Όπου οι απόψεις διίστανται για το πιστοποιητικό πρωτοβάθμιας υγειονομικής επιτροπής. Διότι χρειάζεσαι σαν άνθρωπος ένα χαρτί που θα σε φέρει όλο και πιο κοντά στο διακαή πόθο όλων των Ελλήνων. Παίρνω λοιπόν τη μάνα μου το πρωί αλαμπρατσέτα για να πάμε στο νοσοκομείο που εργάζεται να μ’εξετάσουν, να γλιτώσω και τις αναμονές και να επιστρέψω ατάραχος σπίτι. Αμ δε! Φτάνουμε πρωί πρωί εκεί και πριν το κυλικείο περνάμε από το ακτινολογικό πριν πλακώσει το μπούγιο. Τόση μανία για ραδιενέργεια πρώτη φορά συναντάω. Εκεί λοιπόν συναντήσαμε την κυρία ας πούμε Ρούλα η οποία έβαλε το μηχάνημα να ζεσταίνεται (εγώ νόμιζα ότι θα μου φτιάξει καφέ φίλτρου) και καθίσαμε στο αναπαυτικό σαλονάκι όπου εκείνη έπινε καφέ ενώ εγώ όχι και όπως αντιλαμβάνεστε υπήρχε ένα οξύτατο πρόβλημα. Τότε αρχίσαμε ν’αναλύουμε το δικό της πρόβλημα το οποίο ήταν πιο σοβαρό γιατί είχε έρθει η αδερφούλα της από την Αυστραλία και μια αναστάτωση στο σπίτι την είχανε, ήρθε και η μανούλα να δει τις δυο αδερφές, μόνο η τρίτη έλειπε που οι κακές γλώσσες τη θέλουν να κάνει παρέα με τον Τσέχωφ και συν τοις άλλοις εδώ κι ενάμισι χρόνο η κυρία Ρούλα είχε και κλιμακτήριο. Ω ναι, έμαθα ότι μια παγώνει μια ζεσταίνεται και θυμήθηκα το γνωστό άσμα της Αννούλας της Βίσση και κατέληξα στο λογικό συμπέρασμα ότι τρελαίνεται σιγά σιγά, έχει και η μάνα της καταρράκτη η οποία μάλιστα τώρα τελευταία (όχι δεν είναι στα τελευταία της, τον τελευταίο καιρό εννοώ) μπεμπεκίζει κιόλας. Εκεί που περιμέναμε το μηχάνημα να ζεσταθεί (το οποίο αργεί χαρακτηριστικά, οι καφετιέρες λειτουργούν πιο γρήγορα) ήρθαν να μας κάνουν παρέα δύο μύγες. Τώρα Νοέμβρη μήνα που βρέθηκαν οι μύγες και μάλιστα πρωί που δεν έχει και τόσο ζέστη ήταν ένα ζήτημα που προκάλεσε την έκπληξη μα και συνάμα τον τρόμο μου. Σκέφτηκα ότι αυτές θα είναι μόνιμες, κάτι σαν το προσωπικό και ότι θα έχουν αρπάξει τόση ακτινοβολία που θα έχουν γίνει μεταλλαγμένες. Θυμήθηκα τότε το γνωστό θρίλερ με τον τυπάκο που σιγά σιγά γίνεται ανθρωπόμυγα κατά το αλογόμυγα. Πάει λέω την έκατσα άμα με δαγκώσουν πρέπει να προστατευτώ πάσει θυσία κι όσο αυτές έκαναν βόλτες πάνω από το κεφάλι μου τόσο προσπαθούσα εγώ να προστατευτώ με το μπουφάν μου ενώ η κυρία Ρούλα είχε απλώσει τα γυμνά πόδια της γιατί προφανώς την είχε πιάσει η φάση του ζεσταίνομαι. Με τα πολλά μπήκαμε στο σκοτεινό θάλαμο και μου ζήτησε να γδυθώ από τη μέση και πάνω. Μου εξήγησε ότι έβαλαν και μόλυβδο γιατί προηγουμένως είχαν κάτι διαρροές και σκέφτηκα το καζανάκι στο σπίτι που χρειάζεται φτιάξιμο καθώς και τους κακόμοιρους που προλάβαν την προ-μολύβδου εποχή. Από συνήθεια πήγα να βγάλω και το παντελόνι όταν εκείνη που δεν έβρισκε κάτι πλάκες φώναξε «μπουρδέλο νοσοκομείο, το κέρατο μου μέσα». Τώρα συνθηματικά το είπε για να με κάνει να κουμπωθώ, αλήθεια έλεγε δεν κατάλαβα και μάλλον δε θα μάθω και ποτέ μου αλλά μικρή σημασία έχει τώρα πια. Έμεινα λοιπόν με το δασύτριχο στέρνο καμαρωτός να στέκομαι μπροστά από ένα πράγμα σαν στόχο και πολύ θα ήθελα να είχα μερικά βελάκια μαζί μου αλλά δεν είχα προνοήσει δυστυχώς. Με ξεπέταξε γρήγορα η κυρία Ρούλα κι επιτέλους πήγα στο πολυπόθητο κυλικείο για να πάρω τη δόση μου. Ήπια ένα εσπρέσο στο πόδι και πήρα ένα νες για να με συντροφεύει. Φτάνω στο γραφείο της μαμάς όπου είχαν πλακώσει όλες οι θηλυκές υπάρξεις του νοσοκομείου για να μου πουν συγχαρητήρια για το διορισμό. Τώρα για μένα είχαν φτιαχτεί έτσι, είναι το καθημερινό τους ντύσιμο, ήθελαν μια αλλαγή δε ξέρω αλλά είμαι σίγουρος πως δε θα ήθελα να μ’εξετάσουν. Γιατί έρχεται κυρία μου ο άρρωστος κι εσύ φοράς το διχτυωτό το καλσόν είσαι και με τη ρόμπα ανοιχτή, φοράς και τη μίνι τη φουστίτσα θέλει πολύ ο άλλος να σε πιάσει και να σε βάλει στο εξεταστήριο να σου αλλάξει τα φώτα; Όχι δε θέλει ρητορική ήτο η ερώτησις. Με πήρε μία σε κάποια φάση να με πάει σ’έναν παθολόγο γιατί είχαν κι ένα συμβούλιο και είχε πέσει μπόλικη δουλειά. Φτάνω εκεί, θεός ο τύπος με ρώτησε αν έχω σχέσεις με την κυρία. Του ορκίστηκα ότι πρώτη φορά τη συναντώ και μου είπε καλύτερα να μην αποκτήσω και η κυρία όλη αυτήν την ώρα γέλαγε. Εγώ στη θέση της θα του είχα φέρει την προτομή του Ιπποκράτη στο κεφάλι αλλά μάλλον την πηδάει γι’αυτό δεν αντέδρασε. Ήταν και ελεύθερη, δεσποινίς ετών 45. Μάλλον γι’αυτό προσφέρθηκε να με πάει αυτή στον παθολόγο. Έμεινα μόνος με τον τυπά κι ενώ τα λέγαμε πρόσεξα ότι άκουγε ωραία μουσική και του το ανέφερα. Εκείνος χάρηκε και τότε εγώ έβγαλα τ’ακουστικά ψείρες από το μπουφάν μου και του έδωσα το ένα για ν’ακούσει. Φόρεσα κι εγώ το άλλο και μόλις πάτησα το play αρχίσαμε να κουνιόμαστε στο ρυθμό του ροκ ‘εν’ ρολ ενώ όταν κουραστήκαμε πιάσαμε ένα της τάβλας, καπνίσαμε από ένα πούρο και φάγαμε κάτι σοκολατάκια που του είχαν φέρει κάτι ασθενείς. Δε μ’έχει πιάσει ακόμα κόψιμο επομένως μάλλον έκανε καλά τη δουλειά του και ο άρρωστος του έφερε φρέσκο πράγμα που σαλεύει. Επιστρέφω μετά στο γραφείο της μαμάς και ο γυναικείος πληθυσμός ήταν ακόμα εκεί. Μα καλά δουλειά δεν έχουν να κάνουν σκέφτηκα αλλά έδιωξα αμέσως τις σκέψεις αυτές κι άρχισα να οργανώνω στο μυαλό μου την ίδρυση ενός φαν κλαμπ. Μαθαίνω μετά ότι πρέπει να κάνω και μια γενική αίματος, να με δει επίσης νευρολόγος και ψυχίατρος. Γενική αίματος δεν υπήρχε περίπτωση να κάνω το ζάχαρο θα χτύπαγε κόκκινο με όλα αυτά που είχα φάει και πιει, ο νευρολόγος είχε τα νεύρα του και θα ξέσπαγε πάνω μου και τον ψυχίατρο δε γινόταν να τον δω για δύο λόγους. Ο πρώτος και σημαντικότερος ήταν ότι μπορεί να με κράταγε μέσα ενώ ο δεύτερος ότι το νοσοκομείο δε διέθετε τέτοια ειδικότητα. Πάντως με τόσους τρελούς εκεί μέσα θα έκανε χρυσές δουλειές αναμφιβόλως. Είδα κι απόειδα, μάζεψα την ακτινογραφία μου και πήρα το δρόμο του γυρισμού για το σπίτι. Αύριο θα πάω σε άλλο νοσοκομείο να ταλαιπωρηθώ στην ουρά σαν άνθρωπος αλλά να κάνω τη δουλειά μου χωρίς να τρελαθώ.