να χάσω για πάντα από εκείνη τη μέρα κι έπειτα λες και με τσίμπησε κάποιο σπάνιο έντομο και μου μετάλλαξε το χαρακτήρα. Τσακισμένες ομπρέλες ανίκανες πια να προφυλάξουν τους κατόχους του από τις χοντρές σταγόνες που τους μαστίγωναν, αυτοκίνητα με τους υαλοκαθαριστήρες να δουλεύουν στη μεγάλη σκάλα, εργάτες που είχαν λουφάξει στο βάθος μιας υπό ανέγερση οικοδομής καίγοντας σανίδες από παλέτες για να ζεσταθούν προσωρινά. Ζήλεψα κι άναψα το τζάκι χρησιμοποιώντας για προσάναμμα παλιές εφημερίδες και περιοδικά που ανανέωνα κάθε τρεις και λίγο έτσι απλά για να βλέπω τη φλόγα να φουντώνει και να δημιουργό ένα ψευδές κοντράστ μιας κι εγώ το έβλεπα ότι έσβηνα, χανόμουν, εγκατέλειπα το πλοίο που πελαγοδρομούσε αρκετό καιρό τώρα και δεν είχα διάθεση ούτε το σωσίβιο να φορέσω. Για να παλέψω με τα κύματα ούτε λόγος, προτιμούσα να χαθώ ανάμεσα τους να πιάσω πάτο και μετά ν’αναδυθώ στην επιφάνεια ένα παραφουσκωμένο κουφάρι που θα ξεβραστεί σε κάποια ακτή μια μέρα για να το βρουν τυχαία δυο παιδάκια παίζοντας ή ένας ψαράς βρίζοντας για την κακή ψαριά της μέρας που θα τον οδηγήσει έτσι κι αλλιώς στο στέκι του, ένα βρόμικο καπηλειό μ’έντονη την οσμή της αλμύρας και της πίκρας. Το ίδιο σκυθρωπός θα κάθετε κι όταν του σερβίρει η γυναίκα του ένα πιάτο ζεστό φαΐ για να χορτάσει έστω το στομάχι του αφού η ψυχή του θα παραμένει άδεια και μοναχή. Μια ψυχή που χρόνια ατενίζει τα πέλαγα μα ένα λιμάνι της προκοπής δε βρήκε. Βολοδέρνει από εδώ κι από εκεί προσπαθώντας ν’ανακαλύψει την ουσία, να σπάσει τις αλυσίδες να ξεφύγει από τους συμβιβασμούς να καταλήξει πιο μόνη από ποτέ χορτασμένη όμως με εμπειρίες, έρωτες και δημιουργία. Μία ζωή στείρα και χέρσα, καταδικασμένη θαρρείς προτού ακόμη δει το πρώτο φως του ήλιου, προτού χορτάσει αέρα στα πνευμόνια της, αθεράπευτα ρομαντική με το χαμόγελο να μη μπορεί ποτέ να σχηματιστεί στα σκασμένα χείλη της, μία ζωή χωρίς αρχή και τέλος.

Πόση αύξηση θα πάρουμε φέτος;


Σου φτάνει ή θες και το άλλο χέρι;

Tuesday, November 22, 2005

Ο αγώνας τώρα δικαιώνεται


Άραγε ποιος δουλεύει ποιόν;

What It Feels Like For A Girl

Καθόμουν και κοιτούσα τον ανεμιστήρα οροφής να περιστρέφεται τόσο αργά που σχεδόν σε κοίμιζε ενώ περίμενα τη σειρά μου για να περάσω την πόρτα της επιτροπής. Ο ήχος από τις πολλές σφραγίδες έσπαγε κάπως τη μονοτονία κι ο κόσμος όρθιος με πλάτη στον τοίχο σαν σ’ εκτελεστικό απόσπασμα με τις ακτινογραφίες και τις λοιπές γνωματεύσεις στο χέρι. Οι τοίχοι είχαν ένα πράσινο αρρωστιάρικο χρώμα, το ίδιο εδώ και είκοσι χρόνια κι αυτός ο προθάλαμος ήταν χειρότερος κι από μπουρδέλου. Μερικοί έπιαναν κουβέντα με τους διπλανούς τους ενώ όταν έβγαινε κάποια υπάλληλος έξω πέφτανε σαν τα κοράκια για να πάρουν μιαν απάντηση, την ίδια κάθε φορά αλλά συνέχιζαν να ρωτάνε μάλλον από τη δύναμη της συνήθειας κι αυτοί. Η τσατσά ήταν κι αυτή εκεί, την πλησίαζες και της έκανες ένα κοπλιμέντο «Έρχομαι από την κυρία τάδε, εσείς θα πρέπει να είσαστε η κυρία ταδοπούλου, δεν σας περίμενα τόσο εκθαμβωτική, σας αδικεί το περιβάλλον αυτό». Εκείνη θα χαμογελάσει ευχαριστημένη και θα σου πάρει τα χαρτιά για να σου ψιθυρίσει να τη συναντήσεις σε δέκα λεπτά στο γραφείο 13. Γρουσούζικο ή όχι καταλαβαίνεις ότι πρέπει να πας αλλιώς αντίο εξυπηρέτηση. Ο καιρός μουντός, τα παράθυρα θεοβρώμικα, οι λάμπες καμένες, πας σχεδόν στα τυφλά και κάποια στιγμή βρίσκεις και το 13. Χτυπάς, δεν ακούς καμία φωνή και μπαίνεις. Σκέφτεσαι πόσα μπορεί να κρύβει μια πόρτα καθώς κοιτάς τους δερμάτινους καναπέδες και το πολυτελές γραφείο. Πλησιάζεις τη βιβλιοθήκη και πιάνεις ένα μπουκάλι ουίσκυ με δύο ποτήρια. Ψάχνεις για το μίνι-ψυγειάκι, το βρίσκεις σχετικά εύκολα προσθέτεις πάγο και κατεβάζεις μια γενναία γουλιά. Πιάνεις το λαιμό σου ασυναίσθητα λόγω του καψίματος και τότε τη βλέπεις να έρχεται με το πολύτιμο χαρτί στο χέρι. Της προτείνεις το ποτήρι κι εκείνη χαμογελάει πιο λάγνα αυτή τη φορά κι αρχίζει να κάνει παράπονα για τον κλιματισμό. Λύνει το φουλάρι της και καθώς πάει να το αφήσει στο γραφείο το ρίχνει κάτω στην παχιά μοκέτα. Σκύβετε ταυτόχρονα να το πιάσετε και το βλέμμα του ενός μένει καρφωμένο στου άλλου. Έχεις ήδη πιάσει το φουλάρι όταν κάνει να σηκωθεί. Χάνει την ισορροπία της και σωριάζεται φαρδιά πλατιά πάνω σου και κατα συνέπεια κι οι δυο μαζί στο πάτωμα. «Τι έχουμε εδώ;» αναρωτιέται κι εσύ σκέφτεσαι ότι στην ανατομία δεν πρέπει να ήταν και πολύ καλή. Προσπαθείς ν’ανακτήσεις τον έλεγχο αλλά έχει περισσότερη δύναμη απ’όση νόμιζες παρόλο που είναι μικροκαμωμένη. Ένα τηλέφωνο αρχίζει να χτυπάει και ανακουφίζεσαι. Ο διπλανός σου σε σκουντάει και πετάγεσαι έντρομος. «Το κινητό σου χτυπάει φίλε», σου λέει και κατάλαβες ότι σε είχε πάρει ο ύπνος. Τι σου κάνει η έλλειψη καφεϊνης σκέφτεσαι και στρέφεσαι προς την πόρτα που ανοιγοκλείνει κάθε τρία-τέσσερα λεπτά. Κάποια στιγμή έρχεται και η σειρά σου, η μικροκαμωμένη σου σφραγίζει τα χαρτιά και σου λέει να περάσεις από το πρωτόκολλο για να καταθέσεις το ένα αντίγραφο που σου δίνουν. Ρωτάς που είναι το πρωτόκολλο και σου λέει μ’ένα λάγνο ύφος «Στο γραφείο 13».

Έχουμε πάρτυ εδώ...


...ή πως αλλιώς γλιτώνεις το τετ-α-τετ με την συμπαθέστατη κατα τ'άλλα κόρη της μεγαλοδικηγόρου!

Monday, November 21, 2005

Πωλείται

Έχω ανοίξει τέντα τα παραθυρόφυλλα και λιάζομαι σαν τη σαύρα περιμένοντας το Μητσάρα από απέναντι να φέρει κάτι ανανάδες που του έστειλε η θεια του η Μαριγούλα από την Κρήτη. Έχω κι έναν σουγιά κειμήλιο από τον παππού μου και πολύ γουστάρω να απλώνω τη σεζλόνγκ μου μέσα στο δωμάτιο, να με χτυπάει ο ήλιος και να καθαρίζω ανανάδες. Ο Μητσάρας είναι πολύ νευρικός τύπος, ίσως ο πιο νευρικός της γειτονιάς και είναι σίγουρα ο καλύτερος συμβουλάτορας αν θες ν’αγοράσεις μηχανή και ειδικά μεταχειρισμένη. Εγώ πέρυσι δύο φορές που άρχισα να το σκέφτομαι για να γλιτώσω από την ταλαιπωρία με το μποτιλιάρισμα και το παρκάρισμα έμαθα τα δυσάρεστα για δύο φίλους και μου κόπηκε ο βήχας. Με αποτέλεσμα σήμερα να σκέφτομαι ν’αλλάξω αυτοκίνητο και είμαι μεταξύ ενός Toyota Corolla κι ενός VW Golf, με τον Ιάπωνα μέχρι στιγμής να κερδίζει τις εντυπώσεις αλλά μετά τη Ρεχάγκελ εποχή ένα γκολφάκι δε θα ήταν και άσχημη επιλογή. Άσχημη ήταν η θεια του Μητσάρα η Μαριγούλα αλλά είχε τεράστια στήθη κι όταν ήμασταν μικροί και παίζαμε στη γειτονιά κάναμε την προσευχή μας για να έρθει να παίξει μαζί μας μήλα. Μόνη και ατυχής η θεια η Μαριγούλα είχε αναλάβει όλα τα αρσενικά παιδιά της γειτονιάς και μάλιστα αφιλοκερδώς. Φυσικά ο Μητσάρας είχε και τα πρωτεία αλλά και την ευκολία αφού έμενε στην ίδια πολυκατοικία, είχαν και συγγενικούς δεσμούς, όλα ήταν μια χαρά. Χαρά που κάναμε εμείς όταν μας αφήναν οι γονείς μας στη Μαριγούλα για κάποια οικογενειακή υποχρέωση, άλλο πράγμα, δε λέγεται. Κι όταν φτάσαμε στη Δευτέρα λυκείου μάθαμε ότι η Μαριγούλα παντρεύεται και τα μαζεύει για το Ρέθυμνο. Είχαμε πάει και μια χρονιά διακοπές με το Μητσάρα αλλά τίποτα δεν ήταν όπως παλιά κι αυτό φάνηκε τόσο από το γεγονός ότι για πρώτη φορά δεν κοιμηθήκαμε όλοι μαζί στο ίδιο το κρεβάτι, όσο και από την απροθυμία της να μας ταΐσει σταφυλάκια στο στόμα και γενικά να μας περιποιηθεί. Έκτοτε δεν έχουμε νέα από τη Μαριγούλα εξόν από κάτι κάρτες που ανταλλάσσουμε τα Χριστούγεννα και το Πάσχα χωρίς όμως σουβλιστό αρνί και κοκορέτσι που προσωπικά μου αρέσουν τόσο πολύ που να τα χέσω όλα τα γκουρμέδικα και τα τοιαύτα, αρπάζω τη ξυλόσουβλα, πιάνω κι ένα απ’τα μανάρια και ρίχνουμε και τις στροφές μας καθώς περιμένουμε να πέσει η φωτιά από τα κλήματα γιατί χωρίς κλήμα μην περιμένεις να φας νόστιμο αρνί. Θα είναι κρίμα η προσπάθεια και μόνο, θα πάει και χαμένο το αρνάκι. Τζάμπα το σφάξιμο δηλαδή και οι συγκινήσεις. Σήμερα είμαι πολύ συγκινημένος ασχέτως αν δε φαίνεται. Επιτέλους βρέθηκε κι ένας φίλος μου να με κάνει υπερήφανο με μια απόφαση του που ποτέ δεν περίμενα ότι θα πάρει. Κι όμως το έκανε. Και να πω ότι διαβάζει και το blog? Ιδέα δεν έχει οπότε παίρνει διπλή αξία η κίνηση του. Μπράβο φίλε μου έκανες ματ! Κι ας ήσουν εσύ ο βασιλιάς που θυσιάστηκε. Μπαγασάκο, όλο εσένα σκέφτομαι από την ώρα που με πήρες τηλέφωνο και κάθομαι σα χάνος να καθαρίζω κάστανα και ανανάδες με το Μητσάρα τον ανιψιό της Μαριγούλας. Τα κάστανα είναι της εποχής και τα προτιμώ αλλά το προτείνω κιόλας μαζί με βούτυρο, μέλι και ξυνόγαλα. Σε πολλούς δεν αρέσει αλλά είναι θρεπτικό και αν ρίξεις μέσα μια σταγόνα κονιάκ γίνεται άλλο πράγμα θεσπέσιο. Λίγο τζατζίκι λείπει μόνο για να ολοκληρωθεί η οπτασία αλλά θα μεριμνήσουμε και γι’ αυτό. Ξεκινάει εμφανίσεις και η Αννούλα του χιονιά η Βίσση, σπεύσατε αδέρφια.

Π.Π.Υ.Ε (aka Αθάνατο Ελληνικό Δημόσιο)

Ξυπνάς με ωραία διάθεση το πρωί, βλέπεις ότι έξω δεν έχει χιονίσει αλλά έναν ήλιο με τα δοντάκια του τον έχει και προσπαθείς να φανείς αισιόδοξος για το εγχείρημα που ετοιμάζεσαι ν' αποτολμήσεις. Ετοιμάζεσαι με το πάσο σου, μπαίνεις στο αυτοκίνητο και ξεκινάς με χαλαρή διάθεση χωρίς να σ'ενοχλεί η τεράστια ουρά στην οποία βρίσκεσαι μποτιλιαρισμένος. Κάποια στιγμή βρίσκεσαι στον προορισμό σου και πατάς το κατώφλι της Νομαρχίας. Φτάνεις στην υπάλληλο έχοντας μαζί σου την αίτηση κι όλα τ'απαραίτητα χαρτιά, εκείνη στον κόσμο της ακόμη, ψάχνει σφραγίδες κι έγγραφα αλλά δε σε νοιάζει, το παίρνεις κι αυτό χαλαρά. Πόσο μπορεί άλλωστε ν'αργήσει ένα γαμημένο Πιστοποιητικό Πρωτοβάθμιας Υγιειονομικής Επιτροπής; Χαμογελάς εσύ, ξεφυσά εκείνη, δώστου χαμόγελα εσύ ώσπου έρχεται η σειρά να χαμογελάσει εκείνη και να ξεφυσήξεις εσύ. 20 Ιανουαρίου του 2006 είναι το ραντεβού σας μου λέει και με στέλνει. Χαίρομαι που διευκρίνησε και το έτος, θα μπορούσε να μου κλείσει κανένα ραντεβού για το 2008 μαζί με τους Ολυμπιακούς στο Πεκίνο. Μα, ξέρετε, το επείγομαι, μήπως θα μπορούσε να κανονιστεί για λίγο πιο νωρίς; Είμαστε γεμάτοι μου λέει, παντού τα ίδια γίνονται και μου 'ρχεται να τη στραγγαλίσω. Να ζήσουν οι Μαρίες οι παρθένες που γιορτάζουν σήμερα.

Sunday, November 20, 2005

Moonlight Sonata

Πήγα το απόγευμα να πιώ ένα καφεδάκι σαν άνθρωπος με τη φίλη μου την επικαιρότητα ενώ έμαθα και για μια ενδιαφέρουσα έκθεση που θα γίνει στο Κέντρο Τεχνών του Δήμου Αθηναίων, στο Πάρκο Ελευθερίας με τα εγκαίνια αύριο 21 του μηνός, άρα υποθέτουμε ότι θα υπάρξουν κι εξελίξεις και στο γηπεδικό ζήτημα της ΑΕΚ διότι είναι γνωστή για την Original Θύρα 21 που κάποτε πήγαινε το Ντέμη αλλά τώρα την πάει ο Ντέμης στον εισαγγελέα γιατί κάνουν επεισόδια τα κακά παιδιά. Μπερδευτήκατε ε; Ναι είναι τα ίδια τα κακά τα παιδιά που είχε βάλει ο Ντέμης να τρομοκρατήσουν τους παίκτες επειδή δεν είχε να τους πληρώσει. Τότε ήταν μεν κακά παιδιά αλλά ήταν κι αγαπημένα. Όπως έλεγε και η Χαρούλα, όλα σε θυμίζουν, μικρά κι αγαπημένα. Ένα τέτοιο πράγμα στο πιο άγριο λίγο, στο πιο μπρουτάλ με τα λοστάρια και τους κασμάδες και το τατουάζ στο μπράτσο, σύμβολο αιώνιας πίστης. Και μετά ο Ντέμης έγινε πούστης! Πως αλλάζουν οι καιροί όμως. Τέτοια πράγματα σκεφτόμουν καθώς έκανα μπουρμπουλήθρες με το καλαμάκι μου και η επικαιρότητα μου έλεγε να κάτσω πιο φρόνιμος γιατί είμαι αρκετά ζωηρός για την ηλικία μου. Εγώ αυτό με την ηλικία μου δεν το πολυκατάλαβα διότι η τσελιγκιάδα απέχει μία εβδομάδα ακόμη και ως εκ τούτου δεν έχει έρθει ακόμα ο καιρός για να συζητήσουμε το θέμα των χρονολογιών. Αναλογικά βέβαια με τα όσα έχουν γίνει τις τελευταίες ημέρες ίσως να ήταν καλό να αναλογιστούμε τη μέγιστη επιρροή της γνωστής αοιδού που ξεσηκώνει κάθε βράδυ τα πλήθη με τα τσαλίμια της. «Που να φανταστώ, πως θα τρελαθείς / πως θα σου τη δώσει και θα εκραγείς / να παραμιλάς και να μου πουλάς / ψέματα για ότι αφορά εμάς». Λοιπόν στην τσελιγκιάδα θα κολλήσω Ειρήνη Μερκούρη με Paul Weller που έχουν και οι δύο νέο δίσκο. Μη σου πω ότι θα βάλω και ντουέτο bjork με Έλενα Παπαρίζου επειδή είναι και οι δύο βόρειες. Τι Ισλανδία, τι Σουηδία. Ψοφόκρυο παντού. «Τρελή καρδιά που δε μπορεί σε αμαρτίες ν’αντισταθεί και ψάχνεται μες στο βοριά και στα δίχτυα του έρωτα». Τι Ελύτης και μαλακίες, όταν μιλάει εδώ ο ποιητής. Συμπυκνωμένος λόγος, η υπέρτατη ουσία της ποίησης κατ’ εμέ , εδώ πραγματώνεται με μοναδική μαεστρία και τέχνη. Θα τα βάλω τα τσιφτετέλια μου, τ’ όμολογώ. Ένα ροκ ? ένα τσιφτετέλι για να αφήσω το κοινό μου ικανοποιημένο να έχουν να το λένε μετά για όλη τους τη ζωή. Πάσχα του 2003, Λάρισα μετά από πολλές μαργαρίτες παίρνω το δρόμο της επιστροφής με τις δύο τσελιγκοπούλες παύλα εξαδέλφες που με συνόδευαν στις κοσμικές εξόδους μου και βλέπουμε σε στύλο της ΔΕΗ αφίσα της Έφης Θώδη.
-Πως σταματάς έτσι απότομα παιδάκι μου;
-Κοίτα το στύλο γλυκιά μου.
-Να ένας στύλος.
-Μόνο αυτό έχεις να πεις;
-Μήπως θέλεις κανένα καφέ;
-Αυτό που θέλω είναι πάνω στο στύλο!
(άνοιγμα πόρτας)
-Που πας παιδάκι μου;
(υποστολή αφίσας)
-Τη θέλω για το πάρτυ.
Είχε βγάλει και νέο δίσκο η Έφη τότε θυμάμαι με γενικό τίτλο «πρέπει να συναντηθούμε» και ταίριαζε πολύ στο ντεκόρ μαζί με την αφίσα του άλλου τρισμέγιστου του Τόλη του Τσιμογιάννη. «Μ’αρέσουνε τα τολμηρά κορίτσια / τρελαίνομαι / μ’αρέσουνε κι ας έχουνε και βίτσια / τρελαίνομαι / μ’αρέσουν που φλερτάρουν, δε κομπλάρουν». Σήμερα σας έχω ταράξει στον πολιτισμό αλλά κι εγώ για ένα κομμάτι ψωμί δουλεύω αδέρφια, θα κάνουμε και την τσελιγκιάδα μη μπούμε και μέσα. Να βγουν πρώτα τα έξοδα όπως κάνει και ο σοφός συνάδελφος Νταλάρας και μετά έχει ο Θεός (κι η τσέπη μας). Πως θα γεφυρώσω τις διαφορές στη μουσική; Πάλι με Τόλη, προσέξτε στίχο παρακαλώ «Έντεκα χορεύεις μες στις ντίσκο / δύο στα μπουζούκια λες τη βρίσκω / λίγο πριν μου δήλωνες ροκάκι / τώρα μου δηλώνεις χανουμάκι». Και κάνεις και ζημιές. Τώρα όταν λέμε ζημιά τι εννοούμε. Ο καταναλωτής σε αυτές τις περιπτώσεις πρέπει να κάνει ζημιά μεγαλύτερη των τριών χιλιάδων ευρώ για να θεωρηθεί ζημιάρης. Αλλιώς είναι Β’ εθνική, μαζί με το Αιγάλεω και την Προοδευτική. Πως αλλάξαν τα χρόνια, λέγαμε κάποτε αυτό το σύνθημα αλλά το Αιγάλεω ανέβηκε κατηγορία. Όλα πάνε καλά, όλα πάνε καλά και δεν έχω ανάγκη κανένα, όλα πάνε καλά, όλα πάνε καλά, αφού έχω κοντά μου εσένα και θα συνεχίσω μ’ένα tribute στο Μάκη ενώ δε θα παραλείψω ν’αναφερθώ και στο Γεώργιο Μαργαρίτη γνωστό και ως «Ανανέωση Θανάση μου, Ανανέωση». Εκεί να δείτε ζημιές, φεύγαν τα τραπέζια σαν τα f-16 με όλα τα πυρομαχικά φορτωμένα (πιάτα, ποτήρια, μαχαιροπίρουνα και τα παρελκόμενα). Αυτό βέβαια με την προϋπόθεση ότι όλα θα πάνε καλά και τα φαβορί δε θα κολώσουν τις δύσκολες στιγμές. Και δε θα πω εγώ όχι σε αυτό. Δύσκολες στιγμές περνάμε όλοι και σε αυτές φαίνονται οι φίλοι, φέρε μου έναν ώμο να κλάψω και τα σχετικά. Τι με απασχολεί τις τελευταίες ώρες; Η φιλοξενία. Και όχι δεν εννοώ τους γονείς του Θανασάξ που ήρθαν φορτωμένοι με αυγά, γλυκά και ουίσκυ. Τώρα πως τα συνδύασαν να σας πω την αλήθεια ούτε εγώ ξέρω αλλά θα τα τιμήσω και τα τρία. Το πρώτο για να ανεβάσω τη χοληστερίνη, το δεύτερο για να ανεβάσω το ζάχαρο και το τρίτο γιατί είναι Dimple κι αν το αφήσεις πολύ εκτός λαρυγγιού χαλάει. Θα πάω και για ποδόσφαιρο εντός της εβδομάδος και σκέφτομαι να κάτσω τέρμα για να μην κουραστώ πολύ. Μάλιστα θα το κάνω σαν το Νικοπολίδη που έχει βάλει το 71 στη φανέλα του για γούρι. Εγώ θα κοτσάρω το 79 και όλοι οι κακεντρεχείς θα πουν παρά 10 69 αλλά εγώ θα τους πω κάλλιο 5 και στο χέρι παρά 10 και καρτέρι. Στο καρτέρι βγαίνω με τους κυνηγούς αλλά φοράω και κάτι ροζ μαντίλια για να με ξεχωρίζουν. Υπάρχει πρόβλημα παιδιά. Πάμε πίσω από κάτι θάμνους και με αυτές τις παραλλαγές δε ξεχωρίζεις από τη φύση. Πας να κουνηθείς λίγο και μπαααααααααμ σε βαράει ο άλλος στο ψαχνό. Πας μετά να δεις το αγριογούρουνο και βλέπεις το παιδοβούβαλο το φίλο σου να σφαδάζει με τα φυσίγγια στα κωλομέρια του. Γι’ αυτό έχω εγώ το μαντηλάκι μου το ροζ, έχω πάρει μάλιστα ένα που το ξετυλίγεις σαν χαρτί υγείας και είναι πρακτικό για τρεις λόγους. Αν χαθώ βρίσκω εύκολα το δρόμο γιατί εφαρμόζω την τεχνική «μίτο της Αριάδνης», αν με πιάσει κόψιμο έχω μπόλικο πράμα να σκουπιστώ και βεβαίως δεν κινδυνεύω να με χτυπήσουν κατά λάθος. Εντάξει γίνεται όλο το βουνό σαν αποκριάτικο πάρτι αλλά κομφετί δεν παίρνω μαζί μου το ορκίζομαι. Δεν έχει και νόημα δηλαδή, το πετάξεις δεν το πετάξεις αποτέλεσμα δε βλέπεις. Η έκθεση αυτή που σας έλεγα στην αρχή γίνεται με την υποστήριξη της Υπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ γι’αυτό αν δεν πάτε να τη δείτε, υπάρχει και στο σινεμά ο επίμονος κηπουρός που σίγουρα αξίζει δυο μεγάλες κοκα-κολες χωρίς πάγο και ένα μεγάλο ποπ-κορν για να πετάτε στους μπροστινούς. Ως τότε ας κουνηθούμε όλοι στους ρυθμούς του Βασίλη Σερμπέζη!

Nightmare Scene

Έφτασα στο μαγαζί με αρκετή καθυστέρηση. Δε μπορούσα να προβλέψω το σκασμένο λάστιχο και την απόπειρα αντικατάστασης του μέσα στη μαύρη νύχτα και μάλιστα χωρίς συνοδηγό για μια κάποια βοήθεια. Όλα άρχισαν μετά από εκείνη την κλειστή αριστερή στροφή κι ενώ το κασετόφωνο έπαιζε στο τέρμα Μάκη, άρχισα ν’ακούω ένα ντάπα ντούπα και προς στιγμή αναρωτήθηκα μήπως ο Μάκης έβαλε μπλιμπλίκια στα τραγούδια του. Δε μπορείς να πεις ότι ο ήχος αυτός ήταν σαν της Σειρήνας το κάλεσμα όμως μια σειρήνα την άκουσα η οποία τελικά ανήκε σε ένα όχημα της πυροσβεστικής το οποίο προφανώς και θα ήθελαν να ξεκαπνίσουν οι υπάλληλοι που βαρεθήκαν να παίζουν τάβλι και τώρα το χειμώνα δεν έχουν και πολύ δουλειά να κάνουν. Σκέφτηκα ότι θα ήταν ωραία να κάναμε μια κόντρα στην παραλιακή, αυτοί με το πυροσβεστικό, εγώ με το unimog των πέντε χιλιάδων κυβικών, κωλοφτιαγμένο όσο δεν πάει άλλο. Αυτά τα unimog ήταν φοβερά οχήματα, από το στρατό ακόμα τα θυμάμαι να σπινιάρουν αλλοπρόσαλλα και να μουγκρίζουν άγρια και δυνατά σαν ετοιμόγεννες γελάδες στο παχνί. Θηριώδης ο όγκος τους με μικρή καρότσα σκαρφαλώναμε πάνω τους και απολαμβάναμε το κάθε σαμαράκι της μονάδας διότι η ανάρτηση ήταν ωραία και είχαν και ωραία καβάλα καθώς έλεγε εκείνος ο τύπος από το Κορδελιό ή το Μουζάκι, λες κι έχει διαφορά τώρα πια. Διαφορετικά ήταν τα σταγιερ αλλά με αυτά δεν ασχολήθηκα ποτέ, παρά μόνο σε κάτι βαρετές διαδρομές όπου έπιανα το δεξί καναπεδάκι και την άραζα. Γενικώς τα καναπεδάκια είναι πολύ πετυχημένα, ορεκτικά και σκέφτομαι να τα λανσάρω και στην τσελιγκιάδα που θα λάβει χώρα το προσεχές Σαββάτο δια τον καθιερωμένο πια εορτασμό με ευλάβεια και κατάνυξη. Τώρα που το σκέφτομαι έχω και μεγάλη υποχρέωση να οργανώσω και το soundtrack της βραδιάς το οποίο θα πρέπει να καλύψει πλήρως τα γούστα ολωνονε πράγμα απίθανο επομένως θα ρίξω εκεί λίγο Μπετόβεν, Μπαχ και Σούμπερτ για να κάνουμε ένα σουαρέ πρώτης τάξεως. Α να μη ξεχάσω και τη σημερινή υποχρέωση προς του άρτι-αφιχθέντες γονείς του Θανασαξ ο οποίος και θα πρωταγωνιστήσει σε νέα επεισόδια απ’ ότι μαθαίνω πιο σύντομης διάρκειας όμως αυτή τη φορά για να μη χεστούμε κιόλας. Καλό το σόι αλλά με μέτρο γιατί προβλέπω σύντομα κανέναν εμφύλιο και είναι κρίμα νέο παιδί να βαφτώ με τα χρώματα του πολέμου. Έχω κρατήσει βέβαια λίγο φούμο από την εποχή που καθόμασταν στο στρατόπεδο μέσα επιφυλακή τρώγοντας σουβλάκια και πίτσες, πίνοντας μπύρες και βλέποντας champions league ή παίζοντας playstation 2 για να περάσει η ώρα. Λέγαμε και ανέκδοτα μερικές φορές αλλά το είχαμε εξαντλήσει σύντομα το σπορ αυτό κι έτσι απομείναμε με τις άλλες εποικοδομητικές ασχολίες που προήγαγαν τον στρατιωτικό μας βίο και που μας έκαναν ουκ ολίγες φορές ν’αναφωνήσουμε «Ζήτω η Πολεμική Αεροπορία! ΖΗ-ΤΩ!». Τώρα που θα φύγεις τι θα κάνεις που θα πας, με τα σάπια δόντια σου σε όλους θα χαμογελάς και τα μυστικά μας θα τα μαρτυράς, χωρίς το φυλαχτό σου να μην κουνηθείς, θα γελαστείς όπως θα έλεγε και ο άγνωστος καθηγητής μυστήριος ή κι ένας απλός περαστικός όπως κι όλα αυτά που περάσαν και κοιτούσες από το παράθυρο του τρένου που είχες επιβιβαστεί εδώ και χρόνια να φεύγουν μακριά σου ή να φεύγεις εσύ από αυτά κάτι σαν μια παροιμία ενός κάποιου Μωάμεθ μ’ένα φιλικά προσκείμενο σ’αυτόν βουνό. Αυτό δε προσπαθείς τάχα ν’ανέβεις νέος Σίσυφος ξανά μόνο που τώρα είναι ακατόρθωτο και χωρίς καν την πέτρα εμπρός σου. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα, ένα ρέμα που σε παρέσυρε κι έλεγες στη μάνα σου ότι δεν είναι ψέμα, πως να της κρύψεις την αλήθεια; Θάρρος ή αλήθεια όπως τότε που παίζαμε στα πάρτυ του δημοτικού αν και πάντα απορούσα γιατί δεν το παίζαμε και στην τάξη μέσα παρέα με το δάσκαλο. Δεν είναι εύκολο πάντα να ενσωματώνεσαι σ’ένα κοινωνικό σύνολο, μερικές φορές όμως δεν είναι και εύκολο να το εγκαταλείπεις, να ξεκόβεις από αυτό, να το παρατάς και να φεύγεις μακριά του, να τρέχεις μακριά του γιατί δε μπορείς πια να το τραβάς στην επιφάνεια, μάταιο είναι, μάλλον αυτό θα σε τραβήξει στο βυθό μαζί του κι εδώ δε μιλάμε για καταδύσεις που είναι υπέροχες, μιλάμε για καταστάσεις πνιγηρές από ανθρώπους χωρίς κατακτήσεις στη ζωή τους, ζωή, πόσο φτωχή φαντάζει αυτή η λέξη τώρα πια, ανθρωπάκια που βαδίζουν στο δικό τους εκτελεστικό απόσπασμα κι αργούν να δώσουν την εντολή Πυρ για να κρατηθούν περισσότερο στο μεταίχμιο του φόβου και της αγωνίας. Πολυβόλα Δεσμευμένα κι ο εχθρός απέναντι και πίσω από αυτά, θύτης και θύμα, ξεφτίλας προσπαθεί τώρα να πιάσει τη θέση την καλή στην καφετέρια να βλέπει τα μωρά απέναντι και να χαμογελάει συνωμοτικά στο φίλο του που κάνει το ίδιο και ρουφάει με το καλαμάκι του το φρέντο ενώ ανάβει κι ένα τσιγάρο, σημάδι ελευθερίας κι αυτό σε μια γη της επαγγελίας που ενώ δεν έμοιαζε καθόλου της φίλης της Ευαγγελίας ήταν ένα άλλο κορίτσι πιο απλό και κατανοητό που τους ξέφυγε μέσα από τα χέρια ή το αφήσαν αυτοί να πάει κάπου αλλού, δεν είχε έρθει ακόμη η σειρά τους ποτέ δε θα έρθει, περιμένει κανείς τώρα για κάτι; Ίσως να κάνει μόνο αυτό, να περιμένει, στατικός και στάσιμος σκάβει την τάφρο γύρω του, σκάβει τον τάφο και κάνει τη μεγάλη βουτιά. Ζω, Θυμάμαι, Προσπαθώ, Κοιτάω, Γελάω, Κλαίω, Πονάω, Χαίρομαι, Λυπάμαι τώρα τελευταία, αυτό το τελευταίο ολοένα και πιο συχνά. Σε λίγο θα λέμε «δεν είστε ούτε καν για λύπηση». Άνοιξα τα παράθυρα, δεν είχα τίποτα άλλο πια να περιμένω.

Όταν θα πάω κυρά μου στο παζάρι...

Καθάριζα ένα μανταρίνι που είναι και της εποχής και παρατηρούσα ένα καναρίνι το οποίο έτρωγε πίτσα τέσσερις εποχές και σκέφτηκα ότι τα ωδικά αυτά πτηνά είναι σίγουρα επηρεασμένα από την ομώνυμη μουσική που θα λέγαμε ότι ανήκει στο μεγάλο και αμφιλεγόμενο κατά πολλούς είδος της κλασικής κάτι που δε θα πρέπει να μας προβληματίζει ιδιαιτέρως διότι εμείς ως πιστοί ακροατές του ροκ ‘εν’ ρολ δε κάνουμε τέτοιες διακρίσεις γιατί και ο Μπαχ ήτανε ροκ κι αν είμαι ροκ μη με φοβάσαι που λέει ο όχι και τόσο ροκ Παπακωνσταντίνου και να μη ξεχνάμε και τον Άσιμο που εισήγαγε το κροκ καμία σχέση με τον κρόκο του αυγού άλλα άμεση σχέση με την ομελέτα που φτιάχνουν τα αυγά απ’ τις κοτούλες μας ζώα παρεξηγημένα τη σήμερον ημέρα ιδιαιτέρως λόγω της γρίπης τους. Ενώ λοιπόν όταν βλέπουμε έναν γριπωμένο άνθρωπο τρέχουμε να τον περιθάλψουμε και πέφτουμε όλοι από πάνω του, ε με τα κοτόπουλα γίνεται το αντίθετο. Όπου φύγει φύγει, αρπάζουμε και τη μονόκανη την καραμπίνα και χτυπάμε στο ψαχνό. Και μετά το ρίχνουμε και στις απολυμάνσεις, γίνεται ένας κακός χαμός και για να ηρεμήσουμε στο τέλος ακούμε και λίγο Βιβάλντι με σουβλάκι χωρίς σως κι άλλες αηδίες διότι θα εκπέμψουμε μετά σήμα σος και ποιος να μας ακούσει μέρες που είναι και άλλα τέτοια σχετικά με την αηδία μας παραδείγματα καθώς αναφέραμε και στο προοίμιο του δοκιμίου τούτου για τους Βαλκανικούς Αγώνες και την επιρροή τους στη σύγχρονη μαγειρική τέχνη κατά τη Βέφα Αλεξιάδου τις κόρες της και τα δισέγγονα της τα οποία θα βλαστήσουν σαν τα κρεμμυδάκια του κήπου της. Ένας κήπος για τον οποίον δε θα μπορούσαμε να πούμε ότι μοιάζει με αυτόν της Γεσθημανής αλλά και γενικότερα με κανέναν άλλον στη Μάνη, παραδοσιακό πλέον οικισμό με έμφαση στους γάμους διότι στην Κρήτη και τη Μάνη το πληρώνεις με στεφάνι και αν θυμηθώ από τα στεφάνια που καταθέτουμε κάθε χρόνο σε διάφορες επετείους γνωστές και μη θα πρέπει να βγαίνει ένα αρκετό καλό χρηματικό ποσό οπότε ας το αφήσουμε καλύτερα για την ώρα. Είναι μια ώρα δύσκολη δε θα πω όχι εγώ σε αυτό το οποίο μας κρατάει δεμένους, όμηρους θα έλεγε κανείς σε μια οδύσσεια η οποία δεν έχει σχέση με τον πολυμήχανο και τους δούρειους ίππους και σκέφτομαι πως τα αλογάκια τρώνε χορταράκι και τα λεφτά μας στον ιππόδρομο γιατί ως γνωστόν τα τσιγάρα, τα ποτά, τα ξενύχτια και ο τζόγος έχουν κλείσει τα καλύτερα τα σπίτια, φιλική συμβουλή λοιπόν για να μένει το σπίτι σας πάντα ανοιχτό να μην παίζετε πολλά χαρτιά αλλά να προτιμάτε τα βελάκια το οποίο είναι σαφέστατα ένα πιο εξευγενισμένο σπορ με φαντασία και ολίγον τι από κακοκαιρία. Προς Θεού μην το μπερδέψετε αυτό με τη γνωστή ευχή που λέμε «τον κακό σου τον καιρό» η οποία έχει μεγάλη ιστορία αλλά βαριέμαι σήμερα να σας τη διηγηθώ διότι σκοπεύω να βγάλω τουλάχιστον 5 επεισόδια εκμεταλλευόμενος όλο το ζουμί που έχει καθώς βέβαια και τις ίντριγκες, τα πάθη, τη βία και το σεξ που όπως ήδη έχουμε αναφέρει είναι το νέο χιτάκι της Έλλης Κοκκίνου, προστάτιδας του Πολεμικού μας Ναυτικού αφού εκτός από την ομώνυμη μαούνα που έχει περάσει στην ιστορία τώρα πια, η Έλλη έχει κάνει πριβέ εμφανίσεις σε χορούς της σχολής Ναυτικών Δοκίμων και απανταχού μούτσων. Ε, όπου μούτσος και η Έλλη, με το συμπάθιο κιόλας που λέμε και σε τέτοιες περιπτώσεις αλλά εγώ θα μπορούσα να θυμηθώ και τον Τάκη τον Κατσάνη με το μεγάλο του το άσμα «Για θύμισε μου τ’όνομα σου πρώτα πρώτα / να μη μιλάω με μια άγνωστη στην πόρτα / για θύμισε μου τ’όνομα σου για να δω / αν είσαι αυτή που φέρνω τώρα στο μυαλό». Αξέχαστη επιτυχία σχεδόν τόσο μεγάλη όσο και του Κώστα Καφάση «Γέλα κυρία μου, γέλα μαζί μου» το οποίο τώρα που το σκέφτομαι μου δίνει και μια καλή ιδέα για δώρο σε μια πονεμένη ψυχή που γουστάρει κι ακούει συντονισμένος στους 95.8 και μπορεί να τον λέμε και μαλάκα. Γουστάρω I’m so excited από Pointer Sisters ίσως γιατί μεγάλωσα σ’ένα σόι που είχα μόνο ξαδέρφες και δεν είχα έναν τύπο να πλακωθούμε στο ξύλο όπως κάνουν όλα τα φυσιολογικά παιδάκια της ηλικίας μας. Βλέπω τώρα την ηλικία μας και αναρωτιέμαι γιατί οι άλλοι μεγάλωσαν τόσο πολύ; Περισσότερο κι από τους γονείς μου; Αφού το έτος γεννήσεως παραμένει το ίδιο για όλου μας. Ποιος νόμος της φυσικής άραγε κάνει τα δικά του σκέρτσα; Θα γίνει τελικά του νόμου το κάγκελο μου φαίνεται και θα έχουμε και δίκιο για την επανάσταση αυτή. Όπως έλεγαν και οι Θίβερι λοιπόν The Time We Lost Our Way και μια τρύπια σημαία, λάβαρο της αποτυχίας.

Saturday, November 19, 2005

Calling back

Πέρασα την κεντρική είσοδο και είδα ένα τύπο να μου κάνει νόημα με το χέρι του. Τον πλησίασα και ξαφνικά άρχισε να τσιρίζει ένα μηχάνημα. «Φτου γαμώτο, ξέχασα να βγάλω τη ζώνη αγνότητας και με τσίμπησε ο ανιχνευτής μετάλλων» σκέφτηκα καθώς ο τύπος πλησίαζε στο αυτί προφανώς για να μου ψιθυρίσει κάτι. Τουλάχιστον έχουνε τακτ είπα από μέσα μου ενώ εκείνος με ρώτησε αν έχω μαζί μου κινητό. Ξαλαφρωμένος από την ερώτηση του είπα πως στις μέρες μας όλοι έχουν από ένα κινητό εγώ γιατί ν’αποτελώ εξαίρεση, μερικοί μάλιστα έχουν και δύο και του έδειξα το φούσκωμα στο παντελόνι του. Είναι της δουλειάς αυτά μου είπε και μου ζήτησε να του παραδώσω το δικό μου. Εγώ το αποχαιρέτισα, έσβησα από μέσα όλες τις γυμνές φωτογραφίες που είχα τραβήξει ανα καιρούς και για καλό και κακό πάτησα κι ένα σβήσιμο για να περισώσω την τιμή μου. Μετά ήρθε ένας άλλος επίσης κοστουμαρισμένος και με πήρε αλαμπρατσέτα. Πήγαμε σε κάτι διαδρόμους, σε κάτι ασανσέρ, πλάκα είχε αλλά 13 ορόφους πάνω απ’τη γη το πάρτυ σταμάτησε. Θα επαναληφθεί όμως και θα έχουμε νέα επεισόδια στη διάθεση μας έτσι ώστε να μπορέσουμε να επιληφθούμε ως των επί γινομένων αλλά και ανώριμων γεγονότων τα οποία έχουν διανθιστεί με πλήθος ομογενών τραγουδιστών που έχουν δηλώσει συμμετοχή εις το φέιμ στόρι, μωρό μου σόρι αλλά και σεξ το νέο χιτ της Έλλης, παλιό καράβι του Πολεμικού μας Ναυτικού, τωρινή τραγουδίστρια με εμφανίσεις στους ναύτες μιμούμενη την αξέχαστη Βίκυ Μοσχολιού «Ναύτης βγήκε στη στεριά κλπ κλπ». Ήταν ωραία τα χρόνια εκείνα που πίναμε τα ποτάκια μας κάτω από την ήλιο του μεσημεριού και από το μεσημεριανό ύπνο στη συνέχεια πηγαίναμε να παίξουμε μπάλα ένα παιχνίδι που θα παίζαμε και σήμερα στη σύγχρονη μορφή του πέντε επί πέντε αλλά ευτυχώς βρέχει διότι εγώ βαριόμουν πολύ αλλά δε μπορούσα από τη μία να χαλάσω τη σύνθεση της υπερ-ομάδας από την άλλη έπρεπε να βρω και μια πιστευτή δικαιολογία για να μην παραστώ εις την comdex μεγάλη έκθεση πληροφορικής που λαμβάνει χώρα αυτό το τριήμερο στην Ανθούσα, που γενικά είναι ένας ξερότοπος και δεν ανθίζει τίποτα, είναι και δίπλα στην Αττική Οδό η οποία τα πρωινά θα πρέπει να ξέρετε ότι σε αρκετά σημεία μποτιλιάρει αλλά βέβαια ο καημένος ο κύριος Λαλιώτης εδώ και 30 χρόνια μένει στο νοίκι σ’ένα ταπεινό διαμέρισμα στο Λυκαβηττό αλλά δε μας λέει πόσα έχει στην Ελβετία γιατί αυτά δεν τα πιάνει το πόθεν έσχες. Εγώ πάντως αν ήμουν τώρα πιτσιρικάς και με ρωτάγαν τι δουλειά θα ήθελες να κάνεις όταν μεγαλώσεις θα έλεγα Λαλιώτης. Χωρίς δεύτερη σκέψη. Όταν μεγάλωνα βέβαια θα το άλλαζα γιατί θα καταλάβαινα τι εστί βερίκοκο όμως όταν είσαι μικρός και τα υλικά αγαθά συνήθως καθορίζουν τη ζωή σου σε μεγαλύτερο βαθμό «μπαμπά θέλω το καράβι των πλέιμομπιλ» σίγουρα θες να γίνεις ένας μικρός Λαλιώτης. Ο καφές μου σιγά σιγά κρυώνει κι εγώ νομίζω πως έχω πονοκέφαλο όμως δε θα ήθελα να κάνω κάτι γι’αυτό εξόν από το να ρίξω έναν υπνάκο ακόμη γιατί βλέπω ότι τα πράγματα αλλάζουν δραματικά τριγύρω και μάλλον κάποιος πρέπει να φύγει από το παιχνίδι. Η κατάσταση έχει βαλτώσει και δε νομίζω ότι υπάρχει γυρισμός. Θα πρέπει να παρθούν οριστικές αποφάσεις, να γίνουν και οι συγκρούσεις που λέγαμε ένοπλες ή μη για να προχωρήσουμε μπροστά κι εμείς και οι άλλοι γιατί άδικα μου φαίνεται ότι κουραζόμαστε και το κουράζουμε τόσο καιρό. Λυπάμαι παιδιά, δε γίνεται άλλο, την επόμενη φορά στην καφετέρια θα είσαστε μόνοι σας γιατί βαριέστε να ξεπαρκάρετε γιατί ίσως έχει έρθει και ο καιρός για να μπαρκάρετε και να μας σνομπάρετε γιατί όχι μπορείτε να το δείτε κι έτσι αν σας βολεύει. Αλλά εδώ θα έρθει το τέρμα γιατί φτάσαμε στο τέλμα και δεν έχει παραπέρα. Τα έλεγε και ο Άσιμος σ’ένα τραγουδάκι του «Βαρέθηκα τη μίζερη μου φύση, κανένας πια δε λέει να ξεκουνήσει», έτσι δεν είναι αδέρφια; Κανένας! Υπάρχει πάντα η θρησκεία και η οικογένεια για να πορεύονται οι φιλικές μας συζητήσεις, τα υπαρξιακά ζητήματα που θέτουμε στον εαυτό μας επειδή σοβαρεύουμε, ωριμάζουμε, ουαου, πολύ το γουστάρω αυτό θα το λανσάρω και ως καινούριο ανέκδοτο. Ρε άντε χτυπήστε το κεφάλι σας στον τοίχο μπας και συνέλθετε γιατί τη βλέπω την ομαδική αυτοκτονία εκεί γύρω στα τριάντα με τριανταπέντε. Μην περιμένεις πια, όλα τελειώσανε γιατί ο κοστουμαρισμένος κύριος σας έχει συνοδεύσει από καιρό στο δικό σας λευκό κελί.

Thursday, November 17, 2005

Εδώ Πολυτεχνείο...


Στη φώτο βλέπουμε το παλιό μοντέλο που έχει αποσυρθεί. Στις μέρες μας κυκλοφορεί το νέο επαναστατικό μοντέλο χωρίς το τανκ...

Wednesday, November 16, 2005

Στο ίδιο έργο θεατές...


Στο νοσοκομείο...

Όπου οι απόψεις διίστανται για το πιστοποιητικό πρωτοβάθμιας υγειονομικής επιτροπής. Διότι χρειάζεσαι σαν άνθρωπος ένα χαρτί που θα σε φέρει όλο και πιο κοντά στο διακαή πόθο όλων των Ελλήνων. Παίρνω λοιπόν τη μάνα μου το πρωί αλαμπρατσέτα για να πάμε στο νοσοκομείο που εργάζεται να μ’εξετάσουν, να γλιτώσω και τις αναμονές και να επιστρέψω ατάραχος σπίτι. Αμ δε! Φτάνουμε πρωί πρωί εκεί και πριν το κυλικείο περνάμε από το ακτινολογικό πριν πλακώσει το μπούγιο. Τόση μανία για ραδιενέργεια πρώτη φορά συναντάω. Εκεί λοιπόν συναντήσαμε την κυρία ας πούμε Ρούλα η οποία έβαλε το μηχάνημα να ζεσταίνεται (εγώ νόμιζα ότι θα μου φτιάξει καφέ φίλτρου) και καθίσαμε στο αναπαυτικό σαλονάκι όπου εκείνη έπινε καφέ ενώ εγώ όχι και όπως αντιλαμβάνεστε υπήρχε ένα οξύτατο πρόβλημα. Τότε αρχίσαμε ν’αναλύουμε το δικό της πρόβλημα το οποίο ήταν πιο σοβαρό γιατί είχε έρθει η αδερφούλα της από την Αυστραλία και μια αναστάτωση στο σπίτι την είχανε, ήρθε και η μανούλα να δει τις δυο αδερφές, μόνο η τρίτη έλειπε που οι κακές γλώσσες τη θέλουν να κάνει παρέα με τον Τσέχωφ και συν τοις άλλοις εδώ κι ενάμισι χρόνο η κυρία Ρούλα είχε και κλιμακτήριο. Ω ναι, έμαθα ότι μια παγώνει μια ζεσταίνεται και θυμήθηκα το γνωστό άσμα της Αννούλας της Βίσση και κατέληξα στο λογικό συμπέρασμα ότι τρελαίνεται σιγά σιγά, έχει και η μάνα της καταρράκτη η οποία μάλιστα τώρα τελευταία (όχι δεν είναι στα τελευταία της, τον τελευταίο καιρό εννοώ) μπεμπεκίζει κιόλας. Εκεί που περιμέναμε το μηχάνημα να ζεσταθεί (το οποίο αργεί χαρακτηριστικά, οι καφετιέρες λειτουργούν πιο γρήγορα) ήρθαν να μας κάνουν παρέα δύο μύγες. Τώρα Νοέμβρη μήνα που βρέθηκαν οι μύγες και μάλιστα πρωί που δεν έχει και τόσο ζέστη ήταν ένα ζήτημα που προκάλεσε την έκπληξη μα και συνάμα τον τρόμο μου. Σκέφτηκα ότι αυτές θα είναι μόνιμες, κάτι σαν το προσωπικό και ότι θα έχουν αρπάξει τόση ακτινοβολία που θα έχουν γίνει μεταλλαγμένες. Θυμήθηκα τότε το γνωστό θρίλερ με τον τυπάκο που σιγά σιγά γίνεται ανθρωπόμυγα κατά το αλογόμυγα. Πάει λέω την έκατσα άμα με δαγκώσουν πρέπει να προστατευτώ πάσει θυσία κι όσο αυτές έκαναν βόλτες πάνω από το κεφάλι μου τόσο προσπαθούσα εγώ να προστατευτώ με το μπουφάν μου ενώ η κυρία Ρούλα είχε απλώσει τα γυμνά πόδια της γιατί προφανώς την είχε πιάσει η φάση του ζεσταίνομαι. Με τα πολλά μπήκαμε στο σκοτεινό θάλαμο και μου ζήτησε να γδυθώ από τη μέση και πάνω. Μου εξήγησε ότι έβαλαν και μόλυβδο γιατί προηγουμένως είχαν κάτι διαρροές και σκέφτηκα το καζανάκι στο σπίτι που χρειάζεται φτιάξιμο καθώς και τους κακόμοιρους που προλάβαν την προ-μολύβδου εποχή. Από συνήθεια πήγα να βγάλω και το παντελόνι όταν εκείνη που δεν έβρισκε κάτι πλάκες φώναξε «μπουρδέλο νοσοκομείο, το κέρατο μου μέσα». Τώρα συνθηματικά το είπε για να με κάνει να κουμπωθώ, αλήθεια έλεγε δεν κατάλαβα και μάλλον δε θα μάθω και ποτέ μου αλλά μικρή σημασία έχει τώρα πια. Έμεινα λοιπόν με το δασύτριχο στέρνο καμαρωτός να στέκομαι μπροστά από ένα πράγμα σαν στόχο και πολύ θα ήθελα να είχα μερικά βελάκια μαζί μου αλλά δεν είχα προνοήσει δυστυχώς. Με ξεπέταξε γρήγορα η κυρία Ρούλα κι επιτέλους πήγα στο πολυπόθητο κυλικείο για να πάρω τη δόση μου. Ήπια ένα εσπρέσο στο πόδι και πήρα ένα νες για να με συντροφεύει. Φτάνω στο γραφείο της μαμάς όπου είχαν πλακώσει όλες οι θηλυκές υπάρξεις του νοσοκομείου για να μου πουν συγχαρητήρια για το διορισμό. Τώρα για μένα είχαν φτιαχτεί έτσι, είναι το καθημερινό τους ντύσιμο, ήθελαν μια αλλαγή δε ξέρω αλλά είμαι σίγουρος πως δε θα ήθελα να μ’εξετάσουν. Γιατί έρχεται κυρία μου ο άρρωστος κι εσύ φοράς το διχτυωτό το καλσόν είσαι και με τη ρόμπα ανοιχτή, φοράς και τη μίνι τη φουστίτσα θέλει πολύ ο άλλος να σε πιάσει και να σε βάλει στο εξεταστήριο να σου αλλάξει τα φώτα; Όχι δε θέλει ρητορική ήτο η ερώτησις. Με πήρε μία σε κάποια φάση να με πάει σ’έναν παθολόγο γιατί είχαν κι ένα συμβούλιο και είχε πέσει μπόλικη δουλειά. Φτάνω εκεί, θεός ο τύπος με ρώτησε αν έχω σχέσεις με την κυρία. Του ορκίστηκα ότι πρώτη φορά τη συναντώ και μου είπε καλύτερα να μην αποκτήσω και η κυρία όλη αυτήν την ώρα γέλαγε. Εγώ στη θέση της θα του είχα φέρει την προτομή του Ιπποκράτη στο κεφάλι αλλά μάλλον την πηδάει γι’αυτό δεν αντέδρασε. Ήταν και ελεύθερη, δεσποινίς ετών 45. Μάλλον γι’αυτό προσφέρθηκε να με πάει αυτή στον παθολόγο. Έμεινα μόνος με τον τυπά κι ενώ τα λέγαμε πρόσεξα ότι άκουγε ωραία μουσική και του το ανέφερα. Εκείνος χάρηκε και τότε εγώ έβγαλα τ’ακουστικά ψείρες από το μπουφάν μου και του έδωσα το ένα για ν’ακούσει. Φόρεσα κι εγώ το άλλο και μόλις πάτησα το play αρχίσαμε να κουνιόμαστε στο ρυθμό του ροκ ‘εν’ ρολ ενώ όταν κουραστήκαμε πιάσαμε ένα της τάβλας, καπνίσαμε από ένα πούρο και φάγαμε κάτι σοκολατάκια που του είχαν φέρει κάτι ασθενείς. Δε μ’έχει πιάσει ακόμα κόψιμο επομένως μάλλον έκανε καλά τη δουλειά του και ο άρρωστος του έφερε φρέσκο πράγμα που σαλεύει. Επιστρέφω μετά στο γραφείο της μαμάς και ο γυναικείος πληθυσμός ήταν ακόμα εκεί. Μα καλά δουλειά δεν έχουν να κάνουν σκέφτηκα αλλά έδιωξα αμέσως τις σκέψεις αυτές κι άρχισα να οργανώνω στο μυαλό μου την ίδρυση ενός φαν κλαμπ. Μαθαίνω μετά ότι πρέπει να κάνω και μια γενική αίματος, να με δει επίσης νευρολόγος και ψυχίατρος. Γενική αίματος δεν υπήρχε περίπτωση να κάνω το ζάχαρο θα χτύπαγε κόκκινο με όλα αυτά που είχα φάει και πιει, ο νευρολόγος είχε τα νεύρα του και θα ξέσπαγε πάνω μου και τον ψυχίατρο δε γινόταν να τον δω για δύο λόγους. Ο πρώτος και σημαντικότερος ήταν ότι μπορεί να με κράταγε μέσα ενώ ο δεύτερος ότι το νοσοκομείο δε διέθετε τέτοια ειδικότητα. Πάντως με τόσους τρελούς εκεί μέσα θα έκανε χρυσές δουλειές αναμφιβόλως. Είδα κι απόειδα, μάζεψα την ακτινογραφία μου και πήρα το δρόμο του γυρισμού για το σπίτι. Αύριο θα πάω σε άλλο νοσοκομείο να ταλαιπωρηθώ στην ουρά σαν άνθρωπος αλλά να κάνω τη δουλειά μου χωρίς να τρελαθώ.

Τόσο ζώα είμαστε...

Παίρνω ο καλός σου τον ηλεκτρικό για να επιστρέψω σπίτι από μία δουλειά και στην επόμενη στάση μπαίνει τύπος ο οποίος κρατάει δύο μικρά τοσοδούλικα μανταρινάκια, σαν πρησμένα κορόμηλα για να καταλάβετε. Αρχίζει να τα καθαρίζει κι εγώ αρχίζω να φορτώνω. Ο τύπος κάνει τη λάθος κίνηση και πετάει τα φλούδια κάτω ατάραχος.
-Καλά δε ντρέπεστε;
-Έχεις παράπονο; Αν έχεις παράπονο να πάρεις το 100.
-Βεβαίως και έχω παράπονο.
-Αν έχεις παράπονο να πάρεις το 100.
-Τι να πω, λυπάμαι.
Και λέμε μετά για επετείους του πολυτεχνείου και ιστορικές μνήμες.

Μέρες Αν-εργίας...

Είναι κι αυτή δηλαδή μια προσωρινή κατάσταση που πρέπει να επωφεληθεί κανείς για να υποδεχτεί την επόμενη φάση με την κατάλληλη ας πούμε διάθεση η οποία μπορεί να θεωρηθεί και ως προδιάθεση αναλόγως βέβαια με την προοπτική που θέτει ο καθένας για τα μελλοντικά του τα σχέδια. Κάπως έτσι έκανα κι εγώ λοιπόν και είχαμε τις χαιρετούρες μας σήμερα, σταυρωτά φιλιά, σεξ στα πεταχτά για να μη χαθούμε και μερικά σφηνάκια κίτρινη τεκίλα χοσέ κουέρβο γιατί μόνο τέτοια είχε το διπλανό παντοπωλείο αν κι εγώ θα προτιμούσα μερικά σφηνάκια βότκα Ποτέμκιν σαν το θωρηκτό για να πάω μετά στη σχολή με κεφάλι γεμάτο χρυσάφι όπως θα έλεγαν και οι Τρύπες ο τραγουδιστής των οποίων είχε συμπράξει κάποια στιγμή με έναν άλλον τύπο από το γκρουπ και βγάλανε το υπέροχο τίποτα ένα δίσκο (cd για την ακρίβεια) που έχω δανειστεί εδώ και κάτι χρόνια από την Άννα την αναρχική με τον τυφλό υιοθετημένο γιο Μανώλη που κυριολεκτικά με άφησε μαλάκα όταν εν πρώτοις ετοίμασε μακαρονάδα, εν δευτεροις που θα έλεγε και η Δήμητρα Ματσούκα στη γνωστή τηλεοπτική σειρά με το καραόκε (κι εγώ καριόλες σκέφτομαι όταν λέω αυτή τη λέξη, μην ανησυχείτε δεν είστε ανώμαλοι) γύρω στις 11 το βράδυ πήρε το μπαστουνάκι του και μας λέει πάω στη συγκέντρωση που έχει το σχολείο! Ο Μανώλης δεν πήγαινε σε αυτό το σχολείο αλλά μάθαινε τα νέα επειδή γενικώς και ειδικώς κυκλοφορούσε στη γειτονιά. Τόσο αυτός όσο και τα νέα οπότε κάπου τα βρίσκανε. Ήτανε εκείνη τη νυχτιά που με γύρισε σπίτι ο ναύτης πριν πάει σε μια φοιτητική συγκέντρωση ή πάρτυ δε θυμάμαι καλά τι απ’τα δύο ήτανε πάντως σίγουρα πέρασε καλά γιατί δεν τον ξαναείδα από τότε εκτός κι αν εξαιρέσεις τις πορείες για τη 17 Νοέμβρη που είτε κατέληγαν στην Αμερικάνικη Πρεσβεία αν μιλούσαμε κυριολεκτικά, είτε στη Βουλή για να απελευθερωθούν από τα λευκά κελιά οι κρατούμενοι παύλα όμηροι της τρομοκρατικής οργάνωσης 17 Νοέμβρη που εξαρθρώθηκε με μια επιχείρηση αστραπή από την Ελληνική Αστυνομία πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες και γίναμε μια ασφαλέστατη χώρα. Σκάει η παιδικά φτιαγμένη βόμβα στα χέρια του έμπειρου Σάββα (κι εκεί κινέζικο ρολόι είχαν και την πατήσαν, θυμηθείτε και προηγούμενο ποστ), βρίσκουν τα κλειδιά του και σε μισή ώρα είχαν φτάσει στη γιάφκα. Αλλά εντάξει το πιστέψαμε ναουμε γιατί έπρεπε να ασφαλιστεί η χώρα, ο Κοντομηνάς με την Ιντεραμέρικαν δεν αναλάμβανε, οι Αμέρικαν τσίναγαν γενικώς, οι Εγγλέζοι τα είχαν πάρει λίγο κρανίο αλλά τον ήπιανε με το μετρό και μας έμεινε το Ελλάς ? Γαλλία ? συμμαχία που κι αυτό δηλαδή το καταργήσαμε το φοβερό αυτό καλοκαίρι του 2004 καθώς φωνάζαμε «κλάσε μας τ’αρχίδια ζινεντίν Ζίνταν» και «πάρε μου μια πίπα σιλβουπλε ? τρεζεκέ» και τρεζολί κι ας μη μιλήσω για το σύνθημα με τη ψωλή θα με πείτε και χυδαίο και θα έχετε και δίκιο. Μπούκοβο στο στόμα για να μάθω να λέω κακές κουβέντες και να χαμογελάω μετά με όλα τούτα, δηλαδή με αυτά και μ’εκείνα προσπάθησα το δίχως άλλο μα χωρίς αποτελέσματα και πως ν’αντέξω τον καημό, σκοτώσανε το νιο από το soundtrack του Αστραπόγιαννου, το θυμάστε φαντάζομαι, εμένα προσωπικά μου άλλαξε επαγγελματική κατεύθυνση αυτή η ταινία αλλά έτσι είναι η ζωή και πως να την αλλάξεις και φέξε μου να πιω να ξημερωθώ εγώ πληρώνω τα μάτια π’αγαπώ. Ήρθε η ώρα να λογαριάσουμε Λιάκο Μπουρνόβα από το αίμα βάφτηκε κόκκινο, χρώμα εξαιρετικά πετυχημένο. Έτσι πιστεύω δηλαδή και δεν είναι εύκολο να μου αλλάξεις τη γνώμη διότι είναι κοινή. Κοινή γνώμη ναι μάλιστα τόσο κοινή και τόσο φτηνή που θαρρείς μπορείς να την αγοράσεις παντού σήμερα. Βγες μια βόλτα έξω στον κόσμο της αρπαχτής για να χαρείς. Ήτανε το 1988 που ο θεσσαλικός κάμπος γιόρτασε την κατάκτηση του πρωταθλήματος της Α’ εθνικής από τη Λαρισινή ομάδα με αμίμητους παίκτες όπως Γκαλίτσιο, Βουτυρίτσα, Μητσιμπόνα, Καραπιάλη και άλλους. Εκείνη τη χρονιά λοιπόν στην πορεία της 17Ν ακούστηκε και το «Εμπρός Ανδρέα για μια κομπίνα νέα» που αν αλλάξεις το Ανδρέα παραμένει διαχρονικό και επίκαιρο. Εκείνα τα χρόνια βέβαια όλος ο κόσμος χέστηκε και το γύρισε στα πάμπερς εξού και το «Κοσκωτάς, Κοσκωτάς ολέ, πρασίνησε ο κουμπαράς που είχε γίνει μπλε». Το «Τσοβόλα δώστα όλα» είναι μεταγενέστερο και δεν πρέπει να το μπερδεύουμε με τα γεγονότα του πολυτεχνείου. Ξεφτίλες, σαρκία γεμάτα πόνο και δίψα για εξουσία γλεντάμε και δε ξεχνάμε. Εμπρός στο δρόμο που χάραξε η Πέγκυ Ζήνα, ο λαός απαιτεί τον Τερλέγκα στη Βουλή κι εγώ θα γελάσω ξανά απ’την αρχή.

Tuesday, November 15, 2005

Και τώρα μπορείτε...

Εντάξει κι εγώ πιστεύω ότι το «να πα’ να γαμηθείτε» είναι ότι καλύτερο θα μπορούσε να συνδυαστεί με το μπορείτε όμως το ΕΣΡ παραμονεύει και γι’αυτό καλύτερα να φυλάμε και τα νώτα μας διότι αν πιάσεις τη νότα από λα μινόρε και προσπαθήσεις να το γυρίσεις στα μπλουζ του νότου ζήτω που καήκαμε καθώς είναι γνωστό ότι οι πυρκαγιές σε αυτά τα μέρη καλά κρατούν. Ας αρχίσουν οι χοροί έλεγε και ο Διονύσης ο Σαββόπουλος, ένα σύνθημα που είχαμε παραφράσει στην έκτη δημοτικού για χάρη της σχολική ομάδας μπάσκετ η οποία έμεινε με το σύνθημα και το μετάλλιο για την τρίτη θέση στο σχολικό πρωτάθλημα που είχε γίνει ανάμεσα στα τρία δημοτικά που στέγαζε το κτιριακό μας συγκρότημα. Κάποιος κακόβουλος θα μπορούσε να πει ότι βγήκαμε τελευταίοι, εμείς κρατήσαμε το τρίτοι γιατί μετά από χρόνια ποιος νομίζετε ότι θα θυμάται πως μόνο τρία σχολεία υπήρχαν; Ουδεις. Έχω πολλά τέτοια μετάλλια κρεμασμένα σε περίοπτη θέση στο σαλόνι του σπιτιού μου μαζί με αναμνηστικά διπλώματα όπως εκείνο της τέταρτης θέσης στο δρόμο των 150 μέτρων όπου από τους 7 που τρέχαμε οι τρεις εγκατέλειψαν λόγω κράμπας και κρίμα που δεν εγκατέλειψε ακόμη ένας γιατί θα το είχα σίγουρο το μετάλλιο. Δηλαδή η Πατούλιδου που πήρε το χρυσό επειδή η άλλη γκρεμοτσακίστηκε τι παραπάνω έχει από ‘μένα; Αυτό το γαμώτο είναι μήπως η ειδοποιός διαφορά; Δε νομίζω. Απλά είχε την τύχη με το μέρος της. Αφήστε που αν παρακολουθήσετε προσεκτικά τον αγώνα θα δείτε ότι ψιθυρίζει «πέσε μωρη καριόλα αραπίνα» και η άλλη πέφτει. Τυχαίο ήταν; Έκανε βουντού η βούλα; Καρπούζι με τη βούλα δροσερό για το καλοκαιράκι, να τρέχουν τα ζουμιά και τα κουκούτσια αλλά γύρω στον Ιούλιο όλα αυτά κι όχι από το Μάιο που βλέπεις καρπούζια και πεπόνια στην αγορά. Καλά έκανε ο Πεπονής και τα είχε απαγορεύσει όλα αυτά αλλά δυστυχώς δεν κατάφερε να επιβάλλει την τάξη και την ασφάλεια δια παντός. Τα πάντα είναι κάτι ωραία αρκουδάκια που όλοι θέλουν για το σπίτι τους αλλά κανείς δεν αγοράζει γιατί εκτός του ότι τα έκαναν μασκότ οι κινέζοι επομένως μπορεί να μας χτυπήσει το ρεύμα και όλα αυτά τα σχετικά τίθεται και ζήτημα επιβίωσης για το ζωντανό. Γενικά τα κινέζικα προϊόντα είναι θανατηφόρα, ότι πρέπει δηλαδή για πεθερές, για τον/ην σύζυγο που σας απατά και χαμογελά και γενικά είναι τα νέα μαζικά όπλα εξόντωσης. Σου έφαγε η άλλη το γκόμενο; Δεν πας στην εκκλησία με το «κάτι σαρκ» για να της τον κλέψεις με το πιάνο και το φόλοου γιορ χαρτ αλλά τους πας δώρο ένα κινέζικο σίδερο. Ε δε θα σιδερώσει η ακαμάτρα; Θα σιδερώσει. Θα σιδερώσει μία, θα σιδερώσει δύο, θα σιδερώσει τρεις που θα πάει θα τιναχτούν οι ασφάλειες στον αέρα και θα γίνει ψητή σα σουβλάκι. Διπλό όφελος. Δεν αναγκάζεσαι να παρανομήσεις γιατί αυτό θα έκανες για να της φας τον άντρα. Σου μένουν όλα τα δώρα από το γάμο. Σκέφτεσαι τίποτα καλύτερο; Έντεκα και σήμερα για τη μεγάλη τσελιγκιάδα νούμερο δύο στην οποία κυριολεκτικά θα καεί το πελεκούδι καθώς και το δάσος της Φιλοθέης γιατί θα ρίξουμε βεγγαλικά και δεν έχει μόνο η μανταμ Γιάννα δικαίωμα να τα κάνει όλα πουτάνα, θα την κάψουμε κι εμείς την Αθήνα και λογαριασμό δε θα δώσουμε σε κανένα. Άντε γιατί πολλά της τα’χω μαζεμένα και θα την διαπομπεύσω σε όλες τις μεσημεριανές εκπομπές αλλά και στο Χίο το ωραίο νησί αυτό που τόσο σημάδεψε τα παιδικά μου χρόνια ασχέτως αν δεν το έχω επισκεφθεί ποτέ, ας μην κολλάμε όμως σε λεπτομέρειες και χάνουμε την ουσία. Θυμάσαι τότε που σου γρατσούνισα με το κατσαβίδι εκείνο το cd του Μπετόβεν; Εγώ θυμάμαι ακόμη τη λύσσα με την οποία το έκανα κι ακόμα απορώ με τον εαυτό μου που δεν το ξέσκισα ακόμη περισσότερο. Στο έστειλα όμως συστημένο και πολύ χάρηκες όταν άνοιξες το φάκελο, καθόλου όμως όταν είδες και το περιεχόμενο. Αποτρόπαια πράξη έτσι; Εγώ να δεις τι τροπή πήρα μετά από εκείνο το ατυχές συμβάν. Δεν το ήθελα, τα χέρια μου με οδηγούσαν, δε μπορούσα να σκεφτώ καθαρά αλλά ήθελα να καθαρίσω μια και καλή. Τα κατάφερα; Καλή ερώτηση; Έχει σημασία; Χρόνια αργότερα όταν με θυμήθηκες γελάγαμε και οι δύο από χαρά κι από λύπη μαζί και κάναμε έρωτα τόσο άγρια που φοβηθήκαμε και οι δύο. Λες κι ο ένας προσπαθούσε να κατασπαράξει τον άλλον και να μείνουμε δυο άψυχα κουφάρια. Γέλασα με την ψυχή μου εκείνο το βράδυ ώσπου κατέρρευσα. Έμεινα να κοιτώ ένα άδειο πρόσωπο απ’ τον καθρέφτη, έναν μακρινό ταξιδιώτη, έψαξα για μέρες να το γεμίσω, δε μπορούσα. Δε μπόρεσα ποτέ ξανά. Εσύ;