Πρώτα η Στυλίδα κι ύστερα ο Καραβόμυλος, η άσφαλτος ρουφάει λαίμαργα τα χιλιόμετρα, το κοντέρ στα κόκκινα και το κεφάλι σου έτοιμο να σπάσει. Πάντα τρέχεις, αυτή τη φορά για να προλάβεις. Νιώθεις το χρέος βαρύ, μόνο εσύ μπορείς να προλάβεις, μόνο εσύ. Και όταν φτάνεις είναι πια αργά. Πρώτη φορά που δεν πρόλαβες να χαιρετίσεις έστω και λειψά τον πατέρα σου, να τον δεις ζωντανό, να περάσεις το τελευταίο Πάσχα μαζί του, να χαρεί τις εγγονές του, να τους πάρει παγωτό, να σε καμαρώσει, να δακρύσει. Τώρα δακρύζεις εσύ. Μόνος. Και δε μιλάς σε κανέναν. Δε σηκώνεις τηλέφωνα, μόνο τα βάρη σηκώνεις, το θυμό, το γιατί, το γαμώτο. Κι εγώ που αύριο θα βγάζω τα μάτια μου για να δω ξανά τον κόσμο αλλιώς δε θα 'μαι εκεί για να σου πω μία κουβέντα. Φίλε το επόμενο ουίσκι που θα πιούμε θα'ναι στη μνήμη του.