Το κείμενο που ακολουθεί είναι το πρώτο μέρος μιας τριλογίας που καλύπτει ένα ολόκληρο τρίωρο, μεταξύ εφτά και δέκα το πρωί της Μεγάλης Τρίτης. Το δικό μου κείμενο θα είναι και το τελευταίο, τα δύο πρώτα είναι από το ίδιο πρόσωπο. Πάμε λοιπόν:
"Τρίτη.
Τρίτη φορά σπίτι σου και χάνομαι ακόμη μια φορά. Κυριολεκτικά και μεταφορικά όπως και τις δύο πρώτες. Φθινόπωρο, χειμώνας και τώρα άνοιξη. Κάθε μου επίσκεψη και άλλη εποχή.
Σήμερα το ξεκίνημα μιας άλλης. Εκείνης που θα βλέπεις τον κόσμο διαφορετικά.
Μια Τρίτη μεγάλη, ατέλειωτη. Ξεκινάει με τη νυσταγμένη καλημέρα σου και είναι γεμάτη από σένα. Φωνή που με οδηγεί στα στενά της Αθήνας, φωνή που ελέγχει όλες μου τις λειτουργίες.
Να σε δω, να σε χορτάσω, να απολαύσω την εικόνα που αγάπησα για τελευταία φορά αφού απ' την επόμενη όλα αλλιώς θα είναι. Δυο λέξεις μόνο θα είναι ίδιες, με ότι γραμματοσειρά και να τις γράψεις, ακόμη κι αν δεν μπορέσεις να τις δεις. Δική σου.
Βδομάδα των Παθών, ημέρα Μεγάλη Τρίτη. Εγκλωβισμένη σε ένα αυτοκίνητο που με φέρνει κοντά σου. Προορισμός τα μάτια σου, να φωλιάσω για λίγο μέσα τους, να με κρατήσεις σαν εικόνα τις μέρες που θα είσαι μακριά, τα λεπτά που θα τα έχεις ανοιχτά μα δεν θα βλέπεις στο χειρουργικό κρεβάτι.
Ακούω τραγούδια που με μεταφέρουν σε νησί κυκλαδίτικο, αυτό που θα σεργιανίσω μαζί σου, κολυμπάω σε ποτάμι από πολύχρωμες λαμαρίνες, πνίγομαι μακριά σου.
Να έρθω για να γίνουμε ένα, να σε λούσω στα δάκρυα μου, αυτά που ευτυχώς συγκράτησα φεύγοντας, να σε σφίξω μέσα μου και να μη σε αφήσω ούτε όταν το ρολόι σημάνει εννιάμιση και οι δρόμοι με ξανακαλούν για να χαθώ μέσα σε αυτούς αυτή τη φορά και όχι στην ψυχούλα σου και το φοβισμένο βλέμμα.
Τροπάριο της Κασσιανής θα ακουστεί σήμερα στις εκκλησίες.
Κι ήθελα τόσο να φιλήσω τα χέρια και τα πόδια σου, να τα σφουγγίσω με τα μαλλιά μου, να λουστώ τον έρωτά σου και να σε μυρίζω όλη μέρα."
"Τρίτη.
Τρίτη φορά σπίτι σου και χάνομαι ακόμη μια φορά. Κυριολεκτικά και μεταφορικά όπως και τις δύο πρώτες. Φθινόπωρο, χειμώνας και τώρα άνοιξη. Κάθε μου επίσκεψη και άλλη εποχή.
Σήμερα το ξεκίνημα μιας άλλης. Εκείνης που θα βλέπεις τον κόσμο διαφορετικά.
Μια Τρίτη μεγάλη, ατέλειωτη. Ξεκινάει με τη νυσταγμένη καλημέρα σου και είναι γεμάτη από σένα. Φωνή που με οδηγεί στα στενά της Αθήνας, φωνή που ελέγχει όλες μου τις λειτουργίες.
Να σε δω, να σε χορτάσω, να απολαύσω την εικόνα που αγάπησα για τελευταία φορά αφού απ' την επόμενη όλα αλλιώς θα είναι. Δυο λέξεις μόνο θα είναι ίδιες, με ότι γραμματοσειρά και να τις γράψεις, ακόμη κι αν δεν μπορέσεις να τις δεις. Δική σου.
Βδομάδα των Παθών, ημέρα Μεγάλη Τρίτη. Εγκλωβισμένη σε ένα αυτοκίνητο που με φέρνει κοντά σου. Προορισμός τα μάτια σου, να φωλιάσω για λίγο μέσα τους, να με κρατήσεις σαν εικόνα τις μέρες που θα είσαι μακριά, τα λεπτά που θα τα έχεις ανοιχτά μα δεν θα βλέπεις στο χειρουργικό κρεβάτι.
Ακούω τραγούδια που με μεταφέρουν σε νησί κυκλαδίτικο, αυτό που θα σεργιανίσω μαζί σου, κολυμπάω σε ποτάμι από πολύχρωμες λαμαρίνες, πνίγομαι μακριά σου.
Να έρθω για να γίνουμε ένα, να σε λούσω στα δάκρυα μου, αυτά που ευτυχώς συγκράτησα φεύγοντας, να σε σφίξω μέσα μου και να μη σε αφήσω ούτε όταν το ρολόι σημάνει εννιάμιση και οι δρόμοι με ξανακαλούν για να χαθώ μέσα σε αυτούς αυτή τη φορά και όχι στην ψυχούλα σου και το φοβισμένο βλέμμα.
Τροπάριο της Κασσιανής θα ακουστεί σήμερα στις εκκλησίες.
Κι ήθελα τόσο να φιλήσω τα χέρια και τα πόδια σου, να τα σφουγγίσω με τα μαλλιά μου, να λουστώ τον έρωτά σου και να σε μυρίζω όλη μέρα."