Το δεύτερο μέρος της τριλογίας, γραμμένο από εκείνη. Αύριο το δικό μου κείμενο:
"Δεν μπορώ να κοιμηθώ. Κάθομαι στα σκοτεινά και σκέφτομαι τα μάτια του. Τα πιο όμορφα μάτια που έχω δει ποτέ. Τα ‘βλέπω’ να κλαίνε για την απώλεια του θείου του, να είναι ανοιχτά μα να μην κοιτάνε, απέναντι από έναν γιατρό και μια ακτίνα laser.
Δεν μπορώ να κοιμηθώ σου λέω. Στριφογυρνάω στο κρεβάτι και μετράω αρνάκια, τα σκέφτομαι να στριφογυρνάνε και αυτά στη σούβλα. Το ίδιο άσκοπες τροχιές, αν και εγώ ύπνο δεν θα χορτάσω, ενώ αυτά αφού γεμίσουν άδειες νηστικές κοιλιές θα κοιμηθούν αιώνια.
Έξι, ο ήλιος έχει φέξει; Είναι νωρίς, κλείνω πάλι τα μάτια. Εφτά και μισή, πώς πέρασε έτσι η ώρα; Μια στιγμή μόνο γύρισα πλευρό, ενενήντα λεπτά κράτησε;
Να φάω τα δημητριακά μου, τη μπανάνα μου, να στύψω δύο πορτοκάλια και να ντυθώ. Μα τι λέω; Κάθε λεπτό που χάνεται, είναι εξήντα δευτερόλεπτα χωρίς αυτόν. Σπάω το ατομικό μου ρεκόρ σε προετοιμασία. Κάνω βουτιά μέσα στο παντελόνι μου, όλα γίνονται μαγικά, σαν χορογραφία ενώ ακούγεται Τσανακλίδου.
Με βοηθάνε τα ρούχα μου να μην αργήσω άλλο. Η μπλούζα μου σηκώνεται στον αέρα, χορεύει μαζί μου στο τραγούδι που λέει ‘αγάπα με, με ήλιο και βροχή, φεγγάρι πελαγίσιο μου, θαλασσινό πουλί’. Τρέχω στο σπίτι να μαζέψω κλειδιά, τσάντα, κινητό και οι μαύρες γόβες τρέχουν ξοπίσω μου, να τις φορέσω γιατί του αρέσουν. Το μπουκαλάκι με το άρωμα είναι το μόνο που αντιστέκεται και δεν παίρνει μέρος στην χορογραφία. Πολύ καλά, όχι βανίλια σήμερα, η φυσική μου μυρωδιά θα μείνει στα σεντόνια του αυτό το πρωινό.
Μπαίνω στο αυτοκίνητο, όλα εναντίον μου. Το ραδιόφωνο δεν παίζει, η κίνηση στους δρόμους εφιαλτική. Σκέφτομαι ότι αυτός ο δρόμος παλιά ήταν ποτάμι, τώρα πλημμυρίζει κα πάλι αλλά αυτή τη φορά από αυτοκίνητα που κυλούν αργά αργά και στο τέλος γίνονται σταγόνες πολύχρωμες από λαμαρίνα που διασκορπίζονται στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Άραγε μέσα σε αυτά, πόσοι αυτοί τη στιγμή ετοιμάζονται να αργήσουν στη δουλειά επίτηδες, χωρίς να φοβούνται τίποτα, όπως τότε στο σχολείο που υπήρχε το άγχος του σταυρού δίπλα στο ονοματεπώνυμό μας στο απουσιολόγιο για την πρώτη ώρα. Κοιτάζω δεξιά και αριστερά μου και είμαι περικυκλωμένη. Γυναίκες αγχωμένες, άνδρες βιαστικοί. Όλοι εγκλωβισμένοι. Λίγοι τυχεροί που θα δουν σε λίγη ώρα την αγάπη τους. Εγώ μέσα σε αυτούς.
Τυχερή άτυχη αφού το αυτοκίνητο δεν κινείται. Είμαι τόσο κοντά του μα και τόσο μακριά. Χτυπάω με δύναμη το τιμόνι λες και θα αλλάξει κάτι. Βάζω cd να ακούσω και μελαγχολώ. Ώσπου μπαίνει ένα τραγούδι που με κάνει να φαντάζομαι τις διακοπές που θα πάμε μαζί, το μπάνιο που θα τον κάνω σε λίγο, την αγκαλιά του που με περιμένει αυτά τα βασανιστικά λεπτά.
Επιτέλους, είμαι στην περιοχή του. Η φωνή του με οδηγεί. Προσπερνώ το σωστό στενό και χάνομαι ακόμη μια φορά. Είναι μαρτύριο να νιώθω ότι είναι σχεδόν ένα χιλιόμετρο μακριά μου αλλά δεν μπορώ να τον βρω. Λαβύρινθος οι δρόμοι, όπως το μυαλό του, αλλά ευτυχώς σε αυτή την αναζήτηση στέκομαι τυχερή.
Θέλω να παρκάρω και ν’ ανέβω κι ας αφήσω το αυτοκίνητο ξεκλείδωτο κι ας μου το πάρουν κι ας μην έχω μετά να πάω στη δουλειά. Κάτι μου λέει ένας εργάτης στην οικοδομή. Θέλω να πάω στον έκτο όροφο, να αγκαλιάσω την αγάπη μου, δεν είμαι για μανούβρες τώρα και σωστά παρκαρίσματα.
Η πόρτα ανοίγει, το ασανσέρ με περιμένει, στην πόρτα τα νυσταγμένα μάτια του, αυτά που κρύβουν μια ευαισθησία, ένα τρισεκατομμύριο σκέψεις, τα όσα μυστικά και βρώμικα συμβαίνουν και γίνεται μάρτυράς τους κάθε μέρα στη δουλειά του, τον πόθο του για μένα και μια ασυμμετρία που τελικά τον αποτρέπει να τα βγάλει κάπου στο Ψυχικό με βοήθεια γιατρού.
Δεν πειράζει, ας τα βγάλει μαζί μου στο μονό κρεβάτι του, γρήγορα, βιαστικά, κυνηγημένα. Με ανάσες να συντονίζονται και να ακούγονται σαν μια αναπνοή, με το δέρμα του να γίνεται σάρκα δική μου και το κορμί μου προέκταση του σώματός μου.
Ένα ψέμα στη δουλειά για να κερδίσω λίγο χρόνο. Λίγες στιγμές που δίνουν ενέργεια και συναίσθημα για μια ζωή. Που αν τις ενώσεις κάνουν την πιο ερωτική ιστορία που γράφτηκε ποτέ. Τη δική μας.
Όχι όχι, δεν θέλω να φύγω, ναι πρέπει να ντυθώ, αλλά γίνεται να τον νιώθω ακόμη ενώ θα ντύνομαι; Γίνεται να οδηγώ αλλά να τον βλέπω; Γίνεται να βάζω δευτέρα και τρίτη ταχύτητα ενώ τα χέρια μου του χαϊδεύουν την πλάτη; Αυτή τη φορά είναι δίπλα μου, να χαθώ αποκλείεται, μόνο στη θλίψη μου μπορεί σκεπτόμενη τις μέρες που θα είναι απών ή κοιτάζοντας το είδωλό του από τον καθρέφτη του αυτοκινήτου καθώς απομακρύνεται.
Για μια Ελένη έτρεχε ο Σπύρος Λούης για να τον δεχτούν οι γονείς της και τελικά κέρδισε το μετάλλιο, για να μην αργήσω περισσότερο τρέχω εγώ στον δρόμο που πήρε το όνομά του από τον μαραθωνοδρόμο και το μετάλλιο το έχω στην καρδιά μου, έχει τη λάμψη του Ήλιου και θα το φοράω πάντα στο στήθος να με καίει.
Ακόμη κι αν δεν έχω την πρώτη θέση. Ποτέ."
"Δεν μπορώ να κοιμηθώ. Κάθομαι στα σκοτεινά και σκέφτομαι τα μάτια του. Τα πιο όμορφα μάτια που έχω δει ποτέ. Τα ‘βλέπω’ να κλαίνε για την απώλεια του θείου του, να είναι ανοιχτά μα να μην κοιτάνε, απέναντι από έναν γιατρό και μια ακτίνα laser.
Δεν μπορώ να κοιμηθώ σου λέω. Στριφογυρνάω στο κρεβάτι και μετράω αρνάκια, τα σκέφτομαι να στριφογυρνάνε και αυτά στη σούβλα. Το ίδιο άσκοπες τροχιές, αν και εγώ ύπνο δεν θα χορτάσω, ενώ αυτά αφού γεμίσουν άδειες νηστικές κοιλιές θα κοιμηθούν αιώνια.
Έξι, ο ήλιος έχει φέξει; Είναι νωρίς, κλείνω πάλι τα μάτια. Εφτά και μισή, πώς πέρασε έτσι η ώρα; Μια στιγμή μόνο γύρισα πλευρό, ενενήντα λεπτά κράτησε;
Να φάω τα δημητριακά μου, τη μπανάνα μου, να στύψω δύο πορτοκάλια και να ντυθώ. Μα τι λέω; Κάθε λεπτό που χάνεται, είναι εξήντα δευτερόλεπτα χωρίς αυτόν. Σπάω το ατομικό μου ρεκόρ σε προετοιμασία. Κάνω βουτιά μέσα στο παντελόνι μου, όλα γίνονται μαγικά, σαν χορογραφία ενώ ακούγεται Τσανακλίδου.
Με βοηθάνε τα ρούχα μου να μην αργήσω άλλο. Η μπλούζα μου σηκώνεται στον αέρα, χορεύει μαζί μου στο τραγούδι που λέει ‘αγάπα με, με ήλιο και βροχή, φεγγάρι πελαγίσιο μου, θαλασσινό πουλί’. Τρέχω στο σπίτι να μαζέψω κλειδιά, τσάντα, κινητό και οι μαύρες γόβες τρέχουν ξοπίσω μου, να τις φορέσω γιατί του αρέσουν. Το μπουκαλάκι με το άρωμα είναι το μόνο που αντιστέκεται και δεν παίρνει μέρος στην χορογραφία. Πολύ καλά, όχι βανίλια σήμερα, η φυσική μου μυρωδιά θα μείνει στα σεντόνια του αυτό το πρωινό.
Μπαίνω στο αυτοκίνητο, όλα εναντίον μου. Το ραδιόφωνο δεν παίζει, η κίνηση στους δρόμους εφιαλτική. Σκέφτομαι ότι αυτός ο δρόμος παλιά ήταν ποτάμι, τώρα πλημμυρίζει κα πάλι αλλά αυτή τη φορά από αυτοκίνητα που κυλούν αργά αργά και στο τέλος γίνονται σταγόνες πολύχρωμες από λαμαρίνα που διασκορπίζονται στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Άραγε μέσα σε αυτά, πόσοι αυτοί τη στιγμή ετοιμάζονται να αργήσουν στη δουλειά επίτηδες, χωρίς να φοβούνται τίποτα, όπως τότε στο σχολείο που υπήρχε το άγχος του σταυρού δίπλα στο ονοματεπώνυμό μας στο απουσιολόγιο για την πρώτη ώρα. Κοιτάζω δεξιά και αριστερά μου και είμαι περικυκλωμένη. Γυναίκες αγχωμένες, άνδρες βιαστικοί. Όλοι εγκλωβισμένοι. Λίγοι τυχεροί που θα δουν σε λίγη ώρα την αγάπη τους. Εγώ μέσα σε αυτούς.
Τυχερή άτυχη αφού το αυτοκίνητο δεν κινείται. Είμαι τόσο κοντά του μα και τόσο μακριά. Χτυπάω με δύναμη το τιμόνι λες και θα αλλάξει κάτι. Βάζω cd να ακούσω και μελαγχολώ. Ώσπου μπαίνει ένα τραγούδι που με κάνει να φαντάζομαι τις διακοπές που θα πάμε μαζί, το μπάνιο που θα τον κάνω σε λίγο, την αγκαλιά του που με περιμένει αυτά τα βασανιστικά λεπτά.
Επιτέλους, είμαι στην περιοχή του. Η φωνή του με οδηγεί. Προσπερνώ το σωστό στενό και χάνομαι ακόμη μια φορά. Είναι μαρτύριο να νιώθω ότι είναι σχεδόν ένα χιλιόμετρο μακριά μου αλλά δεν μπορώ να τον βρω. Λαβύρινθος οι δρόμοι, όπως το μυαλό του, αλλά ευτυχώς σε αυτή την αναζήτηση στέκομαι τυχερή.
Θέλω να παρκάρω και ν’ ανέβω κι ας αφήσω το αυτοκίνητο ξεκλείδωτο κι ας μου το πάρουν κι ας μην έχω μετά να πάω στη δουλειά. Κάτι μου λέει ένας εργάτης στην οικοδομή. Θέλω να πάω στον έκτο όροφο, να αγκαλιάσω την αγάπη μου, δεν είμαι για μανούβρες τώρα και σωστά παρκαρίσματα.
Η πόρτα ανοίγει, το ασανσέρ με περιμένει, στην πόρτα τα νυσταγμένα μάτια του, αυτά που κρύβουν μια ευαισθησία, ένα τρισεκατομμύριο σκέψεις, τα όσα μυστικά και βρώμικα συμβαίνουν και γίνεται μάρτυράς τους κάθε μέρα στη δουλειά του, τον πόθο του για μένα και μια ασυμμετρία που τελικά τον αποτρέπει να τα βγάλει κάπου στο Ψυχικό με βοήθεια γιατρού.
Δεν πειράζει, ας τα βγάλει μαζί μου στο μονό κρεβάτι του, γρήγορα, βιαστικά, κυνηγημένα. Με ανάσες να συντονίζονται και να ακούγονται σαν μια αναπνοή, με το δέρμα του να γίνεται σάρκα δική μου και το κορμί μου προέκταση του σώματός μου.
Ένα ψέμα στη δουλειά για να κερδίσω λίγο χρόνο. Λίγες στιγμές που δίνουν ενέργεια και συναίσθημα για μια ζωή. Που αν τις ενώσεις κάνουν την πιο ερωτική ιστορία που γράφτηκε ποτέ. Τη δική μας.
Όχι όχι, δεν θέλω να φύγω, ναι πρέπει να ντυθώ, αλλά γίνεται να τον νιώθω ακόμη ενώ θα ντύνομαι; Γίνεται να οδηγώ αλλά να τον βλέπω; Γίνεται να βάζω δευτέρα και τρίτη ταχύτητα ενώ τα χέρια μου του χαϊδεύουν την πλάτη; Αυτή τη φορά είναι δίπλα μου, να χαθώ αποκλείεται, μόνο στη θλίψη μου μπορεί σκεπτόμενη τις μέρες που θα είναι απών ή κοιτάζοντας το είδωλό του από τον καθρέφτη του αυτοκινήτου καθώς απομακρύνεται.
Για μια Ελένη έτρεχε ο Σπύρος Λούης για να τον δεχτούν οι γονείς της και τελικά κέρδισε το μετάλλιο, για να μην αργήσω περισσότερο τρέχω εγώ στον δρόμο που πήρε το όνομά του από τον μαραθωνοδρόμο και το μετάλλιο το έχω στην καρδιά μου, έχει τη λάμψη του Ήλιου και θα το φοράω πάντα στο στήθος να με καίει.
Ακόμη κι αν δεν έχω την πρώτη θέση. Ποτέ."