Tuesday, November 01, 2005

Ο Σεβάχ

Πρώτο έτος στο παιδαγωγικό, οργισμένο αγρίμι με την αφίσα των doors και του Τσε μοναδική διακόσμηση στο δωμάτιο, ένα τραπεζάκι και δυο καρέκλες μαζί με κάτι κατσαρολικά και χύμα στο πάτωμα δίσκοι και βιβλία. Μια ταλαιπωρημένη κιθάρα μονίμως ξεκούρδιστη, τασάκια πάντοτε γεμάτα με αποτσίγαρα και άδεια μπουκάλια μπύρας στημένα σαν κορίνες του bowling. Ένα εξάμηνο άντεξε εκεί και τα παράτησε όλα, σηκώθηκε κι έφυγε απ’τη Θεσσαλονίκη, ξενοίκιασε με φασαρίες και γύρισε πίσω στην Αθήνα για να μην τσακωθεί άσχημα με τη συνείδηση του.

Πήγε βρήκε το θείο του, στα πρόθυρα συνταξιοδότησης με μια άδεια ταξί που αργά ή γρήγορα θα πούλαγε για να γυρίσει στο χωριό. Την αγόρασε ο ανηψιός κι άρχισε να φέρνει βόλτες στην Αθήνα, σωστός κουρσάρος με το κίτρινο πειρατικό του. Χαλαρές κουβεντούλες με τους πελάτες και το μεροκάματο πολύ καλό αλλά δεν τον συγκινούσε αυτή η ζωή. Χανόταν μες στις διαδρομές, έχανε το είναι του, πνιγόταν κι έπρεπε να βρει μια άλλη διέξοδο.

Βρέθηκε σε μια πιο σκληρή δουλειά, πατατοπώλης σε λαϊκές αγορές. Ξύπνημα νωρίς το πρωί, φωνές όλη μέρα αλλά το χαιρόταν. Κάπου εκεί τον γνώρισα κι εγώ κάνοντας ομηρικές συζητήσεις για τον κόσμο, πηγαίνοντας σε πάρτυ που άλλοτε ήταν ξενέρωτα κι άλλοτε χορεύαμε και πίναμε μέχρι εξαντλήσεως. Ώσπου ήρθε και η Σεβαχούλα του, μία δασκάλα (τι ειρωνικό!) από την Κύπρο και μου διάβαζε τα γράμματα που της έστελνε και σκεφτόταν το μέλλον γιατί μεγάλωνε κιόλας.

Η Σεβαχούλα ήρθε για διδακτορικό στην Ελλάδα κι ο Σεβάχ αποφάσισε να ξαναγραφτεί στο παιδαγωγικό. Οι συναντήσεις μας αραίωσαν, δουλειά και σχολή και συγκατοίκηση με τη γυναίκα, τρία καρπούζια δε χωράν στην ίδια μασχάλη. Πριν πιάσω δουλειά πάντοτε κέρναγε αυτός, ο φοιτητής και ο φαντάρος δεν πληρώνουν μου’χε πει, με τα πρώτα μου λεφτά ήταν ο πρώτος που κέρασα κι ας ήμουν φοιτητής ακόμα.

Ψηλός, αγέρωχος, συνήθως με μούσι, χωρίς μακριά μαλλιά πλέον βρισκόμασταν και κάποιες κυριακές για μπάλα, είχε κι αυτός ελαττώματα, ΑΕΚτσής γαρ, αλληλοπειραζόμασταν και το μεσημεράκι πίναμε τις μπύρες μας για να θυμηθούμε τα παλιά. Για ένα φλας μπακ όπως λέγαμε και για μια παρτίδα βελάκια. Τώρα συνεχίζει αμέριμνος να τραγουδά στα πέλαγα τ’ομώνυμο κομμάτι του Λοίζου...

Στο φιλντισένιο μου μαρκούτσι...