Γυρίζω το κεφάλι μου και βλέπω ότι η ώρα είναι εφτά. «Νωρίς είναι», σκέφτομαι αλλά δε μπορώ ν’αλλάξω πλευρό και να ξανακοιμηθώ. Σηκώνομαι και πάω μέχρι την κουζίνα. Απορρίπτω αμέσως την ιδέα ενός καφέ και τριγυρίζω άσκοπα στα δωμάτια του σπιτιού. Κοιτάζω την απέναντι οικοδομή κι έχω μια γλυκιά προσμονή. Έρχομαι στον υπολογιστή για να περάσει κάπως η ώρα. Εφτά και μισή χτυπάει το τηλέφωνο. Δε χρειάστηκε δεύτερο χτύπημα και έλεγα ήδη το παρακαλώ. Δεν ήταν αυτό που περίμενα. Δέκα λεπτά όμως αργότερα η φωνή της ζητούσε οδηγίες. Σκέφτομαι ότι τώρα πια μας χωρίζουν μόνο είκοσι λεπτά και ανάβω θερμοσίφωνο για να σενιαριστώ.
Τηλεφωνώ εγώ αυτή τη φορά. Κολλημένη στην κίνηση, γαμημένο ποτάμι. Οι κλήσεις επαναλαμβάνονται τακτικά κι εκτός από την ώρα δεν αλλάζουν και πολλά. Δεν κουνιέται φύλλο στο δρόμο, η ώρα περνάει επικίνδυνα. Μία ώρα και κάτι έχει ξεμπλοκάρει αλλά χάνεται στα στενά γύρω από το σπίτι μου. Ο λαβύρινθος τελικά γκρεμίζεται και παρκάρει στην οικοδομή απέναντι.
Μπαίνει μέσα και αρχίζουμε να φιλιόμαστε. Ξέρουμε κι οι δυο ότι θα ιδωθούμε πια ύστερα από μια βδομάδα κι αυτό δεν είναι κι ότι καλύτερο για να κρατήσει κανείς μαζί του. Φτάνουμε στο κρεβάτι μου, ξαπλώνουμε, ανακατωνόμαστε. Ψάχνει μια δικαιολογία για ν’αργήσει στη δουλειά της. Λέει κάτι που ελπίζει να είναι πιστευτό.
Τώρα πια είμαι εγώ ανάσκελα κι εκείνη από πάνω μου. Τη φιλάω και με αποφασιστικό ύφος μου λέει «Δεν έχουμε χρόνο για προκαταρκτικά» και βγάζει το παντελόνι της. Την επόμενη στιγμή είμαι μέσα της και λικνιζόμαστε σ’ένα κρεβάτι που τρίζει. Οι ανάσες αλλάζουν ρυθμό μέχρι που έρχεται η χαλάρωση. Δίνουμε συνεχείς παρατάσεις, πέντε λεπτά, δέκα, σε λίγο, κερδίζουμε χρόνο κλέβοντας απ’ αλλού.
Έρχεται ξανά πάνω μου και είμαι μέσα της μη μπορώντας να τη χορτάσω. Φοράει το παντελόνι της χωρίς να σηκωθεί, έχει γυρίσει πλάγια, εγώ την πυγοραπίζω κι εκείνη ντύνεται ενώ είμαι πάντα μέσα της. Ο χρόνος έχει περάσει απειλητικά. Σηκώνεται τελικά κι ένα σφίξιμο στο στομάχι με πιάνει. Τη συνοδεύω μέχρι το σημείο που ξέρω ότι δε θα χαθεί και γυρίζω σπίτι πιο μόνος από ποτέ.
Τραγουδώ δυνατά και παρά τα φάλτσα μου το ευχαριστιέμαι.
Τηλεφωνώ εγώ αυτή τη φορά. Κολλημένη στην κίνηση, γαμημένο ποτάμι. Οι κλήσεις επαναλαμβάνονται τακτικά κι εκτός από την ώρα δεν αλλάζουν και πολλά. Δεν κουνιέται φύλλο στο δρόμο, η ώρα περνάει επικίνδυνα. Μία ώρα και κάτι έχει ξεμπλοκάρει αλλά χάνεται στα στενά γύρω από το σπίτι μου. Ο λαβύρινθος τελικά γκρεμίζεται και παρκάρει στην οικοδομή απέναντι.
Μπαίνει μέσα και αρχίζουμε να φιλιόμαστε. Ξέρουμε κι οι δυο ότι θα ιδωθούμε πια ύστερα από μια βδομάδα κι αυτό δεν είναι κι ότι καλύτερο για να κρατήσει κανείς μαζί του. Φτάνουμε στο κρεβάτι μου, ξαπλώνουμε, ανακατωνόμαστε. Ψάχνει μια δικαιολογία για ν’αργήσει στη δουλειά της. Λέει κάτι που ελπίζει να είναι πιστευτό.
Τώρα πια είμαι εγώ ανάσκελα κι εκείνη από πάνω μου. Τη φιλάω και με αποφασιστικό ύφος μου λέει «Δεν έχουμε χρόνο για προκαταρκτικά» και βγάζει το παντελόνι της. Την επόμενη στιγμή είμαι μέσα της και λικνιζόμαστε σ’ένα κρεβάτι που τρίζει. Οι ανάσες αλλάζουν ρυθμό μέχρι που έρχεται η χαλάρωση. Δίνουμε συνεχείς παρατάσεις, πέντε λεπτά, δέκα, σε λίγο, κερδίζουμε χρόνο κλέβοντας απ’ αλλού.
Έρχεται ξανά πάνω μου και είμαι μέσα της μη μπορώντας να τη χορτάσω. Φοράει το παντελόνι της χωρίς να σηκωθεί, έχει γυρίσει πλάγια, εγώ την πυγοραπίζω κι εκείνη ντύνεται ενώ είμαι πάντα μέσα της. Ο χρόνος έχει περάσει απειλητικά. Σηκώνεται τελικά κι ένα σφίξιμο στο στομάχι με πιάνει. Τη συνοδεύω μέχρι το σημείο που ξέρω ότι δε θα χαθεί και γυρίζω σπίτι πιο μόνος από ποτέ.
Τραγουδώ δυνατά και παρά τα φάλτσα μου το ευχαριστιέμαι.