Στήριξε το κορμί με τα χέρια της και εγώ ανέβασα τα πόδια της στους ώμους μου. Άρχισα να της γλείφω τα δάχτυλα και βίαια σχεδόν μπήκα μέσα της. Οι κοφτές ανάσες της μ’έκαναν να τη δαγκώνω παντού, τα πόδια της ήταν γεμάτα μελανιές την επόμενη μέρα μα εγώ δεν τη χόρταινα με τίποτα. Πιάστηκε από τους ώμους μου, τέντωσε το χέρι της να πιάσει τη νουτέλα, δεν έφτανε, δεν την άφησα. Της έδωσα ένα χαστούκι στο πρόσωπο και την προειδοποίησα να σταματήσει την προσπάθεια της, το βαζάκι αυτό θα το χρησιμοποιούσα μόνο εγώ. Άρχισε να με γρατσουνάει στην πλάτη, την έβαλα να τυλίξει τα πόδια της γύρω μου και τη σήκωσα για να καταλήξουμε στον πλαϊνό τοίχο. Μου τράβαγε τα μαλλιά, της δάγκωνα τις ρώγες. Οι κόρες των ματιών της είχαν διασταλλεί τόσο πολύ που νόμιζες ότι θα πεταχτούν έξω, έχυσε φωνάζοντας, κλαίγοντας, βρίζοντας και χτυπώντας με. Την άφησα σιγά σιγά να κατέβει, οι λυγμοί και η γλώσσα της ηδονική συντροφιά σ’ όλη τη διαδρομή. Καθόταν στα γόνατα, με κράταγε απ’ τη μέση και της έδειξα το βαζάκι. «Μπορώ κύριε;» με ρώτησε και της έγνευσα θετικά. Άπλωσε το χέρι της και πήρε τη νουτέλα, έσκυψα κι έβαλα δύο δάχτυλα μου στο μουνάκι της, πήρα τα υγρά της κι εκείνη τα δάχτυλα μου, τα βούτηξε και τα έβαλε στο στόμα της. Δεν τα έβγαζε από το στόμα της ενώ τα δικά μου χέρια ήταν στα μαλλιά της. Όταν τα τράβηξα με περισσότερη δύναμη άφησε τα δάχτυλα μου και τα χείλη της προκάλεσαν σε μένα ένα βαθύ αναστεναγμό. Έχυσα μέσα στο βαζάκι και της το πήρα μέσα απ’ τα χέρια της. Βούρκωσε. Την έβαλα να καθίσει στα τέσσερα και τοποθέτησα την εμπλουτισμένη νουτέλα εμπρός της για να τη φάει έτσι χωρίς δάχτυλα ή κουταλάκια, μόνο με τη γλώσσα της. Εγώ την έγλειφα από πίσω. Κοιμηθήκαμε σ’ έναν καναπέ στο σαλόνι, ήταν κάπως άβολα μα κανείς μας δεν είχε όρεξη να πάει στην άνεση του κρεβατιού. Σηκωθήκαμε νωρίς το μεσημέρι και σκεφτόμασταν που θα μπορούσαμε να πάμε για φαγητό. «Ξέρω μια καλή ψαροταβέρνα» της είπα και πήγαμε απ’ το σπίτι της ν’αλλάξει ρούχα. Έφερε κι ένα cd μαζί της για ν’ακούμε στη διαδρομή και ξεκινήσαμε. Όσο βγαίναμε από την πόλη έφτιαχνε και η διάθεση μας. Όταν μπήκα στο λιμάνι του Λαυρίου με κοίταξε απορημένη αλλά της έκανα νόημα να μη μιλήσει. Την άφησα να περιμένει για λίγο στο αυτοκίνητο και πήγα να ρωτήσω κάτι. Με τις πληροφορίες και τα εισιτήρια στο τσεπάκι πήγα έξω από το παράθυρο της. -Σε δύο ώρες φεύγουμε για Κύθνο, πάμε να κάνουμε καμια βόλτα.
-Τι; Δε μιλάς σοβαρα! Πως σου ‘ρθε τώρα αυτό; Που είναι η Κύθνος; Που θα μείνουμε; Δεν έχω τίποτα μαζί μου.
-Ότι χρειαστούμε θα το πάρουμε από εκεί, δεν πάμε για μόνιμα.
-Είσαι τελείως τρελός.
Χαμογέλασα, της άνοιξα την πόρτα, κλείδωσα τ’ αυτοκίνητο κι έβγαλα από την τσέπη μου μια ψηφιακή φωτογραφική. Περπατήσαμε για λίγη ώρα ενώ προσπάθησα να τη φωτογραφίζω σε τυχαίες στιγμές και πόζες. Στο καράβι κοιτούσαμε σιωπηλοί τη θάλασσα κι ο καθένας μας έπλαθε το δικό του όνειρο. Φτάνοντας πήγαμε να νοικιάσουμε ένα μηχανάκι για να πάμε στο χωριό που είχα κατα νου να μείνουμε. Περάσαμε από το ένα και μοναδικό σούπερ μάρκετ και μετά ψάξαμε για δωμάτιο. Βρήκαμε ένα πολύ συμπαθητικό κι αφού τακτοποιηθήκαμε πήγαμε και στον αρχικό μας προορισμό, για φαγητό. Φάγαμε, ήπιαμε, γελάσαμε και είπαμε να συνεχίσουμε για ένα ποτό. Το δίλλημα ήταν μεγάλο. Σε ποιο απ’ τα δύο μπαρ; Ακολουθήσαμε το ένστικτο της και δε μας βγήκε σε κακό. Γυρίζοντας στο δωμάτιο κάναμε ένα ντους και μου είπε να ξαπλώσω και να την περιμένω με κλειστά μάτια. Απλώθηκα και χαλάρωσα. Εκείνη ήρθε με τα μαλλιά της πιασμένα και κάθισε πάνω μου. «Απόψε δε θα κάνεις τίποτα, έτσι θα μείνεις όλη νύχτα για μένα» μου είπε και έλυσε τα μαλλιά της. Τα είχε πιάσει με το στρινγκάκι της. Το έσκισε και μου έδεσε τα χέρια ενώ πέρασε και το σουτιέν της γύρω απ’ το κεφάλι μου για να μη βλέπω. Μ’ έκανε να τρέμω από την καύλα και να σπαρταράω. Κάποια στιγμή το σουτιέν σιγά σιγά κατέβηκε λίγο και μπορούσα να τη δω απ’ το αριστερό μάτι. Το βλέμμα της είχε τόσο πάθος μέσα, που στάθηκε αδύνατο να το ξεχάσω, υπάρχει πάντα σαν εικόνα αυτή η γυαλάδα, το μισάνοιχτο στόμα και τα κολλημένα απ’ τον ιδρώτα στο μάγουλο μαλλιά. Υπάρχει παντού και ας χαθήκαμε μια νύχτα στο Παγκράτι.
-Τι; Δε μιλάς σοβαρα! Πως σου ‘ρθε τώρα αυτό; Που είναι η Κύθνος; Που θα μείνουμε; Δεν έχω τίποτα μαζί μου.
-Ότι χρειαστούμε θα το πάρουμε από εκεί, δεν πάμε για μόνιμα.
-Είσαι τελείως τρελός.
Χαμογέλασα, της άνοιξα την πόρτα, κλείδωσα τ’ αυτοκίνητο κι έβγαλα από την τσέπη μου μια ψηφιακή φωτογραφική. Περπατήσαμε για λίγη ώρα ενώ προσπάθησα να τη φωτογραφίζω σε τυχαίες στιγμές και πόζες. Στο καράβι κοιτούσαμε σιωπηλοί τη θάλασσα κι ο καθένας μας έπλαθε το δικό του όνειρο. Φτάνοντας πήγαμε να νοικιάσουμε ένα μηχανάκι για να πάμε στο χωριό που είχα κατα νου να μείνουμε. Περάσαμε από το ένα και μοναδικό σούπερ μάρκετ και μετά ψάξαμε για δωμάτιο. Βρήκαμε ένα πολύ συμπαθητικό κι αφού τακτοποιηθήκαμε πήγαμε και στον αρχικό μας προορισμό, για φαγητό. Φάγαμε, ήπιαμε, γελάσαμε και είπαμε να συνεχίσουμε για ένα ποτό. Το δίλλημα ήταν μεγάλο. Σε ποιο απ’ τα δύο μπαρ; Ακολουθήσαμε το ένστικτο της και δε μας βγήκε σε κακό. Γυρίζοντας στο δωμάτιο κάναμε ένα ντους και μου είπε να ξαπλώσω και να την περιμένω με κλειστά μάτια. Απλώθηκα και χαλάρωσα. Εκείνη ήρθε με τα μαλλιά της πιασμένα και κάθισε πάνω μου. «Απόψε δε θα κάνεις τίποτα, έτσι θα μείνεις όλη νύχτα για μένα» μου είπε και έλυσε τα μαλλιά της. Τα είχε πιάσει με το στρινγκάκι της. Το έσκισε και μου έδεσε τα χέρια ενώ πέρασε και το σουτιέν της γύρω απ’ το κεφάλι μου για να μη βλέπω. Μ’ έκανε να τρέμω από την καύλα και να σπαρταράω. Κάποια στιγμή το σουτιέν σιγά σιγά κατέβηκε λίγο και μπορούσα να τη δω απ’ το αριστερό μάτι. Το βλέμμα της είχε τόσο πάθος μέσα, που στάθηκε αδύνατο να το ξεχάσω, υπάρχει πάντα σαν εικόνα αυτή η γυαλάδα, το μισάνοιχτο στόμα και τα κολλημένα απ’ τον ιδρώτα στο μάγουλο μαλλιά. Υπάρχει παντού και ας χαθήκαμε μια νύχτα στο Παγκράτι.