Tuesday, November 08, 2005

Slow Nerve Action

Θυμάμαι την πρώτη μέρα στο στρατό όπου μας δώσαν τα νέα συνολάκια της συλλογής του Αρμάνι για να φορέσουμε. Εντάξει εγώ τα πήρα με μία καθυστέρηση διότι μ’έπιασε κακός ψόφος και πυρετός τις πρώτες ημέρες και με κρατάγανε αμπαρωμένο στο αναρρωτήριο για να μην κολλήσω και τους υπόλοιπους. Την Τρίτη μέρα κατά τας γραφάς λοιπόν πήγα κι εγώ για να προβάρω τη νέα χειμερινή-θερινή κολεξιόν κι ανάμεσα σε όλα τ’άλλα αντίκρισα και τον τρομοκρατικό σκούφο, γνωστό και ως full face επειδή καλύπτει όλο το πρόσωπο κι αφήνει μάτια και μύτη ελεύθερα. Πως βλέπουμε ληστές, κομάντος, τη 17Ν και την αντιτρομοκρατική; Ε, ένα τέτοιο πράγμα πήραμε κι εμείς κι έσκασα στα γέλια καθώς το κράτησα με στοργή, αγάπη και προδέρμ στα χέρια μου. Δεν πάμε καλά σκέφτηκα αλλά δεν υπήρχε λόγος να χαλάσουμε τις καρδιές μας από τόσο νωρίς κι έτσι τον έχωσα τον σκούφο αυτόν στο σάκο και συνέχισα με τις μάλλινες κάλτσες. Η θεά τύχη τα έφερε έτσι ώστε αφού ειδικεύτηκα και εξειδικεύτηκα για τα καλά στον πλανήτη Τρίπολη να πάρω την άγουσα όχι για τ’αποδυτήρια αλλά για την παραμεθόριο, δηλαδή τη Λάρισα. Η Λάρισα είναι μια πόλη ξακουστή για τις ροζ γκαρσονιέρες και την υγρασία της. Το δεύτερο είναι αυτό που σε ενοχλεί περισσότερο, το πρώτο αυτό που σε κάνει να ξεχνάς το δεύτερο με αποτέλεσμα να πηγαίνεις στη σκοπιά προετοιμασμένος, φορώντας δηλαδή το full face σου το οποίο πάντα φόραγες και στο κρεβάτι με τις ζουμερές σαρανταπεντάρες. Στο κρεβάτι το φόραγες για προφύλαξη επί παντός σκοπού ενώ στη σκοπιά για προφύλαξη από το κρύο. Το κρύο λοιπόν είναι τσουχτερό κι εμείς εδώ οι κάτοικοι των Αθηνών το έχουμε νιώσει για τα καλά στο πετσί μας. Τις τελευταίες ημέρες έχει τύχει αρκετά μεσημέρια, τονίζω το μεσημέρια, όπου εντάξει ο ήλιος δεν σου προκαλεί έγκαυμα αλλά σε κάθε περίπτωση ένα χαδάκι στο ρίχνει, μια κλεφτή ματιά, δυο-τρεις ακτίνες θα’ρθουν να σ’ακουμπήσουν στοργικά. Με άλλα λόγια για Νοέμβρη μήνα μια χαρά καιρό έχει, τις πιο πολλές βραδιές ούτε καλοριφέρ δεν ανάβουμε διότι δε χρειάζεται. Ένα ξύλο όμως στο τζάκι το πετάμε έτσι για τη συντροφιά ή για να ψήσουμε και κανένα λουκάνικο ή καμία πατάτα στη χόβολη. Ντάλα μεσημέρι λοιπόν έχουν βαλθεί να με διαολίσουν όλοι. Τους βλέπω κουνάμενους σεινάμενους με τα κασκόλ τυλιγμένα στο λαιμό. Ξέρω, είναι στυλ θα μου πείτε. Με στυλ και σεξαπίλ λοιπόν. Μα το Θεό ρε παιδιά, δε ζεσταίνεστε; Ο λαιμός σας δεν ιδρώνει με το μάλλινο αυτό πράγμα πάνω σας; Έρχεται ο κολλητός μου σπίτι τις προάλλες. Κρατήθηκα και δεν τον έδειρα. Σαν Ρωμαίο τον έβλεπα κι εγώ ήμουν ο Γαλάτης. Μένουμε σε απόσταση 2 λεπτών ποδαρόδρομο. Επίσης μέρα μεσημέρι. Κρυώνεις ρε μπαγάσα τον ρωτάω. Όχι μου απαντάει. Και το κασκόλ τι το φοράς τότε; Εντάξει μου λέει, είναι και λίγο στυλ, σα γύφτος θα βγω από το σπίτι; Ε λοιπόν πάρτε το χαμπάρι δεν πάμε καλά. Καθόλου καλά. Κατέβαινα κέντρο χθες, πάλι μεσημέρι, προσπερνάω δυο-τρεις κασκολάτους, δηλαδή έχω την αίσθηση ότι απλά το κουβαλάν μαζί τους για να πάνε να κρεμαστούν όπου βρουν, στο πρώτο δέντρο, στο πρώτο φανάρι, κάπου, οπουδήποτε. Αφού λοιπόν τους έχω προσπεράσει, μπαίνω στον ηλεκτρικό και πετυχαίνω έναν γνωστό. Πιάσαμε κουβεντούλα και δυο-τρεις στάσεις παρακάτω μπαίνει πρασινομάτα κορασίδα με το καστανόξανθο το μαλλάκι της και ο φίλος αρχίζει να παθαίνει ένα επικοινωνιακό σοκ ή αν θέλετε μπορείτε να το πείτε και πολιτισμικό. Η κορασίδα φόραγε στενό εφαρμοστό μπλουζάκι με την εξής διάσημη ρήση «nothing to declare». Τι nothing που αυτό το nothing ήταν τουλάχιστον τέσσερα νούμερο (όπως καλή ώρα εκείνο το αγιασμένο θαρρείς στριπτιτζάδικο το τέσσερα στην πειραιώς) κι έβγαζε μάτι. Ο Γιάννης άρχισε να παραμιλά σχεδόν γιατί τόσα χρόνια που τον ξέρω δεν κάνει και τίποτα άλλο σε παρόμοιες περιπτώσεις. Έχει ένα φετίχ ο άνθρωπος. Αναλύσαμε για λίγο το όλο ζήτημα κι εγώ προσπαθούσα να του κάνω μια αναπαράσταση με γενετικούς αλγορίθμους που έχουν τρελό ενδιαφέρον και τρελή δυσκολία αλλά το ενδιαφέρον είναι που μετράει. Τελικά δεν κατάφερα τίποτα, ο Γιάννης είχε συντονιστεί με τους κραδασμούς του τρένου κι όταν διαπίστωσε ότι κατεβαίνει στην ίδια στάση με την κορασίδα με φίλησε σταυρωτά τρεις φορές σαν τους Σέρβους και έφυγε. Εγώ την ώρα την καλή του την είπα, περιμένω τώρα να δω τι θα γίνει κι αν η συνάντηση του θ’ανανεωθεί. Σήμερα είχα συνάντηση με τον πατέρα μου και κατεβήκαμε μαζί στο κέντρο για κάποιες δουλειές, ξεχωριστές για τον καθένα αλλά πήραμε και οι δύο τον ηλεκτρικό. Λέγαμε διάφορα στο δρόμο αλλά δεν αλληθώρισε με καμία κορασίδα στο δρόμο, άρα είναι σε καλύτερο δρόμο από το Γιάννη.