Ένα τετράγωνο παραπέρα από την παιδική χαρά που μαζευόμασταν για να παίξουμε μπάλα ήταν το μέρος το οποίο γεννούσε ερωτηματικά από τα γεννοφάσκια μας σχεδόν. Δεν ήταν λίγες οι φορές που πλησιάζαμε αλλά τα σκούρα τζάμια μας εμπόδιζαν από το να δούμε τι γίνεται μέσα. Συνήθως κάποια απογεύματα βλέπαμε ένα φορτηγάκι να ξεφορτώνει μπύρες και ποτά και τον Αρίστο με βερμούδα, λαστιχένια σαγιονάρα κι ένα αμάνικο λευκό φανελάκι να επιβλέπει την όλη διαδικασία. Ήταν και οι μόνες στιγμές που βλέπαμε τον Αρίστο ντυμένο τόσο πρόχειρο, σε οποιαδήποτε άλλη εμφάνιση του φορούσε ένα μαύρο κοστούμι. Δεν ήξερα αν ήταν το ίδιο μαύρο κοστούμι που φόραγε κάθε φορά ή αν είχε πολλά και τα άλλαζε. Συνήθως μετά τη μπάλα πηγαίναμε σε κάτι ηλεκτρονικά που ο Αρίστος έπινε τον απογευματινό του καφέ. Τις περισσότερες φορές μας κέρναγε από δύο ολόκληρα κατοστάρικα τον καθένα που ισοδυναμούσαν με 10 ολόκληρα παιχνίδια, ποσό που δεν εξασφαλίζαμε από το σπίτι μας ούτε όταν είχαμε γιορτή ή γενέθλια. Υπήρχε η φήμη ότι ο Αρίστος το είχε βάλει στο μάτι αυτό το μαγαζί με τα ηλεκτρονικά που τα λέγανε και ουφάδικα κι εμείς χαιρόμασταν γιατί πιστεύαμε ότι θα παίζαμε σχεδόν τζάμπα εκεί. Τελικά το μαγαζί δεν το απέκτησε ποτέ κι έτσι μείναμε κι εμείς με την απορία. Όταν μεγαλώσαμε λίγο ακόμα περιτριγυρίζαμε το μπαρ του προσπαθώντας να μάθουμε τι γίνεται εκεί μέσα. Ήμασταν πεπεισμένοι ότι κάτι πάρα πολύ σπουδαίο γινόταν σε αυτό το μαγαζί το οποίο ήταν μακριά απ’όλα τ’άλλα που ήταν μαζεμένα στην Κεντρική Πλατεία και τους γύρω δρόμους. Οι μανάδες μας γενικά μας εφιστούσαν την προσοχή να μην πατάμε το πόδι μας εκεί κοντά γιατί μπορεί και να πεθαίναμε κάτι που ήταν ικανός λόγος για να μας τρομοκρατήσει στα μικράτα μας, μα όταν μεγαλώναμε κι αφού πήγαμε δυο-τρία βράδια εκεί απέξω μπας και ανακαλύψουμε τίποτα και δεν πεθάναμε αρχίσαμε να έχουμε φιλοδοξίες σχετικές με το μύθο του Ακέφαλου Καβαλάρη, τον Ηρακλή Πουαρώ και το Ντεντέκτιβ Κλουζώ. Η περιέργεια μας, είχε χτυπήσει κόκκινο και τελικά μετά από πολλές ημέρες σκέψης ήρθε η λύση ως μάννα εξ ουρανού. Στο διπλανό σπίτι από το μπαρ του Αρίστου έμενε ο πιο σπαστικός συμμαθητής μας ο οποίος έκανε πάρτυ για τα γενέθλια του. Κάθε χρονιά έκανε πάρτυ και πηγαίναν δυο-τρία άτομα αλλά αυτή τη φορά ήταν το κοινωνικό γεγονός της σχολικής χρονιάς. Όλοι συζητούσαμε για το πάρτυ του Αντρέα και πως θα καταφέρναμε να το τραβήξουμε μέχρι όσο πιο αργά γινόταν για να έχουμε πρόσβαση στο πίσω μέρος του μπαρ. Επιστρατεύτηκαν όλα τα μέσα που διαθέταμε. Επιτραπέζια, Nintendo, sega, Atari και σουμπούτεο θα μας έκαναν να παίζουμε μέχρι το πρωί. Ήταν και Παρασκευή οπότε δε θα είχαμε και γκρίνια για το σχολείο κι όλα αυτά τα σχετικά. Σκόπιμα φροντίσαμε ν’αργήσουμε λίγο να πάμε και βρήκαμε τον Αντρέα σε κακά χάλια γιατί νόμισε ότι τον είχαμε κοροϊδέψει κι ότι δε θα πηγαίναμε τελικά και η μάνα του είχε κάνει ένα σωρό ετοιμασίες και του έβαλε τις φωνές που ήταν τόσο μεγάλος βλάκας και που έχαφτε ότι του λένε. Όταν τελικά εμφανίστηκε όλο αυτό το τσούρμο η μάνα του κόντεψε να λιποθυμήσει γιατί σε καμία περίπτωση δεν περίμενε να έρθουν τόσα πολλά άτομα. Είχαμε καλέσει και φιλαράκια μας από άλλες τάξεις, ο Αντρέας δεν υπήρχε περίπτωση να μας αρνηθεί και δε χωρούσαμε να κάτσουμε στους καναπέδες και τις καρέκλες του σπιτιού. Η καημένη η μάνα του έτρεχε να μας εξυπηρετήσει, ο Αντρέας έλαμπε ολόκληρος από χαρά που έκανε επιτέλους ένα πετυχημένο πάρτυ κι εμείς αλωνίζαμε όλο το σπίτι για να δούμε πως θα καταφέρουμε να βγούμε στην πίσω αυλή που ήταν απαγορευμένος τόπος όπως μας είχε εξηγήσει ο Αντρέας όταν του προτίναμε να πάμε να παίξουμε μπάλα εκεί. Συνδέσαμε τις παιχνιδομηχανές στην τηλεόραση και ξεκινήσαμε το παιχνίδι. Κάπου κάπου πήγαινε και κάποιος να πιει κι από ένα ποτήρι νερό στην κουζίνα για να δούμε τι γίνεται στην πίσω αυλή. Η μάνα του κέρβερος δε μας άφηνε να πλησιάσουμε προς τα εκεί. Η ιδέα ήρθε από τη Χρυσούλα που την είχαμε βάλει κι αυτή στο κόλπο γιατί ήταν αγοροκόριτσο και γενικά την παίζαμε και δερνόμασταν κιόλας μαζί της και περνάγαμε καλά. Πήγε και έφερε τη μάνα του Αντρέα στο σαλόνι για να καμαρώσει το γιο της να παίζει ηλεκτρονικά. Εμείς κάναμε υπερπροσπάθεια για να μη χάσει κανονάκια ο γιος της και μας χαλάσει το σχέδιο. Η μάνα του που μόνο ένα σκάκι του είχε αγοράσει απορροφήθηκε από το παιχνίδι κι έτσι εμείς αφήσαμε το Λευτέρη που ήταν ο πιο καλός απ’όλους μας στα ηλεκτρονικά να παίζει μαζί με τον Αντρέα και χωριστήκαμε σε τριάδες που θα πηγαίναν για επιθεώρηση. Η πρώτη τριάδα γύρισε μετά από δέκα λεπτά άπρακτη. Ήταν η σειρά μας κι ενώ πριν η καρδιά μας χτυπούσε δυνατά αυτή τη φορά πηγαίναμε εντελώς χαλαροί αφού ήμασταν προετοιμασμένοι για το ενδεχόμενο να μη δούμε τίποτα συνταρακτικό. Ο πατέρας του Ανδρέα είχε χτίσει μια ψηλή μάντρα και είχε βάλει και κάτι δέντρα για να κόψει τη θέα πράγμα που διευκόλυνε το έργο μας γιατί και πιο εύκολα μπορούσαμε να σκαρφαλώσουμε αλλά και να μείνουμε κρυμμένοι χωρίς να μας δει κανείς. Πήραμε τις θέσεις μας πίσω από τα κλαδιά και τότε είδαμε την πίσω πόρτα από το μπαρ του Αρίστου ν’ανοίγει. Κρατήσαμε τις ανάσες μας για να μη μας καταλάβουν και τότε είδαμε τη μάνα του Πάνου να βγαίνει από εκεί. Ακολούθησε κι ο Αρίστος ο οποίος της έδωσε ένα μασούρι, της έριξε και μια σφαλιάρα με απλωμένη την παλάμη του στον κώλο που αργότερα το ονομάσαμε χούφτωμα και ξαναμπήκε στο μαγαζί του. Γυρίσαμε και κοιτάξαμε τον Πάνο, είχε κοκκινίσει ολόκληρος. Πήδηξε κάτω κι έτρεξε μέσα στο σπίτι, τον ακολουθήσαμε αλλά δε ξέραμε τι έπρεπε να κάνουμε. Δύο λεπτά αργότερα χτύπαγε το κουδούνι, ήταν η μάνα του που είχε έρθει να τον πάρει. Ο Πάνος την περίμενε δίπλα από τη σκάλα μουτρωμένος κι όταν έσκυψε να τον φιλήσει της έριξε μια σφαλιάρα, την είπε πουτάνα και σηκώθηκε να φύγει τρέχοντας. Εμείς της φέραμε το μπουφανάκι του κι έμεινε να το κρατάει αποσβολωμένη εκεί στην είσοδο του σπιτιού, πλάι στη σκάλα. Τον Πάνο τον πέτυχα ξανά ένα καλοκαίρι πριν τους Ολυμπιακούς στην πλατεία Βάθης. Λίγους μήνες αργότερα θα έφευγε για πάντα τρέχοντας...