Έχω έρθει το λοιπόν στο κέφι και μοστράρω λουστρίνι μυτερό παπουτσάκι, αβανταδόρικο παντελόνι με τσάκιση, μεταξωτό υποκάμισο γνωστού ιταλικού οίκου με μανικετόκουμπα που απεικονίζουν το Γκούφυ και ανάλογο γιλέκο με το σχετικό εξοπλισμό στις εξωτερικές τσέπες ενώ και η γραβάτα με τον παχύ τον κόμπο, ναυτικό θαρρείς, χρησιμεύει για να σκουπίζω τον ιδρώτα από το μέτωπο μου καθώς ο ήλιος κοιτάει πούστικα από ψηλά και σε τσιτσιρίζει. Το καουμπόικο καπέλο δεν προσφέρει ιδιαίτερη προστασία ενώ εγώ ακολουθώντας πιστά τις οδηγίες του γιατρού παίζω με το κεχριμπαρένιο κομπολόι μου μην έχοντας πραγματικά κάποια σοβαρή εναλλακτική επιλογή εκτός ενδεχομένως από κάποιες τυχαίες ονειρώξεις που όμως έχω τόσο άσπλαχνα θυσιάσει ανταλλάσσοντας τον μεσημεριανό μου ύπνο με ένα καφέ στο Θησείο.
Ο ήχος του ηλεκτρικού σιδηρόδρομου καθώς στέκομαι όρθιος πλάι σε μια κολόνα κάνει τα μάτια μου να κλείνουν και να γεμίζουν με χιλιάδες εικόνες πανηδονιστικής κυρίως φύσης και φάσης τις οποίες όμως μ’ ένα απότομο τίναγμα των βλεφάρων απορρίπτω και προσηλώνομαι σε αυτήν την έντονα ερωτική φωνή αναγγελίας του επόμενου σταθμού μετρώντας με τα δάχτυλα του ενός χεριού μου στα κρυφά πίσω από την πλάτη για το πόσες στάσεις μένουν ακόμη έτσι ώστε να μην ξεφτιλιστώ και κατεβώ στην επόμενη η οποία εδώ που τα λέμε μόνο πετροβολισμούς σε ντέρμπι αιωνίων έχει να μου προσφέρει σαν θύμησες.
Με το αριστερό μου χέρι σε στάση σφιχτής γροθιάς παίρνω γραμμή ότι πρέπει να κατέβω παρόλο που το όλο παρουσιαστικό μου παραπέμπει μάλλον σε έμπειρο παίκτη της ελληνικής ρώσικης ρουλέτας, μια παραλλαγή του γνωστού σε όλους μας από τα παιδικά κυρίως χρόνια «πέτρα, ψαλίδι, μολύβι, χαρτί» όπου μια καλή εφαρμογή του νόμου των πιθανοτήτων μπορεί να σε κάνει όχι απλά να κερδίσεις αλλά να θριαμβεύσεις έναντι και του πιο ζόρικου αντιπάλου εκτός και αν αυτός έχει μαζί του καμια κοτρώνα ή κανένα ψαλίδι όπως αυτά που χρησιμοποιούμε στον κούρο των προβάτων που εύκολα σχετικά μπορούν να γίνουν φονικά όπλα ακόμη και στα χέρια του πιο ανίδεου παίκτη.
Βγάζω από την εξωτερική τσέπη το γυαλί ηλίου με το ελεύθερο χέρι, το φοράω με μια κίνηση που θα ζήλευε και ο Αλέν Ντελόν και περπατάω στον πλακόστρωτο δρόμο του Θησείου ενώ στην πρώτη γωνία κάνω μια στάση για ν’αγοράσω μπαλόνια, αυτά τα καλά με το ήλιο μέσα και διψασμένος καθώς είμαι από τις σχεδόν σαχαροερημικές συνθήκες θερμοκρασίας, πίνω το ένα μπαλόνι πίσω από το άλλο ξεκινώντας από ένα σκυλάκι Δαλματίας και τελειώνοντας με τον κύριο καλαμάρη τον τοιούτο φίλο του Μπομπ του σφουγγαράκη. Γεγονός είναι πως η φωνή μου παρουσιάζεται κάπως αλλοιωμένη κάτι που προκαλεί τον ανεξήγητο γέλωτα από τους περαστικούς που με ακούν καθώς συνεννοούμαι σε άριστα τσετσένικα για το ποια καφετέρια θα πρέπει ν’ αναζητήσω. Θυμάμαι εν τω μεταξύ και το ομώνυμο βιβλίο του Θέμελη και σκέφτομαι ότι πρέπει στο γυρισμό να περάσω από την Ομόνοια για να αγοράσω το αγαπημένο μου περιοδικό «Τροχοί και TIR» για να κοζάρω τα νέα μοντέλα που θα βγουν στην πιάτσα.
Φτάνω στο ακριβοθώρητο καφέ, ιδιοκτησία ενός καθηγητού μου από το σχολείο, διευθυντή τώρα πια στο λύκειο μας και καταλαβαίνω ακριβώς τι εννοούσε όταν έλεγε πως τα μαθηματικά είναι το χόμπι του. Αφού η δουλειά του είναι η καφετέρια. Σκέφτομαι ότι ένα κεχριμπαρένιο υγρό παρόμοιας απόχρωσης με το κομπολόι μου είναι η καλύτερη δυνατή επιλογή αλλά το κουτάκι με την αντιβίωση στο αριστερό τσεπάκι με επαναφέρει στην τάξη. Στην πραγματικότητα με επανέφερε το γραπτό μήνυμα που με θόρυβο ελήφθη: «Επειδή δεν βλέπω να φτάνω σπίτι μου σήμερα και ο ταρίφας είναι τρελός, να ξέρεις ότι σε αγάπησα. Σου αφήνω τον υπολογιστή μου και όλα μου τα εσώρουχα». Κι έτσι από το πουθενά βρέθηκα με 52 στρινγκ και 17 σουτιέν.