Wednesday, November 30, 2005

Out Of Time

Με δύο απλωτές την είχε φτάσει. Εκείνη προσπάθησε να τραβηχτεί αλλά δεν είχε νόημα, ήταν πιο δυνατός και την κρατούσε από τον αστράγαλο. Άρχισε να του πετάει νερά κι αυτός βούτηξε το κεφάλι του κάτω από το νερό. Της άφησε το πόδι και νόμισε ότι του είχε ξεφύγει. Την επόμενη στιγμή ήταν μαζί του κάτω από το νερό και δεν πίστευε αυτό που της συνέβαινε.
-Κάνε μου μήνυση της είπε, γελώντας.
-Θα σε σύρω στα ευρωπαϊκά δικαστήρια να το ξέρεις αλητάκο, του αντιγύρισε εκείνη.
-Το καλό που σου θέλω να γίνει αμέσως, της είπε και την ξανατράβηξε κάτω από το νερό.
Η μυρωδιά από το χλώριο έδινε μια παράξενη γεύση στο κορμί της, δε μπορούσε να το συνηθίσει ένα ολόκληρο καλοκαίρι τώρα που βούταγε κάθε μέρα μαζί της. Βγήκαν έξω και ξάπλωσαν δίπλα δίπλα στο γρασίδι. Ο ήλιος δεν ήταν δυνατός κι έτσι δεν πήγαν κάτω από την ομπρέλα. Του ζήτησε τα γυαλιά ηλίου της. Τα έφερε και έκανε άλλη μία βουτιά. Βγήκε σχεδόν αμέσως για ν’αφήσει όλες τις σταγόνες να τρέξουν πάνω της. Δεν ήταν δροσιά αυτό το βρέξιμο, ένιωθε τις αισθήσεις της να παραλύουν καθώς τον κοίταζε μέσα από το σκούρο κρύσταλλο. Έσκυψε πάνω της και με τα βρεγμένα δάχτυλα του άρχισε να παίζει με το στήθος της που το ένιωθε να σκληραίνει ολοένα και περισσότερο. Προσπαθούσε να παραμείνει ανέκφραστη μα ήταν δύσκολο να συγκρατηθεί. Γραπώθηκε πάνω του κι άρχισε να τον φιλάει, σχεδόν δε μπορούσαν να πάρουν ανάσα. Οι σταγόνες του νερού μπερδεύτηκαν με τα δάκρυα τους. Πιο καυτά αυτά σηματοδοτούσαν την αλλαγή στη διάθεση τους. Έτσι γινόταν τα τελευταία απογεύματα, κάθε ερωτικό παιχνίδι κατέληγε σε τραγωδία με βωβούς πρωταγωνιστές τους ίδιους και μια πισίνα να γεμίζει το άδειο τους σκηνικό. Εκείνη έφευγε σε τρεις μέρες, εκείνος θα έμενε πίσω και θα έδιναν μια υπόσχεση που κανείς τους δε θα μπορούσε να κρατήσει. Το ήξεραν και γι’αυτόν την έδιναν. Θα λειτουργούσε σαν άλλοθι για την επερχόμενη θυσία που θα σφραγιζόταν μ’ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή, μ’ένα διαβατήριο σε μια καινούρια ζωή. Τον κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια, χάθηκε στο βλέμμα του, κυνήγησε τη σκέψη του μα χάθηκε σ’ένα λαβύρινθο. Την άρπαξε δυνατά και την κόλλησε πάνω του. Ο ένας άκουγε την καρδιά του άλλου να χτυπάει δυνατά μα κανείς τους δεν ήξερε το σκίρτημα αυτό πότε θα ξανανιώσουν. Άρχισαν να κλαίνε ξανά μαζί.
-Σταμάτα, του είπε κι άρχισε να τον χαιδεύει ξανά ερωτικά.
-Δεν είναι ανάγκη να μου το λες, της απάντησε.
Κάθισαν στις ξαπλώστρες να στεγνώσουν. Κοιτούσαν ψηλά λες και περίμεναν κάποια λύση από εκεί. Προσπαθούσαν να δουν το μέλλον;
Σηκώθηκε πρώτα εκείνος. Τον βρήκε λίγο αργότερα στην κουζίνα να φτιάχνει καφέ. Ετοίμασε έναν και για εκείνη κι άνοιξε το ραδιόφωνο. Της ζήτησε να χορέψουν και σηκώθηκε ανόρεχτα. Τα μαλλιά της ήταν ακόμα υγρά μα το κορμί της ζεστό από τον ήλιο. Σχεδόν την έσερνε μαζί του πάνω στα πλακάκια και την ακούμπησε πάνω στον πάγκο της κουζίνας. Τυλίχθηκε γύρω του κι άφησε τα σημάδια της στην πλάτη και το λαιμό του.
Το βράδυ δεν κοιμήθηκαν μαζί, άφησαν την παθιασμένη ανάμνηση της κουζίνας να ξεθωριάσει σαν μια παλιά φωτογραφία.